Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε η
ομιλία του Γιώργου Σωτηρέλη στη χθεσινή πρώτη εκδήλωση της Επιτροπής Διαλόγου
για τις Προοδευτικές θέσεις. Ο διακεκριμένος συνταγματολόγος «γκρέμισε»
κυριολεκτικά τις θεωρίες για μεταρρυθμίσεις χωρίς πρόσημο.
Ξεκαθάρισε οτι δεν μπορεί η νέα κεντροαριστερά να μην έχει «ταυτότητα» και
υποστήριξε οτι για να κάνει την μεγάλη επιστροφή στο πολιτικό σκηνικό «πρέπει
να ξαναδιεκδικήσει, με τις πολιτικές προτάσεις του, την κύρια εκπροσώπηση του
πόλου της Αριστεράς, στον οποίο ιστορικά ανήκει».
Όπως είπε
χαρακτηριστικά «η μεγάλη πρόκληση για τον χώρο είναι το να προσδιορισθούν
κάποια σαφή ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια, με βάση τα οποία –και μόνον–
είναι δυνατόν να αναδειχθεί η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αφενός μεν μιας γνήσια
προοδευτικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής –που θα θα σηματοδοτήσει την μεγάλη
αλλαγή παραδείγματος που έχει ανάγκη η χώρα– και μιας φλύαρης και ψευδεπίγραφα
ουδέτερης μεταρρυθμιστικής ρητορείας».
«Οι μεταρρυθμίσεις έχουν χρώμα»
Διαφώνησε
με την άποψη οτι οτι «τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα και άρα και οι
μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να έχουν χρώμα»: «Κατά την άποψη αυτήν στο τραπέζι
υπάρχει μόνο ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων (στο οποίο, παραδόξως εντάσσονται και οι
ιδιωτικοποιήσεις,
για να γίνουν πιο θελκτικές) και άρα η πραγματική πολιτική
διάκριση σήμερα είναι ανάμεσα σε αυτούς που τις υποστηρίζουν και
χαρακτηρίζονται συλλήβδην μεταρρυθμιστές, και σε αυτούς που τις
αρνούνται, και χαρακτηρίζονται συλλήβδην λαϊκιστές… Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω
ριζικά με αυτήν την μονοδρομική και ισοπεδωτική άποψη, που την θεωρώ ένα
ιδιότυπο, καθυστερημένο και υποβολιμαίο αναμάσημα των θεωριών περί
«τέλους της ιστορίας». Τα προβλήματα δεν προκύπτουν σαν φυσικά φαινόμενα αλλά
έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές αναγωγές και αντανακλούν συγκεκριμένες
κοινωνικές αντιθέσεις και ιεραρχήσεις. Κατ’επέκτασιν, και οι μεταρρυθμίσεις που
απαιτούνται για την υπέρβασή τους δεν είναι ουδέτερες. Πρέπει να έχουν
συγκεκριμένη ιδεολογική φόρτιση και σαφή κοινωνικοπολιτική στόχευση, που θα
εκκινεί από συγκεκριμένο σύστημα αρχών και αξιών» τόνισε χαρακτηριστικά.
«Όχι ταύτιση με αντιλήψεις και πρακτικές που οδηγούν σε παράλληλη
άρνηση του λαού»
Ο κ.
Σωτηρέλης υποστήριξε οτι «είναι αναμφίβολο ότι όντως απαιτείται αποφασιστική
ρήξη με τον λαϊκισμό, ο οποίος αποτελεί, μαζί με τον κρατισμό και τον
συντεχνιασμό, τις τρεις παρεκτροπές που συνθέτουν έναν ιδιότυπο
κοινωνικοπολιτικό καθεστωτισμό, ο οποίος επικράτησε στην περίοδο της
μεταπολίτευσης και σήμερα έχει εν πολλοίς μεταναστεύσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο η
ρήξη αυτή δεν πρέπει επουδενί να ταυτισθεί με αντιλήψεις και πρακτικές
που οδηγούν σε παράλληλη άρνηση του λαού, του δημόσιου χώρου και του
συνδικαλισμού, δηλαδή των πλέον σημαντικών αντιβάρων απέναντι στην
επαπειλούμενη κυριαρχία των αγορών».
Επίσης
τόνισε οτι «οι μεταρρυθμίσεις που θα προταθούν δεν πρέπει να είναι αποκομμένες
από τον χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, δηλαδή από τον χώρο που συνέδεσε
άρρηκτα την κοινωνική ευαισθησία των σοσιαλιστικών ιδεών με τις ιστορικές
κατακτήσεις της πολιτικής δημοκρατίας και της ανοιχτής κοινωνίας. Ο χώρος
αυτός, που σε όλη την Ευρώπη –πλην Ελλάδας– αποκαλείται Αριστερά, έχει ως
βασικά σημεία αναφοράς τις μεγάλες κατακτήσεις της σοσιαλδημοκρατίας, τις
υψηλού επιπέδου ιδεολογικοπολιτικές συνθέσεις του ευρωκομμουνισμού και το
σφρίγος των κινημάτων που τροφοδότησε ο Μάης του 68. Εξακολουθεί δε να αποτελεί
τον έναν από τους δύο βασικούς πόλους της πολιτικής ζωής στην Ευρώπη, ως
έκφραση της κύριας αντίθεσης που διαπερνά και σήμερα, παρά τις προϊούσες
ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, τις σύγχρονες ευρωπαϊκές
κοινωνίες. Η αφετηριακή λοιπόν σύνδεση των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων με μια
τέτοια σοσιαλιστική, δημοκρατική, οικολογική και πολιτικά φιλελεύθερη
Αριστερά, δεν είναι ιδεολογική εμμονή. Είναι η βαθύτατη πεποίθηση ότι αυτή η
Αριστερά, παρά την σημερινή υπαρξιακή κρίση της και την ανάγκη ευρύτατου
αναστοχασμού ως προς τις προτεραιότητές της, είναι το γνησιότερο τέκνο
του διαφωτισμού, διότι είναι το μόνο πολιτικό ρεύμα που αποσκοπεί σε μια
ουσιαστική και ολόπλευρη πραγμάτωση των ιστορικών προταγμάτων του, τα οποία
εστιάζονται στον πολιτικό, ατομικό και κοινωνικό αυτοκαθορισμό του ανθρώπου».
Είναι η ώρα των μεγάλων αποφάσεων
Ολοκληρωνοντας
το βασικό εισαγωγικό σκεπτικό του τόνισε εμφατικά οτι «αυτός ο χώρος που συμμετέχει
στο νέο εγχείρημα, αν θέλει να κάνει την μεγάλη επιστροφή στο πολιτικό σκηνικό
πρέπει να διαλέξει. Θα ξαναδιεκδικήσει, με τις πολιτικές προτάσεις του, την
κύρια εκπροσώπηση του πόλου της Αριστεράς, στον οποίο ιστορικά ανήκει; Ή
θα τον χαρίσει στην σημερινή εν πολλοίς κακέκτυπη και «γιαλαντζί» εκδοχή
της, και θα συνεχίσει να κινείται στην αδιέξοδη λογική του τρίτου πόλου ή του
ενδιάμεσου χώρου ή, ακόμη χειρότερα, του κέντρου; Σε αυτούς τους όρους
όσα πρόσημα και όσους προσδιορισμούς και αν βάλουμε, το αποτέλεσμα θα είναι το
ίδιο. Όχι μόνον θα παραπέμπουν σε έναν υδαρή, θολό και επαμφοτερίζοντα
χώρο αλλά θα στέλνουν μηνύματα ετεροπροσδιορισμού. Διότι δεν αρκεί να λέει ότι
δεν είναι ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να πει ξεκάθαρα και τι είναι, σε ποια
μεγάλη πολιτική οικογένεια ανήκει, ποια είναι επιτέλους η πολιτική σου
ταυτότητα. Και η ταυτότητα αυτού του χώρου, αγαπητοί φίλοι, όπως τουλάχιστον
την αντιλαμβάνομαι εγώ, έρχεται από πολύ μακριά και νομίζω ότι θα πάει και πολύ
μακριά. Κι αυτό γιατί, παρότι άλλαξαν οι καιροί, δεν έχουν εκλείψει οι
αιτίες που τον γέννησαν. Κάθε άλλο μάλιστα. Στην εποχή του αχαλίνωτου
καπιταλισμού και του φονταμενταλισμού των αγορών, μια σύγχρονη Αριστερά, με τα
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που προανέφερα, είναι περισσότερο αναγκαία από
ποτέ. Όχι για τη σωτηρία της χώρας, γενικά και αόριστα, αλλά για την γνήσια και
δημοκρατικά υπεύθυνη πολιτική εκπροσώπηση τόσο των νέων και δυναμικών
κοινωνικών στρωμάτων, που μπορούν να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή μιας
μεγάλης φυγής προς τα μπρος, όσο και των παραδοσιακών κοινωνικών αναφορών
του, των αδύναμων και των κατατρεγμένων αυτής της κοινωνίας, η βελτίωση της
ζωής των οποίων δεν πρέπει ποτέ να πάψει να αποτελεί την πρώτη πολιτική του
προτεραιότητα, αν δεν θέλει να χάσει την ψυχή του».
Διαβάστε ολόκλήρη την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εισήγηση του κ.
Σωτηρέλη:
Αξιότιμοι
προσκεκλημένοι της σημερινής εκδήλωσης, αγαπητοί φίλοι
Ευχαριστώ
θερμά τους οργανωτές, που μου έδωσαν την ευκαιρία να βρεθώ σήμερα εδώ, ενώπιόν
σας, και να καταθέσω τις απόψεις και τις αγωνίες μου για τις μεγάλες θεσμικές
μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη προ πολλού η χώρα.
Είναι
γνωστό, και φάνηκε και από την ομιλία του αγαπητού συναδέλφου Νικηφόρου
Διαμαντούρου, ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει στη χώρα μας αν δεν θεραπευθεί ο
μεγάλος ασθενής, που είναι το κράτος. Ωστόσο, η μόνη θεραπεία που παρατηρείται
τα τελευταία χρόνια, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, είναι η άκριτη και
σπασμωδική υιοθέτηση, υπό την πίεση της Τρόϊκας, κοντόφθαλμων, αποσπασματικών
και συχνά κοινωνικά υποβολιμαίων θεσμικών αλλαγών. Αλλαγών που μπορεί μεν,
βραχυπρόθεσμα, να δίνουν εμβαλωματικές λύσεις σε ορισμένα επείγοντα και
πανθομολογούμενα προβλήματα αλλά δεν εντάσσονται σε κανένα σχέδιο ολοκληρωμένης
αντιμετώπισης των προκλήσεων και των αναγκών της σημερινής πολυσύνθετης
ελληνικής πραγματικότητας.
Δεν είναι
ότι πάσχουμε από απουσία προτάσεων, γενικώς. Κάθε άλλο μάλιστα. Τέτοιες
προτάσεις διατυπώνονται συνεχώς, πλην όμως κατά κανόνα προβάλλονται εική και ως
έτυχε, σαν σε πασαρέλα για την ανάδειξη των πιο ελκυστικών και των πιο
«πιασάρικων». Αυτό όμως που κατά την άποψή μου είναι η μεγάλη πρόκληση για τον
χώρο αυτόν και εκεί θα επιμείνω ιδίως με την σημερινή μου εισήγηση, είναι το να
προσδιορισθούν κάποια σαφή ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια, με βάση τα οποία
–και μόνον– είναι δυνατόν να αναδειχθεί η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αφενός μεν
μιας γνήσια προοδευτικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής –που θα θα σηματοδοτήσει
την μεγάλη αλλαγή παραδείγματος που έχει ανάγκη η χώρα– και μιας φλύαρης και
ψευδεπίγραφα ουδέτερης μεταρρυθμιστικής ρητορείας.
Ποια είναι
όμως αυτά τα κριτήρια, αγαπητοί φίλοι;
Ακούμε
συχνά ότι τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα και άρα και οι μεταρρυθμίσεις δεν
πρέπει να έχουν χρώμα. Κατά την άποψη αυτήν στο τραπέζι υπάρχει μόνο ένα πακέτο
μεταρρυθμίσεων (στο οποίο, παραδόξως εντάσσονται και οι ιδιωτικοποιήσεις, για
να γίνουν πιο θελκτικές) και άρα η πραγματική πολιτική διάκριση σήμερα είναι
ανάμεσα σε αυτούς που τις υποστηρίζουν και χαρακτηρίζονται συλλήβδην
μεταρρυθμιστές, και σε αυτούς που τις αρνούνται, και χαρακτηρίζονται συλλήβδην
λαϊκιστές…
Επιτρέψτε
μου να διαφωνήσω ριζικά με αυτήν την μονοδρομική και ισοπεδωτική άποψη, που την
θεωρώ ένα ιδιότυπο, καθυστερημένο και υποβολιμαίο αναμάσημα των θεωριών
περί «τέλους της ιστορίας».
Τα
προβλήματα δεν προκύπτουν σαν φυσικά φαινόμενα αλλά έχουν συγκεκριμένες
κοινωνικές αναγωγές και αντανακλούν συγκεκριμένες κοινωνικές αντιθέσεις και
ιεραρχήσεις. Κατ’επέκτασιν, και οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την
υπέρβασή τους δεν είναι ουδέτερες. Πρέπει να έχουν συγκεκριμένη ιδεολογική
φόρτιση και σαφή κοινωνικοπολιτική στόχευση, που θα εκκινεί από συγκεκριμένο
σύστημα αρχών και αξιών. Στο σημείο δε αυτό απαιτούνται νομίζω κάποιες
αποσαφηνίσεις, ζωτικής σημασίας για τον χώρο αυτόν, αν πράγματι θέλει να
επανέλθει στο πολιτικό παιχνίδι σαν πρωταγωνιστής και όχι σαν κομπάρσος:
Είναι
αναμφίβολο εν πρώτοις ότι όντως απαιτείται αποφασιστική ρήξη με τον λαϊκισμό, ο
οποίος αποτελεί, μαζί με τον κρατισμό και τον συντεχνιασμό, τις τρεις
παρεκτροπές που συνθέτουν έναν ιδιότυπο κοινωνικοπολιτικό καθεστωτισμό, ο
οποίος επικράτησε στην περίοδο της μεταπολίτευσης και σήμερα έχει εν πολλοίς
μεταναστεύσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο η ρήξη αυτή δεν πρέπει επουδενί να
ταυτισθεί με αντιλήψεις και πρακτικές που οδηγούν σε παράλληλη άρνηση του λαού,
του δημόσιου χώρου και του συνδικαλισμού, δηλαδή των πλέον σημαντικών αντιβάρων
απέναντι στην επαπειλούμενη κυριαρχία των αγορών…
Δεύτερον,
ότι οι μεταρρυθμίσεις που θα προταθούν δεν πρέπει να είναι αποκομμένες από τον
χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, δηλαδή από τον χώρο που συνέδεσε άρρηκτα την
κοινωνική ευαισθησία των σοσιαλιστικών ιδεών με τις ιστορικές κατακτήσεις της
πολιτικής δημοκρατίας και της ανοιχτής κοινωνίας. Ο χώρος αυτός, που σε όλη την
Ευρώπη –πλην Ελλάδας– αποκαλείται Αριστερά, έχει ως βασικά σημεία αναφοράς τις
μεγάλες κατακτήσεις της σοσιαλδημοκρατίας, τις υψηλού επιπέδου
ιδεολογικοπολιτικές συνθέσεις του ευρωκομμουνισμού και το σφρίγος των κινημάτων
που τροφοδότησε ο Μάης του 68. Εξακολουθεί δε να αποτελεί τον έναν από τους δύο
βασικούς πόλους της πολιτικής ζωής στην Ευρώπη, ως έκφραση της κύριας αντίθεσης
που διαπερνά και σήμερα, παρά τις προϊούσες ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές
αλλαγές, τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Η
αφετηριακή λοιπόν σύνδεση των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων με μια τέτοια
σοσιαλιστική, δημοκρατική, οικολογική και πολιτικά φιλελεύθερη Αριστερά,
δεν είναι ιδεολογική εμμονή. Είναι η βαθύτατη πεποίθηση ότι αυτή η Αριστερά,
παρά την σημερινή υπαρξιακή κρίση της και την ανάγκη ευρύτατου αναστοχασμού ως
προς τις προτεραιότητές της, είναι το γνησιότερο τέκνο του διαφωτισμού,
διότι είναι το μόνο πολιτικό ρεύμα που αποσκοπεί σε μια ουσιαστική και
ολόπλευρη πραγμάτωση των ιστορικών προταγμάτων του, τα οποία εστιάζονται στον
πολιτικό, ατομικό και κοινωνικό αυτοκαθορισμό του ανθρώπου.
Με άλλα
λόγια, αγαπητοί φίλοι, αυτός ο χώρος που συμμετέχει στο νέο εγχείρημα, αν θέλει
να κάνει την μεγάλη επιστροφή στο πολιτικό σκηνικό πρέπει να διαλέξει. Θα
ξαναδιεκδικήσει, με τις πολιτικές προτάσεις του, την κύρια εκπροσώπηση του
πόλου της Αριστεράς, στον οποίο ιστορικά ανήκει; Ή θα τον χαρίσει στην
σημερινή εν πολλοίς κακέκτυπη και «γιαλαντζί» εκδοχή της, και θα συνεχίσει να
κινείται στην αδιέξοδη λογική του τρίτου πόλου ή του ενδιάμεσου χώρου ή,
ακόμη χειρότερα, του κέντρου; Σε αυτούς τους όρους όσα πρόσημα και όσους
προσδιορισμούς και αν βάλουμε, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Όχι μόνον θα
παραπέμπουν σε έναν υδαρή, θολό και επαμφοτερίζοντα χώρο αλλά θα στέλνουν
μηνύματα ετεροπροσδιορισμού.
Διότι δεν
αρκεί να λέει ότι δεν είναι ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να πει ξεκάθαρα και τι
είναι, σε ποια μεγάλη πολιτική οικογένεια ανήκει, ποια είναι επιτέλους η
πολιτική σου ταυτότητα. Και η ταυτότητα αυτού του χώρου, αγαπητοί φίλοι, όπως
τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι εγώ, έρχεται από πολύ μακριά και νομίζω ότι θα
πάει και πολύ μακριά. Κι αυτό γιατί, παρότι άλλαξαν οι καιροί, δεν έχουν
εκλείψει οι αιτίες που τον γέννησαν.
Κάθε άλλο
μάλιστα.
Στην εποχή
του αχαλίνωτου καπιταλισμού και του φονταμενταλισμού των αγορών, μια σύγχρονη
Αριστερά, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που προανέφερα, είναι περισσότερο
αναγκαία από ποτέ. Όχι για τη σωτηρία της χώρας, γενικά και αόριστα, αλλά για
την γνήσια και δημοκρατικά υπεύθυνη πολιτική εκπροσώπηση τόσο των νέων και
δυναμικών κοινωνικών στρωμάτων, που μπορούν να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή
μιας μεγάλης φυγής προς τα μπρος, όσο και των παραδοσιακών κοινωνικών
αναφορών του, των αδύναμων και των κατατρεγμένων αυτής της κοινωνίας, η
βελτίωση της ζωής των οποίων δεν πρέπει ποτέ να πάψει να αποτελεί την πρώτη
πολιτική του προτεραιότητα, αν δεν θέλει να χάσει την ψυχή του.
*****
Αφού λοιπόν
ο χώρος πρέπει να έχει ταυτότητα, αγαπητοί φίλοι, και οι θεσμικές
μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν ταυτότητα. Πρέπει να είναι γνήσια και ριζικά
προοδευτικές και να συνθέτουν μια συνολική πρόταση αναθέσμισης της χώρας, που
σημαίνει όχι μόνον ανάταξη των θεσμών αλλά και μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική,
προς όφελος του λαού και του τόπου. Διότι οι θεσμοί, δεν είναι αυτοσκοπός και
δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα μιας στείρας θεσμολαγνείας.
Ούτε όμως
πρέπει να προσχωρήσουμε στην άποψη μιας άκριτης προσαρμογής στα σημερινά
δεδομένα, διότι αυτό ακριβώς που διαφοροποιεί την προοδευτική πολιτική από έναν
άχρωμο εκμοντερνισμό είναι η προσεκτική διήθηση των διεθνών και ευρωπαϊκών
δεδομένων και η επιλογή εκείνων των λύσεων που αντιστοιχούν μεν στις νέες
εξελίξεις αλλά και αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες και τις συγκεκριμένες
απαιτήσεις της συγκυρίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε δύο σημαντικά δεδομένα,
τα οποία δεν έχω κουραστεί να επαναλαμβάνω τα τελευταία χρόνια, και τα οποία
ανέδειξε πρόσφατα, αναλυτικά και ιδιαίτερα εύστοχα, και ο Ευάγγελος Βενιζέλος:
Πρώτον, το
ότι οι ρευστές πολιτικές εξελίξεις και ο φόβος να αναδειχθούν τυχάρπαστες
πλειοψηφίες πρέπει να μας καθιστούν επιφυλακτικούς για ένα συνολικό άνοιγμα της
ατζέντας της συνταγματικής αναθεώρησης, διότι δεν ξέρουμε τι μπορεί να μας
ξημερώσει αν επικρατήσουν σε μια αναθεωρητική Βουλή οι δυνάμεις του
συνταγματικού λαϊκισμού απέναντι στις δυνάμεις του συνταγματικού πατριωτισμού.
Δεύτερον,
το ότι η σημερινή φάση της διακυβερνητικής και συντηρητικής αναδίπλωσης
του ενοποιητικού οράματος της Ευρώπης, όπως την έχει αναλύσει σε βάθος και ο
καλός συνάδελφος Παναγιώτης Ιωακειμίδης, δεν πρέπει μεν να μας απομακρύνει από
τον αταλάντευτο ευρωπαϊκό προσανατολισμό, πλην όμως δικαιολογεί έναν
φιλοευρωπαϊκό, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικό σκεπτικισμό και πάντως δεν αφήνει
περιθώρια για αφελείς και άκριτους ευρωραγιαδισμούς.
Μετά και
από αυτές τις πρόσθετες οριοθετήσεις, το μεγάλο ζητούμενο για τους θεσμούς
είναι να σχεδιασθούν και να οργανωθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εκπληρώσουν,
ταυτόχρονα, έναν διττό ρόλο: πρώτον καθοδηγητικό και παιδαγωγικό –διότι είναι
γνωστό ότι οι θεσμοί παράγουν ιδεολογία– και δεύτερον λυτρωτικό για τη χώρα,
δεδομένης της απελευθερωτικής δυναμικής που μπορούν να αναπτύξουν, συντελώντας
στην επιστροφή της πολιτικής αλλά και επανακινητοποιώντας και
αναπροσανατολίζοντας ευρείες κοινωνικές δυνάμεις, που σήμερα είναι
παρατημένες, παραιτημένες, απελπισμένες, κατακερματισμένες και παραπαίουσες.
Με βάση
λοιπόν το παραπάνω γενικό πλαίσιο μπορούμε πλέον να προσδιορίσουμε τα πεδία στα
οποία πρέπει να κινηθεί μια γνήσια προοδευτική πολιτική και να ορίσουμε με
τίτλους τις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις και αν χρειασθεί θα επανέλθουμε
στην συζήτηση για τυχόν εξειδίκευσή τους.
Α. ΠΕΔΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΘΥΤΑΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ
«ΚΑΘΕΣΤΩΤΙΣΜΟ», ΠΟΥ ΔΙΑΠΕΡΝΑ ΣΗΜΕΡΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΤΥΧΕΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ.
Πρόκειται
για ρήξη απαραίτητη, προκειμένου ο χώρος αυτός να πείσει για ένα νέο ξεκίνημα,
Με μία όμως επισήμανση: η ρήξη αυτή με κανένα τρόπο δεν πρέπει να σημαίνει
προσχώρηση σε μια λογική απόρριψης και της ίδιας της δημοκρατίας –όπως
σνέβη με τις ποικίλες «αντισυστημικές» αντιλήψεις που καλλιεργήθηκαν την
περίοδο των «αγανακτισμένων», τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού
φάσματος. Πολύ δε περισσότερο δεν νοείται να ταυτισθεί ακόμη και με τον έμμεσο
στιγματισμό κάθε είδους επιχειρηματικότητας και, γενικότερα, οικονομικής
πρωτοβουλίας.
Μετά και
από την επισήμανση αυτή ας δούμε τα επί μέρους βήματα αυτής της ρήξης:
Πρώτο βήμα: η εξάλειψη
των ποικίλων προνομίων των μελών των τριών εξουσιών. Όχι μόνον γιατί δεν έχουν
πλέον καμία δικαιολογητική βάση, όπως συνέβαινε εν πολλοίς την εποχή που
πωτοκαθιερώθηκαν, όχι μόνον γιατί στην εποχή της κρίσης ηχούν πλέον σαν
προκλητικές διακρίσεις, σε σχέση με τους απλούς πολίτες αλλά και διότι
καλλιεργούν και αναπαράγουν καθεστωτικές νοοτροπίες και πρακτικές, που
αναγορεύουν τους κατόχους των εν λόγω ιδιοτήτων σε μια στεγανοποιημένη elite,
αποκομμένη από τα προβλήματα και τις αγωνίες των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.
Μια
ειδικότερη πτυχή αυτών των προνομίων είναι αυτά που αφορούν τις ποινικές και
πολιτικές ευθύνες του πολιτικού προσωπικού. Και για τις μεν πρώτες είναι
πανθομολογούμενο πλέον ότι πρέπει να καταργηθεί η διαφορετική ποινική
αντιμετώπιση τόσο των υπουργών όσο και, εν μέρει, των βουλευτών. Ωστόσο,
καθεστωτισμό αποπνέει και η λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών, διότι συχνά
κινούνται σε μια λογική συγκάλυψης και αποσιώπησης, επιτείνοντας την απαξίωση
του πολιτικού συστήματος. Ερωτάται λοιπόν: Γιατί να μην ανατίθεται το έργο των
εξεταστικών προσωπικών σε ανεξάρτητες προσωπικότητες, με απόφαση βέβαια της
Βουλής, ώστε να μην υπάρχει υπόνοια για πρυτάνευση μικροκομματικών
σκοπιμοτήτων;
Δεύτερο βήμα: η
καταπολέμηση των υπόγειων αθέμιτων συναλλαγών του πολιτικού προσωπικού με
ποικίλα οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα, στο πλαίσιο της διαβόητης πλέον
διαπλοκής, η οποία δεν είναι κατασκεύασμα, όπως υποστηρίζουν ορισμέμοι, αλλά
υπαρκτή και οδυνηρή πραγματικότητα. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά;
α. Επιβολή
πλήρους διαφάνειας για την χρηματοδότηση και γενικότερα την οικονομική και
επικοινωνιακή ενίσχυση κομμάτων και υποψηφίων, τόσο στις βουλευτικές όσο
και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι λύσεις υπάρχουν και ήδη διατυπωθεί από
σχετική επιτροπή, στην οποία συμμετείχα μαζί με τον αγαπητό συνάδελφο Νίκο
Αλιβιζάτο, ως πρόεδρο. Το μόνο που απομένει είναι να επιδειχθεί ισχυρή πολιτική
βούληση και να επιλυθούν κάποια ακανθώδη και αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως η
δυνατότητα χρηματοδότησης των κομμάτων και από εταιρείες και επιχειρήσεις
β. Νέο
ραδιοτηλεοπτικό τοπίο για την λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ. Δυστυχώς, με
τις τελευταίες κινήσεις της κυβέρνησης, έχει σπαταληθεί η μεγάλη ευκαιρία, μετά
την ψηφιοποίηση του σήματος, για μια συνολική, πλουραλιστική και εκ
βάθρων αναρρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, με ταυτόχρονη ριζική
αναδιοργάνωση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ώστε να καταργηθεί
επιτέλους το καθεστώς της ανομίας και της συναλλαγής και να τεθούν καθαροί και
σαφείς κανόνες προς όλους, τόσο ως προς την παροχή όσο και ως προς την
διατήρηση των αδειών. Η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ είναι τεράστια, διότι είναι φανερό
ότι κινείται με κριτήρια ρεβανσισμού και ελέγχου του νέου τοπίου. Αλλά και η
στάση των κομμάτων αυτού του χώρου για την μη συγκρότηση του ΕΣΡ, με την
επίκληση μιας ανύπαρκτης αντισυνταγματικότητας (ως προς το ποιος καθορίζει τον
αριθμό των αδειών) δεν ήταν ασφαλώς η καλύτερη διότι έδωσε δικαιολογημένα λαβή
για τις κατηγορίες περί σύμπλευσης με τους καναλάρχες…
Τρίτο βήμα, στο πεδίο
της αντιμετώπισης του κρατικοοικονομικού καθεστωτισμού, η ανατροπή κατεστημένων
νοοτροπιών και πρακτικών στο εσωτερικό της διοικητικής μηχανής, που
εκδηλώνονται όχι μόνον μέσω μιας σκαιάς γραφειοκρατικής αντιμετώπισης αλλά και
μέσω αδιαφανών συναλλαγών πάσης φύσεως, με αποκορύφωμα βέβαια τη διαφθορά.
Δυστυχώς είναι προφανές ότι στην πολιτική ζωή της χώρας δεν υπάρχει, από καμία
πλευρά, σχέδιο για την επιτελική αναδιάρθρωση του κράτους, που προϋποθέτει τον
ριζικό διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων σχεδιασμού και ελέγχου από τις αρμοδιότητες
εκτέλεσης.
Και όμως
αυτό είναι το σημείο κλειδί: το να αποτελέσουν οι πρώτες, αποκλειστικά πλέον,
το αντικείμενο μικρών και ευέλικτων υπουργείων, με ολιγάριθμο αλλά υψηλών
προδιαγραφών προσωπικό που θα προκύπτει από ανοιχτό διαγωνισμό σε όλον τον
δημόσιο τομέα. Όσο για τις δεύτερες, τις εκτελεστικές, αυτές πρέπει να
μεταφερθούν προς τα κάτω, σε φορείς της αποκεντρωμένης –καθ’ύλην και κατά
τόπον– διοίκησης, εν μέρει δε και της αυτοδιοίκησης, με ταυτόχρονη και πολλαπλή
αναβάθμιση του ρόλου της.
Αυτή η
αλλαγή, μάλιστα, επιβάλλεται να συνδυασθεί με την ριζική αναδιοργάνωση των ΚΕΠ,
ώστε να μετατραπούν σε ολοκληρωμένα τοπικά διοικητικά κέντρα, αλλά και με την
κατάργηση –σε μεγάλο βαθμό– των προληπτικών ελέγχων ως προς την παροχή των
πάσης φύσεως διοικητικών αδειών, ώστε να βελτιωθεί ραγδαία η αποτελεσματικότητα
του κρατικού μηχανισμού και χτυπηθούν στη ρίζα τους σημαντικές εστίες
διαφθοράς και διαπλοκής.
Β. ΠΕΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΝ ΠΟΥ
ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΝ ΤΟΝ ΠΥΡΗΝΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ
Πρώτο βήμα:
η διασφάλιση της δεσμευτικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων, μέσω της
συνταγματικής κατοχύρωσης ενός εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης που θα
ενισχύσει τον πυρήνα τους.
Δεύτερο βήμα: Η συνολική αναμόρφωση των
προνοιακών μηχανισμών, χωρίς δογματικές εμμονές σε συντεχνιακά κεκτημένα, ώστε
να εξορθολογισθεί το σύστημα, να απεμπλακεί από την λογική του κράτους –
μαστός, που το αρμέγουν οι εκάστοτε επιτήδειοι, να συνδεθεί με την κοινωνική
οικονομία και να εξοικονομηθούν προσωπικό και πόροι που θα πραγματώσουν το
περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Τρίτο βήμα: Η θωράκιση,
με επιλεγμένες παρεμβάσεις, των εργασιακών δικαιωμάτων, ώστε να
αποτραπεί η γενικευμένη και στοχευμένη προσπάθεια μιας ριζικής ανατροπής των
εργασιακών σχέσεων, που συνδέεται άρρηκτα με την συνολικότερη προσπάθεια
συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ούτε τυφλή
υπεράσπιση των συντεχνιακών παρεκτροπών αλλά ούτε και ότι πρέπει να κλείνουμε
τα μάτια στην ανάγκη να διαμορφωθεί μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας, εν όψει
της οικονομικής κρίσης και της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας. Ο ευρηματικός
όρος flexi security, όπως τον έχει εξειδικεύσει υποδειγματικά στη χώρα μας ο
παλιός μου δάσκαλος και τώρα συνάδελφος Γιάννης Κουκιάδης, είναι η λέξη
κλειδί για μια θεσμική πολιτική που θα ισορροπεί προσεκτικά ανάμεσα αφενός μεν
στην αναγκαία διασφάλιση της συλλογικής αυτονομίας και του δικαιώματος της
απεργίας αφετέρου δε στην προσεκτική και κριτικής προσαρμογής στα σύγχρονα
ευρωπαϊκά δεδομένα και στις αυξημένες απαιτήσεις ενός άκρως ανταγωνιστικού
περιβάλλοντος.
ΠΕΔΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ.
Σε μια
εποχή στην οποία κυριαρχεί η κρίση αντιπροσώπευσης και η απαξίωση των κομμάτων,
χρειάζεται νομίζω ένας ευρύτερος αναστοχασμός, από όλες τις δυνάμεις που
αποδέχονται ως πλαίσιο αναφοράς την σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία,
για την εξεύρεση λύσεων που θα επανενεργοποιήσουν τα κουρασμένα
αντανακλαστικά της και θα αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά.
Τι σημαίνει
όμως αυτό στην πράξη;
Πρώτο βήμα: η αλλαγή
του εκλογικού συστήματος, με προέχον κριτήριο τη διασφάλιση της ισοδυναμίας της
ψήφου, που πηγάζει από την αρχή της πολιτικής ισότητας και σε τελευταία ανάλυση
από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Υπολογίσιμη όμως παράμετρος είναι και η
διασφάλιση της κυβερνησιμότητας. Νομίζω ότι όλα αυτά μπορούν να διασφαλισθούν
με μια κατάλληλη τροποποίηση του νόμου Σκανδαλίδη, ο οποίος στην αφετηρία του
δεν ήταν κακός, βάσει των ισχυουσών τότε συνθηκών του δικομματισμού. Θα
μπορούσε δηλαδή να προβλέπεται μεν μπόνους για τον πρώτο εκλογικό
σχηματισμό, κόμμα ή συνασπισμό αδιακρίτως, αλλά να δίδεται υπό αυστηρούς
όρους: να έχει συγκεντρωθεί ένα υψηλό ποσοστό (από 42-44%) και να υπάρχει από
τον δεύτερο διαφορά τουλάχιστον 2%.
Παράλληλα,
προκειμένου να χτυπηθούν οι αθέμιτες συναλλαγές του πελατειακού συστήματος αλλά
και να ενισχυθεί η εσωκομματική δημοκρατία, θεωρώ ότι πρέπει να εισαχθεί
και το σύστημα της ανατρεπόμενης λίστας, που ισχύει σε αρκετές χώρες. Τι
σημαίνει αυτό; Ότι οι εκλογές διεξάγονται με λίστα, όπως στις τελευταίες
εκλογές, αλλά αν ο πολίτης διαφωνεί με τη σειρά μπορεί να την αλλάξει
ψηφίζοντας κάποιον χαμηλά στη λίστα. Αν αυτός συγκεντρώσει ένα ορισμένο
ποσοστό, καταλαμβάνει τη θέση του πρώτου.
Το μεγάλο
πλεονέκτημα των λύσεων που προτείνω είναι νομίζω το ότι τον τελευταίο λόγο τον
έχει τελικά ο πολίτης. Αυτός αποφασίζει αν το σύστημα θα είναι απλή αναλογική ή
σύστημα ενίσχυσης του πρώτου εκλογικού σχηματισμού και αυτός έχει τη δύναμη να
αποδεχθεί ή να απορρίψει την κομματική λίστα που του προτείνεται.
Δεύτερο βήμα στο πεδίο
των δημοκρατικών αλλαγών: Ο λελογισμένος εμπλουτισμός της αντιπροσωπευτικής
δημοκρατίας με θεσμούς άμεσης συμμετοχής (και όχι άμεσης δημοκρατίας). Το
δημοψήφισμα – παρωδία του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο κακώς νομιμοποιήσαμε με την ψήφο
μας, δεν πρέπει νομίζω να μας αποτρέψει από έναν σοβαρό προβληματισμό για την
συνταγματική καθιέρωση αφενός μεν πολλαπλά εγγυημένου δημοψηφίσματος (με
πρόταση είτε του Προέδρου, είτε της κυβέρνησης είτε αριθμού πολιτών) αφετέρου
δε εναλλακτικών μορφών νομοθετικής πρωτοβουλίας, είτε από την Τοπική
Αυτοδιοίκηση είτε από τον λαό, κάτι το οποίο, άλλωστε, ακόμη και η ΕΕ έχει
υιοθετήσει.
Τρίτο βήμα: Και στα
ίδια τα κόμματα, όμως, θα μπορούσε να επιβληθεί συνταγματικά ένα minimum
εσωτερικών δημοκρατικών διαδικασιών που θα ελέγχεται και δικαστικά. Νομίζω ότι
πρέπει να ξεφύγουμε επιτέλους από μια λογική στεγανοποίησης των κομμάτων, που
εύλογα είχε επικρατήσει στην μεταπολίτευση, και να τα αντιμετωπίσουμε πλέον
στην πραγματική τους διάσταση: ως συνταγματικούς θεσμούς που βρίσκονται στην
καρδιά της λειτουργίας του πολιτεύματος και άρα πρέπει αποδεδειγμένα να
λειτουργούν με βάση τη δημοκρατική αρχή αλλά και να υπηρετούν έμπρακτα την
δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος. Αυτό δε συνεπάγεται, συνακόλουθα, και
μια δεύτερη συναφή αλλαγή: ότι πρέπει να υπάρχει δικαστικός έλεγχός τους
και όταν τα κόμματα παρεκτρέπονται προς άλλες ατραπούς, κρύβοντας στον μανδύα
τους εγκληματικές οργανώσεις που αποσκοπούν στην ανατροπή της δημοκρατίας και
την καταπάτηση των αξιών της.
Αρκετά
νομίζω με τις υπερευαισθησίες ορισμένων, είτε αυθεντικές είτε προσχηματικές. Η
δημοκρατία είναι το πιο ανεκτικό πολίτευμα αλλά δεν πρέπει επουδενί να είναι
ένα ανίσχυρο πολίτευμα. Άλλο η ανοχή της κριτικής και της αμφισβήτησής της, που
πρέπει να είναι πλήρως εγγυημένη στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης, και
άλλο η συνειδητή και έμπρακτη υπονόμευσή της από τους οπαδούς του όποιου
ολοκληρωτισμού (προς τους οποίους δυστυχώς, εξακολουθεί να διατηρεί εκλεκτικές
συγγένειες ένα υπολογίσιμο κομμάτι τόσο της παραδοσιακής Δεξιάς όσο και της
παραδοσιακής Αριστεράς).
Τρίτο βήμα: Συνταγματική
καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το θέμα δεν αφορά μόνο τον έλεγχο της
λειτουργίας των κομμάτων, όπως τέθηκε προηγουμένως, αλλά και του ελέγχου
κυβερνητικών πράξεων, όπως για παράδειγμα οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου
και το Δημοψήφισμα, που εκφεύγουν σήμερα σκανδαλωδώς του δικαστικού ελέγχου
συνταγματικότητας. Και γενικότερα βέβαια η πρόταση για Συνταγματικό Δικαστήριο
έχει τεθεί από καιρό επί τάπητος, διότι το σημερινό σύστημα ελέγχου
συνταγματικότητας χωλαίνει πολλαπλά. Από εκεί και πέρα, βέβαια, υπάρχουν
ανοιχτά αρκετά ζητήματα: Θα είναι ένα εντελώς νέο Δικαστήριο; Θα είναι
θεσμική μετεξέλιξη του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο θα αλλάξει ριζικά
τόσο ως προς τη σύνθεση όσο και ως προς τις αρμοδιότητες; Θα προβλέπεται και
προληπτικός έλεγχος και σε ποια έκταση; Οι αποφάσεις αυτές απαιτούν προσεκτική
στάθμιση, στο πλαίσιο ενός νηφάλιου και απροκατάληπτου διαλόγου,
κρισιμότερο σημείο του οποίου θα είναι, αναμφίβολα, ο τρόπος ανάδειξης των
μελών του όποιου Συνταγματικού Δικαστηρίου επιλεγεί τελικά.
ΠΕΔΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Το θέμα
αυτό είναι πολυσύνθετο. Δεν αφορά μόνο τον πολιτικό φιλελευθερισμό, όπως
νομίζεται συνήθως, αλλά άπτεται ταυτόχρονα τόσο της ρήξης με τον
καθεστωτισμό όσο και της ολοκλήρωσης του δημοκρατικού χαρακτήρα του
πολιτεύματος. Πράγματι, αγαπητοί φίλοι, η ύπαρξη μιας θρησκείας εν είδει
κρατικής ιδεολογίας και μιας Εκκλησίας με ιδιαίτερο καθεστώς και ιδιαίτερα
προνόμια, προεχόντως δεν είναι συμβατή με μια δημοκρατική πολιτεία η οποία, για
να μπορεί να εγγυάται ισότιμα όλα τα δικαιώματα, οφείλει να είναι
ουδετερόθρησκη.
Από εκεί
και πέρα, όμως, δεν υπάρχει μια μόνο αντιμετώπιση του θέματος, στην λογική του
άσπρου-μαύρου. Πέρα από τον στεγανό και σχεδόν εχθρικό χωρισμό κράτους –
εκκλησίας τύπου Γαλλίας, που όπως είναι γνωστό διαμορφώθηκε σε ιδιάζουσες
ιστορικές συνθήκες, υπάρχει μια ευρεία γκάμα μορφών χωρισμού. Αυτές διασφαλίζουν
μεν την ταυτόχρονη αποεκκλησιαστικοποίηση του κράτους και αποκρατικοποίηση της
εκκλησίας αλλά υπό το πρίσμα μιας ευμενούς ουδετερότητας του κράτους, ανάλογα
με τις ιδιαίτερες συνθήκες και την νομική πραγματικότητα της κάθε χώρας.
Εμείς πλέον βρισκόμαστε στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι και πρέπει να κινηθούμε
προσεκτικά ώστε να επιτευχθεί μεν ο στόχος αλλά χωρίς τυμπανοκρουσίες,
απολυτότητες και υποτίμηση της άλλης πλευράς αλλά και χωρίς να τραυματισθεί η
σχέση του ελληνικού κράτους με μια σημαντική και αναπόσπαστη θα έλεγα συνιστώσα
της εθνικής και πολιτιστικής του παράδοσης. Αυτό στην πράξη σημαίνει τα εξής:
Πρώτον ότι οι
νομοθετικές παρεμβάσεις πρέπει να συνεχισθούν, στον δρόμο που έχει ανοίξει ήδη
ο Νίκος Αλιβιζάτος με την Ένωση Δικαιωμάτων.
Δεύτερον ότι η
προσπάθεια του νυν υπουργού παιδείας για την αντικατάσταση του υποχρεωτικού και
βιωματικού κατηχητισμού με ένα θρησκειολογικό μάθημα, όπως το έχει
προσδιορίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων, πρέπει να στηριχθεί – πολλώ
δε μάλλον όταν την εξειδίκευσή του έχουν αναλάβει ανοιχτόμυαλοι θεολόγοι στο
παιδαγωγικό ινστιτούτο.
Τρίτον ότι είναι
αναγκαίο πλέον να υπάρξει και μια συνταγματική επισφράγιση της πορείας
θρησκευτικού αποχρωματισμού τους κράτους. Αυτό θα μπορούσε να γίνει είτε με την
αντικατάσταση του άρθρου 3 με ένα άρθρο παρόμοιο με αυτό του Ισπανικού
Συντάγματος –που καθιερώνει μεν την θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους αλλά
με συνυπολογισμό των θρησκευτικών πεποιθήσεων της ισπανικής κοινωνίας– είτε με
την υιοθέτηση μιας ευρηματικής πρότασης του Ευάγγελου Βενιζέλου, με τον οποίο
έχω διαφωνήσει έντονα στο παρελθόν, για την χαμένη σχετική ευκαιρία της
αναθεώρησης του 2001.
Ποια είναι
η πρόταση αυτή; Να παραμείνει μεν η διάταξη του άρθρου 3, που προβλέπει
επικρατούσα θρησκεία –ενόψει και του ότι στο άρθρο αυτό ρυθμίζονται και οι
σχέσεις με το Πατριαρχείο– αλλά να υπάρξει στο τέλος μια ερμηνευτική δήλωση,
όπως έγινε για τους αντιρρησίες συνείδησης το 2001, που θα αποκλείει ρητά την
χρησιμοποίησή της σαν περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων. Δεν είναι η πιο
καθαρή λύση αλλά ίσως είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει ευκολότερα πρώτον στις
αναγκαίες πολιτικές συνθέσεις, για να περάσει, και δεύτερον στην
διαμόρφωση ενός κλίματος αποδοχής από την Εκκλησία της Ορθόδοξης Θρησκείας,
χωρίς να αισθανθεί απειλούμενη ή διωκόμενη.
ΠΕΔΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ: Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΡΑΤΙΚΟΥ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Άφησα
τελευταίο, αγαπητοί φίλοι, ζήτημα διότι δεν ήμουν κατασταλαγμένος, έως
πρόσφατα. Όχι τόσο για το ζήτημα της αρχής αλλά διότι είχα έντονο φόβο μήπως
η ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων θα είχε την ίδια εξέλιξη με την μη
κρατική ραδιοτηλεόραση, δηλαδή θα κατάληγε σε μια υποβαθμισμένη και ασύδοτη
αγορά ιδιωτικών ΙΕΚ. Ωστόσο, παρότι εξακολουθώ να έχω τον ίδιο φόβο, θεωρώ ότι
δεν πρέπει να δίνουμε πλέον μάχες οπισθοφυλακής, μπροστά στην νέα ευρωπαϊκή
πραγματικότητα της εκπαίδευσης, αλλά να ρίξουμε το βάρος αφενός μεν στην
αυστηρή εποπτεία των μη κρατικών ΑΕΙ αφετέρου δε στην πλήρη αξιοποίησή
τους, ώστε να καταστήσουμε τη χώρα, σε επιλεγμένους τομείς, εκπαιδευτικό κέντρο
της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου