Ρε τρελάθηκε ο άνθρωπος σου λέωωωωω….
Πότε ρε, γιατί, τι έπαθε?
Ξαφνικά, προχθές το πρωϊ, μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στα δύο κλουβιά που είχε τα καναρίνια του και τ’ άφησε να φύγουν.
Υστερα έβαλε κάτω τα κλουβιά και τα έκανε κομμάτια ουρλιάζοντας:
«Κλουβιά, κλουβιά, κλουβιά, γεμίσαμε παντού κλουβιά…».
Βγήκε αλλόφρων από το σπίτι και πήγε στο γειτονικό παρκάκι, όπου υπάρχει ειδικός περιφραγμένος χώρος για να κάνουν τα κακά τους τα σκυλιά και άνοιξε κρυφά την πόρτα.
Ολοι οι σκύλοι, οι σκυλίτσες και τα σκυλάκια την κοπάνησαν γαυγίζοντας χαρούμενα, άρχισαν να χέζουν όπου έβρισκαν στο παρκάκι και να κατουράνε στο γρασίδι, μπροστά στα μάτια των αποσβωλομένων αφεντικών τους, που προσπαθούσαν επί ματαίω να τα ξαναμαντρώσουν.
«Περιφράξεις, περιφράξεις,
παντού περιφράξεις» φώναξε και έφυγε τρέχοντας από το πάρκο.
Μετά, μπήκε μέσα στο καφέ, παράγγειλε ένα διπλό ουϊσκυ και με το ποτό στα χέρια, ανέβηκε σε μια καρέκλα κι’ έκλεισε την τηλεόραση του μαγαζιού.
Τι να μάθετε ρε? Είπε στους έκπληκτους θαμώνες…
«Κάθε μέρα μαθαίνετε, αυτά που θέλουνε αυτοί να μάθετε.
Τα δικά σας τα νέα τα ξέρουν? βρέθηκε κανείς να τους τα πει ρε κοροϊδα?
Ελάτε δω ρε, ν’ αρχίσουμε να λέμε τα νέα μας και τα «κατορθώματα» μας μεταξύ μας. Κι αύριο, να πάμε όλοι μαζί να μάθουμε και τα νέα των αλλονών, στην παρακάτω γειτονιά και να προχωρήσουμε ρε, νηστικοί και διψασμένοι, σ’ άλλες γειτονιές, σ’ άλλα χωριά και αν έχουμε κουράγιο, σ’ άλλες πόλεις και σ’ άλλες χώρες.
…κι’ αν τα νέα μας μοιάζουν με των υπολοίπων, να βγάλουμε ΜΙΑ δυνατή κραυγή ρε, ν’ ακουσθούμε, ν’ ακούσουν κι’ αυτοί που μας έχουν για αναλώσιμους αριθμούς», φώναξε και κατέβηκε από την καρέκλα.
Αποσύρθηκε, παρά το σούσουρο που ξεσηκώθηκε, ήσυχα σε μια γωνιά και άρχισε να πίνει το ουϊσκυ του.
Και μετά, και μετά?
Ε, κάποιος τηλεφώνησε στο τρελοκομείο, ήλθανε τρία γεροδεμένα παλληκάρια, με άσπρες μπλούζες, του φορέσανε δια της βίας την ζουρλομανδύα και τον πήρανε.
Κι αυτός, τι έκανε αυτός?
Εδώ είναι το περίεργο. Γέλαγε. Κοίταγε τα δεμένα χέρια του και γέλαγε.
«Μου δέσατε τα χέρια, χάριν της …ενημέρωσης των άλλων ε? Μα κι’ εγώ να τους ενημερώσω ήθελα, να τους πω για τα καναρίνια, για τα σκυλιά που άφησα ελεύθερα, να τους πω ότι δεν έχουμε καμιά διαφορά απ’ αυτά. Σε κλουβιά «κελαϊδάμε» κι’ εμείς και με τις «λαιμαριές» δεμένους μας έχουνε, ακόμη να το καταλάβετε?»
Ε, μετά σταματήσαμε να τον ακούμε, γιατί του βούλωσαν και το στόμα μ’ ένα τσιρότο.
Τι λες ρε, πολύ στεναχωρέθηκα, οι γιατροί τι είπαν?
Για μία νέα επιδημική ασθένεια μίλησαν. «Απέχθεια» είπαν ότι την λένε, προσβάλλει λέει τους αποκάτω και είναι επικίνδυνη για τους αποπάνω.
Και τα συμπτώματα?
Εντονη οργή, θυμός, τάση για βιαιοπραγίες και γέλιο, πολύ γέλιο….
Πότε ρε, γιατί, τι έπαθε?
Ξαφνικά, προχθές το πρωϊ, μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε στα δύο κλουβιά που είχε τα καναρίνια του και τ’ άφησε να φύγουν.
Υστερα έβαλε κάτω τα κλουβιά και τα έκανε κομμάτια ουρλιάζοντας:
«Κλουβιά, κλουβιά, κλουβιά, γεμίσαμε παντού κλουβιά…».
Βγήκε αλλόφρων από το σπίτι και πήγε στο γειτονικό παρκάκι, όπου υπάρχει ειδικός περιφραγμένος χώρος για να κάνουν τα κακά τους τα σκυλιά και άνοιξε κρυφά την πόρτα.
Ολοι οι σκύλοι, οι σκυλίτσες και τα σκυλάκια την κοπάνησαν γαυγίζοντας χαρούμενα, άρχισαν να χέζουν όπου έβρισκαν στο παρκάκι και να κατουράνε στο γρασίδι, μπροστά στα μάτια των αποσβωλομένων αφεντικών τους, που προσπαθούσαν επί ματαίω να τα ξαναμαντρώσουν.
«Περιφράξεις, περιφράξεις,
παντού περιφράξεις» φώναξε και έφυγε τρέχοντας από το πάρκο.
Μετά, μπήκε μέσα στο καφέ, παράγγειλε ένα διπλό ουϊσκυ και με το ποτό στα χέρια, ανέβηκε σε μια καρέκλα κι’ έκλεισε την τηλεόραση του μαγαζιού.
Τι να μάθετε ρε? Είπε στους έκπληκτους θαμώνες…
«Κάθε μέρα μαθαίνετε, αυτά που θέλουνε αυτοί να μάθετε.
Τα δικά σας τα νέα τα ξέρουν? βρέθηκε κανείς να τους τα πει ρε κοροϊδα?
Ελάτε δω ρε, ν’ αρχίσουμε να λέμε τα νέα μας και τα «κατορθώματα» μας μεταξύ μας. Κι αύριο, να πάμε όλοι μαζί να μάθουμε και τα νέα των αλλονών, στην παρακάτω γειτονιά και να προχωρήσουμε ρε, νηστικοί και διψασμένοι, σ’ άλλες γειτονιές, σ’ άλλα χωριά και αν έχουμε κουράγιο, σ’ άλλες πόλεις και σ’ άλλες χώρες.
…κι’ αν τα νέα μας μοιάζουν με των υπολοίπων, να βγάλουμε ΜΙΑ δυνατή κραυγή ρε, ν’ ακουσθούμε, ν’ ακούσουν κι’ αυτοί που μας έχουν για αναλώσιμους αριθμούς», φώναξε και κατέβηκε από την καρέκλα.
Αποσύρθηκε, παρά το σούσουρο που ξεσηκώθηκε, ήσυχα σε μια γωνιά και άρχισε να πίνει το ουϊσκυ του.
Και μετά, και μετά?
Ε, κάποιος τηλεφώνησε στο τρελοκομείο, ήλθανε τρία γεροδεμένα παλληκάρια, με άσπρες μπλούζες, του φορέσανε δια της βίας την ζουρλομανδύα και τον πήρανε.
Κι αυτός, τι έκανε αυτός?
Εδώ είναι το περίεργο. Γέλαγε. Κοίταγε τα δεμένα χέρια του και γέλαγε.
«Μου δέσατε τα χέρια, χάριν της …ενημέρωσης των άλλων ε? Μα κι’ εγώ να τους ενημερώσω ήθελα, να τους πω για τα καναρίνια, για τα σκυλιά που άφησα ελεύθερα, να τους πω ότι δεν έχουμε καμιά διαφορά απ’ αυτά. Σε κλουβιά «κελαϊδάμε» κι’ εμείς και με τις «λαιμαριές» δεμένους μας έχουνε, ακόμη να το καταλάβετε?»
Ε, μετά σταματήσαμε να τον ακούμε, γιατί του βούλωσαν και το στόμα μ’ ένα τσιρότο.
Τι λες ρε, πολύ στεναχωρέθηκα, οι γιατροί τι είπαν?
Για μία νέα επιδημική ασθένεια μίλησαν. «Απέχθεια» είπαν ότι την λένε, προσβάλλει λέει τους αποκάτω και είναι επικίνδυνη για τους αποπάνω.
Και τα συμπτώματα?
Εντονη οργή, θυμός, τάση για βιαιοπραγίες και γέλιο, πολύ γέλιο….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου