Γενέθλια επέτειος σήμερα, για το κόμμα που κυριάρχησε για πολλά χρόνια της Μεταπολίτευσης, με την ψήφο του λαού, για όσους το παραβλέπουν σκόπιμα.
Το ΠΑΣΟΚ, που ίδρυσε ο Α.Παπανδρέου την ίδια ημερομηνία του 1974, ανταποκρινόμενος στο αίτημα των καιρών. Κι ας μην το είχαν ακόμη αντιληφθεί ούτε οι ίδιοι «οι καιροί». Αυτό άλλωστε κάνουν οι ηγέτες. Οσμίζονται τις εποχές και κάνουν τη σωστή κίνηση λίγο πριν γίνει κραυγαλέα ορατή η όποια ανάγκη. Έτσι και το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία λίγα χρόνια μετά και έμεινε για καιρό. Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά, δεν θα ασχοληθούμε τώρα με την ιστορία. Ούτε με την αποτίμηση προσώπων, τα οποία κρίθηκαν πολιτικά και κρίνονται ιστορικά. Η σημερινή επέτειος για κάποια από τα τελευταία χρόνια είχε σχεδόν παραδοθεί στη λήθη. Ακόμη και στη χλεύη, από κακεντρεχείς ή και έχοντες συμφέρον κονδυλοφόρους, που ειρωνεύονταν τους «εναπομείναντες». Που συνέθεταν επικήδειους,
και αφιέρωναν μονόστηλα. Σήμερα, η μέρα διαφέρει. Και αυτό για δύο λόγους.
Πρώτα και κύρια, λόγω επικαιρότητας. Για το πολιτικό γεγονός όχι μόνο των ημερών αλλά των τελευταίων μηνών, ίσως και ετών, όπως συμφωνούν όλοι οι αναλυτές και όπως εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει απλά βλέποντας τι κυριαρχεί στον Τύπο. Το γεγονός του εγχειρήματος ανασυγκρότησης της πολύπαθης αλλά και ανέκαθεν καίριας σημασίας Κεντροαριστεράς. Του προοδευτικού κέντρου ή της σοσιαλδημοκρατίας, αν προτιμάτε. Για πρώτη φορά μετά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της «περιόδου των Μνημονίων» που συντάραξαν τον πολιτικό χάρτη του τόπου και την κοινωνία φυσικά, ο χώρος μαζεύεται δίχως ΚΑΜΙΑ εξαίρεση και προσπαθεί να ανασυνταχθεί συγκροτημένα. Εκλέγοντας ηγεσία και ιδρύοντας κοινό φορέα. Ενιαίο ή όχι, θα φανεί από τη θέληση των μελών. Που αυξάνονται και πάλι ραγδαία, που αγωνιούν και που έχουν πάρει την υπόθεση στα χέρια τους. Για αυτό και είναι πολύ δύσκολο πια να αποτύχει. Γιατί δεν κρίνεται από τις αποφάσεις και τις επιθυμίες λίγων και εκλεκτών, αλλά έχει περάσει εκεί που πάντοτε ανήκε. Στην περίφημη «βάση», στους πολίτες που είναι και οι μόνοι ισχυροί και αρμόδιοι σε μια Δημοκρατία να αποφασίζουν πώς και με ποιους.
Πολλοί από αυτούς εξαπατήθηκαν σφοδρά. Πληγώθηκαν από συμπεριφορές και επιλογές και πίστεψαν σε ανύπαρκτες εξαγγελίες άλλου φορέα. Του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα που εκμεταλλεύτηκε στυγνά, δίχως καμία αιδώ ή δισταγμό την κατάσταση, υπονομεύοντας ΚΑΘΕ προσπάθεια, μόνο και μόνο για να έρθει στη θέση του Πρωθυπουργού. Κι ας γύρισε η χώρα πίσω μερικά χρόνια. Κι ας χρειάστηκε, αυτός, ένας Αριστερός, ομοτράπεζος των «καθαρών» (ιδεολογικά) αντίστοιχων καθεστώτων πχ της Λατινικής Αμερικής και υποψήφιος μόλις λίγα χρόνια πριν της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρ.Επιτροπή, να συγκυβερνήσει με την ανερμάτιστη, συνωμοσιολογική και ακραία λαϊκή δεξιά του κ. Καμμένου. Κι ας ξέχασε στην πορεία όχι μόνο τις υποσχέσεις του, αλλά και κάθε συμβολική του ρητορική. Και ας άφησε στην πορεία πλήθος συντρόφων, προσώπων εμβληματικών για το χώρο του. Όλους τους πρωταγωνιστές της προηγούμενης περιόδου και της πρώτης του Κυβέρνησης. Αν σκεφτούμε πραγματικά πόσοι και ποιοι λείπουν από το σημερινό κάδρο, αδειασμένοι και προδομένοι κατά δική τους δήλωση (πόσοι μάλιστα ζητούν δημόσια συγγνώμη για τις προτροπές τους παλαιότερα, είναι αξιοσημείωτο), θα εντυπωσιαστούμε.
Και στο πεδίο αυτό ανιχνεύουμε το 2ο λόγο για τον οποίο η σημερινή μέρα απέκτησε και πάλι τόσο μεγάλη σημασία σημειολογικά, έστω για λίγο. Την κατέστησε κέντρο συζήτησης ο ίδιος ο Πρωθυπουργός με το γνωστό πια άρθρο του για τον Α.Παπανδρέου και την έμμεση διεκδίκηση της πολιτικής του κληρονομιάς. Και αυτό βέβαια δεν είναι εντελώς καινούριο. Πολλοί στο παρελθόν δειλά στην αρχή και πιο εμφανώς στη συνέχεια επιχείρησαν αυτήν την αναλογία. Ακόμη και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, με τον τόνο της φωνής του και παρόμοια φτηνά κόλπα. Αρκεί να ακούσε κανείς πώς τονίζει τους δίφθογγους, τις παύσεις του, το μπάσο της φωνής και τέτοια. Αν σας ακούγονται φυσικά, καλώς. Γιατί υπάρχουν κι εκείνοι που τους ακούγονται κακή απομίμηση. Σαν προϊόν «μαϊμού» μιας αυθεντικής μάρκας. Αλλά πέρα από αυτά, το ίδιο το άρθρο μπορεί να αναλυθεί σε πλήθος επιπέδων. Αν καθόμασταν σε κάθε φράση ή ισχυρισμό, θα χρειαζόταν ίσως τόμος για την επισήμανση ανακριβειών, για το σφετερισμό εννοιών, για τις λάθος αναλογίες εποχών. Ας μείνουμε σε βασικές παρατηρήσεις.
Ούτε θα μείνουμε σε ουσιαστική σύγκριση των δύο προσώπων. Ο ένας έχει περάσει στην Ιστορία, ήδη εδώ και 21 (!!!) χρόνια και κρίνεται, ο άλλος βρίσκεται τώρα στο πεδίο της πρακτικής και δυσκολεύεται, αντιμετωπίζοντας τον προγενέστερο εαυτό του και τα όσα είχε πει. Σε συνδυασμό φυσικά με την αμείλικτη πραγματικότητα που έχει τους «Νόμους» της και δεν ενδιαφέρεται για το περιτύλιγμα. Τη νοιάζει η ουσία, η ικανότητα, η πραγματοποίηση. Και σε αυτά, έχει πρόβλημα ο Πρωθυπουργός. Και τώρα που ζορίζεται, τώρα που νιώθει την πολιορκία να στενεύει, εκεί που ένιωθε να παίζει μόνος στη μια πλευρά του γηπέδου, επιστρατεύει τερτίπια. Συναίσθημα και συμβολικές αναφορές. Γιατί αν κάτι είχε ο Ανδρέας-ένας από τους λίγους πολιτικούς που ακόμη, τόσα χρόνια μετά, αναφέρεται με το μικρό του και αυτό διατηρεί φόρτιση- ήταν ο συναισθηματικός του σύνδεσμος με το λαό. Η αδιαμεσολάβητη σχέση του. Ένα του νεύμα είχε νόημα. Ένας λόγος, χωρίς ανάγκη μεσολαβητών. Αυτή τη σχέση, που με τον κόσμο της παράταξης έμεινε σε μεγάλο βαθμό αλώβητη στα χρόνια, θέλησε να σφετεριστεί.
Πότε όμως το θυμήθηκε; Ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι σημερινός στην πολιτική. Δεν εμφανίστηκε χθες και μας συστήνεται για πρώτη φορά! Έχει μια ολόκληρη πορεία, με σαφείς ιδεολογικές αναφορές και σαφέστατη ρητορική. Που ουδόλως σχετίστηκε με την παράδοση του ΠΑΣΟΚ, άσχετα αν αυτό επιδιώκει σήμερα, επιδιδόμενος σε ασκήσεις απόγνωσης επί χάρτου! Η άνοδός του στην εξουσία, σε μέγιστο βαθμό οικοδομήθηκε στη συστηματική «απομάγευση» της Μεταπολίτευσης. Στην καταγγελία, αδιακρίτως, των «40 ετών που μας έφεραν εδώ»! Αδιαφορώντας για τις όποιες κατακτήσεις, για την πρόοδο που σημειώθηκε θεσμικά και βιοτικά, για την αδιατάρακτη δημοκρατική λειτουργία κλπ. Ύβρεις και καταγγελίες, παραπομπές στη γνωστή «συνωμοσιολογία», αρεστή και στο συνεταίρο του και έμμεση ενίσχυση κάθε «παρα-αφήγησης» της ιστορίας και κάθε περιθωριακής δύναμης, να μη λέμε ονόματα. Και τώρα, τόσα χρόνια μετά, 2,5 χρόνια στην εξουσία, θυμήθηκε να εγκωμιάσει τον Ανδρέα; Μα, ο Ανδρέας ο ίδιος κυβέρνησε 11 χρόνια σε αυτήν την ίδια περίοδο. Και ήταν βασικός πρωταγωνιστής σε άλλα 10!Αυτά εξαιρούνται της «δαιμονοποίησης»; Ήταν «καλά»;
Και πότε θυμήθηκε πως ο ίδιος είναι ο συνεχιστής του «καλού ΠΑΣΟΚ», σε σχέση προφανώς με το «κακό»; Τώρα, μέσα σε όλη αυτήν την κινητικότητα; Πρώτα απ’ όλα η ταύτιση ή σύγκριση με ιστορικά πρόσωπα, δεν είναι δόκιμο να γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Αυτό το κάνουν αναλυτές ή η Ιστορία. Δεν το λες ο ίδιος, προκύπτει από πράξεις και ιδίως σε μεταγενέστερο χρόνο. Το να λες «είμαι σαν τον τάδε», είτε είναι ο Ανδρέας είτε ο…Μέγας Αλέξανδρος, δείχνει μια αμετροέπεια. Είναι κάπως αστείο ή και τραγικό. Και από εκεί και μετά, το γνωρίζουν αυτό οι σύντροφοί του της ριζοσπαστικής Αριστεράς; Ο τίτλος στο κόμμα του, αυτό λέει ακόμα…Ο «σύντροφος» Μαδούρο, που μόνοι αυτοί αρνούνται να καταδικάσουν απερίφραστα, συμφωνεί; Οι ιδεολογικές αναφορές στον κομμουνισμό (από τις ρήσεις Κατρούγκαλου, έως τις αναφορές στον…Στάλιν) πώς δένουν με το αφήγημα περί μετατόπισης στη Σοσιαλδημοκρατία ή το Κέντρο; Οι ιδεοληπτικές πολιτικές σε πλήθος τομέων, όπως η Παιδεία ή η αντιμετώπιση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε κομβικές επενδύσεις, δεν δείχνουν τέτοια στοιχεία.
Το φλερτ με την Κεντροαριστερά ξεκίνησε ίσως πειραματικά, ως επιλογή ανάγκης, λόγω της αναγκαστικής αλλαγής πολιτικής. Ενισχύθηκε και από την Ευρώπη, με την ελπίδα να «φτιάξουν» έναν πιο σταθερό και αξιόπιστο συνομιλητή, αφού ο ένας πόλος που γνώριζαν αντιμετώπιζε υπαρξιακή κρίση. Τώρα, όμως, αυτά φαίνεται να αλλάζουν. Και ο Πρωθυπουργός, βεβιασμένα και σε άτεχνη παρόρμηση, μπήκε ως ταύρος σε γυαλοπωλείο να ορίσει την περιοχή του. Ξένος, ανάμεσα σε ξένους. Με οίηση και το γνωστό «τσαμπουκά». Αφού πρώτα, επί χρόνια, είχε φροντίσει να κόψει κάθε γέφυρα, χρησιμοποιώντας από απαξιωτικούς έως υβριστικούς χαρακτηρισμούς για ανθρώπους που έκαναν επίσης αναγκαστικές επιλογές σε βάρος τους, προσπαθώντας να σώσουν ό,τι γινόταν. Το είδε άλλωστε στο πετσί του, όταν ήρθε η σειρά του. Όταν αναγκάστηκα να καταπιεί τα λόγια τα μεγάλα. Και να αναρωτιέται σήμερα «αν ήταν ο Ανδρέας ψεύτης», για να κρύψει, νομίζει, τα δικά του ατελείωτα, αυταπόδεικτα και οικτρά ψέματα!
Δεν αρκεί φυσικά ένα άρθρο, επικοινωνιακό και με τεχνητές επικλήσεις, για να ανατραπούν παγιωμένες κρίσεις και να αλλάξει η πορεία των πραγμάτων ή η κρίση της Ιστορίας. Και για να πούμε μόλις ένα «τσιτάτο», που δείχνει και τη διαφορά προσώπων. Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έγραφε άρθρα, κατά την επιστημονική του ιδίως περίοδο, προκαλούσε συζητήσεις διεθνώς. Είχε συνομιλητές κύρους. Και φυσικά, ουδείς διανοείτο πως μπορεί να μην ήταν ο ίδιος συντάκτης των κειμένων… Αργότερα, δεν είχε ανάγκη από άρθρα. Τα έλεγε ευθέως και προφορικά, με το έμφυτο επικοινωνιακό του χάρισμα. Που ναι, κόστισε και στον ίδιο και στη χώρα πολλές φορές. Αλλά ήταν αυθεντικό και του έδωσε αυτήν την ειδική «αχλή και αύρα». Μπορούμε να πούμε τα ίδια για τον Αλέξη; Ποιας αναλυτικής σκέψης, ποιας παιδείας; Ποιας καίριας παρέμβασης; Μόνο λόγος εμποτισμένος στην εμπάθεια και το διχασμό, στα κενά συνθήματα, μιας ξεπερασμένης φρασεολογίας και εποχής. Η σύγκριση ενός τσίγκινου σκεύους με ένα αυθεντικά βαρύ και μεταλλικό…Δίπλα στον Ομπάμα, φάνηκε το έλλειμμα, θυμόμαστε. Σήμερα, θυμήθηκε και τον Ανδρέα…Που και στις πλέον δύσκολες ώρες, στα κάτω του, ακόμα και από ορκισμένους εχθρούς του, έχαιρε σεβασμού για την προσωπικότητα και το κύρος του.
Άκομψη κίνηση, την επέτειο ενός άλλου φορέα, να μπαίνεις απρόσκλητος σε γιορτή και να λες «έλα παππού, να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου». Προσέφερε πολλές κακές υπηρεσίες στον τόπο η συγκεκριμένη διακυβέρνηση. Φαίνεται όμως να προσφέρει και μια χρήσιμη. Με τη ρητορική και τις πολιτικές αστοχίες της, που θα πληρώνουμε για καιρό, «ανάγκασε» έναν ιστορικό και αναγκαίο χώρο, να βρεθεί γύρω από το ίδιο τραπέζι. Τώρα, με τις αυταπάτες να έχουν διαλυθεί, είμαστε αντιμέτωποι με τις ιστορικές πράξεις. Τα ζάρια ρίχνονται και ο λόγος στο λαό. Όχι για τα παλιά. Για το αύριο που μας καίει και μας αξίζει! Οι έως χθες πρωταγωνιστές, οι συγκυριακοί σφετεριστές, ας αρκεστούν στο ρόλο του παρατηρητή. Του θλιβερού κομπάρσου, που επιστρέφει στα παρασκήνια.
Γράφει ο Νίκος Κασκαβέλης
(Ο Νίκος Κασκαβέλης είναι δικηγόρος (ΜΔΕ, Msc) και Μέλος Επιτροπής Θέσεων ΠΑΣΟΚ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου