ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ
ΚΥΠΡΟΥ
Όταν το 1974 ο δήθεν «αόρατος δικτάτορας», Δημήτριος Ιωαννίδης, ούρλιαζε να του φέρουν «το κεφάλι του Μούσκου», ούτε που φανταζόταν ότι το δικό του κεφάλι παιζόταν.
Bυθισμένος στην εξαχρείωση και στη δίνη του σκανδάλου Γουοτεργκέιτ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίσταρντ Νίξον δεν είχε αναστολές. Στη σκακιέρα, τα πιόνια πάντα θυσιάζονται. Με το συγκεκριμένο, το ματ ήταν τριπλό: Και ο «ελεύθερος κόσμος» θα απαλλασσόταν από τον «Κάστρο της Μεσογείου» και το κυπριακό πρόβλημα θα λυνόταν δυναμικά κατά το σχέδιο Άτσεσον του 1964 και η χώρα του θα απαλλασσόταν από τον μπελά της ελληνικής χούντας που είχε ήδη επιτελέσει το έργο της και είχε φάει τα ψωμιά της.
Εκείνο που ούτε η χούντα της Αθήνας ούτε τα πέρα από τον Ατλαντικό αφεντικά της γνώριζαν, ήταν πως το όνομα Μακάριος δεν είχε διαλεχτεί στην τύχη. Ήταν ζυμωμένο με τους κυπριακούς αγώνες και συνώνυμο με τις θυσίες,
και τις διώξεις. Αλλά ούτε οι δικτάτορες ούτε οι Αμερικανοί τα πάνε καλά με την Ιστορία. Και βέβαια, ο Μακάριος γλίτωσε.
Ο πρώτος επίσκοπος με το όνομα Μακάριος ήταν των Ιεροσολύμων (314 - 333) και, κατά τις γραφές, βοήθησε τη μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ελένη, να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Ένας άλλος Μακάριος, επίσκοπος Επιδαύρου, οργάνωσε το 1575 επανάσταση κατά των Τούρκων. Στην Κύπρο, και κάτω από τη μύτη των Τούρκων, ο πρώτος αρχιεπίσκοπος Μακάριος (1854 - 1865) εργάστηκε σκληρά για τη μόρφωση του λαού και τη διάδοση της ελληνικής παιδείας σ’ ολόκληρο τη μεγαλόνησο. Μετά, ήρθαν οι Άγγλοι.
Γιος του Σουλεϊμάν Β’ του Μεγαλοπρεπή, ο σουλτάνος Σελίμ Β’ (1566 - 1574) κατέκτησε όσες βενετσιάνικες κτήσεις δεν πρόλαβε να κυριεύσει ο πατέρας του. Ανάμεσά τους και η Κύπρος, την οποία κατέλαβε το 1570, ένα χρόνο πριν από την καταστροφή του τουρκικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (ναυμαχία, που αρχική αιτία είχε τις σφαγές στην Κύπρο). Στην επανάσταση του 1821, η Κύπρος δε συμμετείχε. Προληπτικά όμως, στις 12 Ιουλίου 1821, οι Τούρκοι έσφαξαν 70 πρόκριτους μαζί με τον από το 1810 αρχιεπίσκοπο Κυπριανού.
Στις 3 Μαρτίου 1878, υπογράφηκε η ρωσοτουρκική συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που αναθεωρήθηκε σχεδόν αμέσως από το συνέδριο του Βερολίνου (1880). Εκεί, η Αγγλία είχε παρουσιαστεί ιδιαίτερα φιλική προς την Οθωμανική αυτοκρατορία και, ανάμεσα σε άλλα, φρόντισε να διασώσει για χάρη της την Ήπειρο (εκτός από την Άρτα), την Κρήτη, καθώς και την περιοχή της Ελασσόνας. Οι Άγγλοι απλά εξοφλούσαν γραμμάτια.
Οι δυο χώρες, από τις 4 Ιουνίου του 1878, είχαν υπογράψει μυστική συμφωνία, με την οποία, ανάμεσα σ’ άλλα, η Τουρκία παραχωρούσε την Κύπρο στη Βρετανία. Στις 12 Ιουλίου, η αγγλική σημαία αντικατέστησε την τουρκική στο νησί, όπου διορίστηκε ύπατος αρμοστής. Οι Κύπριοι πανηγύρισαν. Το νησί τους γινόταν αυτόνομο με προστάτη την Αγγλία, όπως και τα Επτάνησα που είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα πριν από 14 χρόνια. Μόνο που η ένωση αργούσε.
Ο ύπατος αρμοστής ξεκαθάρισε πως έπαιρνε εντολές μόνο από το υπουργείο Αποικιών. Αυτός θα διοικούσε, θα δίκαζε και θ’ αποφάσιζε για όλα. Δίπλα του ανεχόταν μόνο ένα εννεαμελές συμβούλιο που θα απαρτιζόταν έξι χριστιανούς και τρεις μουσουλμάνους.
Στα 1914, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος με την Τουρκία στο εχθρικό στρατόπεδο, η Αγγλία προσάρτησε τη μεγαλόνησο, γεγονός που έκανε τους Κυπρίους να πιστέψουν και πάλι ότι πλησίαζε η ώρα της ένωσης: 15.000 εθελοντές έσπευσαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Άγγλων.
Στα 1917, ένας νέος μητροπολίτης εκλέχτηκε στην Κυρήνεια. Ο κατά κόσμο Μυριανθεύς που είχε γεννηθεί το 1870 και διάλεξε το όνομα Μακάριος Β’. Ο πόλεμος τέλειωσε, η Βρετανία δεν έκανε καμιά κίνηση και οι Κύπριοι ξεσηκώθηκαν. Η Βρετανία απάντησε με την αντικατάσταση του ύπατου αρμοστή από κυβερνήτη (5 Μαΐου 1925).
Με εμψυχωτή τον Μακάριο Β’, οι Κύπριοι επαναστάτησαν στις 21 Οκτωβρίου του 1931 ζητώντας ένωση με την Ελλάδα. Οι Άγγλοι έστειλαν στρατό και ναυτικό. Η επανάσταση πνίγηκε στο αίμα, οι μητροπολίτες Κυρήνειας Μακάριος και Κιτίου εκτοπίστηκαν, πρόκριτοι και 3.000 πολίτες φυλακίστηκαν, το συμβούλιο καταργήθηκε, ο κυβερνήτης πήρε δικτατορικές εξουσίες κι ο πληθυσμός υποχρεώθηκε να πληρώσει τις ζημιές. Η περίοδος της τρομοκρατίας κράτησε ως το 1940, όταν η Ελλάδα έμεινε η μόνη χώρα της Ευρώπης που πολεμούσε τον άξονα. Ο Τσόρτσιλ άρχισε να μιλά για αυτοδιάθεση των λαών αλλά για μετά τον πόλεμο. Και δε διευκρίνισε πως δεν εννοούσε την Κύπρο. Άλλωστε, ο Μακάριος Β’ εξακολουθούσε να παραμένει εξόριστος στην Αθήνα.
Στα 1940, ο πατριωτικός ενθουσιασμός συγκλόνιζε την αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Μόνη η Ελλάδα πολεμούσε τον άξονα στην Ευρώπη. Ο Τσόρτσιλ μιλούσε για αυτοδιάθεση των λαών μετά τη νίκη, ενώ πάνω από 35.000 Κύπριοι κατατάσσονταν στον βρετανικό στρατό. Η Αγγλία κατάργησε τους περιορισμούς που είχαν επιβληθεί στο νησί το 1931. Στα 1946, επέτρεψε να επιστρέψει από την εξορία ο μητροπολίτης Κυρήνειας Μακάριος. Το 1947, εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος. Άρχισε να εργάζεται με όλες του τις δυνάμεις για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Από το 1948, στενό του συνεργάτη και συμπαραστάτη είχε τον Μιχάλη Μούσκο, επίσκοπο Κιτίου.
Ο Μιχάλης Μούσκος γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου του 1913 από γονείς βοσκούς. Ήταν μόλις 13 χρόνων, όταν πήγε δόκιμος καλόγερος στη μονή Κύκκου. Με έξοδα του μοναστηριού, φοίτησε στο Παγκύπριο γυμνάσιο. Στα 1938, έγινε διάκος και στάλθηκε στη Θεολογική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας. Την τελείωσε και γράφτηκε στη Νομική (1943) όπου φοίτησε μόνο δυο χρόνια. Στα 1946, έγινε αρχιμανδρίτης και στάλθηκε στη Βοστόνη με υποτροφία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών. Στα 1948, γύρισε στην Κύπρο, μητροπολίτης Κιτίου, κι οργανώθηκε στην αντίσταση εναντίον των Άγγλων. Μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β’ οργάνωσαν και διεκπεραίωσαν το δημοψήφισμα που έγινε στις 15 Ιανουαρίου του 1950. Την ίδια χρονιά, ο αρχιεπίσκοπος πέθανε στα 80 του χρόνια. Νέος εκλέχτηκε ο Μιχάλης Μούσκος, που διάλεξε το Μακάριος Γ’.
Από τους 224.747 που είχαν δικαίωμα ψήφου, μόνο μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι φοβήθηκαν να μετάσχουν στο δημοψήφισμα. Βρέθηκαν στις κάλπες 215.108 ψηφοδέλτια υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα και ούτε ένα κατά. Οι Άγγλοι δεν αναγνώρισαν το αποτέλεσμα. Δεν είχαν διάθεση να χάσουν το νησί. Το θέμα έφτασε στον ΟΗΕ, όπου ο Έλληνας αντιπρόσωπος δήλωσε (21 Σεπτεμβρίου 1953) ότι η Ελλάδα προτιμούσε να λυθεί το θέμα σε διμερείς συνομιλίες με την Αγγλία.
«Αν δεν κατέληγε πουθενά», πρόσθεσε, «τότε θα πρέπει να συζητηθεί από τον ΟΗΕ».
Στον ΟΗΕ συζητήθηκε, στις 16 Αυγούστου του 1954. Οι χώρες της Δύσης αντέδρασαν. Μετά από παρελκυστική τακτική τεσσάρων μηνών, το θέμα παραμερίστηκε. Ήταν Δεκέμβριος του 1954. Στην Κύπρο, κατάλαβαν πια πως ο ΟΗΕ ήταν ένας στίβος συμβιβασμών και αμοιβαίων υποχωρήσεων. Έπιασαν τα όπλα.
Την 1η Απριλίου του 1955, οι Άγγλοι είχαν άσχημο ξύπνημα. Εκρήξεις και προκηρύξεις τους ειδοποιούσαν πως άρχιζε ο ένοπλος αγώνας. Είχε εμφανιστεί η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών). Ο αγώνας φούντωσε, τα σαμποτάζ δεν άφηναν τους Άγγλους σε ησυχία. Υποψιάστηκαν τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο ως υποκινητή. Τον συνέλαβαν στις 9 Μαρτίου 1956 και τον εξόρισαν στα νησιά Σεϋχέλλες.
Στις 10 Μαΐου του 1956, κρέμασαν τους αγωνιστές Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου. Ήταν οι πρώτοι νεκροί του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Όμως, η επανάσταση δυνάμωνε. Στην Κύπρο έφτασε κι ανέλαβε διοικητής ο εξολοθρευτής των Μάου Μάου της Αφρικής, στρατηγός Χάρτινγκ. Στις 3 Μαρτίου 1957, ο υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου, πολεμώντας μόνος εναντίον 60 Άγγλων, οχυρώθηκε σε μια σπηλιά της περιοχής Μαχαιρά Πάφου. Τον κάλεσαν να παραδοθεί. Αρνήθηκε. Οι Άγγλοι πυρπόλησαν τη σπηλιά με φλογοβόλα. Ο Γρηγόρης Αυξεντίου προτίμησε να πεθάνει στα 29 του χρόνια.
Ο ξεσηκωμός έπεισε τους Άγγλους να καθίσουν στο τραπέζι. Έφεραν και τους Τούρκους στις συνομιλίες ως ενδιαφερόμενους για τους μουσουλμάνους του νησιού: Το 18% του πληθυσμού ζήτησε και πέτυχε περίπου συγκυριαρχία. Οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας, Ευάγγελος Αβέρωφ, και Τουρκίας, Φ. Ζορλού, συναντήθηκαν στο Παρίσι στις 20 Ιανουαρίου του 1959 κι έβαλαν τις βάσεις της συμφωνίας. Η διαπραγμάτευση μεταφέρθηκε στη Ζυρίχη της Ελβετίας, όπου επί μια βδομάδα (4 με 11 Φεβρουαρίου) οι πρωθυπουργοί Ελλάδας, Κ. Καραμανλής, και Τουρκίας, Ατνάν Μεντερές, μαζί με τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών, συμφώνησαν σε όλα:
Θα φτιαχνόταν νέο κράτος με μορφή Προεδρικής Δημοκρατίας και με τις Βρετανία, Ελλάδα, Τουρκία εγγυήτριες δυνάμεις που θα απέκλειαν οποιαδήποτε μελλοντική ένωση ή διχοτόμηση του νησιού (είναι το σκέλος της συμφωνίας που έδωσε στην Τουρκία το δήθεν νομικό έρεισμα να εισβάλει στα 1974). Η Βρετανία θα διατηρούσε δυο βάσεις μαζί με τα παρελκόμενά τους για την υπεράσπιση των στρατηγικών συμφερόντων της στην περιοχή. Η Ελλάδα θα εγκαθιστούσε την ΕΛΛ.ΔΥ.Κ. (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) και η Τουρκία την ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. Στο νέο κράτος θα λειτουργούσαν χωριστές κοινότητες Ελληνοκυπρίων (80% του πληθυσμού) και Τουρκοκυπρίων (18%) με χωριστή εκπροσώπηση στη Βουλή (70 προς 30), στην αστυνομία και στον στρατό (60 προς 40) με πρόεδρο από την ελληνοκυπριακή πλευρά και αντιπρόεδρο από την τουρκοκυπριακή.
Η συμφωνίες επικυρώθηκαν στις 19 Φεβρουαρίου με επίσημη συνθήκη που υπογράφηκε στο Λονδίνο από τους πρωθυπουργούς Ελλάδας, Τουρκίας και της Βρετανίας. Οι εξόφθαλμες παραχωρήσεις στους Τουρκοκυπρίους προκάλεσαν έντονη αντίδραση στην Ελλάδα, όπου η αντιπολίτευση κατέθεσε πρόταση μομφής. Συζητήθηκε και, στις 28 Φεβρουαρίου και απορρίφθηκε με ψήφους 170 έναντι 117. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε ότι επρόκειτο για «μία από τας ευτυχεστέρας ημέρας της ζωής» του, ενώ ο Σοφοκλής Βενιζέλος αποχώρησε κραυγάζοντας: «Ζήτω η Ένωσις». Την επομένη, 1η Μαρτίου, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο από την εξορία.
Στις 16 Αυγούστου του 1960, η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία με προσωρινό πρόεδρο τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο κι αντιπρόεδρο τον Κιουτσούκ. Στις 14 Δεκεμβρίου, εκλέχτηκε πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον είπαν «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου».
Στα 1964, η σύγκρουση φαινόταν αναπόφευκτη ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, που αποχώρησαν από τα όργανα του κράτους κι έστησαν δικά τους. Μια ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ κατέφθασε στο νησί, ενώ άρχισαν ζυμώσεις για μια ανταλλαγή πληθυσμών. Μετά, ανέλαβαν οι συνταγματάρχες.
Παρά τη λυσσαλέα πολεμική τους, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος επανεκλέχτηκε το 1968 πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πρώτη απόπειρα κατά της ζωής του έγινε στις 8 Μαρτίου του 1970. Η δεύτερη, τρεισήμισι χρόνια αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου του 1973. Στις 17 Ιανουαρίου 1974, πέθανε στη Λεμεσό ο αρχηγός της αντιμακαριακής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β’, Γεώργιος Γρίβας. Ο Μακάριος κήρυξε πένθος και τριήμερη αμνηστία, επειδή ο Γρίβας ήταν αρχηγός και της ΕΟΚΑ, που διεξήγε κατά κύριο λόγο τον απελευθερωτικό αγώνα στη δεκαετία του ‘50. Η ΕΟΚΑ Β’ δεν σταμάτησε τις πράξεις βίας. Στις 25 Απριλίου, η κυβέρνηση της Κύπρου την έθεσε εκτός νόμου. Στην Αθήνα και στην Κύπρο, οι ετοιμασίες για ένα πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου προχωρούσαν.
Τον Ιούλιο, ανταλλάχτηκαν οι επιστολές Μακαρίου - Γκιζίκη, με τον αρχιεπίσκοπο να δηλώνει ότι «δεν είναι νομάρχης της Ελλάδας». Το πραξικόπημα εναντίον του εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου του 1974. Ο Μακάριος διέφυγε. Η Κύπρος πλήρωσε βαρύ το τίμημα της προδοσίας των Απριλιανών. Ακόμα το πληρώνει.
Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο μετά τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα. Έμεινε πρόεδρος της δημοκρατίας άλλα τρία χρόνια. Έπειτα από δυο αλλεπάλληλα εμφράγματα, η καρδιά του τον πρόδωσε. Πέθανε στις 2 του Αυγούστου του 1977, σε ηλικία 64 χρόνων.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ το ήξερε καμιά δεκαριά μέρες πριν. Οι Τούρκοι, πάνω από μήνα. Από τις αρχές του Ιουνίου του 1974, ετοίμαζαν τα αποβατικά στρατεύματά τους. Πληροφορίες ανέβαζαν σε 40.000 τους στρατιώτες που συγκεντρώνονταν στην Αλεξανδρέττα και στη Μερσίνα, στα τουρκικά παράλια απέναντι από την Κυρήνεια. Τουρκοκύπριοι στη θέση Αγύρτα επέκτειναν έναν πρόχειρο διάδρομο προσγείωσης αεροπλάνων. Στρατιωτικοί της χούντας του Ιωαννίδη και στελέχη της ΕΟΚΑ Β’ μετείχαν σε συσκέψεις στην Αθήνα και στην Κύπρο. Από τις 2 του Ιουλίου, οι συσκέψεις πλήθυναν. Στις 2 Ιουλίου, ο Τούρκος εκπρόσωπος αμφισβήτησε την ισχύ της ελληνοτουρκικής συνθήκης της Λοζάννης και τη συμφωνία της Γενεύης για την ίδρυση Κυπριακού κράτους.
Στις 6 Ιουλίου, ο Ευάγγελος Αβέρωφ επισκέφτηκε την κυπριακή πρεσβεία στην Αθήνα κι ανέφερε ότι έγκυρες πληροφορίες που είχαν περιέλθει στην κατοχή του αποδείκνυαν ότι η χούντα των συνταγματαρχών ετοίμαζε πραξικόπημα εναντίον του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Στις 10 Ιουλίου, ο Ευάγγελος Αβέρωφ επισκέφτηκε γι’ άλλη μια φορά την πρεσβεία της Κύπρου στην Αθήνα, απαιτώντας να ειδοποιηθεί ο Μακάριος. Οι άνθρωποι της πρεσβείας δραστηριοποιήθηκαν την επομένη: Ένας στενός φίλος του Μακαρίου ενημερώθηκε για τις πληροφορίες του Αβέρωφ και ανέλαβε να τις μεταφέρει στη Λευκωσία. Ζήτησε επείγουσα συνάντηση με τον αρχιεπίσκοπο. Το ραντεβού κλείστηκε για το πρωί της 15ης του μήνα. Δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Ήταν 13 Ιουλίου, όταν στην Αθήνα ξεκίνησε ευρεία κυβερνητική σύσκεψη για την Κύπρο. Μετά από ώρες, η σύσκεψη διακόπηκε για την μεθεπομένη, 15η του μήνα. Δεν επρόκειτο να συνεχιστεί. Στο πεντάγωνο επικρατούσαν άλλες απόψεις: Στις 14 Ιουλίου, ο διορισμένος πρόεδρος της Δημοκρατίας Φαίδων Γκιζίκης προέδρευσε σε σύσκεψη των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων με αντικείμενο «την κατάσταση στην Κύπρο».
Στις 8.35 το πρωί της Δευτέρας 15 Ιουλίου του 1974, ένα τηλεγράφημα έφτασε από την Κύπρο και προωθήθηκε στο γραφείο του αποκαλούμενου «αόρατου δικτάτορα», Δημήτριου Ιωαννίδη. Έγραφε: «Αλέξανδρος εισήχθη εις νοσοκομείον». Το πραξικόπημα στην Κύπρο είχε ξεκινήσει. Ενώ τα κρατικά μέσα μαζικής ενημέρωσης έμεναν βουβά, οι φήμες οργίαζαν. Λίγο αργότερα, στις φήμες ήρθε να προστεθεί και η πληροφορία πώς ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε σκοτωθεί. Στην ΕΣΑ και στο Πεντάγωνο άνοιξαν σαμπάνιες. Όμως, καμιά επίσημη ανακοίνωση δεν μεταδιδόταν ακόμα.
Στη Λευκωσία, τεθωρακισμένα και μοίρα καταδρομών είχαν από νωρίς καταλάβει το αρχηγείο της αστυνομίας, τον ραδιοσταθμό, το κέντρο τηλεπικοινωνιών και κυβερνητικά κτίρια. Ήδη, βομβάρδιζαν το προεδρικό μέγαρο, όπου η φρουρά αμυνόταν ηρωικά. Στις 3 το μεσημέρι, ο Ιωαννίδης μάθαινε πως η αρχιεπισκοπή έπεσε στα χέρια των πραξικοπηματιών αλλά ο Μακάριος είχε διαφύγει και ήταν ακόμη ζωντανός. Με τρεις σωματοφύλακες, είχε περάσει από αφύλακτη δίοδο κι ακολουθώντας την κοίτη ενός χειμάρρου, είχε βρεθεί στη Μονή Κύκκου.
Το απόγευμα, οι πραξικοπηματίες έμαθαν πως ο Μακάριος κρυβόταν στη μονή Κύκκου κι έστειλαν εκεί δυνάμεις να τον σκοτώσουν. Όμως, ο Μακάριος βρισκόταν ήδη στην Πάφο. Και η Πάφος, όπως και η Λεμεσός, αντιστεκόταν ακόμα.
Οι πραξικοπηματίες είχαν προτείνει κι ο Νίκος Σαμψών είχε αποδεχτεί να γίνει πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όλοι οι άλλοι υποψήφιοι αρνήθηκαν. Το ραδιόφωνο μετέδιδε ότι «ο Μακάριος είναι νεκρός». Στις 8.30 το βράδυ, ο Νίκος Σαμψών απηύθυνε διάγγελμα: Ο στρατός του εμπιστεύτηκε την προεδρία. Στις 11 τη νύχτα, όσοι είχαν ανοιχτό ραδιόφωνο κι έπιαναν την Πάφο, άκουσαν μια γνώριμη φωνή:
«Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ. Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος που συ εξέλεξες για να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν. Είμαι ζωντανός...».
Από το βρετανικό στρατόπεδο τεθωρακισμένων της ειρηνευτικής δύναμης όπου βρισκόταν, ο Μακάριος πήγε στη βάση Ακρωτηρίου. Από εκεί, πέταξε ως τη Μάλτα. Είχε ξεφύγει. Το πραξικόπημα εξελισσόταν. Ως το βράδυ, είχαν καταμετρηθεί 33 στρατιωτικοί νεκροί (οι 28 Κύπριοι) και 128 τραυματίες (οι 114 Κύπριοι). Ο αριθμός των θυμάτων από τον άμαχο πληθυσμό παραμένει αδιευκρίνιστος.
Η Τρίτη, 16 Ιουλίου του 1974, πέρασε στην Κύπρο με σφαγές αντιχουντικών. Στην Αθήνα, πλήθαιναν οι πληροφορίες για ασυνήθιστη ενεργητικότητα και κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων. Στην Άγκυρα, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέν Ετζεβίτ δήλωνε:
«Δεν θα δεχτούμε τετελεσμένα γεγονότα στην Κύπρο».
Και ο υπουργός Πληροφοριών συμπλήρωνε:
«Η Τουρκία θα ζητήσει από την Αγγλία την από κοινού χρήση του δικαιώματος επέμβασης στην Κύπρο».
Στην Αθήνα, η χούντα ησύχαζε. Το πραξικόπημα στην Κύπρο έχει πετύχει κι ας ξέφυγε ο Μακάριος. Και οι Αμερικανοί διαβεβαίωναν ότι τίποτα δεν επρόκειτο να κάνουν οι Τούρκοι. Όλα ήταν ωραία.
Τετάρτη, 17 Ιουλίου, ο Μακάριος βρισκόταν στο Λονδίνο και γινόταν δεκτός από τον πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον και από τον υπουργό Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν. Και οι δυο τον διαβεβαίωσαν ότι μόνον αυτόν αναγνωρίζουν. Μετά, δέχτηκαν τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, Μπουλέν Ετζεβίτ, που είχε σπεύσει στο Λονδίνο «για διαβουλεύσεις». Ο Ετζεβίτ επέστρεψε στην Άγκυρα. Ο Μακάριος πέταξε στη Νέα Υόρκη. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ τον αναγνώρισε ως αρχιεπίσκοπο. Αρνήθηκε όμως να τον υποστηρίξει ως πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στις 19, ο Μακάριος μιλούσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, καταγγέλλοντας την χούντα της Αθήνας ως εισβολέα στην Κύπρο. Την ίδια ώρα, ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζόζεφ Σίσκο, πετούσε για την Ευρώπη. Επισκέφθηκε διαδοχικά Λονδίνο, Αθήνα και Άγκυρα. Σύστησε «αυτοσυγκράτηση».
Ήταν 4.30 το πρωί της 20ής του Ιουλίου όταν ξύπνησαν τον Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα, Κοσμαδόπουλο, και άρχισαν του εξηγούν πως, με το πραξικόπημα, παραβιάστηκε η συνταγματική τάξη στην Κύπρο, οπότε η Τουρκία, ως εγγυήτρια δύναμη, εξαναγκαζόταν να επέμβει.
Ξεκινούσε το σχέδιο «Αττίλας». Μερικές ώρες αργότερα, ο αόρατος δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης παραπονιόταν στον Σίσκο:
«Μας εξαπατήσατε».
(Έθνος, 15.7.1997) (τελευταία επεξεργασία, 6.2.2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου