Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΩΝΤΕΣ

του Σαράντη Μιχαλόπουλου  Κατοίκου Ιτέας

Τον τελευταίο καιρό, λόγω καλοκαιριού αλλά και επανόδου στην «κανονικότητα», άρχισε η διασκέδαση, κυρίως των νέων, με τρόπο που ήδη δημιούργησε αντιδράσεις και αντεγκλήσεις, λόγω του θορυβώδους τρόπου με τον οποίο εκδηλώθηκε και εκδηλώνεται αυτή η διασκέδαση.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Δήμου Αλίμου, ο οποίος αποφάσισε ότι η δυνατή μουσική θα επιτρέπεται μέχρι τις 11 μ.μ. και όχι μετά από την ώρα αυτή. Η απόφαση αυτή αντιμετωπίστηκε θετικά από τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι έλεγαν ότι με τις προηγούμενες συνθήκες δεν μπορούσαν να κοιμηθούν (κάποιος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι η δυνατή μουσική ακούγεται μέχρι την Ακρόπολη !), και αρνητικά από τους νέους, οι οποίοι δήλωναν ότι έχουν δικαίωμα στην διασκέδαση και είναι «άδικο» γι’ αυτούς να πρέπει να την σταματούν στις 11 το βράδυ.

Αυτό το επιχείρημα, δηλαδή διασκέδαση = δυνατή μουσική,

μου έφερε στον νου τους λεγόμενους «κορυβαντιώντες» της αρχαιότητας. Σύμφωνα με το λεξικό ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ,  «Στην ελληνική μυθολογία, οι Κορύβαντες ήταν κατά μία παράδοση οι «πρώτοι άνθρωποι» πάνω στη Γη, ενώ κατά μία άλλη ήταν υπερφυσικές οντότητες που γεννήθηκαν πριν γεννηθούν οι ολύμπιοι θεοί.  

Οι Κορύβαντες λατρεύονταν με οργιαστικούς χορούς των πιστών, που χαρακτηρίζονταν                              ως «κορυβαντιώντες» (Αριστοφ. Σφήκες 8, Πλάτ. Κριτίας 54, Συμπόσιον 215). Οι πιστοί καλούσαν τους Κορύβαντες με άγριες κραυγές και κινήσεις. Από τη μανία τους αυτοτραυματίζονταν κάποτε, καθώς χτυπούσαν τα κύμβαλα και τα τύμπανα με τη συνοδεία αυλού. Οι αρχαίοι αποκαλούσαν την κατάσταση αυτή της εκστάσεως ως «πλήρωση», η οποία χαριζόταν από το θείο. Ταύτιζαν τη μανία αυτή με το μεθύσι ή την ευγλωττία». 

Με άλλα λόγια, από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρχε στους ανθρώπους μία ανάγκη για «έκσταση», δηλαδή ξεφάντωμα, το οποίο ήταν συνδεδεμένο με την δυνατή μουσική. Και βέβαια αποτελεί πραγματικά δικαίωμα, όχι μόνο των νέων αλλά και κάθε ανθρώπου να επιλέγει τον τρόπο διασκέδασης που θέλει. Το ερώτημα όμως είναι πόσο ένα τέτοιο δικαίωμα μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με άλλα δικαιώματα πολιτών όπως η «κοινή ησυχία».

Η Πολιτεία έχει προβλέψει την προστασία τέτοιων δικαιωμάτων, ορίζοντας π.χ. ώρες κοινής ησυχίας, ή, περιοχές αμιγούς κατοικίας, ή ακόμη και όρια στη εκπομπή θορύβων (π.χ. αυτοκίνητα, μηχανήματα, κλπ.).

Δυστυχώς, οι όποιες προβλέψεις της Πολιτείας δεν μπορούν να καλύψουν όλες τις περιπτώσεις και κυρίως δεν μπορούν να αστυνομευτούν με αποτελεσματικό τρόπο, καθώς, τις περισσότερες φορές απαιτείται να γίνει καταγγελία πολιτών προς τις αστυνομικές αρχές, ώστε οι τελευταίες να επέμβουν.

Στη μικρή πολιτεία που μένουμε, η εφαρμογή των όποιων μέτρων «σκοντάφτει» και στην δυσκολία ότι, λίγο – πολύ, όλοι είμαστε γνωστοί ή, ακόμη και συγγενείς, οπότε οι αρμόδιες αρχές δεν είναι εύκολο να επιβάλουν ό, τι προβλέπεται, κάτι που είναι απολύτως ανθρώπινο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι κάποιες μηχανές μεγάλου κυβισμού, οι οποίες κυκλοφορούν κυρίως σε νυχτερινές ώρες κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο. Οι ιδιοκτήτες τους είναι σίγουρα γνωστοί, αλλά η συνεχής παραβατική συμπεριφορά δείχνει ότι κανένας αρμόδιος δεν σκέφτηκε το πολύ απλό, να κάνει δηλαδή συστάσεις, έστω και αν δεν μπορεί να γίνει αυτόφωρη διαπίστωση της παράβασης.

Ακριβώς επειδή, όπως είπα, είναι γνωστοί οι κάτοχοι τέτοιων μηχανών, αλλά και ορισμένων αυτοκινήτων, είναι απλό να κληθούν στην αστυνομία και να διαπιστωθεί επιτόπου ότι οι εξατμίσεις είναι «πειραγμένες» και δεν πληρούν τους όρους των αδειών κυκλοφορίας.

Για τα μαγαζιά με την ζωντανή μουσική, το θέμα είναι λίγο διαφορετικό, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν άδειες των δημοτικών αρχών για παράταση των ωρών λειτουργίας με δυνατή μουσική, κυρίως τα Σαββατοκύριακα.

Το ερώτημα είναι αν αυτή η δυνατή μουσική μπορεί να εκπέμπεται σε ανοιχτούς χώρους ή θα έπρεπε να περιοριστεί σε κλειστούς χώρους, όπου, με κατάλληλη ηχομόνωση, θα περιοριζόταν αισθητά η μετάδοση του θορύβου εκτός των μαγαζιών.

Για το θέμα αυτό, δηλαδή της διασκέδασης, αρκετοί συμπολίτες στο παρελθόν έχουν εκφραστεί υπέρ της δυνατότητας των νέων να διασκεδάζουν με τον τρόπο που εκείνοι θέλουν, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα ότι, χωρίς τέτοιες ευκαιρίες για τους νέους, αυτοί δεν έχουν κίνητρα να μείνουν στην περιοχή και θα φύγουν, μετατρέποντας την πόλη σε «τόπο γερόντων».

Μία τέτοια επιχειρηματολογία έχει κατά βάση δύο αδύνατα σημεία. Το πρώτο είναι η άποψη ότι η «συγκράτηση» των νέων σε ένα τόπο επηρεάζεται σημαντικά από παράγοντες που σχετίζονται με τους τρόπους διαβίωσης, ενώ στην πραγματικότητα ο κύριος λόγος που τους κάνει να εγκαταλείπουν μία περιοχή είναι οι δυνατότητες εξεύρεσης εργασίας.

Το δεύτερο είναι ότι προβάλλεται ένα δίλλημα (διασκέδαση ή ησυχία), που θα μπορούσε κάλλιστα να μην είναι δίλλημα αλλά ένας συνδυασμός και μία συνύπαρξη και των δύο ζητούμενων, δηλαδή και της διασκέδασης αλλά και την τήρησης των στοιχειωδών κανόνων κοινωνικής συμβίωσης.

Μία περιστασιακή «όχληση» που διαταράσσει κάποιες φορές την ησυχία της καθημερινότητας είναι σίγουρο ότι έχει, όχι μόνο ανοχή αλλά και αποδοχή σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για διάφορες γιορτές ή εκδηλώσεις (π.χ. πανηγύρια), αλλά αυτή η καθημερινή υπέρβαση των ορίων δεν μπορεί να θεωρείται σαν «ελευθερία» έκφρασης ή σαν «δικαίωμα» μίας μερίδας πολιτών. Εκείνο που χρειάζεται είναι η αναζήτηση λύσεων και όχι μία αντιπαράθεση «δικαιωμάτων». Το βασικό όμως είναι οι όποιες Αρχές να μη παίζουν ένα ρόλο Πόντιου Πιλάτου, κάνοντας πως δεν ξέρουν τι πραγματικά συμβαίνει ή φοβούμενες να κακοκαρδίσουν κάποιους. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: