Σαράντης Μιχαλόπουλος Κάτοικος Ιτέας
Στο συνέδριο του Economist για «τo Ασφαλιστικό μετά τον κορονοϊό», ο
Τάσος Γιαννίτσης, ο οποίος είχε επιχειρήσει, επί κυβέρνησης Σημίτη, μια ριζική
μεταρρύθμιση συναντώντας τη λυσσαλέα αντίδραση κομμάτων και συνδικαλιστών,
δικαιωμένος ήδη προ πολλού από τις εξελίξεις, προσέφερε την εμπειρία του πάνω
στο μεγάλο αυτό ζήτημα, η οποία συμπυκνώνεται σε πέντε βασικά σημεία :
Βασικό ερώτημα του Συνεδρίου είναι αν το ασφαλιστικό είναι βιώσιμο. Το
ασφαλιστικό μπορεί θεωρητικά να συνεχίσει ως έχει, αλλά με ένα τεράστιο κόστος:
τη θεαματική διάβρωση της βιωσιμότητας κρίσιμων οικονομικών, κοινωνικών και
αναπτυξιακών σχέσεων. Ουσιαστικά, σε συνθήκες απανωτών κρίσεων και οικονομικής
καθίζησης της χώρας στα επίπεδα του 2000,
το βάρος του ασφαλιστικού ως
αναπτυξιακού, μακροοικονομικού και κοινωνικού προβλήματος γίνεται όλο και πιο
σημαντικό. Η διόγκωσή του επιδείνωσε μέχρι σήμερα όλα τα βασικά μεγέθη: ρυθμούς
μεγέθυνσης, εισοδήματα, ανεργία, δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέος, φορολογική
πίεση, μετανάστευση, εκτόπιση άλλων κοινωνικών δαπανών, δημόσιων και ιδιωτικών
επενδύσεων. Επιπλέον, οδηγεί σε μια αφανή ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής
ασφάλισης για σημαντικό αριθμό χαμηλόμισθων εργαζόμενων που καταφεύγουν στην
αδήλωτη απασχόληση. Αυτό οδηγεί σε μια συνεχή συσσώρευση δύο μεγάλων ρίσκων: το
ατομικό ρίσκο των ανασφάλιστων σε θέματα υγείας και φτώχειας και το ευρύτερο
κοινωνικό ρίσκο που απορρέει από αυτά.
Οι συνολικές δαπάνες του Κράτους για συντάξεις αυξήθηκαν από 7 δισ. ευρώ
το 2001 σε περίπου 17 δισ. ευρώ το 2018, δηλαδή από 5% του ΑΕΠ σε 9%-9,5%.
Αθροιστικά για το 2000-2018 έφτασαν τα 289 δισ. ευρώ. Για τη δεκαετία 2000-2009
αυτή η κρατική δαπάνη αντιπροσώπευε πάνω από το 70% της συνολικής αύξησης του
δημόσιου χρέους.
Το 2020, το Ασφαλιστικό θα επιδεινωθεί από τρία αίτια: α) τη μείωση του
ΑΕΠ, β) τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και γ) κάθε τυχόν πρόσθετη παροχή.
Όσο το Ασφαλιστικό εξακολουθεί να βρίσκεται σε συνθήκες έντονης ανισορροπίας,
τόσο η οικονομία θα παραμένει ευάλωτη, και θα στερείται των αναγκαίων
δυνατοτήτων να αντιμετωπίσει χωρίς νέους κλυδωνισμούς οποιοδήποτε νέο σοβαρό
πρόβλημα. Τέτοιες εξελίξεις θα ρίχνουν την κοινωνία ξανά και ξανά πίσω, ακριβώς
σε στιγμές που θα νομίζει ότι φτάνει σε μια καλύτερη τροχιά. Με άλλα λόγια, σε
συνθήκες ισχυρών διακυμάνσεων και απρόβλεπτων, πρωτόγνωρων και παράλληλων
απειλών, κάνει μεγάλη διαφορά αν είμαστε αντιμέτωποι ένα σοβαρό μεν, αλλά
μεμονωμένο, πρόβλημα ή αν αυτό συνυπάρχει με ένα ευρύτερο πλέγμα συλλογικών και
αναπτυξιακών πιέσεων και κινδύνων.
Η σημερινή κατάσταση δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ομαλής εξέλιξης
πληθυσμιακών δεδομένων, αλλά πολιτικών επιλογών, που μετέτρεψαν ένα δυσανάλογα
μεγάλο τμήμα ηλικιών κάτω των 60 ή 65 ετών σε συνταξιούχους για να συγκαλύψουν
αδυναμίες σε άλλα πεδία πολιτικής. Αυτό πλήττει το μέλλον όλων: εργαζόμενων,
άνεργων, συνταξιούχων της χώρας. Αυτό πλέον δεν αλλάζει. Κάνει όμως τις
επιλογές εξαιρετικά δύσκολες. Στη ζυγαριά βρίσκονται καταστάσεις που δικαίως ή
αδίκως είναι πια πραγματικότητα (π.χ. περίπου 2,7 εκατ. πρόσωπα έχουν περάσει
στη σύνταξη) και μια ανατροπή τους θα είχε σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις. Στην
ίδια ζυγαριά όμως μπαίνουν και οι καταστάσεις ακόμα περισσότερων προσώπων, που
με τις υψηλές εισφορές και φόρους, την ανεργία και τους χαμηλούς μισθούς είναι
αντιμέτωποι με μια δυσβάστακτη προοπτική στην οποία συμβάλλει το ίδιο το
Ασφαλιστικό. Πλέον, οι γενεές που εργάζονται καλούνται να πληρώσουν τετραπλά:
πρώτον, για την ετήσια πληρωμή μιας συνταξιοδοτικής δαπάνης που προαποφασίστηκε
από τους ενδιαφερόμενους σε προγενέστερα χρόνια, δεύτερον για την αποπληρωμή
του χρέους που έχουν συσσωρεύσει το Ασφαλιστικό και η όλη δημοσιονομική
διαχείριση στο παρελθόν, τρίτον, για την πρόσθετη ατομική τους αποταμίευση,
προκειμένου να προνοήσουν για τις δικές τους μελλοντικές συντάξεις, εφ’ όσον η
γήρανση θα συρρικνώνει τις εισφορές, και, τέταρτον, γιατί βρίσκονται
αντιμέτωπες με διαρθρωτικές σχέσεις που κρατούν την οικονομία σε χαμηλό επίπεδο
αναπτυξιακής μετεξέλιξης.
Τα προβλήματα αυτά θέτουν και το ερώτημα για μια «δίκαιη μετάβαση» (just
transition) του Ασφαλιστικού προς ένα ευσταθές και ταυτόχρονα δίκαιο ρυθμιστικό
πλαίσιο. Ανάλογο πρόβλημα έχει ανακύψει και στην περίπτωση της κλιματικής
αλλαγής. Όσο οι απαντήσεις στο ερώτημα «τι είναι δίκαιη
μετάβαση» θα κλωτσιούνται στο μέλλον, τόσο λιγότερο «δίκαιες» λύσεις θα είναι
εφικτές. Σε κάθε φάση, οι «δίκαιες μορφές μετάβασης» δεν είναι ίδιες. Μια
απάντηση σε ύστερο χρόνο μπορεί να είναι δίκαιη με κριτήρια του χρόνου εκείνου,
αλλά άδικη, αν συγκριθεί με απαντήσεις που ήσαν εφικτές σε προηγούμενα χρόνια.
Επιπλέον, από ένα σημείο και μετά, μπορεί να μην υπάρχει καν «δίκαιη» λύση.
Πηγή: Protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου