Ελληνικά: Αντιγράφω από το λεξικό:
Ουσιαστικό απατεώνας < αρχαία ελληνική ἀπατεών < ἀπατάω (: εξαπατώ, απατώ)
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ.απατεώνας αρσενικό (θηλυκό: απατεώνισσα) το πρόσωπο που
ξεγελάει κι εξαπατά συστηματικά
τους άλλους για δικό του όφελος, με το να εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη, την καλή διάθεση που δείχνουν ή
την αφέλειά τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου