Ο ΠΙΣΤΟΛΕΡΟ ΛΗΣΤΟΣΥΜΜΟΡΙΤΗΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΜΟΙΑΣΕΙ ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΝ ΤΩΝ
ΔΑΣΩΝ
Αδίστακτος φονιάς για κάποιους και ευγενής κοινωνικός ληστής για κάποιους άλλους, ο διαβόητος παράνομος Τζέσε Γούντσον Τζέιμς γεννήθηκε στο Μισούρι για να ανέβει στον θρόνο του Φαρ Ουέστ και να μην ξανακατέβει ποτέ.
Γιος ενός αιδεσιμότατου που εγκατέλειψε την οικογένειά του και χάθηκε μια και καλή στα χρυσωρυχεία της Καλιφόρνια, ο Τζέσε και ο μεγαλύτερος αδερφός του Φρανκ μεγάλωσαν με τους δύο θετούς τους πατέρες καταφεύγοντας από μικροί σε μια ζωή εγκλήματος στο περιθώριο της κοινωνίας.
Αν και τα νεαρά αγόρια θα μάθαιναν πώς να σκοτώνουν μόνο στα χρονικά του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, καθώς εντάχθηκαν αμέσως στις αντάρτικες συμμορίες της Συνομοσπονδίας του Νότου για να νικήσουν τους στρατιώτες της Ένωσης. Ο Τζέσε θα συμμετάσχει στον εν ψυχρώ φόνο 25 άοπλων φαντάρων του Βορρά τον Αύγουστο του 1863,
θα γευτεί από πρώτο χέρι την οσμή του θανάτου και πίσω δεν θα ξανακοιτάξει.
Κι έτσι όταν θα τελειώσει ο εμφύλιος, ο Τζέσε δεν θα επέστρεφε ποτέ στα σταροχώραφα του Μισούρι, καθώς η οικογενειακή ζωή δεν ήταν ποτέ του γούστου του. Αντιθέτως, με τα όπλα στα χέρια θα στραφεί σε μια ζωή εύκολου πλουτισμού, δημιουργώντας τον θρύλο του παράνομου πιστολέρο που τόσο θα μάστιζε έκτοτε την Άγρια Δύση των ΗΠΑ.
Ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου του 1866, ο Τζέσε και ο αδερφός του θα γράψουν εγκληματική ιστορία στις ΗΠΑ εκτελώντας την πρώτη ποτέ ληστεία τράπεζας μέρα μεσημέρι! Φεύγοντας με τα 57.000 δολάρια των φορολογουμένων στα χέρια, έμελλε να δημιουργήσουν μια μακρά ληστρική παράδοση που θα απλωνόταν σε τράπεζες, τρένα και άμαξες.
Η αναιδής τόλμη των ληστειών του και η ολοένα και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια των κατοίκων της αμερικανικής Δύσης για τα εγκληματικά του καμώματα θα τον έκαναν σύντομα ήρωα της παραλογοτεχνίας, καθώς πολλοί επίδοξοι συγγραφείς έσπευσαν να καρπωθούν τη ζοφερή κληρονομιά του, απαθανατίζοντάς τον ως τον ρομαντικό ληστή που έκλεβε από τους πλούσιους για να τα δώσει στους φτωχούς, υπερτονίζοντας έτσι μια μικρή πτυχή της πλούσιας δράσης του (αν συνέβη ποτέ).
Αν και η πραγματικότητα ήταν σαφώς διαφορετική, καθώς τα αδέλφια Τζέιμς και η διαβόητη συμμορία τους δεν είχαν κανένα πρόβλημα να κλέβουν πλούσιους όσο και φτωχούς. Ήταν όμως και το άλλο, οι τόσοι αθώοι πολίτες που σκοτώθηκαν σε διασταυρούμενα πυρά, καθώς ο Τζέσε δεν έδειχνε ιδιαίτερο μέλημα για την προστασία των άσχετων και των περαστικών.
Ο μύθος του σύγχρονου καλοκάγαθου Ρομπέν των Δασών επισκίασε εν πολλοίς τους τόσους εκούσιους και ακούσιους θανάτους που προκάλεσε η σπείρα των κακοποιών και ιδιαίτερα ο διαβόητος αρχηγός τους. Ο οποίος θα έβγαινε φυσικά από τη μέση, όπως θα λάτρευαν το τέλος του οι σκανδαλοθήρες, όχι από τα πυρά του νόμου, αλλά από ένα προδοτικό μέλος της συμμορίας του.
Λίγοι θα τον ξεπερνούσαν σε όρους διαβόητης φήμης στην Αμερική του 19ου αιώνα…
Πρώτα χρόνια
Ο Τζέσε Γούντσον Τζέιμς γεννιέται στις 5 Σεπτεμβρίου 1847 στο Κίρνεϊ του Μισούρι ως το δεύτερο από τρία παιδιά μιας οικογένειας χωρικών της περιοχής. Ο αγρότης πατέρας του ήταν ταυτοχρόνως και πάστορας στην τοπική ενορία, με την προβεβλημένη κοινωνικά θέση του να συνοδεύεται από σχετικό πλούτο: ο αιδεσιμότατος Ρόμπερτ Τζέιμς είχε έξι σκλάβους στην κατοχή του και περισσότερα από 100 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης.
Ο πάστορας θα εγκαταλείψει ωστόσο την ευτυχισμένη φαμίλια του για να συνοδεύσει τους χρυσοθήρες κατά τον Πυρετό του Χρυσού που χτύπησε την Καλιφόρνια, όπου και θα πεθάνει τελικά όταν ο Τζέσε ήταν μόλις τριών ετών. Η μητέρα του θα ξαναπαντρευτεί άλλες δύο φορές (το 1852 και το 1855), αν και οι θετοί πατέρες των τριών παιδιών τα κακοποιούσαν πιθανότατα, κάνοντάς τα να στραφούν στο περιθώριο για παρηγοριά.
Παρά τα μικροεγκλήματα, τα αδέλφια Τζέιμς (και τα τέσσερα ετεροθαλή τους αδέλφια) πήγαιναν κανονικά στο σχολείο και έμαθαν γράμματα, αν και έμελλε να εμπλακούν στην εμφύλια περιπέτεια των ΗΠΑ από σπόντα.
Τον Μάιο του 1863 η καπνοφυτεία των Τζέιμς κάηκε ολοσχερώς από τους στρατιώτες της Ένωσης, καθώς η οικογένεια είχε ήδη εκδηλώσει τα θερμά αισθήματά της για τις δυνάμεις του Νότου, αναγκάζοντας έτσι τον 16χρονο Τζέσε και τον λίγο μεγαλύτερο Φρανκ να πάρουν τα βουνά. Πριν διαφύγει βέβαια, ο θρύλος θέλει τους Βόρειους να μαστιγώνουν τον έφηβο Τζέσε για παραδειγματισμό, κάτι που δεν ξεχνούσε ποτέ ο κατοπινός ληστής…
Αντάρτης στον Εμφύλιο
Μερίδα ιστορικών κατηγόρησε τα αδέλφια Τζέιμς για θηριωδίες κατά των στρατιωτών της Ένωσης, αν και άλλοι ερευνητές ενοχοποίησαν αντιθέτως τη βάρβαρη συμπεριφορά των Βορείων για τη γέννηση των εγκληματιών Τζέιμς. Όπως κι αν έχει η ιστορική αλήθεια, τα αδέλφια θα ενταχθούν στις αντάρτικες ομάδες του Μισούρι που πολεμούσαν στο πλευρό του στρατού της Συνομοσπονδίας και θα εμπλακούν σε αρκετές θηριωδίες του Εμφυλίου, όπως στον σφαγιασμό 200 άμαχων αντρών και παιδιών στο Κάνσας.
Η αντάρτικη συμμορία στην οποία εντάχθηκαν οι Τζέιμς (και ο μεγαλύτερος Φρανκ ανέλαβε κάποια στιγμή θέση ευθύνης) άφησε τη δική της αιματοβαμμένη κληρονομιά στο Μισούρι και ο ίδιος ο Τζέιμς θα τραυματιστεί δύο φορές στο στήθος αυτή την εποχή, διαφεύγοντας μόλις τον θάνατο. Πολλοί μελετητές του βίου του ισχυρίζονται ότι ο παράνομος κακοποιός Τζέσε Τζέιμς γεννήθηκε μέσα στις στάχτες του πολέμου, προσάπτοντάς του πολλές εν ψυχρώ δολοφονίες αιχμαλώτων πολέμου…
Συνεταιράκια στο έγκλημα
Μετά το τέλος της εμφύλιας σύρραξης Βορρά και Νότου, οι αντάρτες Τζέιμς δεν είχαν πού να γυρίσουν, καθώς η οικογένειά τους είχε εκδιωχθεί εντωμεταξύ από τα κτήματά της σε μια τιμωρητική πράξη αντεκδίκησης των Βορείων για τις εγκληματικές επιλογές των παιδιών τους. Έτσι ξεκίνησε λίγο πολύ η καριέρα των Τζέιμς στον υπόκοσμο, έχοντας πολιτικό μανδύα: μην έχοντας αποδεχθεί ποτέ την ήττα των Νοτίων στον εμφύλιο, επαναστάτησαν κατά των ταπεινωτικών όρων της συνθηκολόγησης της Συνομοσπονδίας θέλοντας να φέρουν τον οικονομικό όλεθρο στους Βόρειους, χτυπώντας τις τράπεζές τους.
Η καριέρα στην παρανομία είχε λοιπόν αρχικά πολιτικο-κοινωνική χροιά, αν και σύντομα οι μάσκες θα έπεφταν για τους Τζέιμς, καθώς τις τράπεζες και τα τρένα τα χτυπούσαν αποκλειστικά και μόνο για δικό τους λογαριασμό. Αναρρώνοντας από ένα τραύμα στο οικοτροφείο του θείου του στο Μισούρι, ο Τζέσε θα ερωτευτεί αυτή την εποχή (1866) την πρώτη του ξαδέλφη, με την οποία θα παντρευτεί τελικά έπειτα από 8χρονη σχέση (1874). Το ζευγάρι θα αποκτήσει δύο παιδιά και ο Τζέσε θα είναι πάντα στοργικός πατέρας και καλός οικογενειάρχης, περνώντας τον ελεύθερο χρόνο του με τη φαμίλια του.
Επιστρατεύοντας παλιούς συντρόφους και ομοϊδεάτες αντάρτες του Νότου, τα αδέλφια Τζέιμς δημιουργούν στις αρχές του 1866 τη συμμορία τους με σκοπό να φέρουν τον τρόμο στις ομοσπονδιακές δυνάμεις των νικητών του εμφυλίου. Στις 14 Φεβρουαρίου 1866, η συμμορία των Τζέιμς θα γράψει μια εγκληματική πρωτιά, εκτελώντας την πρώτη ποτέ ληστεία τράπεζας στην Αμερική μέρα μεσημέρι!
Η τράπεζα Clay County Savings Association στην πόλη Λίμπερτι του Μισούρι ανήκε σε κοινοπραξία πρώην αξιωματικών της Ένωσης και φάνταζε ιδανικός στόχος για τις αυτοαποκαλούμενες «κοινωνικές ληστείες» της σπείρας. Ένας αθώος περαστικός και φοιτητής μάλιστα στο τοπικό κολέγιο του Μισούρι που τόσο είχε βοηθήσει στην ίδρυσή του ο πατέρας των ληστών σκοτώθηκε κατά τη διαφυγή της συμμορίας, αν και τα πρωτοσέλιδα έκλεψε η είδηση για την πρώτη ποτέ φόρα παρτίδα ληστεία τράπεζας των ΗΠΑ.
Στις επόμενες ληστείες της Συμμορίας Τζέιμς-Γιάνγκερ, όπως έμεινε γνωστή, πολλοί ακόμα άνθρωποι θα έχαναν τη ζωή τους, από φύλακες τραπεζών και ταμίες μέχρι και άσχετους περιστατικούς. Ακόμα και ο δήμαρχος της πόλης Ρίτσμοντ του Μισούρι έπεσε νεκρός από τις σφαίρες των ληστών-θρύλων, οι οποίοι δεν έδειχναν βέβαια κανένα έλεος μπροστά στο προσωπικό τους συμφέρον. Μέχρι το 1869, ο Τζέιμς ήταν φόβος και τρόμος για τις τράπεζες του Μισούρι, αλλά και τις αστυνομικές αρχές, καθώς δεν ήταν ασυνήθιστο να εμφανίζονται τα αδέλφια και τα τσιράκια τους έξω από αστυνομικά τμήματα για να απελευθερώσουν μέλη της εγκληματικής κομπανίας ή παλιούς αγωνιστές αντάρτες, οι οποίοι εντάσσονταν κατόπιν στη σπείρα.
Το 1869 σηματοδότησε επίσης και την παρθενική φορά που θα χαρακτηριζόταν επισήμως ο Τζέσε «παράνομος», αναγκάζοντας τον κυβερνήτη του Μισούρι να προσφέρει αμοιβή για τη σύλληψή του. Την ίδια εποχή θα ξεκινούσε και η μακρά επιστολογραφία του Τζέσε σε τοπική εφημερίδα του Μισούρι, που είχε στην κατοχή του παλιό μέλος της Συνομοσπονδίας, ο οποίος δημοσίευε τακτικά τα πύρινα κείμενα του ληστή για τις πολιτικού τύπου διεκδικήσεις του.
Από τα δημοσιεύματα αυτά θα ξεπηδούσε ο Τζέσε Τζέιμς ως ο πιο παθιασμένος αγωνιστής του Νότου στη μετεμφυλιακή Αμερική, ο ριζοσπάστης επαναστάτης δηλαδή που δεν σταμάτησε ποτέ να μάχεται για τα συμφέροντα των Νοτίων. Ο ρομαντικός αγωνιστής Τζέσε ως σύμβολο της αντίστασης του Νότου είχε μόλις γεννηθεί, αν και όλα δείχνουν ότι ήταν ένα απλό κατασκεύασμα του εκδότη.
Από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας του 1870, η συμμορία γενίκευσε τη δράση της από την Αϊόβα και το Τέξας μέχρι το Μισούρι και τη Δυτική Βιρτζίνια, επεκτείνοντας τους στόχους της από τις τράπεζες στις άμαξες. Μέχρι και εμποροπανήγυρη χτύπησαν στο Κάνσας μπροστά σε έκπληκτο πλήθος χιλιάδων ανθρώπων.
Το 1873 ήταν ώρα να περάσουν και στις ληστείες τρένων, με το πρώτο και εξίσου ιστορικό χτύπημα συρμού να λαμβάνει χώρα στις 21 Ιουλίου. Στη συγκεκριμένη μάλιστα ληστεία τα αδέλφια Τζέιμς και οι συνεργοί τους φορούσαν μάσκες της Κου Κλουξ Κλαν, ώστε να είναι σαφές σε όλους ότι ήταν Νότιοι αυτοί που εκτέλεσαν το χτύπημα. Παρά το γεγονός ότι στόχευαν κυρίως στα θησαυροφυλάκια των τρένων και τα ταχυδρομικά βαγόνια, κάποιες φορές λήστευαν και τους επιβάτες, ιδιαίτερα όταν οι συρμοί έρχονταν από τον Βορρά.
Το γεγονός πάντως ότι περιόριζε τις ληστείες του στα κρατικά αποθέματα ή τα θησαυροφυλάκια ζάμπλουτων του Βορρά συνέβαλε τα μέγιστα στον μύθο του σύγχρονου Ρομπέν των Δασών, που έπαιζαν πια σωρηδόν οι εφημερίδες του Νότου, αν και δεν υπάρχουν ντοκουμέντα που να δείχνουν ότι οι Τζέιμς μοίραζαν τη λεία τους στους φτωχούς ή σε οποιονδήποτε άλλοτε εκτός σπείρας.
Μέχρι το 1882, ο Τζέσε Τζέιμς και τα τσιράκια του είχαν μετατραπεί στην πιο τρομακτική και παραγωγική συμμορία της αμερικανικής ιστορίας, εκτελώντας περισσότερες από 20 ληστείες τραπεζών και τρένων και σκοτώνοντας αμέτρητους ανθρώπους στην πορεία…
Η πτώση και το τέλος
Κοινοπραξία επιχειρήσεων του Βορρά που τόσο είχε μαστιστεί από τις «κοινωνικές» ληστείες του Τζέσε απευθύνθηκε το 1874 σε περιβόητο γραφείο ιδιωτικών αστυνομικών του Σικάγο για βοήθεια: οι ντετέκτιβ του Πίνκερτον ανέλαβαν ευχαρίστως την αποστολή να ξετρυπώσουν τους Τζέιμς, αν και το έργο τους μόνο εύκολο δεν ήταν, καθώς στον Νότο όλα τα στόματα παρέμεναν κλειστά για τη συμμορία. Ήταν εξάλλου τόσοι οι συμπαθούντες της Συνομοσπονδίας που έβλεπαν με καλό μάτι τη δολιοφθορά που προκαλούσε ο Τζέιμς στους Βόρειους που έσπευδαν να τον συνδράμουν όπως μπορούσαν.
Η συμμορία των Τζέιμς ξεπάστρεψε στα γρήγορα τους μπράβους του Άλαν Πίνκερτον, του αρχιντετέκτιβ και ιδιοκτήτη της φίρμας, ο οποίος ανέλαβε τώρα προσωπικά την υπόθεση σε ένα είδος ακήρυχτης βεντέτας. Τα τσιράκια του Πίνκερτον προσπάθησαν να κάψουν την οικία των Τζέιμς, σκοτώνοντας τελικά την ετεροθαλή αδελφή του Τζέσε και αφήνοντας τη μητέρα του με ένα χέρι.
Κι έτσι οι Τζέιμς μετατράπηκαν τώρα σε μάρτυρες του Νότου, καθώς οι Βόρειοι προσπάθησαν να εξοντώσουν την οικογένειά τους! Το νομοθετικό σώμα του Μισούρι κατάφερε μετά βίας να απορρίψει την πρόταση μελών του για χορήγηση χάρης στους κυνηγημένους παρανόμους, οι οποίοι επέστρεψαν εντωμεταξύ στο νέο πατρικό τους και εξολόθρευσαν όσους γείτονες πίστεψαν ότι είχαν συνεργαστεί με τους Πίνκερτον.
Παρά το περίεργο καθεστώς ασυλίας που απολάμβανε από τον νόμο του Μισούρι και την κοινωνική προστασία που του παρείχαν οι συμπαθούντες του αγώνα του, ο Τζέσε ήταν πάντα στον δρόμο και έτοιμος για το επόμενο χτύπημά του. Ακόμα και όταν αρκετά μέλη της σπείρας του είχαν σκοτωθεί και τα συνεταιράκια του, οι Γιάνγκερς, είχαν σταλεί στη φυλακή με κάθειρξη 25 ετών ο καθένας, ο Τζέσε και ο αδερφός του προγραμμάτιζαν τη νέα τους ληστεία το 1879.
Αν και αγνοούσαν προφανώς την αμοιβή-μαμούθ με την οποία τους είχε επικηρύξει ο κυβερνήτης του Μισούρι, κάτι που θα απέδιδε τελικά καρπούς εκεί που όλα τα άλλα είχαν αποτύχει. Και μάλιστα θα συναντούσε το τέλος του από τους μοναδικούς ανθρώπους που εμπιστευόταν με κλειστά μάτια τώρα που το μεγαλύτερο μέρος της σπείρας του είχε αποδεκατιστεί: τα αδέλφια Φορντ, που θέλησαν να καρπωθούν την παχυλή αμοιβή προδίδοντας τον αρχηγό τους.
Μετά το πρωινό που έφαγε με την οικογένειά του στις 3 Απριλίου 1882, ο Τζέσε γύρισε την πλάτη του στον Μπομπ Φορντ για να ισιώσει ένα κάδρο στον τοίχο. Ο Φορντ τον πυροβόλησε πισώπλατα στο κεφάλι και ο Τζέσε έπεσε αμέσως νεκρός. Ήταν 34 ετών όταν δολοφονήθηκε από τον άνθρωπο που ο εξοργισμένος όχλος του Μισούρι θα αποκαλούσε έκτοτε «δειλό» για την άνανδρη δολοφονία. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο Μπομπ, ο Τζέσε κατάλαβε ότι τα αδέλφια Φορντ τον είχαν επισκεφτεί στο σπίτι του με κακόβουλους σκοπούς και δεν έκανε τίποτα για να τους σταματήσει (ακόμα και τα ρεβόλβερ του έβγαλε και ακούμπησε στον καναπέ).
Τρεις μήνες αργότερα, ο Φρανκ θα παραδιδόταν στον ίδιο τον κυβερνήτη της πολιτείας, αν και δεν θα καταδικαζόταν για τίποτα τελικά, μιας και το δικαστήριο δεν είχε αδιάσειστες αποδείξεις στην κατοχή του. Η χήρα του Τζέσε πέθανε αργότερα μόνη και πάμφτωχη. Όσο για τη μητέρα του λαϊκού ήρωα πια Τζέσε Τζέιμς, τον ενταφίασε στο οικογενειακό κτήμα γράφοντας πάνω στο μνήμα του: «Στη μνήμη του αγαπημένου μου γιου, που δολοφονήθηκε από έναν προδότη και δειλό το όνομα του οποίου δεν αξίζει να αναγραφεί εδώ»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου