Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

ΚΑΛΟΙ ΚΑΙ ΚΑΚΟΙ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ

του Σαράντη Μιχαλόπουλου κατοίκου Ιτέας

Τις προηγούμενες μέρες ψηφίστηκε στη Βουλή το Νομοσχέδιο για τα Εργασιακά, ένα νομοσχέδιο που συγκέντρωσε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης και προκάλεσε μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις.

Χθες, σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης διάβασα την παρακάτω ανάρτηση του Στέφανου Μάνου, ενός ανθρώπου που για πολλούς είναι ταυτισμένος με τον λεγόμενο «νεοφιλελευθερισμό».

«Επίσκεψη Χατζηδάκη στο ΕΦΚΑ Αγίας Παρασκευής. Από τους 35 υπαλλήλους απουσίαζαν 14. Το 40%! Οι συνταξιούχοι όμως περιμένουν. Ο κ. Χατζηδάκης με το εργασιακό νομοσχέδιο επέβαλε την ηλεκτρονική κάρτα εργασίας μόνο για τον ιδιωτικό τομέα. Άρα όχι για τον ΕΦΚΑ! Γιατί;».

Μία πρώτη εύκολη απάντηση είναι ότι

ο Δημόσιος Τομέας αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό του εκλογικού σώματος και κανένας πολιτικός ή καμία πολιτική δύναμη δεν θέλει να τον «δυσαρεστήσει».

Έχουμε δει ποτέ κάποια απεργιακή κινητοποίηση ή έστω εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά του αφανούς αλλά στην πράξη πραγματικού δυνάστη του απλού πολίτη, δηλαδή του «Λαού», αυτού που κάποια κόμματα συνηθίζουν να επικαλούνται, όταν εκφράζουν την αντίθεσή τους σε κάποιες νομοθετικές ρυθμίσεις, που σχετίζονται με δικαιώματα των πολιτών ;

ΠΟΤΕ κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, και εννοώ μαζικά και οργανωμένα και όχι σε κουβεντούλες στο καφενείο ή στην παρέα, για όσα τραβούσε και τραβά ο απλός, ανώνυμος και στο τέλος της ημέρας αδύναμος πολίτης από αυτό το τέρας που λέγεται «Κράτος».

Θα διηγηθώ εδώ δύο ιστορίες που μοιράστηκαν μαζί μου δύο φίλοι μου, παλιοί συμμαθητές από το Γυμνάσιο.

Ο πρώτος έχει μία μεγάλης ηλικίας αδελφή, η οποία βρίσκεται σε ολοκληρωμένο στάδιο άνοιας. Δεν έχει δική της οικογένεια (άνδρα, παιδιά) και ο φίλος μου είναι ο μόνος συγγενής της. Λόγω της κατάστασης, η αδελφή του φίλου μου φιλοξενείται σε Οίκο Ευγηρίας. Εκείνη έχει μόνο μία μικρή σύνταξη, 290 €, και ένα μικρό ενοίκιο, 110 €, από ένα μικρό διαμέρισμα που νοικιάζει.

Τα παραπάνω «εισοδήματα» σε καμία περίπτωση δεν καλύπτουν ούτε στο ελάχιστο τα έξοδα του Ιδρύματος. Ευτυχώς, τα δύο παιδιά του φίλου μου, τα οποία είχαν πολλές φορές βρεθεί κάτω από την φροντίδα της θείας τους, έχουν σήμερα σημαντική συμμετοχή στα έξοδα φιλοξενίας, χωρίς όμως και αυτό να εγγυάται τη συνέχιση αυτής της κατάστασης, καθώς και τα ίδια έχουν οικογένεια και παιδιά που μεγαλώνουν.

Με όλη αυτή την κατάσταση, σκέφθηκε  κάποια στιγμή ο φίλος μου να προσπαθήσει να αξιοποιήσει το σπίτι που έχει η αδελφή του. Λόγω όμως της άνοιας την οποία έχει η τελευταία και της αδυναμίας οποιασδήποτε δικαιοπραξίας από μέρους της, για να γίνει οποιαδήποτε κίνηση (ενοικίαση, πώληση, κλπ.), απαιτείται η λεγόμενη «δικαστική συμπαράσταση».

Ξεκίνησε λοιπόν ο φίλος μου τη σχετική διαδικασία, η οποία προβλέπει αίτηση σε αρμόδιο δικαστήριο και έκδοση δικαστικής απόφασης. Στην πορεία, το δικαστήριο όρισε δικάσιμο και διέταξε επίδοση της σχετικής πρόσκλησης στον φίλο μου και την αδελφή του. Η επίδοση της πρόσκλησης προς την τελευταία έπρεπε να γίνει στο Ίδρυμα που την φιλοξενεί και επειδή εκείνη δεν έχει καμία δυνατότητα επικοινωνίας με οποιονδήποτε, την πρόσκληση έπρεπε τυπικά να παραλάβει η Διευθύντρια του Ιδρύματος (άγνωστο γιατί). Ο αστυνομικός που έκανε τις επιδόσεις, από λάθος του, επέδωσε και τις δυο προσκλήσεις στον φίλο μου, ο οποίος δεν πρόσεξε αυτή τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια και τις παρέλαβε ο ίδιος.

Η αίτηση συζητήθηκε στο δικαστήριο και ο δικαστής μελέτησε τον φάκελο κάποιους μήνες αργότερα, οπότε και διαπίστωσε την τυπική παράλειψη επίδοσης και απέρριψε το αίτημα, οπότε ο φίλος μου βρέθηκε στην ανάγκη να κάνει εξ αρχής νέα αίτηση, με νέα φυσικά δικηγορικά έξοδα και με νέα μεγάλη αναμονή, για την έκδοση της απόφασης.

Ο φίλος μου συζήτησε με τον δικηγόρο του, αν θα είχε νόημα να απευθυνθεί στο δικαστήριο, επικαλούμενος το λάθος του αστυνομικού, δηλαδή της ίδιας της Διοίκησης, και να ζητήσει επιτάχυνση της διαδικασίας και ο δικηγόρος τον συμβούλεψε να μην δημιουργήσει «προστριβές» και «να κάνει υπομονή».

Ο φίλος μου αυτός, ολοκλήρωσε τη διήγησή του με την ιστορία της πεθεράς του, την οποία είχε στο σπίτι του, καθώς έπασχε και αυτή από άνοια. Μου είπε λοιπόν ότι κάποια στιγμή η πεθερά του έσπασε το πόδι της και το ΚΑΤ στο οποίο την πήγαν δεν την χειρουργούσε, διότι «είχαν άλλοι σειρά, για να τους παρασχεθούν οι απαραίτητες ιατρικές υπηρεσίες».

Τότε εκείνος ρώτησε ιδιωτική κλινική πόσο θα κόστιζε εκεί η επέμβαση, πήρε την απάντηση ότι το κόστος θα ήταν περίπου 8.000 € και, καθώς η πεθερά του είχε ένα τέτοιο ποσό σαν αποταμίευση, προχώρησε στην επέμβαση. Για κακή του τύχη, ο οργανισμός της μεγάλης στην ηλικία και καταπονημένης από την άνοια πεθεράς του κατέρρευσε και χρειάστηκε να μπει στην εντατική, όπου όμως το κόστος ήταν τεράστιο.

Έκανε λοιπόν αμέσως αίτημα στο ΕΚΑΒ για μεταφορά σε δημόσιο νοσοκομείο, αλλά δεν υπήρχε διαθεσιμότητα κλινών ΜΕΘ. Έτσι, η πεθερά του έμεινε στην εντατική της ιδιωτικής κλινικής περίπου δέκα ημέρες, και όταν βρέθηκε κρεβάτι σε δημόσιο νοσοκομείο, μεταφέρθηκε μεν εκεί, αλλά σε τρεις ημέρες απεβίωσε.

Στο μεταξύ, ο λογαριασμός στην ιδιωτική κλινική εκτινάχτηκε σε τεράστιο ύψος (περίπου 45.000 €), κάτι που «γονάτισε» τον φίλο μου (όπως μου έλεγε, έτρεχε σαν παλαβός να βρει τα χρήματα σε συγγενείς και φίλους).

Αυτή ακριβώς η εμπειρία και η πιθανότητα να συμβεί κάτι κακό στην αδελφή του με κόστος που δεν θα μπορεί να καλύψει ο ίδιος, έκαναν τον φίλο μου να σκεφθεί την «αξιοποίηση» του μικρού διαμερίσματος, μέσω της «δικαστικής συμπαράστασης»,. Δυστυχώς όμως, για λόγους αποκλειστικά ευθύνης κάποιων υπηρεσιών του Κράτους, η υπόθεση είναι ακόμη και σήμερα σε εκκρεμότητα.

Η δεύτερη ιστορία αφορά έναν άλλο φίλο μου, ο οποίος βρέθηκε να κληρονομεί από την μητέρα του κάποια αγροτεμάχια, τα οποία όμως κάποια στιγμή εντάχθηκαν σε σχέδιο πόλεως και θεωρητικά αποκτούσαν μεγαλύτερη αξία.

Για κακή του τύχη, κατά την καταχώρηση στο κτηματολόγιο από τις αρμόδιες υπηρεσίες και όχι απόν ίδιο, έγινε κάποιο οφθαλμοφανές λάθος, καθώς στις δικές του ιδιοκτησίες παρεισέφρησε τρίτος, ο οποίος είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν. Έκανε λοιπόν τη σχετική ένσταση (2010), η οποία όμως δεν έτυχε καμίας απάντησης.

Ευρισκόμενος μακριά από την πόλη στην οποία ήταν τα εν λόγω οικόπεδα, προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την υπηρεσία πολεοδομίας της πόλης αυτής τηλεφωνικά, ποτέ όμως δεν εύρισκε έναν αρμόδιο υπάλληλο, για να ρωτήσει για την τύχη της ένστασής του.

Το 2018, μετά από οκτώ χρόνια (!), αποφάσισε να ζητήσει από έναν συγγενή του, εγκατεστημένο στην εν λόγω πόλη, να προσπαθήσει να ξεδιαλύνει την υπόθεση. Ο τελευταίος πήγε στην Πολεοδομία, βρήκε τον αρμόδιο υπάλληλο και μαζί «ξέθαψαν» την υπόθεση, με τελικό αποτέλεσμα να γίνει η απαραίτητη διόρθωση.

Έλα όμως που η διόρθωση αυτή έπρεπε να εγκριθεί από την Περιφέρεια. Άρχισε λοιπόν μία περίοδος αναμονής, που όμως δεν φαινόταν να κλείνει ποτέ, διότι ο άλλος αρμόδιος υπάλληλος της Περιφέρειας «είχε πολύ δουλειά και δεν μπορούσε να διεκπεραιώσει υποθέσεις που εκκρεμούσαν, όχι για μήνες, αλλά για χρόνια».

Ο συγγενής του φίλου μου έδειξε υπομονή, πέρασαν περίπου τρία χρόνια, και κάποια στιγμή αγανάκτησε και ο ίδιος και είπε «δεν πάει άλλο». Πήρε λοιπόν τον αρμόδιο Διευθυντή στην Περιφέρεια και εκείνος του απάντησε ότι δεν βρίσκει τον σχετικό φάκελο, του συνέστησε δε, «για να ,η ταλαιπωρείται», να ζητήσει από την Πολεοδομία της πόλης όπου ήταν οι ιδιοκτησίες να στείλει αντίγραφο του φακέλου, ώστε να ξεκινήσει από την αρχή η διαδικασία της έγκρισης.

Ο εν λόγω συγγενής «σήκωσε τα χέρια του ψηλά» και είπε στον φίλο μου ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο. Ο τελευταίος πείσμωσε γι’ αυτή την «αδράνεια» των δημοσίων υπηρεσιών και απευθύνθηκε στον Συνήγορο του Πολίτη. Ο τελευταίος, εξέτασε την υπόθεση και αποφάνθηκε ότι, από τη στιγμή που η Περιφέρεια είχα παραλάβει επισήμως πλέον το αίτημα, έπρεπε ο φίλος μου να περιμένει ένα «εύλογο χρονικό διάστημα», για να δει αν θα υπάρξει ικανοποίηση του αιτήματος. Παράλληλα, έβαλε την υπόθεση στο αρχείο.

Στο ερώτημα του φίλου μου προς τον Συνήγορο του Πολίτη, πόσο μπορεί να είναι αυτό το «εύλογο διάστημα», η απάντηση ήταν ότι αυτό δεν μπορεί να προσδιοριστεί και εξαρτάται από τις «αντικειμενικές» δυνατότητες της αρμόδιας υπηρεσίας.

Και ερχόμαστε πάλι στο αρχικό μας θέμα, δηλαδή τα «δικαιώματα» των εργαζομένων αλλά και τα «δικαιώματα» των πολιτών. Και φυσικά, στην επισήμανση του Στέφανου Μάνου για την απουσία του 40% του προσωπικού μίας Υπηρεσίας σε τυχαίο έλεγχο, που δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αναδεικνύει τα ερωτήματα του τελευταίου φίλου μου, δηλαδή ποιες είναι αυτές οι «αντικειμενικές» δυνατότητες των υπηρεσιών και ποια είναι τα «εύλογα διαστήματα» για την εξυπηρέτηση των πολιτών.

Στο ερώτημα όμως «γιατί δεν εφαρμόζεται η ηλεκτρονική κάρτα και στο Δημόσιο», η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μία και μόνη : ότι καμία κυβέρνηση δεν θέλει να τα βάλει με τον πραγματικό δυνάστη του Λαού, που δεν είναι οι «κακοί εργοδότες», αλλά ο «καλός εργοδότης» που λέγεται Κράτος.

Αλλά, αν αυτό είναι κακό, υπάρχει και χειρότερο. Και αυτό είναι ότι αυτή την αλήθεια δεν αναγνωρίζουν και πολλοί συμπολίτες, που «βολεύονται» με το μοντέλο του «ταξικού εχθρού», δηλαδή της εργοδοσίας, και δεν νοιάζονται καθόλου για τον ανήμπορο να παλέψει με το θηρίο της Γραφειοκρατίας ανώνυμο πολίτη., στο όνομα όμως του οποίου κηρύσσουν επαναστάσεις και αγώνες.

Εγώ από την πλευρά μου αναλογίζομαι γιατί το ερώτημα του Στέφανου Μάνου απευθύνεται μόνο στον Υπουργό Κωστή Χατζηδάκη και όχι στον κύριο Τσίπρα, την κυρία Γεννηματά, τον κύριο Κουτσούμπα, τον κύριο Βελόπουλο και τον κύριο Βαρουφάκη. Γιατί ούτε ένας από αυτούς δεν σκέφθηκε να προτείνει κάτι σχετικό στην Κυβέρνηση ;

Αφελές ερώτημα, από αφελείς ανθρώπους, θα πει κάποιος.     

Δεν υπάρχουν σχόλια: