Θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα περιστατικό που συνέβη πρόσφατα με ένα φίλο που του προσέφερα δουλειά για μερικές μέρες στο κτήμα του πατέρα μου.
Σκεπτόμενος αγνά και θέλοντας να βοηθήσω τον φίλο μου, θεωρώντας ότι χρειάζεται το μεροκάματο, λέω του πατέρα μου «γιατί να μην δώσουμε τα μεροκάματα που θα δίναμε σε Aλβανούς, στο παλικάρι; Αφού και εγώ θα μαι εδώ για να βοηθήσω θα τη βγάλουμε τη δουλειά.»
Ο πατέρας μου, σκεπτικός και δύσπιστος όπως πάντα, με ρώτησε κάνα δυο φορές, αν θα τα καταφέρει, αν θα αντέξει, η δουλειά είναι δύσκολη, δεν είναι αυτός για τέτοια, βάλε και τον καύσωνα των ημερών, τέλος πάντων, τον πείθω ότι ο φίλος έχει όρεξη και η δουλειά θα βγει εις πέρας.
Αφού λοιπόν επικοινωνώ μαζί του, να του εξηγήσω τι θα κάνουμε, για πόσο καιρό και ποσά θα πάρει, μου λέει «έκλεισε φίλε, είμαι μέσα με τα χίλια».
Φτάνουμε στην προηγούμενη μέρα πριν την έναρξη της δουλειάς, έχω κανονίσει να πάω να τον πάρω από το σπίτι του στην πόλη, να τον φέρω στο χωριό,