Πέμπτη 9 Μαΐου 2019
ΚΟΥΡΕΛΟΥ (ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ)
είδος
υφαντού
χαλιού
, μικρού μεγέθους, που συνθέτεται από
κομμάτια
διαφόρων υφασμάτων ή περίσσεια νημάτων
Συγγενικές λέξεις
→
δείτε τη λέξη
:
κουρέλ
ι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Νεότερη ανάρτηση
Παλαιότερη Ανάρτηση
Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου