Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΑ
Οικείο είναι πλέον το άκουσμα της αραβικής γλώσσας σε κέντρα φιλοξενίας προσφύγων ή σε περιοχές όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι πρόσφυγες από τη Συρία, όπως η Ειδομένη, ο Πειραιάς και τα ελληνικά νησιά.
Πόσοι όμως γνωρίζουν την παρουσία μιας ζωντανής κοιτίδας ελληνοφωνίας στην περιοχή της Συρίας που μετρά περισσότερα από εκατό χρόνια ζωής και οι απαρχές της τοποθετούνται χρονικά λίγο μετά από την κρητική επανάσταση;
Ήταν τότε, μετά το 1897, που μουσουλμάνοι Κρήτες εκτοπίστηκαν κοντά στα σημερινά σύνορα μεταξύ Λιβάνου και Συρίας κι έπειτα χωρίστηκαν στους κατοίκους της Τρίπολης του Λιβάνου και του Χαμεντίγιε της Συρίας.
Ένα ακόμη μεγαλύτερο σύγχρονο μεταναστευτικό κύμα ελληνικής καταγωγής σημειώθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 κι έκτοτε,
ο ελληνικής καταγωγής πληθυσμός της Συρίας συγκεντρώθηκε στη Δαμασκό και το Χαλέπι, τις δύο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας.
Από την Αλεξανδρέττα στη Συρία
Για τις ελληνόφωνες αυτές εστίες στη Συρία μιλά στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνιογλωσσολογίας του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ρούλα Τσοκαλίδου, σήμερα που οι προσφυγικοί πληθυσμοί από τη Συρία βρίσκονται και στην Ελλάδα. «Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι ελληνικοί πληθυσμοί βρέθηκαν στο παρελθόν στα εδάφη της Συρίας, ώστε να επιδείξουμε αλληλεγγύη απέναντι στους Σύρους που βρίσκονται σήμερα εδώ» αναφέρει και υπογραμμίζει ότι η αλληλεγγύη αυτή εκδηλώνεται διαρκώς από τον ελληνικό πληθυσμό. «Είναι κάτι που οι πρόσφυγες από τη Συρία αναγνωρίζουν και εκτιμούν. Η αίσθηση που έχω από τη συνομιλία μου μαζί τους είναι ότι ευχαριστούν την Ελλάδα και κατανοούν τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η χώρα οικονομικά και πολιτικά» σημειώνει.
Αναφερόμενη, κατ αρχάς, στην παρουσία των Κρητών στη Συρία επισημαίνει ότι εγκαταστάθηκαν στο χωριό Χαμεντιέ στο νότιο τμήμα της χώρας. Εκεί οι κάτοικοι μιλούσαν μεταξύ τους μόνο ελληνικά και με τα αραβικά έρχονταν σε πρώτη επαφή στο σχολείο. Οι Κρήτες κάτοικοι του χωριού υπολογίζονται, από τους ίδιους, σε 3.000 στο σύνολο των 5.000 κατοίκων του.
Δήλωναν ότι είχαν πολύ καλές σχέσεις με τους Άραβες συμπατριώτες τους, ενώ διατηρούσαν τη συνείδηση της κρητικής τους καταγωγής, την ελληνική γλώσσα και πολλά από τα έθιμα που μετέφεραν οι πρόγονοί τους από την Κρήτη.
Σε ό,τι αφορά τους ελληνικούς πληθυσμούς που βρέθηκαν στη Συρία μετά τη μικρασιατική καταστροφή η κ. Τσοκαλίδου τονίζει ότι οργανωμένη ελληνική κοινότητα λειτουργούσε στη Δαμασκό, ενώ σχολεία ελληνικών, με αποσπασμένο δάσκαλο από την Ελλάδα, υπήρχαν και στη Δαμασκό και στο Χαλέπι. Με το πέρασμα του χρόνου η ελληνική κοινότητα Χαλεπίου ξεπέρασε αυτή της Δαμασκού, καθώς πολλοί ελληνικής καταγωγής κάτοικοι της Δαμασκού μετανάστευσαν αργότερα στην Ελλάδα, σε αναζήτηση εργασίας.
Το 1982, με τη βοήθεια της ελληνικής πρεσβείας και, κυρίως, της εκκλησίας, η ελληνική κοινότητα Χαλεπίου απέκτησε τον δικό της χώρο για μαθήματα ελληνικής γλώσσας, το σχολείο του Προφήτη Ηλία, όπου φοιτούσαν περίπου 50 άτομα. Στο ελληνικό σχολείο της Δαμασκού διδασκόταν η ελληνική γλώσσα σε περίπου 30 παιδιά.
Επικαλούμενη, άλλωστε, προσωπικές εμπειρίες των ανθρώπων που γνώρισε, ξεχωρίζει ανάμεσά τους τις φράσεις «τα καθημερινά πράγματα τα σκέφτομαι στα κρητικά, αλλά τα επαγγελματικά, τα επιστημονικά στα αραβικά», «είμαι Σύρος από την Κρήτη», «με ενδιαφέρει η Κρήτη», «μιλούμε τα Κρητικά, τα μιλούμε από τους παππούδες μας, απ' τους πατεράδες μας...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου