Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

ΜΙΑ ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΤΟΛΗ ΠΟΥ ΔΙΕΛΥΣΕ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ

Μαναβάκι τον ήθελε ο πατέρας του ο Χαράλαμπος με την «Αφθονία του Απόστολου», αλλά ο μικρός με τις έντεκα αδελφές σμπαράλιασε το πεπρωμένο του κι έγραψε μοναδική ιστορία, γεννημένος σταρ και ζεν πρεμιέ κι ας ξεκίνησε με… ψιλή φωνή για την οποία τον κορόιδευαν.

Λένε ότι η μοίρα είναι προδιαγεγραμμένη, αποφασιστική, θυελλώδης όταν δρα, ασυναίσθητη να ακούσει πόνους και καημούς, να πιάσει σφυγμό, να αφουγκραστεί αγωνίες, να δει τα όνειρα των ανθρώπων. 

Ε, δεν είναι έτσι! Κι είναι τόσα τα παραδείγματα της υποταγής και τελικά της συντριβής της μοίρας, που έφευγε θυμωμένη για την αποτυχία της και ξεσπούσε σε άλλους, προσπαθώντας να τους συνθλίψει!

Αν λοιπόν η μοίρα έκανε κουμάντο όλες τις φορές, τότε ο Τόλης Βοσκόπουλος θα ήταν μανάβης στην Κοκκινιά, κι αν πήγαινε καλά θα έπαιρνε… μεταγραφή για το Πασαλιμάνι και τη Φρεαττύδα, εκεί που τα μανάβικα πουλάνε ακριβότερα. Λες και το καρπούζι εκεί είναι πιο γλυκό. 

Ναι μανάβης! Γι’ αυτό τον προόριζε ο πατέρας του ο Χαράλαμπος, ο οποίος μάλιστα του έδειξε και προσχέδια για το μαγαζί τους. 

«Η αφθονία του Απόστολου», θα λεγόταν το μαγαζί,

κι ο πατέρας είχε τους λόγους του. 

Έντεκα κορίτσια είχε βγάλει πριν τον Απόστολο, τον Τόλιο του όπως τον φώναζε, κι έτσι οι δυο άντρες του σπιτιού έπρεπε να δουλέψουν σκληρά για να κινήσουν το μαγγανοπήγαδο. 

Όλα έμοιαζαν προδιαγεγραμμένα, βγαλμένα από αλάθητο καλούπι, αλλά ο Τόλιος την ξέσκισε την πουτάνα τη μοίρα του, κομμάτια την έκανε, την πέταξε στον γκρεμό μαζί με κάτι καφάσια σάπιες ντομάτες. 

Ένιωθε αυτός ο μαγκάκος ότι δεν ήταν για τα Λεμονάδικα και τη λαχαναγορά του Ρέντη, θα χαραμιζόταν να μιλάει με τις πιπεριές, τα λάχανα και τα παραπούλια. Άσε που δεν χώνευε το κουνουπίδι και το μπρόκολο, πώς να τα πουλήσει;

«Θεατρίνος θέλω να γίνω!», έλεγε στους κοντινούς του φίλους που δεν τον περιγελούσαν, έβλεπαν το πάθος αυτού του ομορφάντρα. Όμορφος από μικρός, ξεχωριστός, γόης, σαν σταρ αληθινός. 

Δεν μίλησε για τα όνειρά του στη μάνα του, την κυρά Κατερίνα –Σαράφογλου, Μικρασιάτισσα ντούρα έως κι άγρια- αλλά τόλμησε να τα πει στον πατέρα του. 

Φαρμακώθηκε ο κυρ Χαράλαμπος. Κι όχι γιατί ο γιος του ήθελε να γίνει θεατρίνος αλλά επειδή δεν θα είχε στήριγμα στο μαγαζί, το μανάβικο. Ήθελε να του το κληρονομήσει κι ονειρευόταν την «Αφθονία» του Απόστολου. Με τέτοιο παρουσιαστικό, πάταγο θα έκανε το μαγαζί, αφού όλες οι κυράδες θα έρχονταν να δουν τον μορφονιό και να ψωνίσουν. 

Κατάπιε τον πόνο του ο Χαράλαμπος κι αφουγκράστηκε τον καημό του μοναχογιού, καψούρα δηλαδή που έσπαγε τα τσιμέντα του σπιτιού στην Κοκκινιά. 

Έτσι με τη μισή ντροπή δική του, τον έγραψε μια μέρα στο Εθνικό Ωδείο του Μανόλη Καλομοίρη, κι όταν τέλειωσαν με τα χαρτιά, τον κοίταξε στα μάτια μ’ εκείνα τα σμιχτά φρύδια του και του είπε:

«Τώρα προχώρα δυνατά. Δεν θα έχεις δικαίωμα να μη μου κλαφτείς μια μέρα ότι δεν σε άφησα να κάνεις αυτό που αγαπούσες. Ξηγημένοι; Τώρα βγάλτα πέρα μόνος σου εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω, μανάβης είμαι»

Και στο θέατρο βγήκε και στον κινηματόγραφο –όπως τον έλεγε η μάνα του- αλλά σε μικρά ρολάκια. Κατάλαβε αμέσως ότι τον τραβούσε το τραγούδι κι οι πρώτοι μάρτυρες ήταν οι τοίχοι του μπάνιου. 

Άκουγαν κι εκείνοι –όπως και οι πρώτοι ζωντανοί μάρτυρες- μια ψιλή φωνή, όχι τόσο… αντρίκια, όπως ήταν τότε οι φωνές. 

Και το πήρε κατάκαρδα, το έχει ομολογήσει ανερυθρίαστα!

«Ο κόσμος τότε είχε μάθει σε βαριές ανδρικές φωνές κι εγώ βγήκα με μια λεπτή φωνή, μια… φωνίτσα τόση δα, στην οποία δεν ήταν συνηθισμένος. Νόμιζαν ότι τραγουδούσε γυναίκα και ρωτούσαν “ποια είναι… αυτή”, γιατί δεν καταλάβαιναν ότι ήμουν άντρας. Ε, αυτό το “ποια είναι αυτή” με είχε συνθλίψει, με είχε σκοτώσει»

Πείσμωσε γιατί ήταν από δυνατό καλούπι. Έτσι τον είχε μάθει η Μικρασιάτισσα. Κι άρχισε να μαθαίνει μόνος του μπουζούκι, να προσαρμόζει τη φωνή –εκείνη την… ψιλή- στις νότες. 

«Δεν υπάρχει περίπτωση, θα τα καταφέρω!», είπε στη μάνα και τις αδελφές, τρίβοντας τη φαβορίτα του. 

Κι έτσι, αφού πάλεψε σε διάφορα ξενυχτάδικα, στα 27 του έγραψε τη μουσική στους στίχους του Μίμη Θειόπουλου και παρουσίασε στον κόσμο μαζί με τη Δούκισσα το πρώτο του τραγούδι, τις Αναμνήσεις, σωτήριο έτος 1967. 

Οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουνε

και μου θυμίζουνε τα περασμένα

Χαρές που φύγανε και δε γυρίζουνε

και τα όνειρά μου που ‘ναι χαμένα…

Ποια… χαμένα όνειρα; Ο μικρός άρχισε να απογειώνεται –με την ψιλή φωνή- κι ένα χρόνο αργότερα κάνει το μπαμ. 

Το 1968 λοιπόν ερμηνεύει με… λαχτάρα την Αγωνία του Γιώργου Ζαμπέτα και χαλάει κόσμο και ντουνιά! Τριακόσιες πενήντα χιλιάδες δίσκοι, τρομακτικός πάταγος! Οι απανταχού ερωτευμένοι στα πατώματα!

 

Η καρδιά μου πληγωμένη

σαν καμπάνα ραγισμένη

μυστικά με βασανίζει με μανία

η ζωή πριν μας χωρίσει

προσπαθώ να βρω μια λύση

αγωνία, αγωνία.

Αγωνία με λαχτάρα να σε νοιάζομαι

αγωνία δυστυχώς να σε μοιράζομαι…

Ο Ζαμπέτας το είχε προβλέψει έξι χρόνια πριν, από το 1962, τότε που ο Γιώργος Κατσαρός διοργάνωνε οντισιόν για νέα ταλέντα για λογαριασμό της Columbia.

 «Κρατήστε τον ρε τον μορφονιό, αυτός θα κάνει ζημιά!»

Δεν διάβαζε… βουλωμένο γράμμα, αλλά δικαιώθηκε τόσο πανηγυρικά!

Γιατί τριάντα-τριάντα πέντε χρόνια το… μαναβάκι σάρωσε τη νύχτα, τις πίστες, τις μουσικές σκηνές, τα φεστιβάλ, με ανεπανάληπτα τραγούδια στα οποία έβαζε τη σφραγίδα του. Κανείς δεν τα είπε όπως εκείνος. 

Και το ήξεραν ο Ζαμπέτας κι ο Γιώργος Κατσαρός, ο Μίμης Πλέσσας κι ο Άκης Πάνου, ο Τόκας, ο Πολυκανδριώτης, ο Βίρβος, όσοι του έγραψαν κι είχαν τη βεβαιότητα ότι θα απογειώσει τα τραγούδια με σπάνια ερμηνεία. 

Κι όπως είπε κι ο Γιάννης Πάριος πριν χρόνια, «αυτός είναι ο μεγαλύτερος σταρ που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα»

Ο Ζαμπέτας, δεύτερος πατέρας, τα έλεγε κοφτά, σαν τη βρόχα του που έπεφτε στρέιτ θρου. 

«Ο Τόλης είναι γεννημένος θεατρίνος. Ανεβαίνει στην πίστα και την καταπίνει όλη. Γιατί η πίστα όταν ανεβαίνεις σου λέει: φάε με για θα σε φάω. Να ξηγιόμαστε. Μεγάλος εργάτης ο Βοσκόπουλος, ο μεγαλύτερος».

Οι επιχειρηματίες θησαύριζαν όταν τον είχαν στα μαγαζιά τους κι έπρεπε κάποιος να έχει μεγάλο μέσον για να κλείσει τραπέζι. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν τόσα sold out. Για ολόκληρες δεκαετίες μιλάμε, τότε που το λαϊκό προσκύνημα είχε ονοματεπώνυμο: Τόλης Βοσκόπουλος!

Τότε που οι άντρες έσπαγαν το μπροστινό τους δόντι για… να του μοιάζουν!

Ακραίος στα συναισθήματά του. Ένα φορτηγό λουλούδια για τις γυναίκες που αγαπούσε, δώρα εκατομμυρίων (ως και σπίτια!), αυτοκίνητα πολυτελείας που τους έβαζε φωτιά αν δεν κατέβαιναν να τον δουν!

Κι όταν έφευγε, άφηνε το σπίτι του στη γυναίκα με την οποία ήταν κι έπαιρνε μόνο το κλειδί του αυτοκινήτου του και λεφτά για βενζίνη.

Ανεπανάληπτος σε όλα αυτός που δίδαξε ότι Οι άντρες δεν μιλούν πολύ. Αυτός που λάτρεψε τις γυναίκες και δεν δίστασε να πει δημόσια 23 χρόνια πριν:

«Για μένα η γυναίκα είναι ο καπετάνιος. Και είμαι έτοιμος ακόμα και μούτσος να γίνω στο καράβι»

Το είπε και τηλεοπτικά, στον Νίκο Χατζηνικολάου:

«Είμαι ραγιάς στη γυναίκα. Είμαι δούλος της. Είμαι υπάλληλός της. Θέλω να την υπηρετώ».

Ξανθές (και όχι μόνο) αγαπημένες Παναγιές του, όπως η Ζωίτσα Λάσκαρη, ήξεραν όλες πόσο άρχοντας ήταν. 

Πόσο άρχοντας θα παραμείνει, γιατί μόνο η σάρκα φεύγει, η ψυχή μένει πίσω. Για να θυμίζει, για να συγκινεί, για να προκαλεί ανατριχίλες. 

Όλοι τον έκλαψαν –κι αν δεν ήταν η πανδημία σήμερα θα είχε λαϊκό προσκύνημα για τον αποχαιρετισμό του-  γιατί ήταν πάνω από κόμματα, ταξικές διαφορές, διαχωρισμούς ανθρώπων, ακόμα και το χρήμα, το οποίο τσαλαπάτησε για να μην τον εξουσιάζει και τον αλλοιώνει. 

Έφυγε το σαρκίο του, αλλά θα μείνει πάντα σαν της γαρδένιας τον ανθό. Ο πρίγκιπας που τραγουδούσε με το κεφάλι ψηλά και τεντωμένη τη σπονδυλική στήλη, στις μύτες των παπουτσιών, ατσαλάκωτος και αρχοντικός, κουνώντας τα χέρια στο κοινό που παραληρούσε. 

Το μαναβάκι που έγινε θρύλος τσακίζοντας τη μοίρα που ήθελε να τον εξουσιάσει πίσω από τελάρα…

Μένιος Σακελλαρόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: