Ο Μιχάλης και ο Ανέστης είναι οι αγαπημένοι δίδυμοι της Θεσσαλονίκης, Βρίσκονται παντού, όπου υπάρχει κόσμος. Στις γιορτές και στις διεκδικήσεις. Σε κάθε μεγάλη εκδήλωση, σε κάθε πορεία -πρωτομαγιάτικη ή αντιπολεμική, κατά της λιτότητας ή υπέρ των μεταναστών.
Η συναρπαστική ιστορία τους στο sofistories.com: Ήταν εκεί στις πορείες διαμαρτυρίας για το θάνατο του Γρηγορόπουλου, στις συγκεντρώσεις έξω από την ΕΡΤ3 όταν έπεσε το μαύρο. Στα εγκαίνια της ΔΕΘ και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στην έκθεση βιβλίου. Ακόμα και στο εκλογικό κέντρο του Γιάννη Μπουτάρη πήγαν το 2014, τη βραδιά των δημοτικών εκλογών, για τα επινίκια. Δυο γεροντάκια πιασμένα χέρι χέρι, ο ένας να προστατεύει τον άλλον, να χαιρετούν τον κόσμο διά χειραψίας, να πιάνουν κουβέντα κι ας έχουν αυτή τη δυσκολία στην ομιλία, και όχι μόνο… Πριν από μερικά χρόνια βλέπαμε στην πόλη μόνο τον έναν από τους δύο, τον Ανέστη. Αυτοί οι δυο ήταν πάντα αχώριστοι. Μήπως συνέβη το μοιραίο κι έμεινε μοναχός ο ένας από τους δυο; Οι θεωρίες έδιναν και έπαιρναν στις παρέες.
Τελικά μάθαμε ότι ο θάνατος όντως χτύπησε την πόρτα τους,
αλλά δεν τους χώρισε. «Η μαμά πέθανε. Είμαστε πολύ στεναχωρημένοι, πολύ στεναχωρημένοι» έλεγαν με τα λόγια, μα πιο πολύ με τα υγρά μελαγχολικά τους μάτια. «Πηγαίναμε παντού μαζί με τη μαμά. Έχει τέσσερα χρόνια που τη χάσαμε. Μία είναι η μάνα…» μου λεν όταν συναντιόμαστε και το βλέμμα τους σκοτεινιάζει. Τώρα πια έχουν μια θεία τους που μένει κοντά και τους φροντίζει, και φυσικά έχουν ο ένας τον άλλον.
Πως τα βλέπεις τα πράγματα;
Η αγαπημένη τους φράση είναι: «πώς τα βλέπεις τα πράγματα;». Συναντηθήκαμε στο καφέ πάνω από το βασιλικό θέατρο, παραγγείλαμε λεμονάδες και πριν προλάβω να αρχίσω τις ερωτήσεις, άρχισαν αυτοί. «Πως τα βλέπεις τα πράγματα με την Κύπρο και τα πετρέλαια; Θα χτυπήσουν οι Τούρκοι;» με ρώτησαν. Ανάμεσα σε όσα οι ίδιοι μου έλεγαν για τη ζωή τους με βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Ήταν φανερό ότι βλέπουν φανατικά τηλεόραση, και ειδικά τις ειδήσεις. «Με την Κορέα τι γίνεται; Γιατί πάει κόντρα στην Αμερική;». «Για το πλοίο με τα ναρκωτικά τι γνώμη έχεις;». «Στη Βενεζουέλα χαμός γίνεται, αλίμονο μας αν φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση». «Εσύ τι γνώμη έχεις για τα μαγαζιά που θα ανοίξουν τις Κυριακές;», «Τον Μητσοτάκη πώς τον βλέπεις; Θα βγει;». «Που πήγαν τόσα λεφτά από την ΕΟΚ ρε Σοφία;». Κι άλλες ερωτήσεις, για το ενοίκιο που πληρώνω κι αν μαλώνουμε στην οικοδομή για τα κοινόχρηστα, τι δουλειά έκανε ο μπαμπάς μου κι αν τον πήραν στην επιστράτευση του ‘74, αν είμαι μόνιμη στην εφημερίδα και άλλα πολλά. Σαν δυο παιδιά, 65 ετών, γεμάτα απορίες για τον κόσμο, γεμάτα λαχτάρα να γνωρίσουν τους ανθρώπους γύρω τους.
Ζωή γλυκιά σαν πάστα
Εμβληματικές μορφές της Θεσσαλονίκης, κι όμως τυπικά δεν είναι Σαλονικιοί. Γεννήθηκαν στις 15 Μαρτίου 1952, στην Προσοτσάνη Δράμας. Πρώτος ήρθε ο Μιχάλης και ελάχιστα λεπτά αργότερα ο Ανέστης. Παρότι έχει το εντονότερο πρόβλημα, ο Μιχάλης είναι ο πιο δυναμικός από τους δύο, αυτός που μιλά περισσότερο. Ο Ανέστης είναι η «ηχώ» του, επαναλαμβάνει όσα λέει ο Μιχάλης, λίγο πιο καθαρά ώστε να τον καταλαβαίνουν όλοι. «Ασ’ τα, τι υποφέραμε ένας θεός το ξέρει» μου λεν με μια φωνή. «Η μαμά μας όταν ήταν έγκυος και ό,τι έτρωγε το έκανε εμετό, ο γιατρός της είπε ‘’καλύτερα να αποβάλλεις, μη τυραννιέσαι’’. Εμείς όταν γεννηθήκαμε δυσκολευτήκαμε, φτάσαμε τεσσάρων χρονών για να περπατήσουμε και να μιλήσουμε. Εσένα η μαμά σου ταλαιπωρήθηκε όταν σε γέννησε;» με ρωτάν, σαν να προσπαθούν να βρουν κοινές αναφορές. «Ήταν ωραία όμως εκείνα τα χρόνια, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Καβάλα για μπάνιο, παίζαμε με τα άλλα παιδιά τζιτζιλιά (μπίλιες), χορεύαμε … »Στο σχολείο πήγαμε μέχρι την τετάρτη τάξη. Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε καλά και για αυτό δεν μάθαμε γράμματα. Πήγαμε στην πρώτη τάξη, μας προβίβασαν, μετά μας άφησαν, μετά μας προβίβασαν πάλι και μετά σταματήσαμε. Μας άρεζε το σχολείο, τα άλλα παιδιά μας αγαπούσαν, μας είχαν σαν αδέρφια». Να ήταν πράγματι έτσι; Τη δεκαετία του ’50, στην ελληνική επαρχία, με τη σκληράδα που βγάζουν τα περισσότερα παιδιά στους διαφορετικούς αυτού το κόσμου; Οι δίδυμοι πάντως μόνο αγάπη ένιωθαν ότι εισέπρατταν. «Δεν σας πείραζαν;» τους ρωτώ. «Όχι. Μόνο μας έκλεβαν τα μολύβια και τα ψάχναμε. Για το καλαμπούρι το έκαναν». «Εγώ με το ΠΑΣΟΚ ήμανε» θα πει ο ένας, για λογαριασμό και των δύο. «Τώρα τους σιχάθηκα όλους. Άλλα λεν, άλλα κάνουν. Από την τηλεόραση έμαθα ότι όλοι φταίνε» μου λέει ο Μιχάλης. «Εμείς δεν φταίμε καθόλου, που τους ψηφίζαμε;» τους ρωτώ. «Εμείς ξέραμε τι κάνανε οι πολιτικοί; Εσύ ξέρεις τι κάνω εγώ στο σπίτι μου; Πως να το να ξέραμε;» ρωτούν με αφέλεια. «Αν δεν μπαίναμε στην ΕΟΚ μήπως θα ήμασταν καλύτερα; Τι γνώμη έχεις, γιατί τώρα πάμε χειρότερα; Τόσα λεφτά πήραμε ρε Σοφία δεν μπορούσαν να μην τα φαν και να κάνουν ένα ωραίο νοσοκομείο, έναν δρόμο. Τόσα λεφτα, που πήγαν;» με βομβαρδίζουν με ερωτήσεις, όπως τα μικρά παιδιά που έχουν ένα «γιατί» για τα πάντα. «Τώρα ο θεός να βάλει το χέρι του, τόσοι άνεργοι τι θα απογίνουν; Πώς θα ζήσει ο συνταξιούχος; Αυτοί που ζουν στο ενοίκιο; Ποιον να πιστέψεις; Άλλα λεν τα κανάλια για τον Τσίπρα, άλλα ο κόσμος. Εσύ τον Μητσοτάκη τον εμπιστεύεσαι; Τι γνώμη έχεις;». «Για το δημοψήφισμα τι λέτε;» τους ρωτάω, για να αλλάξουμε ρόλους. «Το κάναμε, αλλά το όχι το έκανε ναι ο Τσίπρας… Αφού το έκανε, πήρε την ευθύνη, έπρεπε να επιμείνει». «Κι αν ήμασταν σε χειρότερη φτώχια;». «Δεν ξέρω, δεν ξέρω…» λέει μια φωνή κι επαναλαμβάνει η άλλη. Τέσσερα «δεν ξέρω» στη σειρά.
Η αγάπη για το θέατρο
Προσπαθώ να τους κάνω να θυμηθούν τις πρώτες εικόνες που είχαν από την πόλη. «Το βασιλικό (θέατρο) ήταν αχούρι σκέτο, κι η θάλασσα βρωμούσε» μου λεν, αρχίζοντας από το πιο σημαντικό για αυτούς σημείο στην πόλη. «Το θέατρο» απαντούν με μια φωνή όταν τους ρωτώ ποιο είναι το πιο αγαπημένο τους μέρος. «Αν μπορούσαμε να δουλέψουμε θα θέλαμε να γίνουμε ηθοποιοί. Βλέπουμε πολλές παραστάσεις. Πάμε πάρα πολλά χρόνια. Μικρούς μας πήγαινε η μαμά» μου λέει ο Ανέστης. Οι δίδυμοι είναι πάντα ευπρόσδεκτοι στις παραστάσεις του ΚΘΒΕ, όλοι οι υπάλληλοι του θεάτρου τους ξέρουν και τους υποδέχονται με χαμόγελο- κι έχουν το δικό τους κομμάτι στην πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα που κόβει το θέατρο. «Τους αγαπούμε όλους στο θέατρο, μέσα στην καρδιά μου τους έχουμε. Εσύ ποιο έργο είδες; Το τρίτο στεφάνι το είδες; Πολύ ωραίο έργο». Περπατάμε γύρω από το Λευκό Πύργο και επιμένουν να μου φέρουν ένα πρόγραμμα των καλοκαιρινών παραστάσεων του ΚΘΒΕ. Ο Μιχάλης είναι έξαλλος που βλέπει τους τοίχους του βασιλικού θεάτρου βαμμένους με σπρέι. «Μουντζουρώνουν, κάνουν ναρκωτικά, κάνουν το νερό τους όπου βρουν, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Θα πάθουν τίποτα αν κρατηθούν; Εδώ είναι το θέατρο, κανένας σεβασμός δεν υπάρχει; Γιατί γίναμε έτσι; Να έχουμε δημοκρατία αλλά να τη σεβόμαστε. Τι φταίει, ποιος είναι ο λόγος που δεν τη σεβόμαστε και ό,τι θέλει κάνει ο καθένας;» Οι παλαιότεροι πολιτιστικοί συντάκτες θυμούνται ένα περιστατικό από τη δεκαετία του ’80. Σε μια παράσταση στο Θέατρο Κήπου εμφανίστηκε η Μελίνα Μερκούρη, οι δίδυμοι την πλησίασαν, κι οι αστυνομικοί της συνοδείας της έσπευσαν για να τους απομακρύνουν. Τότε έκπληκτοι την άκουσαν να τους φωνάζει πίσω με τα ονόματά τους, Ανέστη και Μιχάλη, και να τους ρωτά τι κάνουν. «Καλά» της είπαν, «η Δέσπω που είναι;» εννοώντας την ηθοποιό Δέσπω Διαμαντίδου.
Οι Χρυσαυγίτες μισούν τους ανθρώπους «Γιατί πάτε στις διαδηλώσεις;» τους ρωτάω. «Μας αρέσει» απαντούν, όπως θα έλεγαν αν τους ρωτούσα γιατί τρώτε πάστες. «Πηγαίνουμε σε όλες τις πορείες. Έχει κόσμο, είναι ωραία, αρκεί να μην γίνονται φασαρίες». «Δεν φοβάστε;» τους ρωτώ. «Μπα, εμάς μας προσέχουν, μας αγαπούν». Ακόμα και το δικό τους γκρουπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν οι δίδυμοι, κι ας μην το ξέρουν οι ίδιοι. Όλη η πόλη τους αγαπά »Είχαμε πάει και στου Χριστόδουλου, ήταν η καλύτερη διαδήλωση. Εσύ που ήσουν τότε; »Όταν σκότωσαν τον Αλέξη που ήσουν; Όταν το έμαθα εκείνο το βράδυ στεναχωρέθηκαν πολύ, πω πω, λέω, ήταν παιδί. Αυτός ο χωροφύλακας μάλλον δεν τον είδε καλά και σκότωσε το παιδί κατά λάθος. Κατεβήκαμε μετά στις πορείες. Είχε γίνει χαμός»… «Πορείες κάνουν και οι χρυσαυγίτες…» τους λέω. «Α, εκεί δεν πάμε. Είναι προδότες αυτοί. Αυτοί μισούν τους ανθρώπους, είναι αλήτες. Αν κάνουν κράτος πρέπει να εξαφανιστούμε όλοι. Πως το βλέπεις, θα βγει; Ανησυχούμε, αν βγει η Χρυσή Αυγή θα είμαστε όλοι στον αέρα, όλους θα τους κυνηγήσουν». Τις προάλλες οι δίδυμοι ήταν παρόντες και τις τρεις μέρες που διάρκεσε το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ. «Πήγαμε να δούμε, ήταν για τη μετανάστευση. Γιατί τον έκαναν τον πόλεμο; Ποιος είναι ο λόγος; Γιατί κλείσαν τα σύνορα; Ας αφήσουν τους ανθρώπους να παν όπου θέλουν. Εσύ τι λες; Γιατί δεν τους θέλουν; Άνθρωποι είναι, όπως είμαστε εμείς. Τι θα πει χριστιανός, μουσουλμάνος, αυτά είναι της Χρυσής Αυγής τα παραμύθια, όλοι είμαστε ένα». Η συζήτηση έρχεται στο πρόσφατο gay pride. Εκεί δεν πήγαν οι δίδυμοι, γιατί «αυτοί θέλουν να παντρεύονται άντρες με άντρες, τι πράγματα είναι αυτά;». Κι όταν τους εξηγώ πως κάποιοι άνθρωποι απλώς έτσι είναι, με ρωτούν προβληματισμένοι: «Έτσι γεννήθηκαν; Όπως εμείς που δεν μιλάμε καλά;». -«Τώρα έχει καμιάν άλλη πορεία; Τι ακούς;» επιστρέφουμε στο αγαπημένο τους θέμα. -«Τώρα πια όχι. Ραντεβού το Σεπτέμβρη -«Πως τα βλέπεις τα πράγματα με την έκθεση, θα έχει μεγάλη διαδήλωση φέτος; θα έχει φασαρίες; Να δούμε τι θα γίνει. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη». Πηγή: sofistories.com
Η συναρπαστική ιστορία τους στο sofistories.com: Ήταν εκεί στις πορείες διαμαρτυρίας για το θάνατο του Γρηγορόπουλου, στις συγκεντρώσεις έξω από την ΕΡΤ3 όταν έπεσε το μαύρο. Στα εγκαίνια της ΔΕΘ και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στην έκθεση βιβλίου. Ακόμα και στο εκλογικό κέντρο του Γιάννη Μπουτάρη πήγαν το 2014, τη βραδιά των δημοτικών εκλογών, για τα επινίκια. Δυο γεροντάκια πιασμένα χέρι χέρι, ο ένας να προστατεύει τον άλλον, να χαιρετούν τον κόσμο διά χειραψίας, να πιάνουν κουβέντα κι ας έχουν αυτή τη δυσκολία στην ομιλία, και όχι μόνο… Πριν από μερικά χρόνια βλέπαμε στην πόλη μόνο τον έναν από τους δύο, τον Ανέστη. Αυτοί οι δυο ήταν πάντα αχώριστοι. Μήπως συνέβη το μοιραίο κι έμεινε μοναχός ο ένας από τους δυο; Οι θεωρίες έδιναν και έπαιρναν στις παρέες.
Τελικά μάθαμε ότι ο θάνατος όντως χτύπησε την πόρτα τους,
αλλά δεν τους χώρισε. «Η μαμά πέθανε. Είμαστε πολύ στεναχωρημένοι, πολύ στεναχωρημένοι» έλεγαν με τα λόγια, μα πιο πολύ με τα υγρά μελαγχολικά τους μάτια. «Πηγαίναμε παντού μαζί με τη μαμά. Έχει τέσσερα χρόνια που τη χάσαμε. Μία είναι η μάνα…» μου λεν όταν συναντιόμαστε και το βλέμμα τους σκοτεινιάζει. Τώρα πια έχουν μια θεία τους που μένει κοντά και τους φροντίζει, και φυσικά έχουν ο ένας τον άλλον.
Πως τα βλέπεις τα πράγματα;
Η αγαπημένη τους φράση είναι: «πώς τα βλέπεις τα πράγματα;». Συναντηθήκαμε στο καφέ πάνω από το βασιλικό θέατρο, παραγγείλαμε λεμονάδες και πριν προλάβω να αρχίσω τις ερωτήσεις, άρχισαν αυτοί. «Πως τα βλέπεις τα πράγματα με την Κύπρο και τα πετρέλαια; Θα χτυπήσουν οι Τούρκοι;» με ρώτησαν. Ανάμεσα σε όσα οι ίδιοι μου έλεγαν για τη ζωή τους με βομβάρδιζαν με ερωτήσεις. Ήταν φανερό ότι βλέπουν φανατικά τηλεόραση, και ειδικά τις ειδήσεις. «Με την Κορέα τι γίνεται; Γιατί πάει κόντρα στην Αμερική;». «Για το πλοίο με τα ναρκωτικά τι γνώμη έχεις;». «Στη Βενεζουέλα χαμός γίνεται, αλίμονο μας αν φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση». «Εσύ τι γνώμη έχεις για τα μαγαζιά που θα ανοίξουν τις Κυριακές;», «Τον Μητσοτάκη πώς τον βλέπεις; Θα βγει;». «Που πήγαν τόσα λεφτά από την ΕΟΚ ρε Σοφία;». Κι άλλες ερωτήσεις, για το ενοίκιο που πληρώνω κι αν μαλώνουμε στην οικοδομή για τα κοινόχρηστα, τι δουλειά έκανε ο μπαμπάς μου κι αν τον πήραν στην επιστράτευση του ‘74, αν είμαι μόνιμη στην εφημερίδα και άλλα πολλά. Σαν δυο παιδιά, 65 ετών, γεμάτα απορίες για τον κόσμο, γεμάτα λαχτάρα να γνωρίσουν τους ανθρώπους γύρω τους.
Ζωή γλυκιά σαν πάστα
Εμβληματικές μορφές της Θεσσαλονίκης, κι όμως τυπικά δεν είναι Σαλονικιοί. Γεννήθηκαν στις 15 Μαρτίου 1952, στην Προσοτσάνη Δράμας. Πρώτος ήρθε ο Μιχάλης και ελάχιστα λεπτά αργότερα ο Ανέστης. Παρότι έχει το εντονότερο πρόβλημα, ο Μιχάλης είναι ο πιο δυναμικός από τους δύο, αυτός που μιλά περισσότερο. Ο Ανέστης είναι η «ηχώ» του, επαναλαμβάνει όσα λέει ο Μιχάλης, λίγο πιο καθαρά ώστε να τον καταλαβαίνουν όλοι. «Ασ’ τα, τι υποφέραμε ένας θεός το ξέρει» μου λεν με μια φωνή. «Η μαμά μας όταν ήταν έγκυος και ό,τι έτρωγε το έκανε εμετό, ο γιατρός της είπε ‘’καλύτερα να αποβάλλεις, μη τυραννιέσαι’’. Εμείς όταν γεννηθήκαμε δυσκολευτήκαμε, φτάσαμε τεσσάρων χρονών για να περπατήσουμε και να μιλήσουμε. Εσένα η μαμά σου ταλαιπωρήθηκε όταν σε γέννησε;» με ρωτάν, σαν να προσπαθούν να βρουν κοινές αναφορές. «Ήταν ωραία όμως εκείνα τα χρόνια, τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην Καβάλα για μπάνιο, παίζαμε με τα άλλα παιδιά τζιτζιλιά (μπίλιες), χορεύαμε … »Στο σχολείο πήγαμε μέχρι την τετάρτη τάξη. Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε καλά και για αυτό δεν μάθαμε γράμματα. Πήγαμε στην πρώτη τάξη, μας προβίβασαν, μετά μας άφησαν, μετά μας προβίβασαν πάλι και μετά σταματήσαμε. Μας άρεζε το σχολείο, τα άλλα παιδιά μας αγαπούσαν, μας είχαν σαν αδέρφια». Να ήταν πράγματι έτσι; Τη δεκαετία του ’50, στην ελληνική επαρχία, με τη σκληράδα που βγάζουν τα περισσότερα παιδιά στους διαφορετικούς αυτού το κόσμου; Οι δίδυμοι πάντως μόνο αγάπη ένιωθαν ότι εισέπρατταν. «Δεν σας πείραζαν;» τους ρωτώ. «Όχι. Μόνο μας έκλεβαν τα μολύβια και τα ψάχναμε. Για το καλαμπούρι το έκαναν». «Εγώ με το ΠΑΣΟΚ ήμανε» θα πει ο ένας, για λογαριασμό και των δύο. «Τώρα τους σιχάθηκα όλους. Άλλα λεν, άλλα κάνουν. Από την τηλεόραση έμαθα ότι όλοι φταίνε» μου λέει ο Μιχάλης. «Εμείς δεν φταίμε καθόλου, που τους ψηφίζαμε;» τους ρωτώ. «Εμείς ξέραμε τι κάνανε οι πολιτικοί; Εσύ ξέρεις τι κάνω εγώ στο σπίτι μου; Πως να το να ξέραμε;» ρωτούν με αφέλεια. «Αν δεν μπαίναμε στην ΕΟΚ μήπως θα ήμασταν καλύτερα; Τι γνώμη έχεις, γιατί τώρα πάμε χειρότερα; Τόσα λεφτά πήραμε ρε Σοφία δεν μπορούσαν να μην τα φαν και να κάνουν ένα ωραίο νοσοκομείο, έναν δρόμο. Τόσα λεφτα, που πήγαν;» με βομβαρδίζουν με ερωτήσεις, όπως τα μικρά παιδιά που έχουν ένα «γιατί» για τα πάντα. «Τώρα ο θεός να βάλει το χέρι του, τόσοι άνεργοι τι θα απογίνουν; Πώς θα ζήσει ο συνταξιούχος; Αυτοί που ζουν στο ενοίκιο; Ποιον να πιστέψεις; Άλλα λεν τα κανάλια για τον Τσίπρα, άλλα ο κόσμος. Εσύ τον Μητσοτάκη τον εμπιστεύεσαι; Τι γνώμη έχεις;». «Για το δημοψήφισμα τι λέτε;» τους ρωτάω, για να αλλάξουμε ρόλους. «Το κάναμε, αλλά το όχι το έκανε ναι ο Τσίπρας… Αφού το έκανε, πήρε την ευθύνη, έπρεπε να επιμείνει». «Κι αν ήμασταν σε χειρότερη φτώχια;». «Δεν ξέρω, δεν ξέρω…» λέει μια φωνή κι επαναλαμβάνει η άλλη. Τέσσερα «δεν ξέρω» στη σειρά.
Η αγάπη για το θέατρο
Προσπαθώ να τους κάνω να θυμηθούν τις πρώτες εικόνες που είχαν από την πόλη. «Το βασιλικό (θέατρο) ήταν αχούρι σκέτο, κι η θάλασσα βρωμούσε» μου λεν, αρχίζοντας από το πιο σημαντικό για αυτούς σημείο στην πόλη. «Το θέατρο» απαντούν με μια φωνή όταν τους ρωτώ ποιο είναι το πιο αγαπημένο τους μέρος. «Αν μπορούσαμε να δουλέψουμε θα θέλαμε να γίνουμε ηθοποιοί. Βλέπουμε πολλές παραστάσεις. Πάμε πάρα πολλά χρόνια. Μικρούς μας πήγαινε η μαμά» μου λέει ο Ανέστης. Οι δίδυμοι είναι πάντα ευπρόσδεκτοι στις παραστάσεις του ΚΘΒΕ, όλοι οι υπάλληλοι του θεάτρου τους ξέρουν και τους υποδέχονται με χαμόγελο- κι έχουν το δικό τους κομμάτι στην πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα που κόβει το θέατρο. «Τους αγαπούμε όλους στο θέατρο, μέσα στην καρδιά μου τους έχουμε. Εσύ ποιο έργο είδες; Το τρίτο στεφάνι το είδες; Πολύ ωραίο έργο». Περπατάμε γύρω από το Λευκό Πύργο και επιμένουν να μου φέρουν ένα πρόγραμμα των καλοκαιρινών παραστάσεων του ΚΘΒΕ. Ο Μιχάλης είναι έξαλλος που βλέπει τους τοίχους του βασιλικού θεάτρου βαμμένους με σπρέι. «Μουντζουρώνουν, κάνουν ναρκωτικά, κάνουν το νερό τους όπου βρουν, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει. Θα πάθουν τίποτα αν κρατηθούν; Εδώ είναι το θέατρο, κανένας σεβασμός δεν υπάρχει; Γιατί γίναμε έτσι; Να έχουμε δημοκρατία αλλά να τη σεβόμαστε. Τι φταίει, ποιος είναι ο λόγος που δεν τη σεβόμαστε και ό,τι θέλει κάνει ο καθένας;» Οι παλαιότεροι πολιτιστικοί συντάκτες θυμούνται ένα περιστατικό από τη δεκαετία του ’80. Σε μια παράσταση στο Θέατρο Κήπου εμφανίστηκε η Μελίνα Μερκούρη, οι δίδυμοι την πλησίασαν, κι οι αστυνομικοί της συνοδείας της έσπευσαν για να τους απομακρύνουν. Τότε έκπληκτοι την άκουσαν να τους φωνάζει πίσω με τα ονόματά τους, Ανέστη και Μιχάλη, και να τους ρωτά τι κάνουν. «Καλά» της είπαν, «η Δέσπω που είναι;» εννοώντας την ηθοποιό Δέσπω Διαμαντίδου.
Οι Χρυσαυγίτες μισούν τους ανθρώπους «Γιατί πάτε στις διαδηλώσεις;» τους ρωτάω. «Μας αρέσει» απαντούν, όπως θα έλεγαν αν τους ρωτούσα γιατί τρώτε πάστες. «Πηγαίνουμε σε όλες τις πορείες. Έχει κόσμο, είναι ωραία, αρκεί να μην γίνονται φασαρίες». «Δεν φοβάστε;» τους ρωτώ. «Μπα, εμάς μας προσέχουν, μας αγαπούν». Ακόμα και το δικό τους γκρουπ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν οι δίδυμοι, κι ας μην το ξέρουν οι ίδιοι. Όλη η πόλη τους αγαπά »Είχαμε πάει και στου Χριστόδουλου, ήταν η καλύτερη διαδήλωση. Εσύ που ήσουν τότε; »Όταν σκότωσαν τον Αλέξη που ήσουν; Όταν το έμαθα εκείνο το βράδυ στεναχωρέθηκαν πολύ, πω πω, λέω, ήταν παιδί. Αυτός ο χωροφύλακας μάλλον δεν τον είδε καλά και σκότωσε το παιδί κατά λάθος. Κατεβήκαμε μετά στις πορείες. Είχε γίνει χαμός»… «Πορείες κάνουν και οι χρυσαυγίτες…» τους λέω. «Α, εκεί δεν πάμε. Είναι προδότες αυτοί. Αυτοί μισούν τους ανθρώπους, είναι αλήτες. Αν κάνουν κράτος πρέπει να εξαφανιστούμε όλοι. Πως το βλέπεις, θα βγει; Ανησυχούμε, αν βγει η Χρυσή Αυγή θα είμαστε όλοι στον αέρα, όλους θα τους κυνηγήσουν». Τις προάλλες οι δίδυμοι ήταν παρόντες και τις τρεις μέρες που διάρκεσε το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ. «Πήγαμε να δούμε, ήταν για τη μετανάστευση. Γιατί τον έκαναν τον πόλεμο; Ποιος είναι ο λόγος; Γιατί κλείσαν τα σύνορα; Ας αφήσουν τους ανθρώπους να παν όπου θέλουν. Εσύ τι λες; Γιατί δεν τους θέλουν; Άνθρωποι είναι, όπως είμαστε εμείς. Τι θα πει χριστιανός, μουσουλμάνος, αυτά είναι της Χρυσής Αυγής τα παραμύθια, όλοι είμαστε ένα». Η συζήτηση έρχεται στο πρόσφατο gay pride. Εκεί δεν πήγαν οι δίδυμοι, γιατί «αυτοί θέλουν να παντρεύονται άντρες με άντρες, τι πράγματα είναι αυτά;». Κι όταν τους εξηγώ πως κάποιοι άνθρωποι απλώς έτσι είναι, με ρωτούν προβληματισμένοι: «Έτσι γεννήθηκαν; Όπως εμείς που δεν μιλάμε καλά;». -«Τώρα έχει καμιάν άλλη πορεία; Τι ακούς;» επιστρέφουμε στο αγαπημένο τους θέμα. -«Τώρα πια όχι. Ραντεβού το Σεπτέμβρη -«Πως τα βλέπεις τα πράγματα με την έκθεση, θα έχει μεγάλη διαδήλωση φέτος; θα έχει φασαρίες; Να δούμε τι θα γίνει. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη». Πηγή: sofistories.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου