Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

O ΑΘΛΟΣ - 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Μια μεγάλη ημέρα για την Ελλάδα και την ιστορία της, που γράφτηκε στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου. 
Αποφεύγοντας τις υπερβολές, τις υπερμεγεθύνσεις, τους εξωραϊσμούς και τις υπεραπλουστεύσεις που ακούγονται πάντα αυτές τις ημέρες, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε μερικές πτυχές αυτής της σύγκρουσης:

1)Οι συσχετισμοί δυνάμεων.
Ο ιταλικός στρατός διέθετε στις 28 Οκτωβρίου 140.000 στρατιώτες σε όλη την Αλβανία, αριθμός που περιελάμβανε τους συνοριοφύλακες, τις δυνάμεις δημόσιας τάξης και τα εξαιρετικά αναξιόπιστα σώματα των Αλβανών εθελοντών.
Από αυτούς οι 100.000 μπορούσαν να θεωρηθούν στρατεύματα πρώτης γραμμής και από αυτά το μεγαλύτερο μέρος (εκτός από δύο μεραρχίες που κάλυπταν τα σύνορα προς την Γιουγκοσλαβία) ήταν παρατεταγμένοι στα ελληνικά σύνορα.
Οι Έλληνες αν και είχαν μόνο 35.000 άνδρες στα σύνορα, με τρόπο ώστε να μην θεωρηθεί πρόκληση η υπερβολική συγκέντρωση δυνάμεων εκεί,

είχαν ήδη επιστρατεύσει περισσότερους από 80.000 στρατιώτες και πολύ γρήγορα (σε 15-20 ημέρες) μπορούσαν να παρατάξουν έναν στρατό 300 με 400.000 ανδρών.
Τα ιταλικά στρατεύματα ήταν, στο ξεκίνημα των επιχειρήσεων, ισχυρότερα στους τομείς της Ηπείρου και της Πίνδου (σύμφωνα με το Γ.Ε.Σ. υπήρχαν εκεί 22 τάγματα, 61 πυροβολαρχίες κα 2,5 συντάγματα ιππικού των ιταλών έναντι 15 ταγμάτων και 16,5 πυροβολαρχιών των Ελλήνων), υποδεέστερα δε στον τομέα της Κορυτσάς, στο μέτωπο της δυτικής Μακεδονίας (όπου είχαν μόνο 17 τάγματα έναντι 22 ελληνικών σύμφωνα με στοιχεία της ελληνικής Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του Γ.Ε.Σ.).
Η αδυναμία των εισβολέων στον τελευταίο τομέα όπου οι Έλληνες ενισχύθηκαν ακόμα περισσότερο στις πρώτες ημέρες των επιχειρήσεων, έκρινε και την έκβαση του πολέμου καθώς η εκεί ελληνική αντεπίθεση απείλησε με κύκλωση όχι μόνο τη μεραρχία «Τζούλια» αλλά και ολόκληρο τον ιταλικό στρατό που είχε εμπλακεί στον τομέα της Ηπείρου (όπου και είχε σημαντικά προελάσει).
Από τα μέσα Νοεμβρίου η ελληνική αριθμητική υπεροχή έγινε προφανής σε όλους τους τομείς του μετώπου καθώς ολοκληρώθηκε η επιστράτευση και πιστοποιήθηκε η μη επέμβαση της Βουλγαρίας.
Οι Ιταλοί, που είχαν να ξεπεράσουν το εμπόδιο της μικρής ικανότητας φορτοεκφόρτωσης των λιμανιών της Αλβανίας (3.500 τόνοι την ημέρα έναντι αναγκών που υπερέβαιναν τους 10.000 τόνους), ισοφάρισαν αριθμητικά τους Έλληνες τον Ιανουάριο του 1941 και απέκτησαν σαφή υπεροχή τον Μάρτιο.
Στη διάρκεια της μεγάλης «Εαρινής επίθεσης» των Ιταλών, ο ιταλικός στρατός στην Αλβανία είχε πλέον υπερβεί τους 550.000 άνδρες έναντι 300.000 Ελλήνων στρατιωτών [1].



2) Το αξιόμαχο του ιταλικού στρατού.

Υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι η Ιταλία ως αντίπαλος ήταν στα μέτρα των ελληνικών όπλων [2] και ότι η αναμέτρηση μαζί της θα μπορούσε να είναι νικηφόρα.
Η Γερμανία τρόμαζε, η υπερφίαλη Ιταλία μάλλον το γέλιο προκαλούσε. Δεν ήταν μόνο ο τρόπος της ύαινας με τον οποίο το φασιστικό καθεστώς έτρεξε να προλάβει τον πόλεμο στη Γαλλία, όταν πλέον βεβαιώθηκε ότι αυτός είχε τελεσίδικα κριθεί.
Οι νίκες των ιταλικών όπλων στα χρόνια του ’30 ελάχιστους έπειθαν.
Στην Αβυσσηνία χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν δηλητηριώδη αέρια, χλώριο, για να νικήσουν έναν στρατό ιθαγενών.
Στον ισπανικό εμφύλιο, οι ιταλοί εθελοντές του φασισμού πέτυχαν, παρά τον μεγάλο αριθμό τους, πολύ λιγότερα από ό,τι λόγου χάρη οι Μαροκινοί μισθοφόροι του Φράνκο.
Ο Χίτλερ αντιμετώπιζε τους Ιταλούς με συγκατάβαση, δύσκολα κρύβονταν αυτό στους λόγους και στις εικόνες, οι δε θεωρητικοί του ναζισμού, ελάχιστα αναβάθμιζαν την εικόνα των ιταλών και της Ιταλίας.
Τους ταξινομούσαν στην ράθυμη, παρηκμασμένη Μεσόγειο, και μετά βίας τους έδιναν θέση ανθρώπων στην ρατσιστική ταξινόμηση του κόσμου [3].
Όσο για το ιταλικό σχέδιο επίθεσης μάλλον αντικατόπτριζε την αλλοπρόσαλλη πολιτική της ιταλικής ηγεσίας όπου επέβαλε ένα σχέδιο ριψοκίνδυνο, περίπου τυχοδιωκτικό, που σήμερα δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς την ικανότητα ανάλυσης και εκτίμησης της πραγματικότητας από την τότε ιταλική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία [4].
Στα «Πρακτικά της συνεδρίασης του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου της Ιταλίας» στο Παλάτσο Βενέτσια στην Ρώμη, που έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1940 διαβάζουμε:

"Τζακομόνι [5]:Ποια είναι όμως η κατάστασις εις την Ελλάδα;
Μουσολίνι: Αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει. […]
Τζακομόνι: Πληροφορίαι κατασκόπων μας ληφθείσαι προ διμήνου φέρουν τους Έλληνας ως μη δυναμένους να προβάλλουν αξιόλογον αντίστασιν. […] Φαίνεται πως οι Έλληνες έχουν χάσει το ηθικό των.
Πράσκα [6]: Η εκστρατεία αυτή εμφανίζεται προ ημών υπό τους καλύτερους οιωνούς.

Η γεωγραφική θέσις και μορφή της Ηπείρου δεν ευνοεί την δυνατότητα επεμβάσεως εις τον αγώνα μεγάλων ελληνικών δυνάμεων. Διότι από την μίαν πλευράν υπάρχει θάλασσα και από την άλλην απροσπέλαστοι οροσειραί.
Η διασπορά αυτή των ελληνικών δυνάμεων –που υπολογίζεται ότι δεν υπερβαίνουν τους 30.000 άνδρας- θα μας επιτρέψη να καταλάβωμεν συντόμως την Ήπειρον εις χρονικόν διάστημα 10-15 ημερών.
Μουσολίνι: Γνωρίζετε ποίον είναι το ηθικόν των Ελλήνων στρατιωτών;
Πράσκα: Δεν θα πολεμήσουν με ευχαρίστησιν"
 [7].



3) Η σημασία της ελληνικής νίκης στην έκβαση του πολέμου.

Η ελληνική νίκη αναμφίβολα ανύψωσε το ηθικό της δημοκρατικής Ευρώπης και αποτέλεσε μια ένεση ηθικού και χαράς. Άλλαξε την ψυχολογία της κοινής γνώμης στην Ευρώπη, όμως οι γνώστες της ιταλικής πολεμικής επιχειρησιακής δυνατότητας ήξεραν ότι η ήττα της Ιταλίας ήταν φυσιολογική, μόνο που ο απαράμιλλος ηρωισμός και πατριωτισμός των Ελλήνων την έκαναν να φαίνεται ως το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Σχετικά τώρα με τις πραγματικές επιπτώσεις της ελληνικής νίκης, οι απόψεις, φυσιολογικά και αναπόφευκτα, διίστανται.
Ο Χίτλερ, σε συνομιλία του με την Leni Riefenstahl είπε με πικρία: "εάν οι ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δεν χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινκγραντ και τη Μόσχα.
Δεν θα υπήρχε Μάχη του Στάλινγκραντ "[8].
Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Antony Beevor, υποστηρίζουν ότι δεν καθυστέρησε η ελληνική αντίσταση την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά η αργή κατασκευή αεροδρομίων στην Ανατολική Ευρώπη [9].
O Γ.Μαργαρίτης, Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, γράφει:
"Έχει συχνά τονιστεί η σημασία της ελληνικής επιτυχίας στο αλβανικό μέτωπο για την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Θα ήμασταν πιο κοντά στην πραγματικότητα αν περιορίζαμε το κεφάλαιο αυτό στις πραγματικές του διαστάσεις.
Επρόκειτο για δευτερεύουσα σε τελευταία ανάλυση σύγκρουση –ως προς τις γενικότερες εξελίξεις του πολέμου- σε μια περιοχή με ιδιαίτερα περιορισμένη εκείνον τον καιρό στρατηγική σημασία" [10].



Αν θέλουμε να καταδειχθεί σε γενική κλίμακα το μέγεθος του ελληνοϊταλικού πολέμου εν συγκρίσει με το γενικό θέατρο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο αριθμός των 13.325 ελλήνων νεκρών που κατεγράφησαν επίσημα από το Γ.Ε.Σ. [11] και αφορά όλα τα μέτωπα των πολέμων στα έτη 1940-1941 (εκτός της μάχης της Κρήτης) ωχριά μπροστά στις εκατόμβες των εκατομμυρίων νεκρών κατά την τιτάνια σύγκρουση της ναζιστικής Γερμανίας με την Σοβιετική Ένωση.
Πληροφοριακά αναφέρω ότι κατά τον ελληνογερμανικό πόλεμο, τις μεγαλύτερες απώλειες τις είχαν οι Βρετανοί (11.840) ενώ οι Γερμανοί είχαν 1.100 [12].
Όσον δε αφορά την μετέπειτα Εθνική Αντίσταση και το πόσο αυτή επηρέασε την τελική έκβαση του πολέμου, ο κ.Μαργαρίτης, ένας αριστερός ιστορικός, είναι ειλικρινής και ξεκάθαρος:
«Στην τελική έκβαση του πολέμου, το ειδικό βάρος της ελληνικής Αντίστασης, του ΕΛΑΣ, ελάχιστα καθοριστικό ήταν.
Σε έναν πόλεμο όπου, στην ευρωπαϊκή εκδοχή του, πήραν μέρος 80.000.000 πολεμιστές- στα πέντε χρόνια διάρκειάς του- οι 150.000 που υπηρέτησαν συνολικά –όχι όλοι την ίδια περίοδο- στις γραμμές του ΕΛΑΣ, ελάχιστη σημασία είχαν» [13].



4) Ελληνική ιστοριογραφία και (αυτο)λογοκρισία.
Τέλος, όσον αφορά την κατάρρευση του ελληνικού στρατού έπειτα από την ήττα του από τον γερμανικό στρατό, το κύμα λιποταξίας και αναρχίας που ακολούθησε, το φετιχιστικό δόγμα του ελληνικού στρατιωτικού επιτελείου να μην δοθεί ούτε μια σπιθαμή γης στους Ιταλούς την ώρα που έπρεπε να φύγουν οι ελληνικές δυνάμεις από την Πίνδο και να μεταβούν στο ελληνογερμανικό Μέτωπο (αντ’αυτού μόνο 6 από τις 21 ελληνικές μεραρχίες αντιμετώπισαν τους γερμανούς, με τις υπόλοιπες να χαραμίζονται στην Πίνδο για να κρατήσουν τα όσα κέρδισαν από τους Ιταλούς), την ρεαλιστική και επιβεβλημένη πράξη συνθηκολόγησης της στρατιωτικής ηγεσίας με τους Γερμανούς [14], για την επίσημη ελληνική ιστοριογραφία ίσχυσε η αυτολογοκρισία (unremembering) για την οποία γράφει ο Α.Λιάκος, Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών:
«[…] από τη λογοκρισία της μνήμης υπάρχουν σιωπές εξαιτίας λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας της μνήμης, σιωπές εξαιτίας της επιλεκτικότητάς της, σιωπές για εμπειρίες που είναι τόσο τραυματικές ώστε δεν μπορούν να αφηγηματοποιηθούν και να ειπωθούν, δομικές σιωπές εξαιτίας του τρόπου που συγκροτούνται το αρχείο και η εξιστόρηση, σιωπές ντροπής, σιωπές ενοχής, μελαγχολικές σιωπές, σιωπές για πράγματα που θυμόμαστε ή για πράγματα που ξεχάσαμε»[15].

Αντί επιλόγου, ένα μικρό απόσπασμα από την "πορεία προς το Μέτωπο", από το "Άξιον εστί" του Οδ.Ελύτη:

"[...] Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα".


doctor
[1] «Η Ιστορία των Ελλήνων», εκδ.ΔΟΜΗ, 13ος τόμος, σσ.53-4. Τα στοιχεία παρατίθενται από τον κ.Γιώργο Μαργαρίτη, Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ και έχουν ως κύρια πηγή την «Επίτομη Ιστορία του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου,1940-1941» του Γενικού Επιτελίου Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ.).
[2] Η Ελλάδα ήταν καλά πληροφορημένη από την βρετανική κατασκοπεία για το αξιόμαχο του ιταλικού στρατού, για την επιχειρησιακή του ικανότητα αλλά και για τις κινήσεις του. Ο ιταλός ιστορικός Renzo de Felice αναφέρει: «Η στρατιωτική υπεροχή (αριθμητική και τεχνική) ήταν πάντοτε, τους πρώτους μήνες του πολέμου με την πλευρά των Ελλήνων. Οι Έλληνες ήταν πολύ καλά πληροφορημένοι (από την βρετανική κατασκοπεία) για τις ιταλικές προθέσεις […] (De Felice, Renzo “Musolini l’Alleato: Italia in Guerra 1940-1943,σ.87-8).
[3] Δομή, ο.π. σ.44.
[4] Δομή, ο.π. σ.31.
[5] Ιταλός «Αντιβασιλέας της Αλβανίας» και ανώτατος Διοικητής των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία.
[6] Στρατηγός, επικεφαλής των ιταλικών δυνάμεων στο ελληνικό μέτωπο.
[7] «Πρακτικά της συνεδρίασης του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου της Ιταλίας» στο Παλάτσο Βενέτσια στην Ρώμη, που έγινε στις 15 Οκτωβρίου 1940, όπως παρατίθενται από τον Δ.Κόκκινο, «Οι δύο πόλεμοι», 1940-41, τόμος Β’, σσ.154-6.
[8] Leni Riefenstahl, “A Memoir” (Picador New York, USA, 1987), σ.295. Πηγή:Wikipedia.
[9] Beevor Antony, “Crete:The Battle and the Resistance” (New York,2002), σ.230. Πηγή: Wikipedia.
[10] Δομή, ο.π. σ.35.
[11] Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Η Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατού κατά τον πόλεμο 1940-1941», Αθήνα, 1983. Φονευθέντες αξιωματικοί και οπλίτες: 13.325. Εξαφανισθέντες: 1.248. Τραυματίες: 62.663. Αιχμάλωτοι πολέμου:2.364. Στην μάχη της Κρήτης οι απώλειες των υπερασπιστών ανήλθαν σε 4-5.000 νεκρούς από τους οποίους οι 2.000 ήταν ναύτες του Βρετανικού ναυτικού, 1.800 στρατιώτες των αυτοκρατορικών στρατευμάτων και πολλοί έλληνες, στρατιώτες και πολίτες. Η πλευρά των επιτιθέμενων έχασε 5-6.000 στρατιώτες εκ των οποίων 4.750 αλεξιπτωτιστές, σώμα επίλεκτο που έως τότε είχε πετύχει σημαντικά κατορθώματα με μικρό κόστος.
[12] Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού των Η.Π.Α., «Η εκστρατεία των Γερμανών στα Βαλκάνια. Άνοιξη 1941» (συντάχθηκε με βάση γερμανικές πηγές), Αθήνα, Εκάτη, 1996, σ.165.
[13] Γ.Μαργαρίτη, «Η Εθνική Αντίσταση», Δομή, ο.π. σ.376.
[14] Η επίσημη ελληνική ιστοριογραφία έχει δαιμονοποιήσει την συνθηκολόγηση της στρατιωτικής ηγεσίας με τους Γερμανούς. Σχετικά με αυτό διαβάζουμε στο «Ελλάς η σύγχρονη συνέχεια» των Θ.Βερέμη-Γ.Κολιόπουλου:

«η ελληνική άμυνα στα οχυρά της ανατολικής Μακεδονίας κάμφθηκε ύστερα από γενναία αντίσταση. Σύντομα επίσης κάμφθηκε η αντίσταση των βρετανικών και ελληνικών δυνάμεων στην κεντρική Μακεδονία, με συνέπεια να ανοίξουν τα περάσματα και οι δρόμοι που οδηγούν προς την Αθήνα και την Ήπειρο, όπου έμελλε να παιχτεί η τελευταία πράξη ενός πολιτικού δράματος.
Αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο να συλληφθεί αιχμάλωτος ο στρατός του αλβανικού μετώπου μετά τη διάσπαση της άμυνας στη Μακεδονία, οι στρατιωτικοί ηγέτες του έκαναν έκκληση στην κυβέρνηση να αναλάβει την ευθύνη της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς και να σώσει την τιμή του στρατού.
Η έκκληση αυτή ήταν ουσιαστικά απειλή ότι την ευθύνη της συνθηκολόγησης θα αναλάμβανε η στρατιωτική ηγεσία του μετώπου, εάν δεν την αναλάμβανε η κυβέρνηση.
Δεδομένου δε ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να μην αναλάβει αυτή την ευθύνη για να μην ατιμάσει την Ελλάδα, αφού στη χώρα μάχονταν βρετανικά στρατεύματα, η έκκληση αποτελούσε ταυτόχρονα προειδοποίηση της στρατιωτικής ηγεσίας για την ενέργεια στην οποία σκόπευε να προβεί, απαλλάσσοντας την κυβέρνηση από την ευθύνη της ενέργειας.
Η έκκληση της στρατιωτικής ηγεσίας του Αλβανικού Μετώπου ωστόσο έκρυβε μια οδυνηρή πραγματικότητα, την προοδευτική διάλυση των μονάδων του μετώπου εξαιτίας της ακατάσχετης διαρροής ανδρών και της αδυναμίας των διοικητών τους να τη συγκρατήσουν.
Ο κίνδυνος να εξανεμιστούν οι μονάδες του μετώπου εξαιτίας της παράτασης της αβεβαιότητας, καθώς και ο κίνδυνος να βρεθούν οι ελληνικές δυνάμεις σε μειονεκτική θέση έναντι των Ιταλών πριν να φτάσουν στην Ήπειρο τα γερμανικά στρατεύματα εξηγούν αυτή την έκκληση της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας του μετώπου προς την κυβέρνηση της χώρας να αναλάβει επειγόντως την ευθύνη της συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς.
Η απάντηση της κυβέρνησης στην έκκληση των στρατιωτικών, ότι δηλαδή ήταν αδύνατον να αναλάβει η ίδια την ευθύνη, εμμέσως αποδέσμευε τη στρατιωτική ηγεσία του μετώπου να σηκώσει αυτή τον σταυρό του μαρτυρίου, για να μην διαταραχτούν οι σχέσεις της χώρας με τη Βρετανία και διακυβευτούν με αυτό τον τρόπο ύψιστα εθνικά συμφέροντα (σ.393-4. Πηγή: .John Koliopoulos, Greece and the British Connection, 1935-1941, σ.263).
[15] Αντ.Λιάκος, «Πως το παρελθόν γίνεται ιστορία», σσ. 274-5.

[16] Οδυσσέας Ελύτης, “Η πορεία προς το μέτωπο”, “Το Άξιον Εστί”, 1959

Δεν υπάρχουν σχόλια: