Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΔΕΞΙΑΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝ... ΤΟ ΓΡΗΓΟΡΗ ΛΑΜΠΡΑΚΗ

Πριν 57 χρόνια... το κράτος της δεξιάς, των βομβών ναπάλμ, που έχτιζε "Νέους Παρθενώνες" στη Μακρόνησο, της βίας και νοθείας του Καραμανλή, του "εθνάρχη" της Αμερικανοκρατίας, της βίας και νοθείας, τότε που...
ψήφιζαν και τα δένδρα... δολοφονεί τον Γρηγόρη Λαμπράκη.

Σύντομο χρονικό της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Στις 22 Μάη 1963 ο Γρηγόρης Λαμπράκης εκφωνεί την ομιλία της επιτροπής για την διεθνή ύφεση και ειρήνη, στην Θεσσαλονίκη, στην αίθουσα της δημοκρατικής συνδικαλιστικής κίνησης, επί της οδού Σπανδωνή. Η αίθουσα περικυκλώνεται από παρακρατικούς, που με την ανοχή της αστυνομίας βρίζουν, απειλούν και ασχημονούν.
Μετά την εκδήλωση, η αστυνομία βεβαιώνει τον Λαμπράκη ότι μπορεί να φύγει χωρίς κίνδυνο και ο Λαμπράκης βγαίνει από την αίθουσα. Τότε το τρίκυκλο με οδηγό τον Γκοτζαμάνη και τον Εμμανουηλίδη στην καρότσα,
πέφτει επάνω στον Λαμπράκη, τον ρίχνει κάτω και αμέσως τον χτυπάνε με λοστό στο κεφάλι.
Η αστυνομία αδιαφορεί για την επίθεση. Ο περαστικός Μανώλης Χατζηαποστόλου πηδά πάνω στο τρίκυκλο και παλεύει με τον Εμμανουηλίδη, μέχρι που τους σταματάει ένας τροχονόμος και συλλαμβάνονται.
Ο Γρηγόρης Λαμπράκης μεταφέρεται στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ.
Κάθε μέρα κόσμος πολύς συγκεντρώνεται έξω από το ΑΧΕΠΑ, για να μάθει πως πάει ο Λαμπράκης. Κατά διαστήματα βγαίνει ο Μίκης Θεοδωράκης και ανακοινώνει στον κόσμο που περιμένει με αγωνία αυτά που του μεταφέρουν οι γιατροί.
Μετά από τέσσερις μέρες, στις 27 Μάη ο Γρηγόρης Λαμπράκης πεθαίνει.

«ΕΠΙΤΕΛΩΝ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΜΟΥ»
Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας και εμβληματικός ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας Λαμπράκη, Χρήστος Σαρτζετάκης, «μοιράζεται» με το αναγνωστικό κοινό τα απομνημονεύματα της ταραχώδους εκείνης εποχής, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του «Επιτελών το καθήκον μου - Θεσσαλονίκη, 1963-1964».
«Επί τέλους, μόνον εάν γινόμουνα Δικαστής, θα ήμουν ανεξάρτητος. Θα εφήρμοζα πιστώς τους νόμους της Πατρίδος μου, χωρίς να φοβούμαι τίποτε, ούτε μεταθέσεις, ούτε απολύσεις! (…)
(…)Νομοθέτης του αντικειμενικώς αγαθού! Τι υπέροχη αποστολή μέσα σε μια κοινωνία που εμαστίζετο εις το χάος του αδελφοκτόνου σπαραγμού. Θα κρατούσα την ζυγαριά της Δικαιοσύνης με χέρια στιβαρά. Και θα φορούσα διαρκώς το μαντήλι της εις τα μάτια μου, για να μη βλέπω τα κομματικά ή άλλα φρονήματα των δικαζομένων, αλλά μόνον τις άδικες πράξεις ή παραλείψεις των. Για να δικάζω σωστά, «κατά νόμον, χωρίς φόβον και χωρίς πάθος…»».
Οι σκέψεις αυτές ανήκουν στον μαθητή του οκταταξίου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης Χρήστο Σαρτζετάκη. Τα παιδικά του όνειρα να σπουδάσει Νομικά τα κρατούσε μυστικά από όλους ως το 1946, οπότε και εισέρχεται, αριστούχος (βαθμός απολυτηρίου 19 και 6/11) στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης.
Σήμερα τα «μοιράζεται» με το αναγνωστικό κοινό μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του «Επιτελών το καθήκον μου – Θεσσαλονίκη, 1963-1964». Ενα βιβλίο που αφορά τη δικαστική ανάκριση της δολοφονίας Λαμπράκη – μιας δολοφονίας που διεπράχθη σε καιρούς ζοφερούς και άλλαξε τον ρου της Ιστορίας – αλλά και την προσωπική του πορεία. Οι συνθήκες το έφεραν η έκδοση του βιβλίου να συμπέσει με την αναταραχή στον χώρο της Δικαιοσύνης καθιστώντας το ιδιαίτερα επίκαιρο.
Η δολοφονία και οι απειλές
Οπως ακριβώς σκεπτόταν και οραματιζόταν ως έφηβος ο Χρ. Σαρτζετάκης, έτσι ξεκίνησε τη δικαστική του καριέρα από το Αγρίνιο και τη συνέχισε με την υπόθεση Λαμπράκη. Προσηλωμένος στο ορθώς δικάζειν. Για την ευφυΐα και την ακεραιότητά του, την οποία θαύμαζε, τον επέλεξε τον Μάιο του 1963 ο τότε Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Κόλλιας να χειριστεί τη γεμάτη αγκάθια «υπόθεση Λαμπράκη», παρά το νεαρόν της ηλικίας του.
Ο νεαρός ανακριτής του Γ’ Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης διεξήγαγε την ανάκριση, όπως δημοσίως αναγνωρίζεται, με υπευθυνότητα και υποδειγματική αφοσίωση στο καθήκον αντιπαλεύοντας  αντιξοότητες, απειλές και πιέσεις τόσο ενδοϋπηρεσιακές όσο και πολιτικές. Με την εξονυχιστική ανάκρισή του καταδεικνύεται δικαστικώς η ανάμειξη στη δολοφονία Λαμπράκη και των αστυνομικών αρχών Θεσσαλονίκης, τα ανώτατα στελέχη των οποίων και προφυλακίζονται με εντάλματα του ανακριτή. Είναι θαυμαστή η περιγραφή των πιέσεων αυτών και πώς αντιδρά ο ίδιος ως ανακριτής.
Περιγράφει χαρακτηριστικά: «Από της πρώτης στιγμής έλαβα την απόφασιν να επιτελέσω το καθήκον μου εις το ακέραιον, αντιπαλαίων εναντίον όλων των δυσχερειών από κάθε πλευράν, εναντίον κάθε προσκόμματος, και αδιαφορών διά τας οιασδήποτε εις βάρος μου συνεπείας. Και δεν εννοώ μόνον τας απειλάς εναντίον της ζωής και της σωματικής μου ακεραιότητος, αι οποίαι ήδη από της πρώτης ημέρας αναλήψεως των ανακριτικών μου καθηκόντων εις την υπόθεσιν είχαν αρχίσει. (…)
(…)Κατά την εποχήν της δολοφονίας του Λαμπράκη το τηλεφωνικόν δίκτυον εις την Θεσσαλονίκην ήτο ανεπαρκές, αι τηλεφωνικαί συνδέσεις περιωρισμέναι, να φαντασθή κανείς ότι τα λειτουργούντα τηλέφωνα είχον τετραψήφιον αριθμόν(!), αι αιτήσεις τηλεφωνικής συνδέσεως μόνον κατ’ εξαίρεσιν ικανοποιούντο. Κατ’ εξαίρεσιν και η κατοικία μας είχε συνδεθή με τηλέφωνον επ’ ονόματί μου λόγω της δικαστικής μου ιδιότητος (…) Κατά την ιστορουμένην εποχήν της ανακρίσεως το τηλέφωνον αυτό απετέλεσε το μέσον διοχετεύσεως επανειλημμένων, αμέτρητες φορές, απειλών εις βάρος μου (…)».
Και συνεχίζει σε άλλο σημείο: «Την 29η Μαΐου 1963 και περί ώραν 11.00 πρωινήν, εργαζόμενος εις το ανακριτικόν μου γραφείον, εδέχθην τηλεφώνημα του έχοντος αφιχθή και ευρισκομένου εις Θεσσαλονίκην Αρχηγού της Χωροφυλακής Αντιστρατήγου Γεωργίου Βαρδουλάκη, ο οποίος, μετά κολακευτικούς λόγους διά τον πατέραν μου, τον οποίον εγνώριζε – είχον γίνει, σημειωτέον, αμφότεροι Ανθυπασπισταί Χωροφυλακής κατά τον αυτόν διαγωνισμόν, με σειράν επιτυχίας αυτού 64ου και του πατέρα μου 17ου -, εις επιτακτικόν και ανάγωγον ύφος μού είπε «πάρε μολύβι και χαρτί» και επεχείρησε να μου υπαγορεύση κατάλογον αξιωματικών και οπλιτών Χωροφυλακής, τους οποίους και «έπρεπε» να καλέσω ως μάρτυρας κατά την ανάκρισιν της υποθέσεως. Απέκρουσα  ευθύς την υπόδειξιν, παρατηρήσας συγχρόνως ότι και ο επιτακτικός τρόπος υποδείξεώς του ήτο απαράδεκτος, εάν δε είχε κάτι σχετικόν να μου προτείνη, να το κάνη εγγράφως και προσηκόντως».
Η Αστυνομία και το παρακράτος
Στον παράγραφο 32, στον δεύτερο τόμο, στο ανακεφαλαιωτικό συμπέρασμα, ο Χρ. Σαρτζετάκης επισημαίνει ότι «η αντισυγκέντρωσις των αντιφρονούντων ωργανώθη με την συνεργασίαν των Αστυνομικών Αρχών και ανθρώπων του κοινωνικού περιθωρίου, τύπου δοσιλόγου Γιοσμά και άλλων εγκαθέτων. Από πλευράς Αστυνομικών, κυρίως των κατηγορουμένων Υποστρατήγου Μήτσου, Συνταγματάρχου Καμουτσή, Ταγματάρχου Δόλκα».
Στο συμπέρασμα αριθμ. 7 αναφέρει: «ότι, οι ήδη κατηγορούμενοι Σπυρίδων Κοτζαμάνης, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης (αυτουργοί αμφότεροι της δολοφονίας Λαμπράκη, ως εκτεθήσεται), Αντώνιος Πιτσώκος (εκ των αυτουργών της επικινδύνου σωματικής βλάβης Τσαρουχά, ως εκτεθήσεται), κλπ., μετασχόντες εν συνεργασία με τα κατά τόπους Παραρτήματα Εθνικής Ασφαλείας εις τα μέτρα προστασίας, ως άνω, του στρατηγού Ντε Γκωλ, μετέσχον επίσης της αντισυγκεντρώσεως των εγκαθέτων, διαπράξαντες βαρύτατα εγκλήματα».
Και συνεχίζει: «8) ότι, ο αυτός, ως άνω, Υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης εστρατολόγησε διάφορα πρόσωπα της περιφερείας του προς συμμετοχήν των εις την αντισυγκέντρωσιν των εγκαθέτων·
9) ότι, το αυτό έπραξε, δηλαδή στρατολόγησιν εγκαθέτων διά την αντισυγκέντρωσιν, και ο χωροφύλαξ Ιωάννης Κουβελέτσος, υπηρετών επίσης εις Παράρτημα Εθνικής Ασφαλείας, συγκεκριμένως το 10ον τοιούτο (…)
(…)
11) ότι, πάντα τα κατά την εσπέραν της 22.5.1963 εγκλήματα εγένοντο επί παρουσία και υπό τα όμματα ισχυροτάτης Αστυνομικής Δυνάμεως εξ εκατόν ογδοήκοντα ανδρών (αξιωματικών και οπλιτών), μετά των ενταύθα ηγητόρων των, ήδη κατηγορουμένων (…)
12) ότι, ούτε τα εγκλήματα απετράπησαν, μετά δε την τέλεσίν των ουδέ είς των δραστών συνελήφθη υπό οιουδήποτε αστυνομικού οργάνου και δι’ οιοδήποτε εκ των διαπραχθέντων εγκλημάτων, άπαντα δε ανεξαιρέτως τα εξετασθέντα αστυνομικά όργανα, εκ των παρευρισκομένων εις τον χώρον της συγκεντρώσεως, δηλούσιν οιονεί άγνοιαν των διαπραχθέντων εγκλημάτων, ουδέν των οποίων αντελήφθησαν, προς δε και ουδέ ένα εκ του αντισυγκεντρωθέντος πλήθους κατωνόμασαν (…)».
Στα κάτεργα της ΕΣΑ επί 11 μήνες
Την αποκάλυψη για εμπλοκή της Ασφάλειας και της Χωροφυλακής στη δολοφονία του Λαμπράκη, την αποκάλυψη των ηθικών αυτουργών της υπόθεσης, των «ψηλών καπέλων», ο Σαρτζετάκης θα τα πληρώσει αργότερα. Η Χούντα δεν του συγχωρεί ότι έκλεισε στη φυλακή «τα παιδιά της». Τον απολύουν, του στερούν τη δυνατότητα να εργαστεί στο εξωτερικό, για να συλληφθεί στις 24 Δεκεμβρίου του 1970 και να κρατηθεί βασανιζόμενος στα κάτεργα της ΕΣΑ επί 11 μήνες.
Για την αντοχή του στα βασανιστήρια «εξομολογείται» παραστατικά: «Εις τα ανωτέρω βασανιστήρια, απειλάς και ύβρεις των δημίων μου κατώρθωσα να ανθέξω μέχρι τέλους. Και εις ουδεμίαν των επιζητουμένων ομολογιών δεν ενέδωσα και κανέναν απολύτως δεν κατέδωσα. Το επέτυχα διότι από της πρώτης στιγμής της συλλήψεώς μου, προϊδεασθείς διά τα αναμενόμενα, εσκέφθην δύο πράγματα και τα διετήρησα συνεχώς και ενεργώς εις την σκέψιν και την συνείδησίν μου και κατά τας φοβερωτέρας στιγμάς των δοκιμασιών μου (…)».
Τα δύο πράγματα που τον «κράτησαν όρθιο» ήταν: Πρώτον, η κρητική καταγωγή του και το παράδειγμα του σφακιανού ήρωα Ιωάννη Δασκαλογιάννη, καθώς και η απάντηση του Κωνσταντίνου Κανάρη σε ερώτηση άγγλου δημοσιογράφου «Πώς απετόλμησε την πυρπόλησιν της τουρκικής ναυαρχίδος εις τον λιμένα της Χίου εν μέσω πλήθους τουρκικών πολεμικών σκαφών»· ο «μπουρλοτιέρης» είπε: «Ε, δεν ήτο και τίποτε! Σηκώθηκα το πρωί, έκανα τον σταυρόν μου και είπα «Κωνσταντή, θα πεθάνης», και προχώρησα». Δεύτερον, ο λόγος ενός εκ των πρωτεργατών  της Γαλλικής Επανάστασης του 1789, του Antoine de Saint Juste, κατά τον οποίο «αι περιστάσεις δεν είναι δύσκολοι παρά δι’ εκείνους οι οποίοι ορρωδούν προ του τάφου».

«Ανελογιζόμην», λέει ο Σαρτζετάκης «εν όψει όλων αυτών διαρκώς, διατί να μην αντέξω και εγώ εις τα βασανιστήρια; Διατί να δειλιάζω ενδεχομένως και προ του τάφου, της τελευταίας επί τέλους όλων μας αυτής καταφυγής; Ετσι διελογιζόμην και εγώ, «ε, όχι, δεν κάμπτομαι»!».

«Ηθέλησα ένα αντικειμενικό βιβλίο»
«Το παρουσιαζόμενο την προσεχή Τρίτη βιβλίο μου «Επιτελών το καθήκον μου» αναφέρεται στη δικαστική ανάκρισι, που είχε ανατεθή σε μένα, ως έναν από τους τέσσερεις Ανακριτές του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για τα εκεί γεγονότα της 22 Μαΐου 1963, δολοφονία βουλευτού της αριστεράς Γρηγορίου Λαμπράκη, βαρύτατο τραυματισμό τού επίσης βουλευτού της αριστεράς Γεωργίου Τσαρουχά και άλλα συναφή εγκλήματα (λιθοβολισμό αιθούσης ομιλίας Λαμπράκη, κακοποιήσεις και άλλων πολιτών). Οπως την ανάκρισι, έτσι και το περί αυτής βιβλίο μου ηθέλησα τελείως αντικειμενικό. Και μάλιστα να εμφανισθή σε καιρούς απηλλαγμένους από τα πάθη και τις αντιπαραθέσεις της εποχής εκείνης. Ο προδανεισθείς λοιπόν για την εμφάνισι του βιβλίου χρόνος, μερικών ήδη δεκαετιών, συνετέλεσε όχι μόνον στην αρτιότερη σύνθεσί του, αλλά και βοηθεί στην ψυχραιμότερη κατανόησί του. Μ’ αυτήν την πεποίθησι και προσφέρεται ήδη εις το κοινό».

Δεν υπάρχουν σχόλια: