του Σαράντη Μιχαλόπουλου κατοίκου Ιτέας
Πριν από πολλά χρόνια ο Ανδρέας Παπανδρέου μίλησε για πρώτη φορά για τον «κοινωνικό μισθό», δηλαδή για τις παροχές που δίνει η Πολιτεία στους πολίτες και οι οποίες τον βοηθούν στην καθημερινότητά του.
Αρκετοί το διακωμώδησαν, ενώ άλλοι θεώρησαν ότι αυτές οι παροχές ήταν υποχρέωση της πολιτείας και δεν είχε νόημα να λογίζονται σαν «μισθός».
Στην ιδιωτική εταιρία που δούλευα υπήρχαν αρκετές πρόσθετες παροχές, όπως συνέβαινε και συμβαίνει και σε πολλές άλλες εταιρίες. Μερικές από τις παροχές αυτές ήταν πρόσθετη ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη, πρόγραμμα «συνταξιοδότησης», πρόγραμμα παροχής μετοχών της εταιρίας αλλά και πιο απλές παροχές όπως επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού, παιδικές κατασκηνώσεις, κάλυψη ενός σημαντικού ποσού για εκδρομές του προσωπικού ή παρακολούθηση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και αρκετά άλλα.
Η εταιρία αποτιμούσε τις παροχές αυτές σε πραγματικό κόστος και τις παρουσίαζε στο προσωπικό,
ώστε αυτό να έχει εικόνα του τι παραπάνω από τον μισθό του έπαιρνε από την εταιρία. Και σε κάποιες περιπτώσεις χαμηλόμισθων υπαλλήλων, αυτές οι πρόσθετες παροχές έφθαναν και το 40 % του μισθού.Το σημαντικότερο όμως που προσπαθούσε η εταιρία να πει στους υπαλλήλους της ήταν ότι κάποιες από τις παροχές αυτές για συγκεκριμένες κατηγορίες ή για κάποιες εξατομικευμένες περιπτώσεις ήταν πάρα πολύ υψηλότερες και άρα σημαντικότερες για τους αποδέκτες αυτών των παροχών.
Η παροχή, για παράδειγμα, ενός επιδόματος βρεφονηπιακού σταθμού μπορεί να ήταν 300 € / μήνα Χ 10 μήνες = 3.000 € τον χρόνο Χ 50 άτομα που έκαναν χρήση = 150.000 €, που διαιρούμενο δια του αριθμού του προσωπικού (500 άτομα) έβγαζε ένα μέσο όρο 300 € ανά άτομο, όμως οι πραγματικά ωφελούμενοι, όσοι δηλαδή έκαναν χρήση παιδικού σταθμού, έπαιρναν ολόκληρο το ποσό αυτό, ή, και το διπλάσιο αν είχαν 2 παιδιά, πράγμα που σήμαινε ότι, για ένα μισθό 1.000 € τον μήνα, ή, 14.000 € ετήσιο εισόδημα, η συμβολή της εταιρίας ήταν περίπου 20 %.
Άλλο αντίστοιχο και πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το πρόγραμμα της πρόσθετης ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, το οποίο προέβλεπε κάλυψη δαπανών σε φάρμακα, γιατρούς και νοσηλεία σε κλινική μέχρι 15.000 τον χρόνο για κάθε εργαζόμενο, όπου, πάλι σαν μέσος όρος πραγματικών δαπανών της εταιρίας, μπορεί να σήμαινε 300.000 / 500 = 600 € ανά άτομο, όμως ένας υπάλληλος που χρειαζόταν κάποια χρονιά να κάνει μία σοβαρή εγχείρηση, μπορούσε να αποζημιωθεί με το σύνολο των 15.000 €, και αυτό, για το συγκεκριμένο άτομο που δεν μπορούσε να επαναπαυθεί στη δημόσια περίθαλψη, δεν ήταν απλώς σημαντικό, ήταν σε πολλές περιπτώσεις σωτήριο.
Τα παραπάνω παραδείγματα, που, επαναλαμβάνω, δεν αφορούν ένα μικρό μόνο αριθμό ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά και πολλούς δημόσιους οργανισμούς, όπου, μέσω συλλογικών συμβάσεων, οι εργαζόμενοι έχουν εξασφαλίσει αρκετές πρόσθετες παροχές, δείχνουν το πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι «κοινωνικές παροχές» της Πολιτείας, καθώς σαφέστατα αποτελούν ένα πρόσθετο «μισθό» για τους πολίτες, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι κάποιες από τις παροχές αυτές δεν αφορούν το σύνολο των πολιτών αλλά συγκεκριμένες ομάδες, για τις οποίες οι εν λόγω παροχές είναι ιδιαίτερα σημαντικές.
Εκείνο λοιπόν που εγώ υποστηρίζω είναι ότι πρέπει να καθιερωθεί επισήμως ένας «δείκτης» που θα αντανακλά τις παροχές της Πολιτείας με τη μορφή που περιέγραψα, δηλαδή του «κοινωνικού μισθού». Και ο δείκτης αυτός θα ήταν ενδιαφέρον να αναφέρεται, και σαν «μέσος όρος» στο σύνολο του πληθυσμού, αντιπροσωπεύοντας το κόστος του συγκεκριμένου μέτρου που «χρηματοδοτούν» οι πολίτες μέσω των φόρων που πληρώνουν, αλλά και σαν μέσος όρος ανά πραγματικά ωφελούμενο, για να φαίνεται η σημαντικότητα της παροχής γι’ αυτούς που κάνουν χρήση, όπως το παράδειγμα του βρεφονηπιακού σταθμού.
Τέτοιοι δείκτες θα έπρεπε, όχι μόνο να τηρούνται, αλλά και να αναφέρονται μαζί με άλλους δείκτες που συνηθίζεται να χρησιμοποιούνται για να δείξουν την γενικότερη κατάσταση του τόπου, όπως η ανάπτυξη, ο πληθωρισμός, η ανεργία, ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, κλπ.
Μαζί όμως με τον «κοινωνικό μισθό», υπάρχει και μία ακόμη έννοια που χρησιμοποιείται από ελάχιστα μέχρι καθόλου. Είναι η έννοια του «κοινωνικού κόστους» διαφόρων καταστάσεων που επιβαρύνουν τον Πολίτη, μέσω της διάθεσης κονδυλίων του προϋπολογισμού για πράγματα που θεωρούνται σαν «αναγκαία», αλλά κανείς δεν σκέφτεται αν μπορούσαν να μειωθούν ή και να εξαλειφθούν, χωρίς μείωση των παρεχόμενων υπηρεσιών από το Κράτος προς τον πολίτη.
Εδώ τα παραδείγματα είναι πολλά και μερικά συνιστούν για μένα μείζον θέμα.
Ας ξεκινήσω με το απλό και πολύ επίκαιρο θέμα της εξασφάλισης συνθηκών «νομιμότητας» μέσα στα ΑΕΙ. Πρόσφατα καθιερώθηκε η «πανεπιστημιακή αστυνομία» με στόχο να πατάξει την «παραβατικότητα» στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, δηλαδή τις καταλήψεις και τους βανδαλισμούς. Η εν λόγω αστυνομία θα έχει ένα πρόσθετο κόστος και το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτό είναι αναγκαίο ή μπορεί να αποφευχθεί.
Εδώ υπάρχουν δύο προσεγγίσεις. Η πρώτη λέει ότι η αστυνομία αυτή δεν είναι απαραίτητη και τα όποια φαινόμενα παραβατικότητας μπορούν και πρέπει να αντιμετωπίζονται από τις Διοικήσεις των Πανεπιστημίων. Γιατί όμως δεν αντιμετωπίζονται ; Λείπει το κατάλληλο νομικό πλαίσιο ; Σίγουρα όχι. Εκείνο που λείπει είναι η διάθεση των αρμοδίων να κάνουν το αυτονόητο, δηλαδή να περιφρουρήσουν τη δημόσια περιουσία. Με την απροθυμία τους όμως να εξαντλήσουν τις αρμοδιότητές τους, δημιουργούν ένα πρόσθετο «κοινωνικό κόστος», είτε με την μη σωστή λειτουργία των Ιδρυμάτων τους, είτε με την δημιουργούμενη «ανάγκη» της Πολιτείας να πάρει πρόσθετα μέτρα.
Η δεύτερη προσέγγιση είναι ότι όλοι αυτοί που «αγωνίζονται» για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες ή τη δημοκρατία, είναι συνυπεύθυνοι για το πρόσθετο και αχρείαστο κοινωνικό κόστος, διότι η καταστροφή δημόσιας περιουσίας ή η ανοχή στην καταχρηστική λειτουργία κάποιων πραγμάτων δεν συμβιβάζεται με τις ωραίες ιδέες και τις διακηρύξεις για τα δικαιώματα του «λαού», που κάποιες σκοτεινές δυνάμεις καταπατούν.
Ποιο χαρακτηριστική όμως είναι η περίπτωση των Δημόσιων Οργανισμών, οι οποίοι διαμορφώνουν ένα κόστος λειτουργίας τους, που μάλλον λίγοι έχουν τη δυνατότητα να αναλύσουν σε βάθος και να αποφανθούν αν το κόστος αυτό είναι εύλογο.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα που έχω ζήσει προσωπικά, ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΕΔΔΗΕ την περίοδο 2013-2015. Κατά την υποβολή προς έγκριση του ετήσιου προϋπολογισμού του Οργανισμού, εγώ ρώτησα με ποιον τρόπο είχε καταρτισθεί αυτός. Η απάντηση που πήρα ήταν ότι όλες οι υπηρεσίες επεξεργάζονται τους επιμέρους προϋπολογισμούς και τους υποβάλλουν στην Οικονομική Διεύθυνση. Εκείνη, το μόνο κριτήριο που χρησιμοποιεί είναι η σύγκριση με τον προϋπολογισμό του προηγούμενου έτους, θεωρώντας ότι όλες οι υπηρεσίες έχουν κάνει όλες τις δυνατές προσπάθειες για τήρηση των δαπανών στο χαμηλότερο επίπεδο.
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, παρά τη μη αμφισβητούμενη καλή διάθεση, συνέπεια και την υπευθυνότητα των υπηρεσιών, το αποτέλεσμα είναι η «αναπαραγωγή» μίας παγιωμένης κατάστασης. Με άλλα λόγια, δεν εφαρμοζόταν η μέθοδος κατάρτισης προϋπολογισμού μηδενικής βάσης, δηλαδή χωρίς τίποτε να θεωρείται «δεδομένο», αλλά η επίσης γνωστή μέθοδος του Business As Usual, δηλαδή «όπως γίνονται όλα μέχρι σήμερα»
Σε ερώτησή μου για τον τρόπο έγκρισης του προϋπολογισμού από την εποπτεύουσα Αρχή, τη ΡΑΕ, η απάντηση που πήρα ήταν ότι πρακτικά δεν έχουν τη δυνατότητα να αναλύσουν σε βάθος τον προϋπολογισμό και αρκούνται στο να εφαρμόσουν την «κοινή λογική» που είναι να μην επιβαρύνουν αλόγιστα τον καταναλωτή, καθώς, από αυτή την έγκριση καθορίζεται και η «αποζημίωση» του ΔΕΔΔΗΕ, μέσω των «ρυθμιζόμενων χρεώσεων».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, παρουσιάστηκε στο Διοικητικό Συμβούλιο έκθεση σοβαρής Εταιρίας Συμβούλων, σύμφωνα με την οποία οι Κεντρικές Υπηρεσίες του ΔΕΔΔΗΕ μπορούσαν να λειτουργούν με 25 % λιγότερο προσωπικό, ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ στις εφαρμοζόμενες πρακτικές και διαδικασίες. Με άλλα λόγια, αυτό το Business As Usual ήταν απολύτως λανθασμένο, διότι η λειτουργία της εταιρίας μπορούσε να γίνεται με λιγότερο προσωπικό, άρα και μικρότερο κόστος.
Εντελώς αντίστοιχα παραδείγματα μπορεί κανείς να συναντήσει και σε άλλους οργανισμούς. Για παράδειγμα, στην ΑΜΕΛ (Αττικό Μετρό Εταιρία Λειτουργίας, μετέπειτα η σημερινή ΣΤΑΣΥ), στην οποία διετέλεσα Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος την περίοδο 2010 – 2011, για την κάλυψη μίας θέσης εργασίας σε βάρδιες (δηλαδή στην ουσία 3 άτομα), χρειάζονταν 6 άτομα για να καλυφθούν άδειες, ρεπό αλλά και απουσίες λόγω ασθένειας και άλλων αιτίων. Και όλο αυτό ήταν αποτέλεσμα μίας σειράς «παροχών» που είχαν «εξασφαλίσει οι εργαζόμενοι μέσω των συλλογικών συμβάσεων, που δεν είχαν πολύ λογική, οδηγούσαν όμως σε αυξημένο κόστος λειτουργίας του Οργανισμού και κατ’ επέκταση σε κάποιο «κοινωνικό κόστος» το οποίο πλήρωνε τελικά η Πολιτεία (ελλείμματα) ή ο καταναλωτής (αυξημένο εισιτήριο για τις μετακινήσεις).
Το μεγάλο για μένα θέμα ήταν ότι αυτό το «κοινωνικό κόστος» δεν φαινόταν να απασχολεί κανένα. Οι διοικούντες, σε όλα τα επίπεδα, «ξέφευγαν» από το να δώσουν απευθείας αυξήσεις στις αποδοχές, δίνοντας παροχές από το «παράθυρο», που ισοδυναμούσαν όμως με αυξήσεις και κόστος της εταιρίας και απλώς μετακυλίονταν τελικά στον πολίτη. Για παράδειγμα, στη ΣΣΕ είχε περιληφθεί, όρος όπου τα ρεπό του προσωπικού ήταν 10 παραπάνω από τις επίσημες αργίες, κάτι που οδηγούσε σχεδόν πάντα σε αυξημένες αποδοχές, λόγω πληρωμής των δεδουλευμένων ρεπό με διπλάσιο ωρομίσθιο, ενώ ταυτόχρονα έκανε τις διοικήσεις να μιλούν για ελλείψεις στο προσωπικό.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η λειτουργία μίας υπηρεσίας που είχε σαν έργο την συντήρηση των σιδηροτροχιών σε εικοσιτετράωρη βάση, δηλαδή σε τρεις βάρδιες, τη στιγμή που ήταν ολοφάνερο ότι οι δύο από αυτές τις βάρδιες, δηλαδή η πρωινή και η απογευματινή, δεν είχαν καθόλου δουλειά, αφού η συντήρηση γινόταν ΜΟΝΟ τις βραδινές ώρες, που δεν κυκλοφορούσαν οι συρμοί.
Όταν εγώ, διαπιστώνοντας αυτή την κραυγαλέα αντιπαραγωγική λειτουργία, ζήτησα από το προσωπικό της πρωινής και απογευματινής βάρδιας, που δεν έκανε το παραμικρό, να βοηθήσει σε τομείς όπου υπήρχαν ανάγκες (π.χ. λειτουργία εκδοτηρίων εισιτηρίων ή έλεγχος εισιτηρίων), επαναστάτησαν, διότι έτσι «θα έπαιρνα τη δουλειά από άλλες ειδικότητες, στις οποίες, εφόσον υπήρχαν ανάγκες, έπρεπε να γίνουν πρόσθετες προσλήψεις».
Φυσικά, καμία «πολιτική ηγεσία» δεν ήταν πρόθυμη να οξύνει τις σχέσεις με τα σωματεία, διότι θα ακολουθούσαν απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες θα έπλητταν σοβαρά τους απλούς πολίτες, που δεν έφταιγαν σε τίποτε να μη μπορούν να πάνε στη δουλειά τους.
Δυστυχώς, τέτοια παραδείγματα αχρείαστου κοινωνικού κόστους υπάρχουν πολλά και δεν αφορούν μόνο ειδικές περιπτώσεις σαν αυτές που ανέφερα, λόγω προσωπικής εμπλοκής σε θέματα διοίκησης Δημόσιων Οργανισμών.
Αφορούν και την καθημερινότητα των πολιτών, όπου οι τελευταίοι βιώνουν απίστευτη ταλαιπωρία και σημαντικό άμεσο ή έμμεσο κόστος, από την κακή λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, που οι ίδιοι πληρώνουν, μέσω της φορολογίας τους.
Θα μπορούσα να αναφέρω και εδώ πάρα πολλά παραδείγματα, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα κούραζα τον αναγνώστη. Το μόνο που θέλω να αναρωτηθώ είναι αν υπάρχει σε κάποια δημόσια υπηρεσία συστηματικός τρόπος μέτρησης της «εξυπηρέτησης του πολίτη». Σε πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις, όταν απευθύνεσαι για κάποιο θέμα, ακολουθεί μία διαδικασία «βαθμολογίας» της εξυπηρέτησης. Στις δημόσιες υπηρεσίες δεν υπάρχει πουθενά. Και αυτό δείχνει ότι πραγματικά κανείς δεν ενδιαφέρεται να εξυπηρετήσει τον πολίτη. Το μόνο που τον απασχολεί είναι να «δείξει» ότι ενδιαφέρεται, ενώ στην πραγματικότητα εκείνο που προσπαθεί είναι να αποφύγει με κάθε τρόπο οποιασδήποτε μορφής έλεγχο και κριτική.
Κλείνοντας αυτή την αναφορά μου, θα έλεγα ότι, ενώ είναι εύκολο να ορίσεις έναν δείκτη «κοινωνικού μισθού» ή, αλλιώς, κοινωνικού οφέλους για τον πολίτη, είναι δύσκολο να κάνεις κάτι αντίστοιχο για το «κοινωνικό κόστος». Μπορεί όμως η Πολιτεία να κάνει κάτι άλλο, πολύ απλό και με μικρό κόστος.
Μπορεί να καθιερώσει ετήσιο διαγωνισμό μεταξύ των υπαλλήλων μίας υπηρεσίας, με θέμα προτάσεις βελτίωσης της λειτουργίας ή άμεσης μείωσης του κόστους, δίνοντας και χρηματικά βραβεία, σε αυτούς που θα παρουσιάσουν τις καλύτερες προτάσεις, ενώ σε όλους όσους θα συμμετάσχουν, μπορεί να δοθούν άλλου είδους βραβεία, όπως π.χ. πρόσθετες ημέρες άδειας, ή γραπτά συγχαρητήρια από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ή ακόμη και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι μία τέτοια προσπάθεια θα απέφερε καρπούς, διότι κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από τον ίδιο τον υπάλληλο, οποιασδήποτε βαθμίδας, ποια πράγματα μπορούν εύκολα να διορθωθούν, και μάλιστα με κόστος, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, ελάχιστο ή και καθόλου.
Δυστυχώς όμως, τέτοιες απλές ιδέες δεν φαίνεται να απασχολούν κανένα. Διότι διαφορετικά οι έννοιες του «κοινωνικού οφέλους» και του «κοινωνικού κόστους» θα ήταν σε ημερήσια διάταξη και όχι στα ζητούμενα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου