Σαράντης Μιχαλόπουλος Κάτοικος Ιτέας
Συμπολίτης μας και καλός μου
φίλος δημοσίευσε κάποιες σκέψεις και προσωπικές του εμπειρίες κάτω από τον
γενικό τίτλο «Μελέτες Σκοπιμότητες», χρησιμοποιώντας μάλιστα τον ορισμό που
δίνει η γνωστή διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ. Σύμφωνα με την τελευταία,
“Μια μελέτη σκοπιμότητας
στοχεύει στο να αποκαλύψει αντικειμενικά και λογικά τα δυνατά σημεία και τις
αδυναμίες ενός υπάρχοντος επιχειρηματικού ή προτεινόμενου εγχειρήματος, τις
ευκαιρίες και τις απειλές που προκαλεί στο περιβάλλον, τους πόρους που
χρειάζονται για να ολοκληρωθεί και, τελικά, τις πιθανότητες επιτυχίας του. Με απλούς όρους, τα δύο κριτήρια που
ορίζουν τη σκοπιμότητα είναι το κόστος που απαιτείται και το κέρδος που θα
προκύψει….”
Επειδή πολλές φορές μιλάμε για «έργα που πρέπει να γίνουν, προκειμένου να
έχουμε ανάπτυξη»,
είναι σκόπιμο να σταθούμε λίγο στον παραπάνω ορισμό,
προκειμένου να ξεκαθαρίσουμε τα δύο βασικά συστατικά κάθε έργου, δηλαδή το
κόστος του και την αναμενόμενη ωφέλεια.
Στον ιδιωτικό τομέα, κάθε επένδυση, δηλαδή κάθε διάθεση κεφαλαίου, εξετάζεται
βασικά από την αναμενόμενη «απόδοση», δηλαδή από το «κέρδος» που θα προκύψει σε
μία ικανή χρονική περίοδο, μέσα στην οποία θα επιτευχθεί και η «επιστροφή» του
κεφαλαίου ή αλλιώς η απόσβεση της επένδυσης.
Για τον υπολογισμό αυτού του βαθμού απόδοσης, υπάρχουν μαθηματικοί τύποι
που τον υπολογίζουν, οι οποίοι βέβαια στηρίζονται σε «παραδοχές» ως προς την
εξέλιξη βασικών οικονομικών μεγεθών, π.χ. εξέλιξη εσόδων, εξέλιξη εξόδων,
χρηματοοικονομικά έξοδα, πληθωρισμός, κλπ.
Για να αποφασιστεί μία επένδυση, γίνεται σύγκριση της συγκεκριμένης
απόδοσης με άλλες εναλλακτικές αποδόσεις, αν δηλαδή το διατιθέμενο κεφάλαιο
χρησιμοποιηθεί με κάποιον άλλο τρόπο (π.χ. τοκισμός, αγορά μετοχών που δίνουν
ένα υψηλότερο μέρισμα, κλπ.).
Με απλά λόγια, η παγκόσμια οικονομία στηρίζεται (ευτυχώς ή δυστυχώς) μόνο
στην αρχή της επίτευξης του μεγαλύτερου οφέλους. Και βέβαια εδώ, πρέπει να
διευκρινίσουμε ότι την αρχή αυτή υιοθετούν, όχι μόνο οι επιχειρήσεις, αλλά και
οι απλοί πολίτες, με την έννοια ότι, αν έχουν κάποια χρήματα που τους
«περισσεύουν», αναζητούν την επικερδέστερη αξιοποίησή τους.
Και αν κάποιος σκεφθεί ότι στους περισσότερους απλούς πολίτες δεν
περισσεύουν χρήματα για να επενδύσουν, πρέπει να πω ότι και αυτοί οι απλοί
πολίτες νοιάζονται για «αποδόσεις», διότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις
συμμετέχουν σε ασφαλιστικά προγράμματα σύνταξης, που τα ποσά που
συγκεντρώνονται, και από δικές τους εισφορές, και από συμμετοχή εργοδοτών ή και
του κράτους, επενδύονται συνήθως σε αμοιβαία κεφάλαια, προκειμένου να υπάρχει
ένα πρόσθετο όφελος γι’ αυτούς.
Πρέπει ακόμη να σημειώσω ότι για τις σοβαρές επιχειρήσεις, για κάθε
επενδυτικό σχέδιο που εγκρίνεται με βάση τον βαθμό απόδοσης που προανέφερα,
γίνεται στη συνέχεια μία συστηματική παρακολούθηση της πραγματικής απόδοσης στα
επόμενα χρόνια, για να ελεγχθεί αν οι «παραδοχές» πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η
λήψη της σχετικής απόφασης επαληθεύονται στην πράξη ή όχι. Η διαδικασία αυτή
ονομάζεται Post Project Appraisal και είναι η συνήθης πρακτική των επιχειρήσεων, και για να αξιολογήσουν
αυτούς που εισηγήθηκαν την επένδυση, αλλά και για να κάνουν ενδιάμεσα
διορθωτικές κινήσεις, ώστε να μη ξεφύγουν από τον τελικό στόχο, δηλαδή μία
απόδοση της επένδυσης καλύτερη από άλλες διαθέσιμες εναλλακτικές.
Για την κατάρτιση ενός επενδυτικού σχεδίου, η βασική μεθοδολογία που
ακολουθείται είναι αυτή που ονομάζεται SWOT ANALYSIS, δηλαδή ανάλυση των «δυνατών σημείων»
(strengths), των
«αδύνατων σημείων» (weaknesses), των «διαφαινόμενων ευκαιριών» (opportunities) και των «κινδύνων» (threats) που υπάρχουν και που ενδεχομένως θα
αποτρέψουν την επίτευξη των στόχων του σχεδίου.
Η παραπάνω μεθοδολογία είναι ενδιαφέρουσα διότι στην ουσία δείχνει ότι ο
κάθε υποψήφιος επενδυτής ή ο εντεταλμένος σύμβουλός του πρέπει να έχει μία πάρα
πολύ καλή γνώση όλης της «αγοράς», ώστε να εκτιμήσει σωστά όλους τους
παράγοντες που υπεισέρχονται στην οποιαδήποτε απόφαση για «επένδυση».
Είναι όμως ενδιαφέρουσα και από μία άλλη σκοπιά, ότι δηλαδή η μεθοδολογία
αυτή μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται, όχι μόνο στις περιπτώσεις ιδιωτικών
επενδύσεων, αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις αποφάσεων του Κράτους που αφορούν
δημόσιες επενδύσεις.
Βέβαια, για τις δημόσιες επενδύσεις υπάρχουν πολύ διαφορετικά κριτήρια,
καθώς οι περισσότερες από αυτές αναφέρονται στις λεγόμενες «υποδομές», δηλαδή
σε πράγματα που είναι απαραίτητα για να εξασφαλιστούν κάποιες υπηρεσίες στους
πολίτες (Υγεία, Παιδεία, Μεταφορές, Επικοινωνίες, Ενέργεια, Δίκτυα Ύδρευσης και
Αποχέτευσης, κλπ.), ή σε πράγματα που είναι προϋπόθεση για τη γενικότερη
ανάπτυξη της οικονομίας (π.χ. οδικοί άξονες, λιμάνια, αεροδρόμια, κλπ.).
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, δεν μπορούμε να συζητάμε για «βαθμούς
απόδοσης» ή για «ευκαιρίες ή κινδύνους». Υπάρχουν όμως και κάποιες επενδύσεις,
όπου έχουν τον χαρακτήρα της «προσθήκης αξίας» σε μία περιοχή και επομένως θα
ήταν εύλογο να αξιολογηθεί το ανταποδοτικό ή όχι της επένδυσης αυτής.
Ένα τέτοια χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η Μαρίνα της Ιτέας. Πριν
χρόνια, δαπανήθηκε ένα σημαντικό κεφάλαιο (περίπου 12 εκατ. ευρώ) και το
ερώτημα που υπάρχει είναι γιατί δαπανήθηκε. Η μόνη εύλογη απάντηση θα ήταν ότι
έγινε για την ανάπτυξη του τουρισμού και το επακόλουθο όφελος και της τοπικής
αλλά και της ευρύτερης οικονομίας.
Από όσα διαβάζω, καταλαβαίνω ότι ποτέ δεν έγινε ένας κάποιος απολογισμός
για την επένδυση αυτή, π.χ. κότερα που επισκέφθηκαν την Ιτέα και ελλιμενίστηκαν
στην Μαρίνα, χρήματα που εισπράχθηκαν από τέλη ελλιμενισμού, σκάφη που έμειναν
για επισκευή και αντίστοιχα έσοδα, έμμεσα έσοδα τοπικής κοινωνίας από έξοδα που
έκαναν οι επισκέπτες, κλπ.
Αντίθετα, διαβάζω στα σχόλια του φίλου μου ότι «η
Μαρίνα επί χρόνια παρέμενε άδειο κουτί επειδή
"κάποιοι" ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ δεν ήθελαν να λειτουργήσει». Και βέβαια, αυτή η
τοποθέτηση γεννά δύο βασικά ερωτηματικά:
·
Ποιοι
ήταν αυτοί οι «κάποιοι» που δεν ήθελαν να λειτουργήσει η Μαρίνα ; Δεν έχουν
όνομα ; Υπάρχει κάποιος περιορισμός στο να μην αναφέρονται ονομαστικά ;
·
Υπήρξε
ποτέ σχέδιο λειτουργίας της Μαρίνας και, αν ναι, ποιο ήταν αυτό και κατά πόσο,
αν λειτουργούσε, θα κάλυπτε την επένδυση που έγινε ;
Για να απαντηθούν όμως αυτά τα ερωτηματικά, πρέπει πρώτα κάποιος να
απαντήσει σε κάποια άλλα ερωτήματα, όπως :
·
Πως
λειτουργεί η Λιμενική Επιτροπή ; Πως παίρνονται οι όποιες αποφάσεις ; Τηρούνται
πρακτικά ; Μπορεί να ανατρέξει κανείς σε αυτά ;
·
Κατατέθηκε
ποτέ κάποιο εναλλακτικό σχέδιο λειτουργίας ; Υπάρχει η δυνατότητα συγκέντρωσης
και ανάλυσης στοιχείων σαν αυτά που ανέφερα παραπάνω (αριθμός σκαφών που
ελλιμενίστηκαν, τέλη που εισπράχτηκαν, κλπ.) ;
Εγώ, σαν απλός πολίτης, θα ήθελα πολύ να πάρω συγκεκριμένες απαντήσεις
στα παραπάνω ερωτήματα. Και κυρίως να πάρω τις απαντήσεις αυτές από επίσημα
πρόσωπα που η Πολιτεία τους εμπιστεύτηκε τη διαχείριση μίας τόσο μεγάλης
περιουσίας, θεωρώντας ότι, όχι μόνο δεν δεσμεύονται από κανενός είδους
«εμπιστευτικότητα», αλλά αντίθετα είναι ευθέως υπόλογοι στον καθένα έχει
συνεισφέρει, μέσω της συνεπούς καταβολής των φορολογικών του υποχρεώσεων, στη
δημιουργία του κεφαλαίου που επενδύθηκε.
Όμως, η έννοια της «απόδοσης της επένδυσης» που αναλυτικά παρουσίασα έχει
άμεση εφαρμογή και στο όποιο σχέδιο «αξιοποίησης από ιδιώτη» προωθείται σήμερα.
Προφανώς ο ιδιώτης αυτός θα «μετρήσει» τα οικονομικά του, με τον τρόπο που
εξέθεσα, διότι διαφορετικά θα προτιμούσε να τοποθετήσει τα όποια χρήματά του
κάπου αλλού. Και τα χρήματα που θα τοποθετήσει, θα είναι, αφενός οι νέες
επενδύσεις που θα κάνει, αφετέρου το οποιοδήποτε «αντάλλαγμα» συμφωνηθεί να
δίνει στην Πολιτεία.
Και αν το παραπάνω είναι αυτονόητο για τον υποψήφιο επενδυτή, δεν θα
πρέπει στο τέλος της ημέρας κάποιος να κάνει τον απολογισμό και να δει το
«όφελος», άμεσο αλλά και έμμεσο, που θα αποκομίσει η Πολιτεία, δηλαδή οι
πολίτες. Με άλλα λόγια, δεν είναι θεμελιώδης ευθύνη του Κράτους να κάνει και να
δημοσιοποιήσει το Post Project Appraisal του συγκεκριμένου έργου ; Όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά για τον έρμο τον
πολίτη που πληρώνει χωρίς να έχει διαφορετική επιλογή και ποτέ δεν μαθαίνει αν
έπιασαν τόπο τα χρήματα που συνεισέφερε.
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, θέλω να αναφερθώ και στο γενικότερο θέμα των
μελετών σκοπιμότητας που, από όσα έχω καταλάβει, είναι απαραίτητη προϋπόθεση,
για να ενταχθεί ένα έργο σε ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης.
Εδώ θα συμφωνήσω με τον φίλο μου ότι στον χώρο αυτό υπάρχουν πολλοί
«αεριτζήδες» που, εκμεταλλευόμενοι γνωριμίες ή άλλες καταστάσεις, προσπαθούν να
πουλήσουν «φύκια για μεταξωτές κορδέλες». Όμως σίγουρα υπάρχουν και σοβαροί
μελετητές που μπορούν να καταρτίσουν μία αξιόπιστη μελέτη σκοπιμότητας.
Το ερώτημα είναι πως προδιαγράφεται, δηλαδή πως περιγράφεται, μία μελέτη
στη σχετική πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος και με ποια κριτήρια επιλέγεται ο
τελικός μελετητής.
Εδώ πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η όλη διαδικασία έχει αδύναμα σημεία και
επομένως το έργο των φορέων που θέλουν να εκπονήσουν τέτοιες μελέτες, για να
προετοιμάσουν το έδαφος για τη χρηματοδότηση των έργων, είναι αρκετά δύσκολο,
ενώ αντίθετα είναι πολύ εύκολο κάποιος να διατυπώσει επιφυλάξεις ή ακόμη και
κατηγορίες για «στήσιμο» της επιλογής.
Οι «αρμόδιες υπηρεσίες» σίγουρα δεν έχουν επαρκή και κατάλληλη στελέχωση
και επομένως είναι αδήριτη ανάγκη να υπάρξει μία ασφαλιστική δικλίδα για το
Κράτος.
Για την περίπτωση του κορωνοϊού, όλοι συμφωνούν ότι η Επιστημονική Ομάδα
που συγκροτήθηκε ήταν πολύ καλή και έκανε σωστή δουλειά. Διερωτώμαι γιατί δεν
μπορούν να υπάρξουν αντίστοιχες ομάδες, για όλα τα θέματα στα οποία το Κράτος
χρειάζεται έναν ικανό και αξιόπιστο σύμβουλο, για να ελέγξει τους Μελετητές και
τις μελέτες που αυτοί θα υποβάλουν.
Έχω και άλλες φορές στο παρελθόν διατυπώσει την άποψη – πρόταση της
χρησιμοποίησης των Δημόσιων ΑΕΙ της χώρας για τέτοιου είδους εργασίες, οι
οποίες, όχι μόνο εμπίπτουν στο αντικείμενο της επιστήμης που διδάσκουν, αλλά
και μπορούν να αποτελέσουν ένα εξαιρετικό πεδίο εφαρμοσμένης έρευνας, στην
οποία μπορούν να εμπλέκονται οι φοιτητές που, έτσι και αλλιώς,
υποχρεώνονται να εκπονήσουν πτυχιακές ή διπλωματικές εργασίες, προκειμένου να
πάρουν το πτυχίο τους.
Έχοντας θητεύσει επί 20 περίπου χρόνια επιστημονικός συνεργάτης σε ΑΕΙ,
γνωρίζω πολύ καλά ότι μία πρόταση σαν την παραπάνω είναι απολύτως ρεαλιστική.
Και το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι όλοι γκρινιάζουμε για όλα και δεν
σκεφτόμαστε ότι μπορεί η λύση για αρκετά πράγματα να είναι μπροστά στα μάτια
μας.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Δύο παραδείγματα για το πώς μπορούν να αξιολογούνται μελέτες και
προτάσεις επενδυτικών ή άλλων σχεδίων με διαφάνεια και χωρίς σκοπιμότητες.
Παράδειγμα 1ο : Ο καθηγητής του ΟΠΑ Νίκος Χριστοδουλάκης
διορίστηκε πριν πολλά χρόνια Γενικός Γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας. Η ΓΓΕΤ
χρηματοδοτούσε προτάσεις ερευνητικών σχεδίων ιδιωτών αλλά και Πανεπιστημίων.
Για την αξιολόγησή τους, είχε δημιουργήσει μία ομάδα καθηγητών Πανεπιστημίων,
από τους οποίους επέλεγε τους αξιολογητές το πρωί της ημέρας που θα γινόταν η
αξιολόγηση, τους συγκέντρωνε σε ένα ξενοδοχείο και εκεί τους «έκλινε μέσα»,
τους μοίραζε τις προτάσεις και δεν τους άφηνε να φύγουν πριν ολοκληρώσουν την αξιολόγηση.
Με τον τρόπο αυτό κανείς αξιολογητής δεν είχε προηγούμενη ιδέα για το τι
πρόταση θα καλούνταν να αξιολογήσει.
Παράδειγμα 2ο : Εγώ, με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού, είχα
επιλεγεί σαν αξιολογητής προγραμμάτων Έρευνας και Τεχνολογίας της τότε ΕΟΚ. Συμμετείχα
σε δύο προγράμματα (BRITE-EURAM, COPERNICUS), μαζί με καθηγητές από όλη την Ευρώπη (και όχι μόνο από την ΕΟΚ). Η
διαδικασία που εφαρμοζόταν ήταν περίπου αντίστοιχη. Κανείς δεν γνώριζε εκ των
προτέρων ποιες προτάσεις θα αξιολογούσε. Επειδή όμως η διαδικασία ήταν επίπονη
και δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί σε μία ημέρα (η διάρκεια ήταν πάνω από μία
εβδομάδα), δεν επιτρεπόταν σε κανένα να πάρει μαζί του το απόγευμα που έφευγε
το παραμικρό στοιχείο των υποθέσεων που χειριζόταν (μέχρι και τις τσάντες που
είχαμε με κάποια χαρτιά ή έναν υπολογιστή, τα κλειδώναμε σε φωριαμούς).
Δεν ξέρω πόσο διαδικασίες σαν τις παραπάνω διασφάλιζαν πλήρως το
αδιάβλητο, αλλά σίγουρα οι πιθανότητες να γίνουν σκόπιμα «ευνοϊκές» εισηγήσεις
ήταν μάλλον μικρές. Και όλα αυτά, τη δεκαετία του 90 !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου