Η Θεσσαλονίκη ζει δύσκολες ώρες.
Στη πολύ έχει απλωθεί ο φόβος του θανάτου, τα νοσοκομεία έχουν πλημυρίσει από ασθενείς και διασωληνωμενους που έχουν μολυνθεί από τον κορονοιο, οι κάτοικοι που είχαν πάρει μάλλον αψήφιστα τον κίνδυνο μετάδοσης, έχουν κλειστεί στα σπίτια τους και έχει σημάνει συναγερμός σε ολόκληρη την ιατρική κοινότητα.
Η συμπρωτεύουσα πληρώνει ξανά βαρύ τίμημα σε μολυσματική αρρώστια…
Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΤΟΥ 1783
Σύμφωνα με επιστολή του Γάλλου εμπόρου Jean Abeille, η επιδημία αυτή ενέσκηψε στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 17833 .
Στις 30 Αυγούστου ο Βρετανός πρόξενος ανέφερε στην πρεσβεία του στην Κωνσταντινούπολη ότι εξήντα άτομα απεβίωναν καθημερινά.
Όλοι οι γιατροί της πόλης, εκτός από τον Δανό υποπρόξενο, είτε είχαν ήδη πεθάνει είτε ασθενούσαν είτε είχαν φροντίσει να εγκαταλείψουν την πόλη μαζί με άλλους κατοίκους της.
Μέρος των φυγάδων κατευθυνόταν στα νησιά -πιθανόν στις Βόρειες Σποράδες- κι άλλοι στη Βέροια.
Ως πανούκλα αναφέρεται η ασθένεια της χρονιάς εκείνης και στα σχετικά χρονολογία του Αριστοτέλη Σταυρόπουλου και του Κώστα Κωστή, πληροφορία την οποία αντλούν αμφότεροι από το γνωστό ευρετήριο των γαλλικών αρχείων του Σβορώνου,
Η νόσος εκδηλωνόταν με πυρετό, ο οποίος επανερχόταν δύο και τρεις φορές μέχρι τελικής πτώσης των ασθενών. Ακόμη και τα πιο υγιή άτομα ήταν ευάλωτα.
Ελάχιστοι Θεσσαλονικείς δεν προσβλήθηκαν . Σε κάθε «φράγκικο» σπίτι είχαν δυο-τρεις αρρώστους κι ιδιαίτερα όλους τους υπηρέτες, σημείωσε ο Βενετός πρόξενος . Ο ίδιος ο πρόξενος της Βρετανίας, ο Olifer, και η σύζυγος του ασθένησαν. Ο Olifer ανέρρωσε μετά από 16 ημέρες.
Ο Roboli, ο πρώτος δραγουμάνος του γαλλικού προξενείου, πέθανε στα τέλη Νοεμβρίου, αφού είχε μείνει κλινήρης από τον Αύγουστο .
Ποια ακριβώς ασθένεια έπληξε τη Θεσσαλονίκη το 1783 είναι δύσκολο να εικάσει κανείς. Σίγουρα δεν ήταν ούτε χολέρα ούτε πανούκλα.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κάποια ιογενής λοίμωξη. Η περίπτωση όμως του τυφοειδούς πυρετού, την οποία υπαινίσσονται οι πηγές για τη Σμύρνη, είναι ίσως η πιθανότερη και μάλιστα του τύφου που μεταφέρεται από τους ψύλλους των ποντικιών ή, ακόμη χειρότερα, από τις ψείρες.
Έτσι, λόγω των διαφορετικών συνθηκών διαβίωσης, θα ερμηνευόταν καλύτερα η υψηλότερη θνησιμότητα του υπηρετικού προσωπικού, που δεν θα είχε σημειωθεί, αν η εστία της μόλυνσης ήταν π.χ. το πόσιμο νερό.
Εξάλλου, ο τύφος ο μεταφερόμενος με τις ψείρες έχει και την υψηλότερη θνησιμότητα, που υπερβαίνει το 50% των προσβεβλημένων, ειδικά στους ηλικιωμένους, αν δεν ακολουθηθεί αντιβιοτική αγωγή .
Οι πυρετοί αυτοί δεν ήταν άγνωστοι στη Θεσσαλονίκη, όπου φαίνεται ότι συνυπήρχαν με την πανώλη ήδη από το 1781, αλλά ήταν απολύτως διακριτοί ως αιτία θανάτου. Ο Βενετός πρόξενος είχε σημειώσει τότε, τον Ιούλιο του 1781, ως «νέα επιδημία, τους κακοήθεις πυρετούς και τους τριταίους».
Τους θεωρούσε αποτέλεσμα των κακουχιών που είχαν υποστεί πολλοί κάτοικοι κατά την υποχρεωτική αποδημία τους από την πόλη για να σωθούν από την πανώλη.
Είναι ενδιαφέρον ότι ο ίδιος παρατήρησε πως από τους πυρετούς αυτούς δεν γλύτωνε κανείς, ακόμη κι αν απομονωνόταν στο σπίτι του, αν δοκίμαζε δηλαδή την εμπειρική μέθοδο αποφυγής της πανώλης .
Αν η μετάδοση της νόσου γινόταν από τις ψείρες ή από τα κουνούπια (στην περίπτωση του «τριταίου», της κακοήθους, δηλαδή, ελονοσίας), τότε πράγματι η απομόνωση ελάχιστα ωφελούσε.
30.000 ΝΕΚΡΟΙ!
Σε κάθε περίπτωση τον Ιανουάριο του 1784, σύμφωνα με τις βενετικές πηγές, η επιδημία συνεχιζόταν κι είχε ήδη προκαλέσει συνολικά περισσότερα θύματα από την πανώλη του 1781 .
Η πανώλη εκείνη, κατά τον Γάλλο πρόξενο, είχε αφαιρέσει τη ζωή 25-30.000 Θεσσαλονικέων, αριθμό υπερβολικό, κατά την κρίση του Σβορώνου, αφού αντιστοιχούσε στον μισό πληθυσμό της πόλης .
Αν, λοιπόν, ολόκληρο το δεύτερο εξάμηνο του 1783 η θνησιμότητα ήταν τόσο υψηλή όσο τον Αύγουστο, πράγμα και πάλι απίθανο, τότε ο συνολικός αριθμός των θυμάτων θα ήταν άνω των 10.000 δηλαδή θα είχαν πεθάνει περίπου οι μισοί από όσους κατοίκους είχαν επιζήσει δύο χρόνια νωρίτερα. Όμως τέτοιου είδους ερήμωση της πόλης δεν αναφέρεται πουθενά.
Το μόνο ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις τα θύματα της Θεσσαλονίκης μετρούνταν σε χιλιάδες κι ότι δεν υπήρχε συνολική στατιστική εικόνα προσιτή στους ξένους διπλωμάτες ή τόσο ενδιαφέρουσα, ώστε να συμπεριληφθεί στις εκθέσεις τους.
Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Πηγές
Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΓΟΥΝΑΡΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου