Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ

Flag of Greece.svg Ελληνικά: Αντιγράφω από το λεξικό: 

 Ουσιαστικό απατεώνας < αρχαία ελληνική ἀπατεών < ἀπατάω (: εξαπατώ, απατώ)
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ.απατεώνας αρσενικό (θηλυκό: απατεώνισσατο πρόσωπο που ξεγελάει κι εξαπατά συστηματικά τους άλλους για δικό του όφελος, με το να εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη, την καλή διάθεση που δείχνουν ή την αφέλειά τους
 Συγγενικές λέξεις


Δεν υπάρχουν σχόλια: