Εδώ και μήνες, οι καταναλωτές ταλανίζονται με τις υψηλές χρεώσεις ηλεκτρικού ρεύματος, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με την λεγόμενη «ρήτρα αναπροσαρμογής», που περιλαμβάνεται στις συμβάσεις προμήθειας ρεύματος.
Μέχρι πρότινος, η παραπάνω ρήτρα αναπροσαρμογής ήταν σχεδόν άγνωστη στους περισσότερους καταναλωτές, όχι μόνο διότι περιλαμβανόταν στα «ψιλά γράμματα» των συμβάσεων, αλλά και διότι πρακτικά δεν είχε ενεργοποιηθεί, εξ αιτίας των περίπου σταθερών και με μικρές διακυμάνσεις διεθνών τιμών ενέργειας.
Από τον περασμένο όμως Σεπτέμβριο, που οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν στα ύψη, η ρήτρα αναπροσαρμογής εκτίναξε και τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και όλοι πλέον άρχισαν να μιλούν γι’ αυτήν.
Δυστυχώς όμως, ο τρόπος αντιμετώπισης του θέματος αυτού απέκτησε έντονα στοιχεία «λαϊκισμού»,
όχι από τους απλούς πολίτες που δεν είχαν ιδέα για το θέμα και το μόνο που έβλεπαν ήταν οι υψηλές χρεώσεις ρεύματος, αλλά από όλους εκείνους που όφειλαν να ενημερώνουν τους πολίτες με υπευθυνότητα και σύνεση.Και μιλώ για «λαϊκισμό», όσο και αν δεν μου αρέσει αυτός ο όρος, διότι κανείς στο παρελθόν δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με τα παρακάτω τρία θέματα.
Πρώτο θέμα : Οι ρήτρες αναπροσαρμογής καθιερώθηκαν πολλά χρόνια πριν, όταν «άνοιξε» η αγορά και σε ιδιώτες παρόχους, και κανείς δεν θεώρησε τότε ότι ο όρος αυτός ήταν «καταχρηστικός» ή «επαχθής» για τον καταναλωτή. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αν συνέβαινε αυτό το τελευταίο, ο εν λόγω όρος θα μπορούσε εύκολα να προσβληθεί, με βάση την ευρωπαϊκή αλλά και ελληνική νομοθεσία περί προστασίας του καταναλωτή, καθώς οι συμβάσεις προμήθειας ήταν και είναι σαφώς συμβάσεις «προσχώρησης», δηλαδή ο καταναλωτής δεν διαπραγματεύεται τους επιμέρους όρους.
Δεύτερο θέμα : Κανείς δεν αναρωτήθηκε και κανείς δεν έθεσε θέμα για το πώς οι ιδιώτες πάροχοι έδιναν τιμές 30-35% μικρότερες από την ΔΕΗ. Τότε, απλώς όλοι βολευόμασταν από τις μικρότερες τιμές που εξασφαλίζαμε.
Τρίτο θέμα : Κανείς δεν ασχολήθηκε και δεν ασχολείται και σήμερα με τις λεγόμενες «Ρυθμιζόμενες χρεώσεις» και ιδιαίτερα με την αμοιβή που πληρώνουμε για τον ΑΔΜΕΗ (μεταφορά) και τον ΔΕΔΔΗΕ (διανομή). Οι σχετικές χρεώσεις θεωρούνται περίπου αδιαπραγμάτευτες και κανείς δεν αναρωτιέται αν είναι απολύτως «εύλογες» ή θα μπορούσαν να ήταν χαμηλότερες. Και βέβαια, οι χρεώσεις αυτές σχετίζονται αποκλειστικά με το κόστος των μέχρι πρότινος δημόσιων οργανισμών που κανείς δεν ήθελε να θίξει, για να μη «δυσαρεστήσει» κάποιες ομάδες πολιτών.
Και στο δεύτερο και στο τρίτο θέμα έχω προσωπική γνώση και εκείνο που θέλω να επισημάνω είναι ότι οι σχετικοί προϋπολογισμοί των εταιριών αυτών συντάσσονταν με βάση κάποιο «ιστορικό» κόστος, δηλαδή κόστος που συγκρινόταν με την προηγούμενη χρονιά και που όλοι ήταν ευχαριστημένοι αν παρέμενε στο ίδιο επίπεδο ή έστω έπαιρνε μία μικρή προς τα άνω αναπροσαρμογή, που εθεωρείτο αμελητέα. Κανείς δυστυχώς δεν μίλαγε και μάλλον δεν μιλά και σήμερα για προϋπολογισμό «μηδενικής βάσης», δηλαδή προϋπολογισμό που δεν θα συγκρινόταν με κανένα προηγούμενο, αλλά θα «χτιζόταν» από το μηδέν.
Πριν κλείσω αυτό το δικό μου εισαγωγικό σημείωμα, θέλω να αναφέρω και ένα ακόμη ενδεικτικό παράδειγμα, καθώς τελευταία παρουσιάζονται προτάσεις που μιλούν για «αναστολή πληρωμής των ποσών που προκύπτουν από την εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής» μέχρι να αποφανθεί η δικαιοσύνη αν η εν λόγω ρήτρα είναι νόμιμη ή όχι.
Το παράδειγμα έχει να κάνει με τα δάνεια του παρελθόντος σε ελβετικό φράγκο. Οι τράπεζες τα προωθούσαν με βασικό επιχείρημα ότι η ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου θα παρέμενε περίπου σταθερή για μεγάλο χρονικό ορίζοντα. Βέβαια, παρά την πρόβλεψη αυτή, είχαν φροντίσει να περιλάβουν στους όρους της δανειακής σύμβασης και την αναφορά στον παράγοντα της ισοτιμίας, λέγοντας ότι δεν εγγυώνται για την εξέλιξή του.
Αποτέλεσμα της παραπάνω πολιτικής κάποιων τραπεζών, ορισμένοι καταναλωτές παρασύρθηκαν από το δέλεαρ των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων και μετέτρεψαν τα δάνειά τους από ευρώ σε ελβετικό φράγκο. Αυτό έγινε με ισοτιμία περίπου 1 προς 1,6. Δυστυχώς όμως, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα διαπίστωσαν ότι αυτή η ισοτιμία ανατράπηκε πλήρως και έφθασε περίπου το 1 προς 1. Με απλά λόγια, ένας που αρχικά δανείστηκε 100.000 € και το μετέτρεψε σε δάνειο 160.000 ελβετικών φράγκων, σε πολύ λίγο έφθανε να χρωστά, όταν η ισοτιμία έπεσε στο 1 προς 1, 160.000 €.
Όταν οι διανειολήπτες κατέφυγαν στα δικαστήρια, τα τελευταία δικαίωσαν τις τράπεζες, ακριβώς διότι εκείνες είχαν περιλάβει τον όρο της μη «εγγύησης» για την εξέλιξη της ισοτιμίας και δεν έλαβαν υπόψη τους το πραγματικό γεγονός ότι οι άνθρωποι των τραπεζών διαβεβαίωναν προφορικά τους πελάτες ότι η αρχική ισοτιμία 1 προς 1,6 δεν θα άλλαζε σημαντικά στο μέλλον.
Στη συνέχεια, παραθέτω μία επεξήγηση του όρου της ρήτρας αναπροσαρμογής την οποία έχω πάρει από την ιστοσελίδα ενός δικηγορικού γραφείου (UNICS, Δικηγορικά και Συμβολαιογραφικά Γραφεία Κ.Κόκκινος – Σ.Κατσούδα και Συνεργάτες). Στην παρουσίαση, έχω παραλείψει κάποιους περίπλοκους μαθηματικούς τύπους, οι οποίοι δεν είναι κατανοητοί από έναν απλό άνθρωπο. Εκείνο που εγώ επισημαίνω είναι ότι το 2020, η ΡΑΕ εξέδωσε Απόφαση «Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη διαφάνεια και την επαληθευσιμότητα των χρεώσεων στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων ΧΤ» (ΦΕΚ B 1364/ 14.04.2020)», βάσει της οποίας πρότεινε την τυποποίηση και απλοποίηση του τρόπου υπολογισμού των ρητρών αναπροσαρμογής.
Ρήτρα
αναπροσαρμογής: Στις ρήτρες αναπροσαρμογής θα πρέπει να
εστιάζουν οι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος για να υπολογίσουν το πραγματικό
κόστος που τους χρεώνουν οι προμηθευτές. Αυτό βέβαια με τη σειρά του
προϋποθέτει πολύ καλή γνώση μαθηματικών, για να αποκρυπτογραφήσουν τις
πολύπλοκες εξισώσεις βάσει των οποίων ο κάθε προμηθευτής ενεργοποιεί τις
ρήτρες, βασική παράμετρος των οποίων είναι η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος, η
οποία έχει πάρει την ανιούσα, καθώς ακολουθεί το ράλι των τιμών των CO2 και
παράλληλα τη μικρότερης κλίμακας ανοδική τάση της τιμής του φυσικού αερίου.
Οι χρεώσεις αυτές,
συμπεριλαμβανομένης και της εν λόγω ρήτρας Οριακής Τιμής Συστήματος αποτελούν
μέρος της σύμβασης προμήθειας, του κάθε προμηθευτή, ενώ η εφαρμοζόμενη
μεθοδολογία για τον υπολογισμό των εν λόγω χρεώσεων αναγράφεται μέσα σε αυτή.
Εφόσον λοιπόν η
Σύμβαση Προμήθειας μεταξύ του Προμηθευτή και του Πελάτη (ρήτρες αναπροσαρμογής)
, προβλέπει την επιβολή της ανωτέρω Ρήτρας, η τελευταία είναι νόμιμη, στο
πλαίσιο της συμβατικής σχέσης για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.
H Αρχή στο πλαίσιο
των αρμοδιοτήτων της περί προστασίας των καταναλωτών και για τη
διασφάλιση της ενημέρωσής τους βάσει των αρχών της διαφάνειας, της απλότητας
και της σαφήνειας των τιμολογίων που προσφέρονται στους Μικρούς Καταναλωτές,
λαμβάνοντας υπόψη και τον εντεινόμενο ανταγωνισμό στην αγορά ενέργειας,
προχώρησε στην έκδοση της Απόφαση ««Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη διαφάνεια και
την επαληθευσιμότητα των χρεώσεων στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων ΧΤ»
(ΦΕΚ B 1364/ 14.04.2020)», βάσει της οποίας πρότεινε την τυποποίηση και
απλοποίηση του τρόπου υπολογισμού των ρητρών αναπροσαρμογής.
Ρήτρες αναπροσαρμογής: Πως υπολογίζονται
Όπως αναφέρει
το energycost.gr , η πιο συνηθισμένη εφαρμογή, είναι αυτή που
παρακολουθεί τις μεταβολές της Οριακής Τιμής Συστήματος, και πλέον της
Τιμής Αγοράς Επόμενης Ημέρας, δηλαδή της τιμής της χονδρεμπορικής αγοράς
ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία προσδιορίζεται με βάση το θεμελιώδη κανόνα της
ζήτησης και της προσφοράς για κάθε ώρα και εκφράζεται κατά κανόνα σε €/MWh.
Μια άλλη εφαρμογή
είναι αυτή που παρακολουθεί τις μεταβολές του κόστους δικαιωμάτων εκπομπών
αερίων ρύπων , δηλαδή της τιμής του Ευρωπαϊκού Χρηματιστηρίου Ρύπων, η οποία
προσδιορίζεται με ανάλογο τρόπο.
Ο υπολογισμός από το
σύστημα της εκάστοτε επιβάρυνσης ή ελάφρυνσης του
λογαριασμού (καθότι οι μηχανισμοί αυτοί λειτουργούν και υπέρ των καταναλωτών
όταν διαμορφώνονται οι πρόσφορες συνθήκες) πραγματοποιείται ως εξής:
·
Για κάθε μήνα, το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας (ή
το Ευρωπαϊκό Χρηματιστήριο Ρύπων αντίστοιχα), προσδιορίζει τη μέση Οριακή Τιμή
Συστήματος του μήνα (ή για την περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπών CO2 το μέσο
όρο τιμών κλεισίματος του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης (Future) EUA, όπως
αυτές διαμορφώθηκαν με μήνα ωρίμανσης τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους)
·
Ανάλογα με την περίοδο κατανάλωσης για την οποία ο
καταναλωτής πραγματοποιεί σύγκριση, (1 μήνας, 4 μήνες ή ένας χρόνος), η
κατανάλωση επιμερίζεται ομοιόμορφα στους μήνες και η τιμή του μηχανισμού
προσαρμογής υπολογίζεται με βάση την μέση Οριακή τιμή του κάθε μήνα και
την αντίστοιχη κατανάλωση (και αντίστοιχα για την περίπτωση του CO2).
·
Αν ο καταναλωτής επιλέξει να μη χρησιμοποιηθεί η Μέση
Οριακή Τιμή για κάθε μήνα (ή τιμή δικαιωμάτων CO2) , έχει την επιλογή να την
αντικαταστήσει με τιμή της επιλογής του (εν είδη πρόβλεψης) για όλη ωστόσο την
περίοδο που επιλέγει.
Αν σε κάποιο τιμολόγιο εφαρμόζεται η προτεινόμενη από
τη ΡΑΕ τυποποίηση, πραγματοποιούνται υπολογισμοί με βάση την προτεινόμενη
μεθοδολογία. Για την ενημέρωσή σας, οι Προμηθευτές καταχωρούν τις τιμές της
μεθοδολογίας, δηλαδή:
Lu: Τιμή του μεγέθους αναφοράς πάνω
από την οποία ενεργοποιείται ο μηχανισμός αναπροσαρμογής χρεωστικά προς τον
Καταναλωτή. (€/MWh)
Ll: Τιμή του μεγέθους αναφοράς κάτω από την οποία
ενεργοποιείται ο μηχανισμός αναπροσαρμογής πιστωτικά προς τον Καταναλωτή.
(€/MWh)
α: Συντελεστής Προσαύξησης, ο οποίος επιλέγεται ελεύθερα από
τον Προμηθευτή. Είναι αριθμός μεγαλύτερος από το 0.
β: Συντελεστής Προσαύξησης, ο οποίος επιλέγεται ελεύθερα από
τον Προμηθευτή. (€/kWh)
Ωστόσο, δίνεται η
δυνατότητα στους προμηθευτές να χρησιμοποιήσουν εναλλακτικές μορφές μηχανισμών
τυποποίησης.
Για τον προσδιορισμό
της χρέωσης ή της πίστωσης καταρτίζονται από τους Προμηθευτές πίνακες
αντιστοίχισης τιμών της οριακής τιμής Συστήματος με την αντίστοιχη χρέωση ή
πίστωση σε €/kWh.
Στους πίνακες
αυτούς, οριοθετείται η «περιοχή προστασίας», όπου ο συντελεστής χρέωσης ή
πίστωσης είναι 0, ενώ βηματικά χτίζονται οι περιοχές που αντιστοιχούν σε
αντίστοιχη χρέωση ή πίστωση σε €/kWh.
Αμφότεροι οι
υπολογισμοί αποσκοπούν στο να δώσουν στον καταναλωτή μια προσέγγιση (με βάση
τις ανωτέρω ρεαλιστικές παραδοχές) της πρόσθετης χρέωσης ή του πρόσθετου
οφέλους που μπορεί να υπάρχει σε προϊόντα ηλεκτρικής ενέργειας με ομοιόμορφο
τρόπο μεταξύ των προμηθευτών και δεν αποτελούν
ενδεδειγμένη μέθοδο απόλυτης τιμολόγησης και επαλήθευσης των λογαριασμών
κατανάλωσης.
Συνοψίζοντας,
θα έλεγα :
·
Οι μεγάλες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος
έχουν σαν γενεσιουργό αιτία τις τεράστιες αυξήσεις στους παράγοντες της
ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), που ήταν αυτές που ενεργοποίησαν τις
ρήτρες αναπροσαρμογής.
·
Οι παρεμβάσεις για τη μείωση αυτού του κόστους
πρέπει να είναι δομικής μορφής και όχι με «επιδοματικές» πολιτικές. Σ’ αυτές
τις παρεμβάσεις, επιτέλους πρέπει να κοιταχθούν και οι άλλες παράμετροι όπως
π.χ. οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις.
·
Δεν πρέπει να εκπέμπονται μηνύματα «ανυπακοής», ούτε
να παρουσιάζονται «μαγικές λύσεις» που δεν έχουν καμία πιθανότητα να
εφαρμοστούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου