Ακόμα και 80 χρόνια μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι απόγονοι των ναζιστών και των δοσιλόγων που συνεργάστηκαν μαζί τους στη χώρα μας προσπαθούν ακόμα να διαχειριστούν την «κληρονομιά» τους. Κάποιοι την αποκηρύσσουν και κάποιοι είναι περήφανοι γι'αυτή
Κάθε παιδί έρχεται στον κόσμο έχοντας ήδη πίσω του μια ιστορία. Είναι η ιστορία των ανθρώπων που τον γέννησαν και των ανθρώπων που γέννησαν τους γονείς του. Κάθε άνθρωπος φέρει στις πλάτες του το φορτίο αυτό, βαρύτερο ή ελαφρύτερο, το οποίο πρέπει να διαχειριστεί καθώς μεγαλώνει. Σίγουρα κανένα παιδί δεν είναι υπεύθυνο για όσα έχουν κάνει οι γονείς του, ωστόσο πόσο εύκολα μπορεί να αποστασιοποιηθεί από αυτήν την προϊστορία του όταν οι γονείς τους ήταν μέλη της ναζιστικής μηχανής και προσωπικά υπεύθυνοι για την εξόντωση χιλιάδων Εβραίων;
Το Deutsche Welle και η δημοσιογράφος Μαρία Ρηγούτσου στα πλαίσια ενός αναλυτικού αφιερώματος με τίτλο "Τα παιδιά των κακών της Ιστορίας" μίλησε με τα παιδιά Γερμανών Ναζί, αλλά και Ελλήνων δοσιλόγων,
που είχαν συνεργαστεί με αυτούς κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής καταγράφοντας τη δυσκολία – ή την ευκολία σε κάποιες περιπτώσεις – της διαχείρισης μιας τέτοιας κληρονομιάς.Στέφαν Όχαμπα: Είμαι εγγόνι Ναζιστών, αυτή είναι η αλήθεια
Ο Στέφαν Όχαμπα έχει πλέον συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα. Ωστόσο δεν ήταν πάντα έτσι. Όλα άρχισαν να αλλάζουν όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 επισκέφτηκε την έκθεση «Ένας καταστροφικός πόλεμος. Τα εγκλήματα της Βέρμαχτ από το 1941 έως το 1944» στην Κολωνία.
Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να ξεκινήσει να μελετά συστηματικά τα αρχεία για να διαπιστώσει πως ο παππούς του, μηχανικός το επάγγελμα, αγόρασε από την εβραϊκή οικογένεια Αϊμπουσίτς ένα εργοστάσιο στην Τσεχοσλοβακία, κοντά στα γερμανικά σύνορα. Το εργοστάσιο, το οποίο κατασκεύαζε κλωστοϋφαντουργικά μηχανήματα «αγοράστηκε» από τους Εβραίους και «οι Ναζί χάρη στη βοήθεια του παππού μου χρησιμοποίησαν το εργοστάσιο για την κατασκευή όπλων, βομβών, κανονιών, εξαρτημάτων για υποβρύχια». Πριν από τον πόλεμο στην επιχείρηση, η οποία ήταν Ανώνυμος Εταιρεία, απασχολούνταν 350 εργαζόμενοι. Στη διάρκεια του πολέμου, όπως προκύπτει από τις έρευνες του Στέφαν Όχαμπα, εργάζονταν 1.200 άτομα που είχαν υποχρεωθεί σε καταναγκαστική εργασία.
«Κάποιοι κομμουνιστές, όπως μου είπε ο πατέρας μου. Σε κάθε περίπτωση εργάζονταν υπό επιτήρηση. Σε ένα ταξίδι που κάναμε κάποτε μαζί μου έδειξε τις παράγκες όπου έμεναν» αφηγείται ο ίδιος.
Πολλά από τα στοιχεία τα γνώριζε ήδη από την οικογένειά του, ωστόσο ο τρόπος ερμηνείας των γεγονότων διέφερε. Για τον πατέρα του Στέφαν, ο παππούς ήταν ένα «θύμα της Ιστορίας», για τον εγγονό όμως όχι. Για τον πατέρα, η αγορά του εργοστασίου ήταν μια προσοδοφόρα οικονομική επένδυση, «ο παππούς έσωσε το εργοστάσιο που κατέρρεε οικονομικά». Το εργοστάσιο «συμπτωματικά» ανήκε σε Εβραίους. Για τον εγγονό όμως η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. «Ήξερα σχετικά νωρίς ότι ο παππούς μου δεν ήταν ένας καλός σαμαρίτης, ότι ήταν συνεργάτης των Ναζί και ότι επωφελήθηκε πάρα πολύ από το καθεστώς».
Οι γενικές πληροφορίες που έπαιρνε από το περιβάλλον του, ότι δηλαδή ο παππούς «ήταν μηχανικός και ότι είχε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε κάποια ‘τεχνικά προϊόντα‘» απείχαν πολύ από την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα που ανακάλυψε μέσα από τις πολύχρονες προσωπικές του έρευνες ήταν ότι «η οικογένεια των Εβραίων μεταφέρθηκε καταρχάς στην Πράγα και αργότερα στο Άουσβιτς. Θανατώθηκε στο στρατόπεδο εξόντωσης του Σόμπιμπορ. Τα παιδιά κατάφεραν να γλιτώσουν».
Ο Στέφαν στην προσπάθεια του να επεξεργαστεί τη δική του ιστορία κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να βρει τους απογόνους της εβραϊκής οικογένειας στις ΗΠΑ. Κατάφερε να εντοπίσει έναν εγγονό, δικηγόρο στο επάγγελμα. Αντηλλάγησαν κάποια email όπου ζητούσε συγγνώμη, ωστόσο οι απαντήσεις ήταν ψυχρές, σχεδόν μονολεκτικές. «Μπορώ να εικάσω και να καταλάβω τους λόγους αυτής της συμπεριφοράς» λέει ο Στέφαν Όχαμπα.
Οι συνέπειες από τα τραύματα του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου είναι και σήμερα εμφανή στην οικογένεια του Στέφαν. Ο πατέρας του ήταν μόλις εφτά ετών όταν τελείωσε ο πόλεμος και έπρεπε να αφήσει το σπίτι που μεγάλωσε στην Τσεχοσλοβακία. Η δημιουργία μιας σταθερής εστίας ήταν πάντα η μεγάλη του επιθυμία. Ο πατέρας της μητέρας του γύρισε σαν ανθρώπινο ράκος από τον πόλεμο. Δεν μπόρεσε να δώσει την προσοχή και τη στοργή που χρειαζόταν η κόρη. Η ουσιαστική έλλειψη του πατέρα είχε συνέπειες στον τρόπο που και αυτή με τη σειρά της μεγάλωσε τα δικά της παιδιά βυθισμένη συχνά στην κατάθλιψη.
Ο Στέφαν εδώ και χρόνια δεν ντρέπεται να μιλάει για το παρελθόν της οικογένειάς του. «Δεν ντρέπομαι που είμαι Γερμανός, δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό. Ντρέπομαι όμως που ένα μέρος του πλούτου που διαθέτουμε ακόμα και σήμερα προέρχεται από εκείνη την εποχή και εκείνο το σύστημα».
Ο παππούς του φυλακίστηκε για κάποιους μήνες αλλά αργότερα απαλλάχθηκε από τον χαρακτηρισμό του «βεβαρημένου». (Οι σύμμαχοι είχαν καταρτίσει έναν κατάλογο με 5 διαβαθμίσεις συνυπαιτιότητας την περίοδο του Ναζισμού, βάσει του οποίου κατατάσσονταν οι Γερμανοί πολίτες. Ο παππούς του είχε καταταγεί ψηλά, στη βαθμίδα 2). Ο Στέφαν Όχαμπα δεν έψαξε να μάθει περισσότερα.
«Είμαι εγγόνι Ναζιστών και το λέω έτσι γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Ο παππούς μου ήταν Ναζιστής» δηλώνει πλέον ο 47χρονος μηχανικός πληροφορικής ωστόσο τονίζει πως «όλοι έχουμε προσωπική ευθύνη ώστε να μη συμβεί στο μέλλον μια παρόμοια τραγωδία».
Αλεξάνδρα Σενφτ: Φοβόμουν πολύ την αλήθεια για το ναζιστικό παρελθόν
Η Αλεξάνδρα Σενφτ είναι εγγονή του Χανς Λούντιν, πρεσβευτή του Γ´Ράιχ στη Σλοβακία και συνυπεύθυνου για την εξόντωση 60.000 Εβραίων. Η ίδια περνάει τα καλοκαίρια και τις γιορτές στο σπίτι της στην Πάρο. Είναι δημοσιογράφος και εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία κάνει περιοδείες σε ολόκληρη τη Γερμανία παρουσιάζοντας το βιβλίο της που αφορά τη σχέση της οικογένειάς της με τον Ναζισμό (Das Schweigen tut weh, εκδόσεις List) καθώς και άλλα βιβλία της με θέμα τα τραύματα του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεταβίβασή τους στις επόμενες γενιές.
«Η αφορμή για να γράψω το βιβλίο ήταν ο θάνατος της μητέρας μου πριν από είκοσι χρόνια σε ηλικία 64 ετών με τη μορφή μιας ‘υποδόριας’ αυτοκτονίας, η οποία συντελούνταν για δεκαετίες, ενώ εγώ για πάρα πολλά χρόνια δεν μπορούσα να καταλάβω τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους υπέφερε η μητέρα μου. Μετά το θάνατό της χρειάστηκα πολλά χρόνια μέχρι να επεξεργαστώ το υλικό που μου είχε αφήσει. Μέχρι να ανοίξω τα κουτιά, να διαβάσω τα γράμματα, να βρω την ιστορία της μητέρας μου σαν ένα παζλ. Κατάλαβα ότι η μητέρα μου υπέφερε πάρα πολύ εξαιτίας της ‘κληρονομιάς’ της διότι ο πατέρας της, ο παππούς μου ήταν ένας Εθνικοσοσιαλιστής, ο οποίος ως απεσταλμένος του Γ´ Ράιχ στη Σλοβακία, από το 1941 μέχρι το 1945, ήταν συνυπεύθυνος για την εξόντωση των Σλοβάκων Εβραίων. Η μητέρα μου δεν μπόρεσε να αντέξει ψυχολογικά το ότι ο καλός πατέρας που θα μπορούσε να είχε εκτελέστηκε σαν εγκληματίας πολέμου».
Βρήκε τη μητέρα της πνιγμένη στην μπανιέρα του σπιτιού της. Πιθανότατα εκείνη γλίστρησε μέσα στο καυτό νερό εξαιτίας του υπερβολικού αλκοόλ που είχε καταναλώσει. Η Αλεξάνδρα Σενφτ μιλάει με σταθερή φωνή και παραδέχεται πως το θέμα του παππού της δεν αποκρύπτονταν στην οικογένεια: «Ο παππούς μου παρουσιαζόταν πάντα ως ένας καλός Ναζί, ο οποίος καθόταν στο γραφείο του και δεν έκανε τίποτα κακό. Ποτέ όμως δεν γινόταν λόγος για το ποιος ήταν ο πραγματικός του ρόλος ως απεσταλμένου του Γ´ Ράιχ».
Ο παππούς της μετά τον πόλεμο παραδόθηκε στους Αμερικανούς και δεν προσπάθησε να διαφύγει. Καταδικάστηκε και εκτελέστηκε το 1947 στην Μπρατισλάβα από τους Τσέχους σαν εγκληματίας πολέμου. «Αυτό ήταν φυσικά ένα μεγάλο τραύμα για την οικογένεια της μητέρας μου, αλλά και για την ίδια τη μητέρα μου που ήταν η μεγαλύτερη από τα έξι παιδιά που άφησε πίσω του ο παππούς μου. Ωστόσο δεν μιλούσαμε ποτέ στην πραγματικότητα για ποιο λόγο εκτελέστηκε. Χαρακτηριζόταν ως ‘θύμα’ της εποχής του, σαν κάποιος που ήταν σχεδόν ‘αθώος’ κι επειδή εκτελέστηκε πήρε σχεδόν τη μορφή ‘μάρτυρα'» τονίζει.
Ο τραγικός θάνατος της μητέρας της στάθηκε η αφορμή για την έρευνα του παρελθόντος. «Ήμουν ενήλικας όταν άρχισα να ερευνώ. Είχα και η ίδια δικά μου παιδιά. Ξεκίνησα αργά να θέτω κριτικές ερωτήσεις. Δεν το έκανα νωρίτερα διότι όταν μια οικογένεια έχει κάτι να κρύψει, και στη συγκεκριμένη περίπτωση εγκλήματα, διαθέτει διάφορους μηχανισμούς ώστε να το εμποδίσει. Μπορεί να το κάνει λεκτικά, μπορεί να το κάνει μη λεκτικά, έχει πολλές δυνατότητες να κάνει σαφές ‘καλύτερα να μη ρωτάς'. Σαν παιδί ή σαν έφηβη σπάνια ρώτησα. Είχα προσέξει πως αυτό το θέμα πονάει, είναι δυσάρεστο. Η μητέρα μου ήταν πάντα πολύ συγκινημένη όταν την ρωτούσα για τον πατέρα της, στην πραγματικότητα ανίκανη να μου απαντήσει και γι αυτό το λόγο δεν ρωτούσα».
Στην έρευνά της μεγάλος υποστηρικτής ήταν ο πατέρας της, ένας επιφανής δικηγόρος στη Γερμανία με πελάτες όπως η Ρόμι Σνάιντερ ή ο Ρουμάνος εικαστικός Κρίστο.
«Ήταν συχνά ένας εφιάλτης. Τώρα γελάω αλλά ήταν ένας εφιάλτης. Φοβόμουν πάρα πολύ. Φοβόμουν την αλήθεια. Έτρεφα πάντα την ελπίδα να βρω κάτι για τον παππού μου που θα τον έκανε έναν ‘καλό’ Ναζί. Και όσο περισσότερο προχωρούσα και διαπίστωνα πως δεν θα έβρισκα κάτι τέτοιο αλλά αντίθετα καταλάβαινα σε τι είχα αφεθεί, τόσο πιο απειλητικό γινόταν. Ο μεγαλύτερος φόβος μου κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ήταν ότι θα έχανα την οικογένειά μου διότι γνώριζα πως το αποτέλεσμα των ερευνών μου, το οποίο θα δημοσιοποιούσα, θα ερχόταν σε ρήξη με τον κώδικα συμπεριφοράς που επί δεκαετίες ολόκληρες η οικογένειά μου χρησιμοποιούσε».
Η Αλεξάνδρα Σενφτ είχε ενημερώσει την οικογένειά της για τις έρευνές της, οι οποίες διήρκεσαν δυο χρόνια. Στην αρχή ωστόσο οι συγγενείς φάνηκαν υποστηρικτικοί: «Όσο όμως γινόταν σαφές ότι είχα μια ξεκάθαρη θέση απέναντι στον παππού μου και τη γιαγιά μου, τόσο περισσότερο η οικογένειά μου υιοθετούσε μια αμυντική στάση και προσπαθούσε να μου κάνει δύσκολη τη ζωή. Μέσω πολλών επιστολών που είχαν στόχο είτε να με επηρεάσουν θετικά είτε να με εμποδίσουν να γράψω αυτό το βιβλίο. Και μετά που το έγραψα και το δημοσίευσα αντιμετωπίστηκα ως αυτή που σπίλωσε την οικογένεια, απαξιώθηκα».
Η Αλεξάνδρα Σενφτ δεν διστάζει να μιλήσει στο Deutsche Welle και τις γερμανικές αποζημιώσεις προς την Ελλάδα, αλλά και γύρω από το πώς είναι να δηλώνεις ότι είσαι Γερμανός:
«Σαν Γερμανός ή Γερμανίδα νομίζω ότι εξαιτίας του ναζιστικού παρελθόντος δεν μπορείς να αποβάλεις εντελώς το αίσθημα ντροπής. Μπορώ όμως, όταν αυτό το αίσθημα ντροπής μου γίνει συνειδητό, να δράσω. Και όχι μόνο μόνη μου, αλλά να προχωρήσω σε διάλογο με άλλους. Γνωρίζω πολλούς Γερμανούς, οι οποίοι ντρέπονται πάρα πολύ να πάνε σε ένα μέρος στην Ελλάδα, όταν γνωρίζουν ότι οι Γερμανοί διέπραξαν εκεί εγκλήματα. Η διαφορά όμως είναι, εάν παίρνω μια ξεκάθαρη θέση και λέω ναι ντρέπομαι ή εάν ζω με ένα μη ξεκάθαρο αίσθημα ντροπής και λέω αισθάνομαι άσχημα, καλύτερα να μην πάω στο Δίστομο και στην Κρήτη, να μην τα δω όλα αυτά και νιώσω άσχημα. Από τη στιγμή όμως που αποδέχομαι την ντροπή μπορώ να δω και την αλήθεια».
Τέλος, όσον αφορά το θέμα των γερμανικών επανορθώσεων προς την Ελλάδα απαντά χωρίς περιστροφές: «Είμαι απολύτως πεπεισμένη πως θα πρέπει να πληρωθούν οι αποζημιώσεις στην Ελλάδα, παρόλο που πρόκειται για μια οικονομική μόνο κίνηση. Δεν είναι μια ανθρώπινη πράξη, η οποία θα ήταν πολύ πιο σημαντική. Αν δεν προσφέρεται μια ανθρώπινη χειρονομία, τουλάχιστον αποζημιώσεις για όλα αυτά που προκλήθηκαν σε αυτή τη χώρα. Πιστεύω όμως ότι θα πρέπει να υπάρξουν πολύ περισσότερες συζητήσεις μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών για το τι έκαναν οι Ναζί στην Ελλάδα και ίσως για τη συνεργασία κάποιων Ελλήνων με τους Γερμανούς τότε. Κανείς δεν είναι φτιαγμένος να γίνει δράστης ή θύμα μόνο. Όλοι έχουμε την ικανότητα να γίνουμε δράστες. Και πιστεύω ότι εξαιτίας της κρίσης που υπάρχει στην Ευρώπη αλλά και της ασυμμετρίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας είναι πολύ σημαντικό να μιλήσουμε για το τι συνέβη στο παρελθόν, ώστε να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε πιο ανοιχτά και πιο συμφιλιωτικά, όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο αλλά και πολιτικό».
Ιζαμπέλα Παλάσκα: Με πόνεσε η κατηγορία για δωσιλογισμό
Η Ιζαμπέλα Παλάσκα είναι κόρη του Ιωάννη Βουλπιώτη, ο οποίος υπήρξε ο εμπνευστής των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Ελλάδα. Θέλησε να ξεπλύνει τη ρετσινιά του δωσίλογου μέσα από δυο βιβλία που παρουσιάζουν τη δική της αλήθεια.
«Ήταν ένας από τους πιο ευφυείς ανθρώπους που έχω γνωρίσει και κυρίως τον θαύμασα για το κουράγιο του να μείνει στην Ελλάδα και να μην φύγει» λέει η Ιζαμπέλα Παλάσκα θέλοντας σύντομα να περιγράψει τον πατέρα της Ιωάννη Βουλπιώτη.
Της άφησε μια πολύ βαριά κληρονομιά. Την ρετσινιά του δωσίλογου στην Κατοχή. Το βάρος αυτό επιχείρησε να διαχειριστεί, ανάμεσα σε άλλα, και με την συγγραφή δυο ιστορικών μυθιστορημάτων: «Άγγελος ή Δαίμονας. Ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου» και «Τα χρόνια της θύελλας» (Εκδόσεις Λιβάνη).
Στα δυο βιβλία ξεδιπλώνεται η προσωπικότητα ενός ανθρώπου που υπήρξε ο εισηγητής των περιβόητων Ταγμάτων Ασφαλείας στην Ελλάδα, γαμπρός του Καρλ Φρίντριχ Ζίμενς μέσω της πρώτης του γυναίκας, εκπρόσωπος των συμφερόντων του ομίλου στην Ελλάδα, συνομιλητής του Μεταξά, του Πλαστήρα, του Ράλλη και πολλών άλλων, αλλά και ιδρυτής και γενικός διευθυντής της Ανωνύμου Ελληνικής Ραδιοφωνικής Εταιρείας (ΑΕΡΕ, προγενέστερη μορφή των ΕΙΡ και ΕΡΤ). Ο Ιωάννης Βουλπιώτης μετά τον πόλεμο καταδικάστηκε από τα ειδικά δικαστήρια δυο φορές για δωσιλογιμό και αθωώθηκε (1947/1948).
Η Ιζαμπέλα Παλάσκα γνώρισε σαν παιδί πολύ λίγο τον πατέρα της. Η μητέρα της ήταν η δεύτερη γυναίκα του. Τη σχέση μαζί του την περιγράφει ως «σχέση έλλειψης». «Χώρισαν με τη μητέρα μου όταν ήμουν δυόμισι ετών και μετά έφυγε για την Ιταλία όπου έκανε καινούργιες δουλειές, επιχειρήσεις. Εκεί τον επισκέφθηκα δυο φορές και άλλη μια φορά συναντηθήκαμε όλοι μαζί, οι τρεις του κόρες δηλαδή, πριν φύγει για την Ιταλία. Αυτή ήταν η επαφή μου μαζί του» λέει. Ωστόσο μετά από παρότρυνση της μητέρας, του έγραφε σαν παιδί κάθε εβδομάδα ένα γράμμα.
Αργότερα πατέρας και κόρη συναντήθηκαν το 1975 στην Ελλάδα, όπου επέστρεψαν και οι δυο για να μείνουν οριστικά πλέον. Ο Βουλπιώτης είχε εγκατασταθεί στην Ιταλία όπου ασχολούνταν με επιχειρήσεις πλαστικών μετά τη θυελλώδη δίκη του το 1955 και την έκτιση της ποινής του που αυτή τη φορά αφορούσε προμήθειες της εταιρείας Siemens στον τότε υφυπουργό Συγκοινωνιών Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου.
Στην ερώτηση τι της έλεγε για εκείνη την εποχή, η Ιζαμπέλα Παλάσκα απαντά: «Ήταν λάτρης της γερμανικής κουλτούρας. Και αυτό είναι κάτι για το οποίο τον κατηγορούν. Άλλο να είσαι γερμανόφιλος και να θαυμάζεις τη γερμανική κουλτούρα, όπως χιλιάδες επιστήμονες και όχι μόνο, και άλλο να ξέρεις τι ήταν το τότε καθεστώς, το χιτλερικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπήρξε προδότης. Γιατί αυτό ήταν που εμένα με πόνεσε πάρα πολύ, ότι ήταν προδότης και δωσίλογος. Αυτό σε κάνει να νιώθεις δυο πράγματα, πρώτον θυμό αλλά και μια ντροπή γιατί πως να εξηγήσεις σε όλο τον κόσμο ότι δεν ήταν έτσι».
Πως ήταν όμως δυνατόν ένας άνθρωπος που είχε συναντήσει τρεις φορές τον Χίτλερ και που συνδιαλεγόταν σε ανώτατο επίπεδο με τους Γερμανούς στην Ελλάδα να μην γνώριζε τις απάνθρωπες πρακτικές τους, τις θηριωδίες τους; «Αυτό μπορώ να το απαντήσω μόνο από τη δική μου την πλευρά. Την ίδια ερώτηση θα μπορούσα να κάνω σε μια ολόκληρη Γερμανία. Δεν ήξεραν τι γινόταν στη χώρα τους; Είναι μια αλήθεια την οποία ίσως πολλοί δεν ήθελαν να δουν. Η δική μου γενιά είναι η πρώτη που αρχίζει και συνειδητοποιεί τι έγινε. Κατηγόρησαν τον πατέρα μου για τις επαφές που είχε με τη γερμανική πρεσβεία σε ανώτατο επίπεδο. Από την άλλη πλευρά όμως έσωσε πάρα πολύ κόσμο και αυτό ήταν το συγκινητικό όταν άνοιξα τα αρχεία του πατέρα μου και είδα τα γράμματα από πολύ γνωστούς ανθρώπους αλλά και άγνωστους για μένα. Τον ευχαριστούσαν που τους έσωσε τη ζωή αλλά και του πατέρα τους, του παππού τους. Μεταχειρίστηκε τη δύναμη που είχε λόγω των επαφών του για να βοηθήσει και πάρα πολλούς Έλληνες. Αυτό όμως δεν του το αναγνωρίζουν, δυστυχώς».
Η Ιζαμπέλα Παλάσκα για να μπορέσει να αντέξει όλο αυτό το βάρος της ρετσινιάς του δωσιλογισμού προσπάθησε με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Δημοσθένη Κούκουνα, ο οποίος έχει ειδικευθεί στην περίοδο της Κατοχής, να διαβάσει και να ερμηνεύσει το αρχείο που της κληροδότησε ο πατέρας της.
Η Ιζαμπέλα Παλάσκα παρουσιάζει τη δική της αλήθεια στα δυο βιβλία της και μέσα από τη ζωντανή αφήγηση αναδεικνύεται η μυθιστορηματική ζωή και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του πατέρα της και των πρωταγωνιστών της εποχής. Διαφοροποιήθηκε από την αμφιθαλή αλλά και την ετεροθαλή αδελφή της Ανέτε. «Απόρησαν και οι δυο πως το έκανα. Εκτός από την προσωπική έλλειψη του ‘πατέρα’ δεν θέλησαν να καταλάβουν ποτέ ποιoς ήταν πραγματικά ο πατέρας μας». Έκρυβαν πάρα πολύ θυμό μέσα τους. «Πιο πολύ σε προσωπικό επίπεδο παρά σε πολιτικό». Η Ιζαμπέλα Παλάσκα ήλπιζε οι αδελφές της να δουν ότι δεν ήταν μόνο «κακός πατέρας», ωστόσο εκείνες «δεν τον συγχώρησαν ποτέ».
Η ίδια μπόρεσε πάντως «να τον συγχωρέσει» και μέσα της, όπως λέει, «δεν υπάρχει πια η ρετσινιά του δωσίλογου». Την ιστορική αλήθεια την έκριναν, την κρίνουν και θα την κρίνουν οι ειδικοί επιστήμονες. Ο καθένας όμως έχει το δικαίωμα να πει τη δική του αλήθεια και να κριθεί βεβαίως για αυτήν.
Αλέξανδρος Γιοσμάς: Ο πατέρας μου δεν ήταν δωσίλογος, ήταν πατριώτης
Ο Αλέξανδρος Γιοσμάς είναι γιος του Ξενοφώντος Γιοσμά, γνωστότερου και ως «φον» Γιοσμά στη Θεσσαλονίκη εξαιτίας της συνεργασίας του με τους Γερμανούς. Ο Ξενοφών Γιοσμάς καταδικάστηκε για δωσιλογισμό ωστόσο ο γιος του τον θεωρεί ήρωα.
«Με βάφτισε Ρώσος παπάς, νονοί μου ήταν ο αδελφός μου που ήταν έντεκα χρονών και η αδελφή της μάνας μου. Ο πατέρας μου δίνει το μικρό όνομα στον παπά: Αδόλφος, του λέει, το μικρό όνομα. Εγώ γουστάρω, μου αρέσει, μακάρι να με λέγανε Αδόλφο. Είμαι «φον», με κάνανε και Αδόλφο, ακόμα καλύτερα. Και υπουργό του Χίτλερ είχαν κάνει τον πατέρα. Θα ήταν μεγάλη ευτυχία για μένα να με έλεγαν Αδόλφο, γιατί εάν με έλεγαν Στάλιν ή Νετανιάχου που σφάζει κάθε μέρα θα ήταν καλύτερα;» λέει ο Αλέξανδρος Γιοσμάς στο Deutsche Welle. Τελικά δεν βαφτίστηκε Αδόλφος μια και ο παπάς τότε επισήμανε πως το όνομα δεν υπάρχει στο ελληνικό ορθόδοξο εορτολόγιο και άρα δεν θα ήταν δυνατόν να του δοθεί. Η βάφτιση έγινε στη Βαυαρία, εκεί που είχε καταφύγει ο πατέρας του μετά τον πόλεμο ως συνεργάτης των Γερμανών.
Ο Ξενοφών Γιοσμάς ήταν δημοσιογράφος στο επάγγελμα, καταγόμενος από το Κιρκαγάτς της Μικράς Ασίας κατηγορήθηκε για ένοπλο δωσιλογισμό αλλά και ως προπαγανδιστής των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας (διετέλεσε υπεύθυνος Τύπου και Προπαγάνδας του περιβόητου δωσίλογου Γεώργιου Πούλου) στη Μακεδονία. Καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 1947 εξέτισε ποινή φυλάκισης πέντε ετών και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος μετά από απονομή χάριτος. Αργότερα είχε κατηγορηθεί και για ηθική αυτουργία στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη αλλά αθωώθηκε.
Ο Αλέξανδρος Γιοσμάς γεννήθηκε το 1945 στο Λάντσχουτ της Βαυαρίας, ένα χρόνο μετά τη φυγή του πατέρα του στη Γερμανία. «Ο πατέρας μου έφυγε με τη στολή του Γερμανού ανθυπολοχαγού» δηλώνει με περηφάνια. «Μεγάλωσα με τα ιδανικά του ελληνισμού, του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Ούτε να κλέψουμε, ούτε να εξαπατήσουμε» τονίζει αναφερόμενος στις αρχές της οικογένειάς του. «Έπρεπε να φύγει ο Γιοσμάς όταν έφυγαν οι Γερμανοί. Είχε τελειώσει η δράση του. Είχαν αναλάβει ελέω Θεού οι κομμουνιστές, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Έφυγε με τα γερμανικά στρατεύματα και χαίρομαι που το λέω γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Κορόιδο ήταν να καθίσει και να τον πιάσουν τα κομμούνια που σκότωναν στρατιώτες του ελληνικού στρατού;».
Το θέμα της έρευνας του Deutsche Welle «Τα τραύματα του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου και πως αυτά επηρέασαν τις επόμενες γενιές» ο Αλέξανδρος Γιοσμάς δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνεται. Δεν τον αφορά. Είναι υπερήφανος για την «εθνική» δράση του πατέρα του. Όσο για τα εγκλήματα των Γερμανών κατακτητών, τους θανάτους, την πείνα, δηλώνει χωρίς περιστροφές: «Δεν φταίνε οι Γερμανοί, οι μαυραγορίτες έφταιγαν, εκμεταλλεύτηκαν την αναμπουμπούλα. Είναι όπως και σήμερα που κάποιοι εκμεταλλεύονται την κρίση και γίνονται μαυραγορίτες τρόπον τινά».
Ο Αλέξανδρος Γιοσμάς είναι ζωγράφος. Σπούδασε, πηγαινοερχόμενος, όπως λέει, μεταξύ 1970 και 1975 στο Μόναχο, στην πόλη που ήθελε και ο Χίτλερ να σπουδάσει ζωγραφική αλλά δεν τα κατάφερε αφού τον απέρριψαν δυο φορές από τη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο Αλέξανδρος Γιοσμάς ενδιαφερόταν πάντοτε για την πολιτική, τονίζει, και το 2007 ήταν υποψήφιος βουλευτής του ΛΑΟΣ Ροδόπης. Σήμερα είναι μέλος της Χρυσής Αυγής, ενώ έχει υπάρξει και υποψήφιος με το κόμμα που πλέον αποτελεί εγκληματική οργάνωση. Ζει, όπως λέει, φτωχικά στην Άνω Τούμπα. «Που είναι οι λίρες που άφησε ο Γιοσμάς;» διερωτάται. Πριν από την κρίση πάντως, όπως λέει, κατάφερνε να ζει καλά από τη ζωγραφική του, για την οποία δηλώνει πολύ υπερήφανος. Πάνω από όλα όμως στη ζωή του είναι υπερήφανος για τον πατέρα του.
Στην ερώτηση εάν τον ενοχλεί η «ρετσινιά» του δωσίλογου απαντά: «Ο πατέρας μου έμαθε στη Γερμανία ότι καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον από το δικαστήριο των δωσιλόγων και σηκώνεται να γυρίσει. Εσείς θα γυρνούσατε; Ο Ξενοφών Γιοσμάς δεν ήταν φυγάς και ενώ ήταν διατεθειμένος να καθίσει οικογενειακώς στην Γερμανία επέστρεψε. Για αυτό είμαι υπερήφανος για τον πατέρα μου».
«Γιατί δεν τον σκότωσαν αφού ήταν δωσίλογος;» διερωτάται ο Αλέξανδρος Γιοσμάς και συμπληρώνει πως ο πατέρας του δεν είχε καμία σχέση με την εξόντωση των Εβραίων. «Αντιθέτως είχε φίλους Εβραίους και Κομμουνιστές και διέσωσε πολλούς από αυτούς στην Κατερίνη όπου έμενε αρχικά, χρησιμοποιώντας τις καλές σχέσεις που είχε με τους Γερμανούς» προσθέτει. Όσον αφορά το Ολοκαύτωμα «δεν το έκανε ο Χίτλερ. Το έκαναν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις για να εκθέσουν τον Χίτλερ» συμπληρώνει και υπονοεί πως ευθύνεται ο σιωνισμός.
Τέλος, στην ερώτηση πώς είναι δυνατόν να μην λυπάται για τον πόνο που προξένησε ο πατέρας του με τα περιβόητα Τάγματα Θανάτου, όπως τα αποκαλεί ο ίδιος ο Αλέξανδρος Γιοσμάς, δεν διστάζει να δηλώσει: «Ευτυχώς που πολέμησε ο Γιοσμάς τα κομμούνια, διαφορετικά θα ήμασταν στο Σύμφωνο Βαρσοβίας από το 1944. Οι εθνικιστές εδώ πολέμησαν τα κομμούνια που σφάζανε ελληνικό λαό… Ο πατέρας μου ήταν οπλαρχηγός της Εθνικής Αντιστάσεως, τελεία και παύλα. Αν δεν ήταν ο πατέρας μου και κάποιοι άλλοι πατεράδες… Με το όνομα Παρμενίων έδρασε ο πατέρας μου και τους άλλαξε τα φώτα. Αν δεν ήταν ο Πούλος, ο Τσολάκογλου και όλοι αυτοί θα ήμασταν στο Σύμφωνο Βαρσοβίας μέχρι το 1989 που έπεσε το ανατολικό Μπλοκ».
Η Έρντα Ζίμπερτ, μια 73χρονη ψυχαναλύτρια από το Ντίσελντορφ, είναι η κόρη ενός ανώτερου στρατιωτικού στελέχους και συνυπεύθυνου για την εξόντωση 300.000 Εβραίων. Έμαθε πολύ αργά την πραγματική ιστορία του πατέρα της και μέχρι σήμερα, όπως λέει, δεν τα γνωρίζει όλα.
Ο Πέτερ Πογκάνι Βεντ, ψυχολόγος στην Κολωνία, είναι γιος επιζησάντων του Ολοκαυτώματος στην Ουγγαρία. Η γιαγιά του και ο παππούς του δεν κατάφεραν ωστόσο να ξεφύγουν από το κολαστήριο του Άουσβιτς.
Οι δυο τους – από τα δύο αντίθετα «στρατόπεδα» της ιστορίας έχουν δημιουργήσει έναν μοναδικό στο είδος του σύλλογο στη Γερμανία με το όνομα «Ομάδα εργασίας για τις συνέπειες του Ολοκαυτώματος στις επόμενες γενιές», εν συντομία στα γερμανικά PAKH. Η ομάδα συστήθηκε το 1994 από ψυχαναλυτές, απογόνους θυμάτων και δραστών του Ολοκαυτώματος και οι δύο τους είναι οι Πρόεδροί της.
«Για χρόνια ολόκληρα διακατεχόμουν από αισθήματα ενοχής. Σήμερα θα έλεγα περισσότερο ντροπής. Η συμμετοχή μου και η συναναστροφή μου στο σύλλογο με απογόνους θυμάτων αλλά και με επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος και εκπροσώπους επόμενων γενεών με βοήθησαν να αντιπαρατεθώ με τη δική μου ιστορία και να οριοθετήσω τη δική μου στάση σε σχέση με αυτήν της προηγούμενης γενιάς και ίσως να αποκτήσω μια πιο άμεση σχέση με απογόνους θυμάτων», λέει η Έρντα.
«Είμαι γιος επιζησάντων του Ολοκαυτώματος στην Ουγγαρία. Το κίνητρό μου για να ξεκινήσουμε αυτό το σύλλογο ήταν ότι δεν είχα κανέναν για να μιλήσω γύρω από αυτό το θέμα. Το 1995 βεβαίως το θέμα του Ολοκαυτώματος συζητούνταν δημοσίως, στις οικογένειες όμως αποσιωπούνταν. Ιδρύσαμε τον σύλλογο διότι διαπιστώσαμε πως κάτι μέσα μας παρέμενε ζωντανό από εκείνη την περίοδο. Δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε πώς ακριβώς αλλά θέλαμε να το ερευνήσουμε. Όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο. Πιστεύαμε πως ήταν ένα θέμα που αφορούσε ολόκληρη την κοινωνία», αναφέρει από την πλευρά του ο Πέτερ.
Στη συζήτηση των δύο με το Deutsche Welle αναφέρεται συχνά η λέξη αντιπαράθεση, η οποία μάλλον προξενεί περιέργεια. Αντιπαράθεση για ποιο πράγμα; Δικαιούνται οι απόγονοι των δραστών να αντιπαρατίθενται, και αν ναι πάνω σε ποιο θέμα; Η Έρντα Ζίμπερτ σκέφτεται λίγο και απαντά: «Είναι ένα χαρακτηριστικό, εντυπωσιακό παράδειγμα. Βρισκόμασταν σε μια συνάντηση ψυχολόγων και εκεί παραδέχθηκα πως σαν παιδί αγαπούσα τον πατέρα μου. Περιέγραψα κάποιες εικόνες όταν μου είχε χαρίσει ένα βιβλίο, «Τον μικρό πρίγκιπα», ή πως με κουβαλούσε στους ώμους του, πως παίζαμε. Ο Πέτερ τότε εξοργίστηκε». Η Έρντα Ζίμπερτ διακόπτει την διήγησή της και δίνει τον λόγο στο συνάδελφό της για να συνεχίσει:
«Καθόμουν δίπλα στην Έρντα τότε και θύμωσα πολύ. Έγινα κατακόκκινος από το θυμό. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως κάποιος μπορεί να αγαπάει έναν Ναζί. Ένιωσα εκείνη την στιγμή προδομένος από την Έρντα. Πίστευα πως θα έπρεπε να καταδικάσει τον πατέρα της. Εξέφρασα τον θυμό μου και νομίζω δεν χάρηκε και πολύ η Έρντα. Μετά ωστόσο συνέβη κάτι το οποίο δεν περίμενα. Η ομάδα στράφηκε εναντίον μου. Μαζεύτηκα και πρέπει να πω πως ντράπηκα λίγο».
Οι απόγονοι των δραστών συνήθως είτε καταδικάζουν απερίφραστα δημοσίως την στάση των προγόνων τους είτε τους υπερασπίζονται ως «θύματα της Ιστορίας», των ανωτέρων τους κτλ. Όσοι δεν μπορούν να ενστερνιστούν τις απόψεις τους, παλεύουν ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα και την κρυφή επιθυμία και ανάγκη να μπορούν και αυτοί να αγαπούν τους γονείς τους. Όλα τα παιδιά θέλουν να αγαπούν και να θαυμάζουν τους γονείς τους και είναι πραγματικά οδυνηρό όταν εκείνοι με ειδεχθείς πράξεις τους στερούν αυτή τη δυνατότητα.
Οι δράστες, τα θύματα και οι απόγονοί τους έχουν όμως ένα κοινό χαρακτηριστικό. Τη σιωπή. Δεν μιλούν ή ακριβέστερα για πολλές δεκαετίες δεν μιλούσαν σε προσωπικό επίπεδο για ό,τι συνέβη στις οικογένειές τους. Τα τελευταία 20 χρόνια ωστόσο υπάρχει μια αλλαγή στη Γερμανία. Μιλούν πιο ανοιχτά για το βαρύ προσωπικό παρελθόν. Όπως λέει ο Πέτερ Πογκάνι Βεντ, και ο ίδιος έμαθε μέσα στην οικογένειά του να μην μιλάει, να μην αναμοχλεύει το θέμα για να μην στενοχωρεί τους γονείς. Επιπλέον για τους απογόνους των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, ο φόβος ήταν για πολλές δεκαετίες ακόμα παρών. Οι γονείς του για παράδειγμα δεν ανέφεραν ποτέ στη Γερμανία, ακόμα και την δεκαετία του 1970, ότι ήταν Εβραίοι.
Η θλίψη, ο πόνος, η δυσκολία έκφρασης θετικών συναισθημάτων όπως είναι η αγάπη και η ζεστασιά, επιβαρύνουν αργότερα τον τρόπο ανατροφής των παιδιών. Οι απόγονοι μεγαλώνουν με συναισθηματικές ελλείψεις που θα καθορίσουν και την δική τους πορεία. Το σπάσιμο της σιωπής, η παραδοχή της σκληρής αλήθειας, της βαριάς ακούσιας κληρονομίας που δυστυχώς δεν έχει κανείς την δυνατότητα να αποποιηθεί, είναι ο μοναδικός δρόμος για την καλύτερη διαχείριση της πραγματικότητας και εν τέλει της επούλωσης των τραυμάτων.
Ο Δημήτρης Κουσουρής είναι Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ο οποίος έχει κάνει μια εκτενή έρευνα γύρω από τους δωσίλογους αποτέλεσμα της οποίας είναι το βιβλίο του «Δίκες των δοσιλόγων 1944 - 1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη».
Όπως λέει ο ίδιος οι μορφές συνεργασίας διακρίνονταν σε πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό επίπεδο και ο δωσιλογισμός ήταν «πρακτικά κάθε μορφή συνδιαλλαγής κατά την οποία οι εμπλεκόμενοι αποκόμιζαν όφελος οι ίδιοι με τον α ή β τρόπο και ζημίωναν την Ελλάδα ή τον εθνικό αγώνα με βάση τους τότε νόμους». Για τον Δημήτρη Κουσουρή το φαινόμενο του δωσιλογισμού «ήταν μεν μειοψηφικό(υπολογίζεται ότι αρκετοί χιλιάδες συνεργάστηκαν με τις ιταλικές και τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής την περίοδο του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου), είχε ωστόσο μαζικά χαρακτηριστικά... Οι μηχανισμοί του παλαιού καθεστώτος, του προκατοχικού κράτους συγκροτήθηκαν ούτως ώστε να αποφύγουν την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας κοινωνικής επανάστασης και την κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές, όταν θα έφευγαν οι δυνάμεις κατοχής».
Όπως τονίζει, οι δίκες των δωσιλόγων στην Ελλάδα ξεκίνησαν αμέσως μετά την Απελευθέρωση και διεξάγονταν «από τις κρατικές αρχές απονομής της δικαιοσύνης, με ένα είδος ειδικής νομοθεσίας που περιγράφει το έγκλημα και τιμωρεί τις πράξεις που έχουν τελεστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής». Οι νόμοι αυτοί θεσπίστηκαν αμέσως μετά την Απελευθέρωση, ενώ ειδικά σχετικά διατάγματα είχαν προβλεφθεί και εκδοθεί είτε από την εξόριστη κυβέρνηση του Καϊρου είτε από την «κυβέρνηση του Βουνού».
Το λαϊκό αίτημα για κάθαρση και απονομή δικαιοσύνης ήταν έντονο εξαιτίας του μεγέθους των απάνθρωπων εγκλημάτων που είχαν τελεστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι δίκες των δωσιλόγων στην Ελλάδα ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες. Για παράδειγμα στην Αθήνα από τις 15.000 μηνύσεις και καταγγελίες 2.200 φθάνουν στο ακροατήριο. Γενικότερα πάντως, όπως υποστηρίζει ο Δημήτρης Κουσουρής, μόνο ένα μικρό ποσοστό υποθέσεων εκδικάστηκε. Το 85% αρχειοθετήθηκε. Ο λόγος, σύμφωνα με τον ιστορικό, είναι ότι «πολλοί δωσίλογοι προσέφεραν κατόπιν τις υπηρεσίες τους στο νέο καθεστώς που στήθηκε υπό την αιγίδα των συμμάχων για την καταπολέμηση του Κομμουνισμού. Επίσης διέθεταν σοβαρή οικονομική επιφάνεια και διασυνδέσεις με τον κρατικό μηχανισμό. Και έτσι σε ένα μεγάλο βαθμό κατάφεραν να διαφύγουν της τιμωρίας».
Στις υποθέσεις που έφτασαν στο ακροατήριο μόνο το 45% των κατηγορουμένων καταδικάστηκε. Συνολικά εκτελέστηκαν 25 δωσίλογοι στην Ελλάδα. «Την ίδια πενταετία, από το 1944 έως το 1949 εκτελούνται από τα έκτακτα στρατοδικεία 3.500 κομμουνιστές ή συμπαθούντες τον Κομμουνισμό». Γενικότερα πάντως στην Ελλάδα καταδικάστηκαν «οι οικονομικά ασθενέστεροι δωσίλογοι, τα μικρά ψάρια».
Όσον αφορά τους απόγονους των δωσιλόγων και το κατά πόσο ήταν ομαλή η ένταξή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του Εμφυλίου, ο Δημήτρης Κουσουρής απαντά:
«Ο δωσιλογισμός στην ελληνική κοινωνία αποτέλεσε όπως και αλλού ένα ταμπού αλλά πολύ ισχυρότερο. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, οι δωσίλογοι μέσω του Εμφυλίου Πολέμου όχι μόνο επανεντάχθηκαν αρκετά γρήγορα στην κοινωνία και σε επίσημες θέσεις αλλά κάποιοι από αυτούς έγιναν σε λιγότερο από 15 χρόνια μέλη της Ακαδημίας Αθηνών. Τα παιδιά τους, όπως για παράδειγμα ο γιος του Ιωάννη Ράλλη, Πρωθυπουργός της τρίτης κυβέρνησης της Κατοχής, Γεώργιος Ράλλης έκανε καριέρα στη δεξιά παράταξη και έγινε Πρωθυπουργός την δεκαετία του 1980. Θέλω να πω, ότι δεν είχαν ιδιαίτερες δυσκολίες στην επανένταξή τους. Με έναν τρόπο αποτέλεσαν έναν πυρήνα ενός πολιτικού προσωπικού αλλά και μιας οικονομικής και πνευματικής ελίτ, οι οποίοι πήραν στα χέρια τους το μεταπολεμικό κράτος. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί να πει κανείς ότι είχαν ιδιαίτερες δυσκολίες».
Τέλος, ο Δημήτρης Κουσουρής αμφισβητεί μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, ότι δηλαδή «οι δωσίλογοι ήταν λίγοι και ασήμαντοι ενώ η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού ήταν αντιστασιακοί ή τέλος πάντων διαπνεόμενοι από αντιφασιστικές πεποιθήσεις. Στην Ελλάδα αυτή η αντίληψη επί της ουσίας αποκρύπτει ότι ένα κομμάτι της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ελίτ συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, ενίοτε δε με πολιτική και ιδεολογική ταύτιση. Όχι πάντα αλλά συχνά. Ήταν ένα αφήγημα, το οποίο για διαφορετικούς λόγους, βόλεψε τα δυο στρατόπεδα του Εμφυλίου Πολέμου. Τους νικητές και τους ηττημένους. Τους νικητές διότι απέκρυπτε τον ομφάλιο λώρο που τους συνέδεε με το παρελθόν της Κατοχής και του δωσιλογισμού. Τους δε ηττημένους ακριβώς επειδή είχαν εξαιρεθεί από το πολιτικό σύστημα μετά τον Πόλεμο και ακριβώς επειδή χρησιμοποίησαν τις δάφνες του πατριωτισμού, της συμμετοχής τους και της πρωτοκαθεδρίας τους στο κίνημα της Αντίστασης, ένα τέτοιο αφήγημα τους επέτρεπε να διεκδικούν την εκπροσώπηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και ταυτόχρονα υποτιμούσαν το άλλο στρατόπεδο των λίγων, ασήμαντων προδοτών του Έθνους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου