Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

1987, 1996, 2018: ΤΡΕΙΣ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ, ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ

Στιγμές από τις κρίσεις του 1987 και του 1996 φέρνει στο νου το σοβαρό περιστατικό στα Ίμια, με μεγάλο ερωτηματικό τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί τη σημερινή κρίση η κυβέρνηση.
Οι πρώτες κινήσεις έδειξαν αμηχανία απέναντι στις εξελίξεις και την επικίνδυνη κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας, παρά το γεγονός ότι επισήμως αυτό που συστήνεται από το Μαξίμου είναι ψυχραιμία. Όμως, ακόμη και αρμόδια κυβερνητικά στελέχη δεν κρύβουν πλέον την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο να υπάρξει ατύχημα στο Αιγαίο, με απροσδιόριστες συνέπειες για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η ειδοποιός διαφορά με τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις είναι ότι υπήρχε αποφασιστικότητα στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως το 1987 η στάση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος απείλησε ευθέως με πολεμική σύγκρουση την Τουρκία μετά τις προκλήσεις της στο Αιγαίο, ουσιαστικά υποχρέωσε την Άγκυρα σε αναδίπλωση και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έδειχνε να έχει κερδίσει τους συσχετισμούς σε διεθνές επίπεδο.
Αντίστοιχα, ο Κώστας Σημίτης το 1996,
 κατάφερε με ψύχραιμο τρόπο και την ενεργοποίηση της μυστικής διπλωματίας και του διεθνούς παράγοντα - παρά το γεγονός ότι λοιδορήθηκε από την αντιπολίτευση για το «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» που ειπώθηκε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και για συγκεκριμένους λόγους - να αποτρέψει μια πολεμική σύγκρουση, για την οποία έδειχναν τότε έτοιμοι οι Τούρκοι.
Βασικό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις, εξάλλου, ήταν η στρατηγική την οποία διέθεταν ως προς την εξωτερική πολιτική και τους στόχους της οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σημίτη. Μια πολιτική που την πρώτη φορά οδήγησε στη συμφωνία του Νταβός και το μορατόριουμ με τους Τούρκους στο Αιγαίο και τη δεύτερη φορά οδήγησε στην ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την απομόνωση της Τουρκίας σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, καίτοι ουδέποτε έκλεισε το δρόμο στην ευρωπαϊκή προοπτική της. Αντιθέτως, η Ελλάδα υποστήριξε αυτή την προοπτική, με τη λογική ότι θα μπορούσε να οδηγήσει στην επίλυση των ανοιχτών ζητημάτων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με την υποστήριξη των Ευρωπαίων εταίρων.
Αντιθέτως, εν έτει 2018, η κυβέρνηση Τσίπρα δείχνει να βρίσκεται σε σύγχυση ως προς τους στόχους και τις προτεραιότητες της εξωτερικής της πολιτικής, έχοντας ανοίξει πολλά ταυτόχρονα μέτωπα για ευαίσθητα ζητήματα (Σκοπιανό, Αλβανικό, Κυπριακό κτλ.), τα οποία εν τέλει καθιστούν την ίδια τη χώρα ευάλωτη σε πιέσεις και «ατυχήματα». Και είναι ακριβώς χαρακτηριστικό ότι η Τουρκία επιχειρεί να «πατήσει» πάνω σ' αυτό και να το αξιοποιήσει, προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιδιώξεις της. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το timing της επίσκεψης του Σκοπιανού πρωθυπουργού, Ζόραν Ζάεφ στην Άγκυρα ούτε οι δηλώσεις που έγιναν εν μέσω διαπραγμάτευσης της Ελλάδας με την πΓΔΜ για το Σκοπιανό ότι η Άγκυρα υποστηρίζει ενεργά την προοπτική ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ.
Παράλληλα, η αντίδραση του Πάνου Καμμένου να ζητήσει - μετά την αρχική σιωπή του - από τους ομολόγους του στη σύνοδο του ΝΑΤΟ την καταδίκη του επεισοδίου στα Ίμια μόνο και μόνο επειδή το σκάφος του Λιμενικού είχε χρηματοδοτηθεί με... κοινοτικά κονδύλια, καταδεικνύει την προβληματική αντιμετώπιση του όλου ζητήματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: