Ἔπρεπε, λέει, νὰ πιάσουμε τὶς γραμμὲς ποὺ κρατούσανε ὡς τότε οἱ Ἀρτινοί, ἀπὸ Χειμάρρα ὡς Τεπελένι. Λόγω ποὺ ἐκείνοι πολεμούσανε ἀπ’ τὴν πρώτη μέρα, συνέχεια, κι εἶχαν μείνει σχεδόν οἱ μισοὶ καὶ δὲν ἀντέχανε ἄλλο.
Νύχτα πάνω στὴ νύχτα βαδίζαμε ἀσταμάτητα,
ἕνας πίσω ἀπ’ τὸν ἄλλο, ἴδια τυφλοί.
Μὲ κόπο ξεκολλῶντας τὸ ποδάρι ἀπὸ τὴ λάσπη, ὅπου, φορές, ἐκαταβούλιαζε ἴσαμε τὸ γόνατο. Ἐπειδή τὸ πιὸ συχνὰ ψιχάλιζε στοὺς δρόμους ἔξω, καθῶς μὲς στὴν ψυχή μας.
Καὶ τὶς λίγες φορὲς ὅπου κάναμε στάση νὰ ξεκουραστοῦμε, μήτε ποὺ ἀλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί κι ἀμίλητοι, φέγγοντας μ’ ἕνα μικρὸ δαδί, μία-μία ἐμοιραζόμασταν τὴ σταφίδα. Ἢ φορὲς πάλι, ἂν ἦταν βολετό, λύναμε βιαστικὰ τὰ ροῦχα καὶ ξυνόμασταν μὲ λύσσα ὧρες πολλές, ὅσο νὰ τρέξουν τὰ αἵματα. Τι μας εἶχε ἀνέβει ἡ ψεῖρα ὡς τὸ λαιμό, κι ἦταν αὐτό πιο κι ἀπ’ τὴν κούραση ἀνυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ἀκουγότανε στὰ σκοτεινά ἡ σφυρίχτρα, σημάδι ὄτι κινοῦσαμε, καὶ πάλι σὰν τὰ ζὰ τραβοῦσαμε μπροστὰ νὰ κερδίσουμε δρόμο, πριχοῦ ξημερώσει καί μας βάλουνε στόχο τ'ἀεροπλάνα. Ἐπειδή ὁ Θεὸς δὲν κάτεχε ἀπό στόχους ἢ τέτοια, κι ὅπως το `χε συνήθειο του, στὴν ἴδια πάντοτε ὧρα ξημέρωνε τὸ φῶς.
Κι ὄτι ἤμασταν σιμὰ πολὺ στὰ μέρη ὅπου δὲν ἔχει καθημερινὲς καὶ σκόλες, μήτε ἀρρώστους καὰ γερούς, μήτε φτωχοὺς καὶ πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ὁ βρόντος πέρα, κάτι σὰν πίσω ἀπ’ τὰ βουνά, δυνάμωνε ὁλοένα, τόσο ποὺ καθαρὰ στὸ τέλος νὰ διαβάζουμε τὰ ἀργό καὶ τὸ βαρὺ τῶν κανονιῶν, τὸ ξερὸ καὶ τὸ γρήγορο τῶν πολυβόλων. Ὕστερα καὶ γιατὶ ὁλοένα πιὸ συχνά, τύχαινε τώρα ν’ ἀπαντοῦμε, ἀπ’ τ’ ἄλλο μέρος νά `ρχονται, οἱ αργές οἱ συνοδείες μὲ τοὺς λαβωμένους. Ὅπου ἀπιθώνανε χάμου τὰ φορεία οἱ νοσοκόμοι, μὲ τὸν κόκκινο σταυρὸ στὸ περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στὶς παλάμες, καὶ τὸ μάτι τους ἄγριο γιὰ τσιγάρο. Κι ὅπου σὰν ἀκούγανε γιὰ ποὺ τραβούσαμε, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι, ἀρχινῶντας ἱστορίες γιὰ σημεία καὶ τέρατα. Ὅμως ἐμεῖς τὸ μόνο ποὺ προσέχαμε ἦταν ἐκείνες οἱ φωνὲς μέσα στὰ σκοτεινά, ποὺ ἀνέβαιναν, καυτὲς άκόμη ἀπὸ τὴν πίσσα τοῦ βυθοῦ ἢ τὸ θειάφι. "Ὄι, ὄι μάνα μου", "ὄι, ὄι μάνα μου", καὶ κάποτε, πιὸ σπάνια, ἕνα πνιχτὸ μουσούνισμα, ἴδιο ροχαλητό, πού `λεγαν, ὅσοι ξέρανε, εἶναι αὐτός ὁ ρόγχος τοῦ θανάτου.
Ἦταν φορὲς ποὺ ἐσέρνανε μαζί τους κι αἰχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ὧρες πρίν, στὰ ξαφνικὰ γιουρούσια ποὺ κάναν τὰ περίπολα. Βρωμούσανε κρασὶ τὰ χνώτα τους, κι οἱ τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ἢ σοκολάτες. Ὅμως ἐμεῖς δὲν εἴχαμε, ὄτι κομμένα τὰ γιοφύρια πίσω μας, καὶ τὰ λίγα μουλάρια μας κι ἐκεῖνα ἀνήμπορα μέσα στὸ χιόνι καὶ στὴ γλιστράδα τῆς λασπουριᾶς.
Τέλος κάποια φορά, φανήκανε μακριά οἱ καπνοὶ ποὺ ἀνέβαιναν μεριὲς-μεριές, κι οἱ πρῶτες στὸν ὁρίζοντα κόκκινες, λαμπερὲς φωτοβολίδες.
Στίχοι:
Οδυσσέας Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου