ΣΗΜΕΡΑ ΟΛΑ ΑΛΛΑΞΑΝ ΚΑΙ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΤΙΚΑ, ΞΕΚΙΝΟΥΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΜΕ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Ένα από τα ιδιοφυή προτερήματα του Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν ο τρόπος που προέβλεπε τις προκλήσεις. Τα προφητικά του λόγια σε αυτόν τον τομέα, αλλά και στην εν γένει εξωτερική πολιτική δεν αποτελούν μια θεωρητική συζήτηση ακαδημαϊκών, αλλά απτά γεγονότα. Η κρίση των Ιμίων ήρθε τον Ιανουάριο του 1996 και τι ακριβώς σχεδιάστηκε για το Αιγαίο από τις υπερδυνάμεις αναλύει δύο μόλις χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 1998, ο αποκαλούμενος «μάγος» της αμερικανικής διπλωματίας, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, στο βιβλίο του με τίτλο: «Ασταθής Ειρήνη».
Ο άνθρωπος που διαχειρίστηκε την πρωτόγνωρη ένταση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας αποκαλύπτει ουσιαστικά το σχέδιο των Αμερικανών για το Αιγαίο, μέρος του οποίου ήταν και η κρίση των Ιμίων. Δεν ήταν όμως μόνον αυτή.
Το Αιγαίο πέλαγος και η θέση της χώρας μας στον παγκόσμιο χάρτη,
προκαλεί το ενδιαφέρον ισχυρών και όχι μόνο κρατών εδώ και πολλές δεκαετίες. Χαρακτηριστική, και ενδεχομένως τεράστιας ιστορικής σημασίας η κρίση του 1987, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να αναλαμβάνει εξολοκλήρου τα ινία της διαχείριση ενός πολέμου, που έμεινε τελικά στα χαρτιά.Τι όμως είχε συμβεί εκείνη την περίοδο και τι κρυβόταν πίσω από την εξαιρετικά εύστοχη, τόσο σε διπλωματικό όσο και πολιτικό επίπεδο,
αντίδραση του Ανδρέα Παπανδρέου; Γιατί έπαιξε στα ζάρια ακόμη και την πτώση της κυβέρνησης και μιας μόνιμης βλάβης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, στην περίπτωση μιας ακόμη ελληνικής ήττας; Η κρίση του 1987, σύμφωνα με τους ειδικούς αναλυτές «συνέπεσε» με την ενδυνάμωση των σχέσεων των ΗΠΑ με την Τουρκία.Ήταν τότε, που ανακηρύχθηκε στις ΗΠΑ το «έτος Τουρκίας» και το τουρκικό λόμπι των ΗΠΑ έκανε κυριολεκτικά «χρυσές δουλειές» σε όλα τα επίπεδα. Το χειρότερο όλων, ήταν η χρονιά που οι ΗΠΑ υιοθέτησαν την άποψη ότι «τα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο, είχαν αμυντική αποστολή» και υπογράφθηκε νέα συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις στην Τουρκία όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης στο βιβλίο του «Η ελληνοτουρκική σύγκρουση από την Κύπρο έως τα Ίμια».
Η Ελλάδα, εκείνης της περιόδου, με τον Ανδρέα Παπανδρέου στο τιμόνι της διακυβέρνησης της χώρας βρισκόταν ανάμεσα σε ένα εξελισσόμενο σχέδιο –που συνεχίζεται και στις μέρες μας- με στόχο την ουσιαστική αλλαγή του status quo της Νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου (Κύπρος) και του Αιγαίου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου το γνώριζε πολύ καλά και επέλεξε να μην είναι ο «εύκολος» παίχτης ή αν θέλετε ο «εκλεκτός» των συμμάχων που θα τους έκανε όλα τα χατίρια.
Έζησε, φοίτησε, δίδαξε ως ακαδημαϊκός στο εξωτερικό (ήταν ένας από τους κορυφαίους Οικονομολόγους με διεθνές κύρος), τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Βόρεια Ευρώπη, ενώ είχε τη διαύγεια και την διαίσθηση του «ελέγχου μιας κρίσης». Κατά βάθος όμως αναζητούσε -όλα τα χρόνια που ήταν στην εξουσία και ας έδειχνε ετοιμοπόλεμος έξω από τον χαρισματική και πρωτόγνωρα συγκινησιακή ρητορεία του- την αποκλιμάκωση της έντασης και των συγκρούσεων καθώς γνώριζε το αποτέλεσμα. Ήθελε, τουλάχιστον στα εξωτερικά θέματα και σε περιόδους κρίσης να έχει τον έλεγχο δημιουργώντας πρωτίστως μια εξωτερική εξισορρόπηση του αντιπάλου (άνοιγμα στη Βουλγαρία και απειλές για κλείσιμο της βάσης στη Νέα Μάκρη).
Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή του λόγου του -τον Μάρτιο του 1990- όταν μαζί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη σε μια κατάμεστη αίθουσα του Παντείου Πανεπιστημίου ανέφερε για την εξωτερική πολιτική:
«Η Ελλάδα είναι σε ένα κομβικό σημείο. Είμαστε ταυτόχρονα Ευρώπη, είμαστε Βαλκάνια, είμαστε Μεσόγειος και Μέση Ανατολή και μία ολοκληρωμένη εξωτερική πολιτική δεν πρέπει ποτέ να αγνοεί κανέναν από τους παράγοντες αυτούς που συνθέτουν το περιβάλλον μας. Πριν από τα 8 χρόνια που κυβέρνησε το ΠΑΣΟΚ, υπήρχε ένα δόγμα με τεράστιες συνέπειες ακόμη και για την διάταξη των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας. Το δόγμα του «από Βορρά κινδύνου». Αυτό το δόγμα εμείς το αλλάξαμε καθώς υπάρχει ένα νέο δόγμα. Μιλάμε για τον «εξ Ανατολών κίνδυνο» και όταν μιλάμε για Ανατολή δεν αναφερόμαστε σε καμία άλλη χώρα παρά μόνο την Τουρκία. Υπάρχει απειλή στο Αιγαίο και στη Θράκη. Η απειλή είναι πραγματική, μακροπρόθεσμη και δεν αφορά το αν θα εκλογικευτούν ή όχι οι Τούρκοι, σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ.
Το θέμα της εθνικής ασφάλειας και εδαφικής ακεραιότητας αποτέλεσε τον κυρίαρχο στόχο μας. Δεύτερος στόχος ήταν η ειρήνη, η ύφεση και ο αφοπλισμός κυρίως ο πυρηνικός με την κίνηση των «6». Η συμβολή στην ειρήνη, είναι συμβολή στις κοσμογονικές αλλαγές που συντελούνται και ο δρόμος προς τα Βαλκάνια είναι κρίσιμος για την ασφάλεια της χώρας.
Στόχος μας ήταν η δημιουργία αξόνων για μια αποτελεσματική άμυνα, όπως τον Μάρτιο του 1987 όταν ο κ. Παπούλιας επισκέφθηκε την Βουλγαρία για να πληροφορήσει την χώρα της Βουλγαρίας ότι είχαμε φτάσει στα πρόθυρα σύγκρουσης με την Τουρκία.
Εθνική μας στρατηγική είναι να υπάρξει μια διακομματική επιτροπή με κοινές θέσεις στα εξωτερικά θέματα της χώρας. Ο ρόλος της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι παθητικός, πρέπει να είναι δραστήριος, καθώς η Ελλάδα, από την περιοχή των Βαλκανίων, ανήκει στην ΕΟΚ και πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτή την θέση. Όμως υπάρχουν κίνδυνοι. Η Ελλάδα πρέπει ταυτόχρονα με μια πολιτική ενεργής παρουσίας στον Βαλκανικό χώρο να απαιτεί και να διεκδικεί στα πλαίσια της ΕΟΚ, πόρους για τον Ευρωπαϊκό Νότο.
Έχουμε, λοιπόν, μια μοναδικότητα αλλά δεν αρκεί. Πρέπει να την διεκδικούμε και να την στεριώνουμε κάθε μέρα.
Διάλογος με την Τουρκία ο οποίος δεν υποσκάπτει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα μπορεί να υπάρξει μόνο για ένα θέμα που είναι νομικής φύσεως και αφορά το διεθνές δίκαιο. Μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου μπορούμε να συζητήσουμε με την Τουρκία και εκεί πρέπει να αποφασίσει η Χάγη. Δεν υπάρχει άλλο πρόβλημα που αναγνωρίζουμε εμείς, ως πρόβλημα προς επίλυσην με διάλογο.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μειώνουμε την ένταση σε σχέση με την Τουρκία και να προσπαθούμε να αποφευχθεί η σύγκρουση, αυτό που είχα ονομάσει «Μη Πόλεμο». Γιατί, ειρήνη σημαίνει ότι δεν υπάρχει η πρόθεση, αλλά δυστυχώς η πρόθεση υπάρχει και διαφωνώ με ορισμένους σχετικά τον ρόλο της Τουρκίας σήμερα και αύριο. Δεν πρόκειται να υποβαθμισθεί ο ρόλος της Τουρκίας. Αντίθετα ο ρόλος της Τουρκίας αναβαθμίζεται σε σημαντικό σημείο και σε σχέση με τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ και σε ότι αφορά τις μουσουλμανικές πλειοψηφίες ή μειονότητες σε άλλες περιοχές που δεν μας αφορούν άμεσα. Επομένως, θα πρέπει να προσπαθούμε να μειώνουμε με κάθε τρόπο τις τριβές και να διαμορφώνουμε κλίμα μείωσης τριβών και εντάσεων αλλά μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αυτό το πρόβλημα έχει λυθεί και έχει φύγει από τη μέση. Δεν έχει φύγει από τη μέση».
Ο ιδιαίτερος ηγέτης που ταρακούνησε την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ήξερε ότι η Ελλάδα είναι το σταυροδρόμι που ενώνει ή «χωρίζει» τα Βαλκάνια, την Ευρώπη και την Ανατολή. Ήταν έτοιμος και έβλεπε να καλλιεργούνται τα συμπτώματα αναζωπύρωσης μίσους και πάθους ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, με απώτερο σκοπό το Αιγαίο και εν τέλει αισθανόταν ότι η Τουρκία παραμένει το ισχυρό «παιδί» των συμμάχων, με την Ελλάδα να μην μπορεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις.
Ήταν ένας ιδιαίτερος ηγέτης που ταρακούνησε και την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος, δημιουργώντας φανατικούς οπαδούς και φανατικούς εχθρούς.
Πως, λοιπόν, κατέληξε από τη ριζοσπαστική ρητορεία στον πολιτικό ρεαλισμό (ή εναλλακτικά από το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» στο «το κόστος της παραμονής μικρότερο από αυτό της αποχώρησης»). Πως κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στις προσδοκίες και την πολιτική πραγματικότητα;. Ποια η πραγματική διάσταση της επαναδιαπραγμάτευσης της θέσης της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ; Ποια η επίδραση των διαφοροποιήσεων της Ελλάδος στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας; Πώς εκμεταλλεύτηκε τον αντιαμερικανισμό του ελληνικού λαού εξαιτίας της στάσης των Η.Π.Α. στο ζήτημα της Κύπρου και απέναντι στη χούντα; Κατά πόσο διαφοροποιείται επί της ουσίας η πολιτική του απέναντι στις Η.Π.Α. σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο;
Όλα αυτά, την κρίση με το “Sismik I” και τη συνάντηση στο Νταβός, την τελική απόφαση παραμονής στο ΝΑΤΟ και τα «άλματα φιλίας» στις χώρες της Μέσης Ανατολής, αναλύουν στο NEWS 247 ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος των κινήσεων πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης, ο Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Κοσμήτορας της Σχολής Διεθνών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης και η Πολιτική Επιστήμων – Ιστορικός Κατερίνα Α. Βαρελά
Α.Γ.Παπανδρέου και Ευρώπη
Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης - Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και μέλος των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία
"Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης είκοσι χρόνων από το θάνατο του Α. Γ. Παπανδρέου, ο ρόλος και συμβολή του στη διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας ξαναβρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος Αναμφίβολα μεγάλος ηγέτης, δεινός communicator, χαρισματική προσωπικότητα αλλά και με μεγάλες αδυναμίες, οι περισσότερες γνησίως ελληνικές.
Η συμβολή ωστόσο του Α.Γ. Παπανδρέου στη διαμόρφωση της μεταπολιτευτικής πολιτικής/κοινωνικής/οικονομικής πραγματικότητας της χώρας δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.
Βεβαίως ορισμένοι (και ορθώς νομίζω) θεωρούν ότι ως πρωθυπουργός ο ΑΓΠ έκλεισε το τεράστιο χάσμα που άνοιξε ο εμφύλιος και ανάδειξε τη νέα Ελλάδα , ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι οι απαρχές της τρέχουσας οικονομικής κρίσης «βρίσκονται στη λαϊκιστική πολιτική του Α.Γ. Παπανδρέου της δεκαετίας του 1980».
Θα ήθελα εδώ να αναφερθώ σύντομα σε μια ιδιαίτερη πτυχή- τη σχέση του Α.Γ. Παπανδρέου με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα/ Ένωση αντλώντας σε κάποιο βαθμό από τις προσωπικές μου εμπειρίες και μνήμες έχοντας συμμετάσχει σε όλες σχεδόν τις αποστολές μαζί του ως πρωθυπουργού στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια.
Η γενική μου εντύπωση είναι ότι ο Α.Γ.Π., ο τόσο ευφυής και αποτελεσματικός διαπραγματευτής – όταν επέλεγε να διαπραγματευθεί – που στο ρόλο αυτό είχε γοητεύσει ακόμη και τη «σιδηρά κυρία», τη Μ. Θάτσερ- δεν συμπαθούσε και δεν πολυκαταλάβαινε τις Βρυξέλλες.
Ως γνήσιο «πολιτικό ον» δεν άντεχε τη βαθύτατη τεχνική, γραφειοκρατική agenda της περιόδου εκείνης, όπου «ηγέτες κρατών και κυβερνήσεων» συναντιόντουσαν σε διασκέψεις κορυφής (Ευρωπαϊκά Συμβούλια) για να συζητήσουν για... τα νομισματικά εξισωτικά ποσά, τις πράσινες ισοτιμίες ή τις ποσοστώσεις για το γάλα. Νομίζω ότι δεν τα καταλάβαινε γιατί δεν ήθελε και να τα καταλάβει.
Ο Α.Γ.Π. καταλάβαινε την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, το διπολικό δηλαδή κόσμο του ψυχρού πολέμου. Οι Βρυξέλλες ξέφευγαν από την εννοιολόγηση που είχε για το παγκόσμιο σύστημα. Γι’ αυτό και το αγαπημένο του θέμα στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια, ήταν αυτό «των Σχέσεων Ανατολής-Δύσης» που ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980 ήταν σταθερά στην agenda του Συμβουλίου. Και βεβαίως οι απόψεις που εξέφραζε τότε ερέθιζαν (επιεικώς) τους άλλους ηγέτες καθώς απέκλιναν ουσιωδώς από το πολιτικό consensus.
Παρ’όλα αυτά, από μια ιστορική προσέγγιση, νομίζω ότι θα πρέπει να καταγραφεί ότι η σχέση του Α.Γ.Π. με την Ευρώπη (ΕΟΚ, κ.λπ.) ακολούθησε μια εξελικτική διαδρομή τριών σχηματικά σταδίων. Το πρώτο στάδιο καλύπτει την περίοδο 1974-1981 (άνοδος ΠΑΣΟΚ στην εξουσία) και είναι η περίοδος της καθολικής απόρριψης της ΕΟΚ ως διαδικασίας καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και της πλήρους εναντίωσης στην ένταξη της Ελλάδας.
Έτσι αναζητούνταν εναλλακτικές μορφές σχέσεων (τύπου Νορβηγίας ή Γιουγκοσλαβίας, κ.λπ.) και προγραμματιζόταν δημοψήφισμα για την ένταξη ή παραμονή της χώρας στην ΕΟΚ!
Η δεύτερη περίοδος ξεκινά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και του Α.Γ.Π. στην πρωθυπουργία και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η περίοδος της δύσκολης προσαρμογής. Μέσα στην περίοδο αυτή ο Α.Γ.Π. επιχειρεί τη προσαρμογή στην πραγματικότητα της ένταξης (που είχε ήδη συντελεσθεί) εγκαταλείποντας τις ιδέες για δημοψήφισμα (αφού άλλωστε δεν μπορούσε να διεξαχθεί με την παρουσία του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας).
Έτσι ο Α.Γ.Π. αποδέχεται ότι η ΕΟΚ θα μπορούσε οικονομικά να αποβεί επωφελής για την Ελλάδα «εάν υπήρχε βελτίωση των όρων ένταξης». Η προσέγγιση αυτή οδήγησε στο περίφημο «Μνημόνιο» που η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ υπέβαλε το 1982 στην ΕΟΚ, το οποίο δεν οδήγησε μεν σε κάποια «βελτίωση όρων», κατέληξε όμως σε κάτι πολύ σπουδαίο, στην υιοθέτηση των ΜΟΠ (Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων) το 1985 που αποτέλεσαν το πρώτο βήμα για τη θέσπιση της διαρθρωτικής πολιτικής συνοχής (πακέτα Delors, ΚΠΣ, ΕΣΠΑ, κ.λπ.). Στη διαδικασία αυτή της προσαρμογής καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν, μεταξύ άλλων, προσωπικότητες όπως οι Γρ. Βάρφης, Θ. Πάγκαλος, Κ. Σημίτης και οι συνεργάτες που τους πλαισίωναν.
Την περίοδο προσαρμογής -που σχηματικά τερματίζεται με την υιοθέτηση των ΜΟΠ -διαδέχεται η τρίτη περίοδος, της αποδοχής και πλήρους υποστήριξης της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως πολιτικής διαδικασίας. Γιατί, ενώ μέχρι τότε ο Α.Γ.Π. είχε προσαρμοσθεί στην οικονομική πραγματικότητα, δεν είχε καθόλου αποδεχθεί την πολιτική διάσταση και το στόχο της Πολιτικής Ένωσης. (Όθεν και οι συχνές διαφοροποιήσεις, αστερίσκοι, κ.λπ.).
Από το 1986 και μετά ο Α.Γ.Π. εμφανίζεται σταδιακά ως ένθερμος υπέρμαχος της εγκαθίδρυσης της Πολιτικής Ένωσης και από το 1990 ως υποστηρικτής της ομοσπονδιακής Ευρώπης. Έτσι, ο καθολικά αρνητής της ενοποίησης της δεκαετίας του 1970 μετεξελίχθηκε σε φεντεραλιστή στη δεκαετία του 1990, έστω κι αν κατά βάθος δεν αγάπησε ποτέ νομίζω τις γραφειοκρατικές Βρυξέλλες. Συνοπτικά ,ο ΑΓΠ ακολούθησε τη διαδρομή πολλών άλλων Ευρωπαίων σοσιαλιστών ηγετών- απόρριψη-προσαρμογή-αποδοχή..."
Το πορτρέτο ενός ξεχωριστού ηγέτη
Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης - Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου
"Η πολιτική ρητορεία του Ανδρέα Παπανδρέου, με την οποία κέρδισε και την εμπιστοσύνη ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού προεκλογικά και του έδωσε και την νίκη του 1981, διεκρίνετο από μία απόσταση, θα λέγαμε απόσταση ασφαλείας από τις πραγματικότητες, τις οποίες γνώριζε και τις οποίες αντιμετώπισε σε μεγάλο βαθμό επιτυχώς στην περίοδο μετά την εκλογική του νίκη. Ο Ανδρέας Παπανδρέου διακρινόταν από μια ικανότητα να συμφιλιώνει την πολιτική ρητορεία του ονείρου, με τις πραγματικότητες της πολιτικής κατά τρόπο αριστοτεχνικό.
Το περίφημο «βυθίσατε το Χόρα», το οποίο έμεινε ιστορικό ως αποφθεγματική ρητορική κορώνα σε μια στιγμή που ο Ελληνισμός είχε ακόμη πολύ νωπή την πληγή της Κύπρου και αντιμετώπιζε τις πρώτες έμπρακτες επιθετικές κινήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, αυτή η ρητορική συμφιλιώθηκε το 1987 με μια πραγματικότητα στρατηγικής αποτροπής, που οδήγησε στην επιτυχή αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο. Εκεί βεβαίως ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν βύθισε το Σισμίκ, αλλά έκανε μία αριστοτεχνικής έμπνευσης κίνηση προς την Σόφια και την Δαμασκό, με την οποία ουσιαστικά δημιούργησε συνθήκες ματ, αφού αίφνης η Τουρκία εμφανίστηκε να βρίσκεται στο Αιγαίο απέναντι σε μια Ελλάδα, που είχε ήδη επιτύχει την οικοδόμηση ενός συμμαχικού μετώπου των ταξιαρχιών του προέδρου Άσαντ και του ηγέτη της Βουλγαρίας, Ζίφκοφ, οι οποίοι ενέταξαν τις δυνάμεις τους σε ένα ενιαίο αντιτουρκικό μέτωπο. Η Συρία και η Βουλγαρία ουσιαστικά στήριξαν την Ελλάδα του Ανδρέα Παπανδρέου στον επιτυχή χειρισμό της κρίσης και στον για πρώτη φορά εξαναγκασμό της Τουρκίας να αποσύρει τις δυνάμεις της από το Αιγαίο, προκειμένου να αποφύγει την κλιμάκωση της κρίσης και το ενδεχόμενο ανάφλεξης.
Η στρατηγική αποτροπής του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν εξαιρετικά επιτυχής και το μέγεθός της φαίνεται εάν την συγκρίνουμε με την κρίση του 1996 και την ανυπαρξία οποιασδήποτε εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής από την κυβέρνηση Σημίτη. Η διαχείριση των Ιμίων οδήγησε στις γκρίζες ζώνες του Αιγαίου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου διακρινόταν από ένα ηγετικό πλεονέκτημα οραματιστή, που έπειθε τον κόσμο για αυτά που υποσχόταν, ενώ γνώριζαν και οι δύο πλευρές πως δεν πρόκειται να εφαρμοστούν.
Η περίπτωση της γνωστής ρητορικής πολιτικής καταγγελίας «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» είναι χαρακτηριστική, όπου προεκλογικά ο Ανδρέας Παπανδρέου διερρήγνυε τα ιμάτιά του για την παρουσία της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και την επικείμενη ένταξή της στην ΕΟΚ, που αποτελούσε για την ρητορική του Ανδρέα την πολιτικοοικονομική όψη του ΝΑΤΟ, θεσμούς στους οποίους όχι μόνο παρέμεινε μετά την εκλογή του, αλλά ενδυνάμωσε και την θέση της Ελλάδος, ιδιαιτέρως στην ΕΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος αποτελούσε ένα μείγμα ενός ονειροπόλου ιδεαλιστή και ενός προσγειωμένου διεκδικητικού ρεαλιστή, ως πρωθυπουργός δικαιολόγησε την παραμονή της χώρας στους δύο θεσμούς, διεκδικώντας την ενδυνάμωση της παρουσίας της Ελλάδας σε αυτούς και την επίτευξη δομικών αλλαγών, τέτοιων που θα ήταν επ’ ωφελεία των μελών, τόσο της Ένωσης, όσο και της Συμμαχίας.
Ο Παπανδρέου είχε ένα τεράστιο πλεονέκτημα ως πολιτικός. Είχε ένα απίστευτα μεγάλο ορίζοντα του κόσμου, είχε γνώση της διεθνούς σκακιέρας, δηλαδή πως διαδραματίζεται το παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής και ήταν σε θέση να πείσει, να πείσει τους συνομιλητές του, τον λαό, ακόμη και όταν έλεγε πράγματα που δεν πίστευε, αλλά ακολουθούσε σκοπιμότητες της πολιτικής συγκυρίας, προκειμένου να επιτύχει στόχους εθνικούς ή και κομματικούς. Το προσωπικό του χάρισμα να εμπνέει αισιοδοξία και αποφασιστικότητα, το ενεφάνιζε κατά τρόπο αξιόπιστο σε ώρες κρίσεως, όπως ήταν η κρίση του 1987, όπου έπεισε τους Τούρκους και τους Αμερικανούς ότι είναι αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τέλους, δηλαδή στον πόλεμο, ενώ ενέπνευσε ταυτόχρονα τον ελληνικό λαό να αγωνιστεί, να πολεμήσει για την πατρίδα του.
Είχε καταφέρει να δημιουργήσει την παράσταση του μεγάλου και αποφασιστικού ηγέτη στον ξένο παράγοντα, ιδιαιτέρως μάλιστα στους Τούρκους, οι οποίοι τον φοβόντουσαν και στους Άραβες, οι οποίοι τον σεβόντουσαν. Στους Τούρκους έβγαζε την αντίληψη της αποφασιστικότητας να ακολουθήσει μέχρι τέλους την πολιτική της στρατιωτικής αποτροπής και στους Άραβες ένα φιλοαραβισμό και στήριξη του Παλαιστινιακού αγώνα λόγω των ιδιαίτερων σχέσεών του με τον Γιασέρ Αραφάτ, στον οποίο και παρεχώρησε διεθνές πολιτικό άσυλο στην Ελλάδα, την εποχή που εδιώκετο από παντού. Ταυτόχρονα πέτυχε στο Κυπριακό την αναβάθμιση της παρουσίας της Ελλάδος στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο μέσω της δημιουργίας του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου από κοινού με τον Γεράσιμο Αρσένη.
Αυτό σήμαινε την στρατηγική σύζευξη Ελλάδος και Κύπρου, όπου η Ελλάδα δήλωνε εμπράκτως ότι στηρίζει την Κύπρο στην υπεράσπιση της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της, ενώ για την Ελλάδα η Κύπρος ήταν μια γέφυρα πολιτικής επιρροής προς την Μέση Ανατολή. Όλο αυτό το στρατηγικό οικοδόμημα κατέρρευσε ως δια μαγείας μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, την αποχώρηση του Γεράσιμου Αρσένη από το Υπουργείο Άμυνας και την εμφάνιση του Κώστα Σημίτη στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας από την θέση του πρωθυπουργού.
Η σημερινή κατάσταση της χώρας προβάλλει σε όλα τα επίπεδα μια ατμόσφαιρα παρακμής και απαξίωσης των ικανοτήτων των ανθρώπων, των δεδομένων της χώρας, όλων εκείνων των στοιχείων που συνθέτουν μια ισχυρή και υπερήφανη Ελλάδα. Παρά τα προβλήματά της και τις παλινωδίες της στο παρελθόν, το κυρίαρχο προφίλ της χώρας την δεκαετία του 1980 μέχρι και το 1995, ήταν αυτό μιας χώρας αξιόπιστης, υπερήφανης και ισχυρής, πράγμα που οφειλόταν στην ηγεσία της και το επίπεδο της πολιτικής ζωής. Η σημερινή Ελλάδα, αν υπήρχε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν θα έφτανε στην κατάσταση της υποβαθμισμένης παρουσίας στον κόσμο και της ταπείνωσης που υφίσταται λαός και χώρα από την αδυναμία της ηγεσίας του όλα τα τελευταία χρόνια να προβάλει το όραμα της ικανής και περήφανης , στην οποία να πιστεύει και για την οποία να αγωνίζεται η κοινωνία και ο λαός. Η ηγεσία που εμπνέει τον λαό απουσιάζει, η ηγεσία που είναι αξιόπιστη για τους ξένους δεν υπάρχει".
Η Εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου
Κατερίνα Α. Βαρελά - Πολιτικός Επιστήμων - Ιστορικός
Αναλαμβάνοντας τα ηνία της εξουσίας ο Ανδρέας Παπανδρέου έπρεπε να υπερβεί τα παραδοσιακά στερεότυπα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η θέση της χώρας στο άρμα της Δύσης τέθηκε υπό αμφισβήτηση από τον πολιτικό εμπνευστή του «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» όχι υπό την έννοια της αποχώρησης από το δυτικό συνασπισμό αλλά της απεξάρτησης.
Είναι γεγονός ότι συμπαθούσε τα ριζοσπαστικά Αραβικά καθεστώτα και τους αγώνες τους- είχε άλλωστε αναπτύξει σχέσεις με τον Αραβικό κόσμο από την εποχή του αντιδικτατορικού αγώνα- και αυτό συνέβαλε στη φιλοδοξία του να ενδυναμώσει την παρουσία της Ελλάδας στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, ως μια τρίτη δύναμη ανάμεσα στην «καπιταλιστική» Δύση και την «κομμουνιστική» Ανατολή. Έτσι, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στράφηκε προς την αναδιοργάνωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας ως αδέσμευτη, έξω από τα δύο κυρίαρχα μπλοκ, μια πολιτική για τον «τρίτο δρόμο».
Όπως ήταν φυσικό, η στάση αυτή δυσαρέστησε κυρίως τις ΗΠΑ και τη Μεγ. Βρετανία, αλλά και το Ισραήλ και την Τουρκία που δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι τη σύσφιξη των σχέσεων με τους «αντιπάλους» τους στην περιοχή.
Η Ελλάδα αναγνώρισε επίσημα την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στα τέλη του 1981 και υιοθέτησε σκληρότερη στάση απέναντι στο Ισραήλ από τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Η τακτική αυτή δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του ιδεολογικού προσανατολισμού της νέας κυβέρνησης, αλλά και των οικονομικών συμφερόντων της χώρας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να ελπίζει πολιτικά στη στήριξη των Αραβικών κρατών στα κρίσιμα εθνικά θέματα της Ελλάδας, το Κυπριακό και το Αιγαίο. Η υποστήριξη των Παλαιστινιακών θέσεων, όπως και των Αρμενίων και Κούρδων στόχευε στην κινητοποίηση των Αράβων, Αρμενίων και Κούρδων υπέρ των ελληνικών θέσεων έναντι της Τουρκίας. Παράλληλα, αποσκοπούσε στην προσέλκυση επενδύσεων του Αραβικού κόσμου.
Η αντίδραση των δυτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των ΗΠΑ, που θεωρούσαν ότι η πολιτική Παπανδρέου έθιγε τα συμφέροντά τους στην περιοχή, εκφράστηκε με διάφορους τρόπους, με αποκορύφωμα την ταξιδιωτική οδηγία που εξέδωσαν για τον κίνδυνο που διατρέχουν οι Αμερικανοί που θα επισκεφθούν τη Ελλάδα, με αφορμή την αεροπειρατεία που εκδηλώθηκε στο αεροπλάνο της TWA τον Ιούνιο του 1985, το οποίο είχε απογειωθεί από το Ελληνικό. Η χώρα υπέστη οικονομική ζημιά και η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε με έντονη διαμαρτυρία προς την κυβέρνηση Ρέηγκαν.
Βέβαια, η έντονη δυσαρέσκεια του Ρόναλντ Ρέηγκαν προς την σοσιαλιστική κυβέρνηση και την πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου οφειλόταν τόσο στη συχνή κριτική που ασκούσε στην αμερικανική πολιτική και τις διασυνδέσεις της Ελλάδας με την ΟΑΠ και τη Λιβύη του Καντάφι, όσο και στο ζήτημα των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, το καθεστώς των οποίων βρισκόταν σε επανεξέταση και για τις οποίες το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου είχαν αναπτύξει μεγάλη πολεμική ως Αντιπολίτευση.
«…βρήκαμε ένα απίθανο καθεστώς. Ένα ουσιαστικά καθεστώς διομολογήσεων. Το δεύτερο σημείο είναι ότι η θεωρία του Έλληνα διοικητή των βάσεων είναι τελείως άνευ αξίας. Ο Έλληνας διοικητής έχει ευθύνες μόνο για τη διοίκηση του ελληνικού προσωπικού στους ειδικούς ελληνικούς χώρους. Με άλλα λόγια δεν έχει καμιά σχέση με τις βάσεις. Ένα πράγμα το οποίο καταστήσαμε σαφές στους συνομιλητές μας είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει μυστική συμφωνία, κανένα μυστικό πρωτόκολλο. Αυτό που θα φέρουμε στη Βουλή θα είναι το σύνολο. Το τρίτο σημείο είναι, πρώτη φορά πιστεύω, ότι αντί να έλθουν οι Αμερικανοί με σχέδιο να το συζητήσουμε, όταν ήρθαν υπήρχε πλήρες σχέδιο ετοιμασμένο από την επιτροπή, την οποία έχουμε ορίσει, και εγκεκριμένο από το ΚΥΣΕΑ. Είμαστε δηλαδή, για πρώτη φορά έτοιμοι με την πλήρη έννοια του όρου. Το τέταρτο σημείο που έχει σημασία είναι ότι στα πλαίσια του ΚΥΣΕΑ υπήρξε συμφωνία σε ό,τι αφορά τους επιδιωκόμενους στόχους. Υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα. Είναι το χρονοδιάγραμμα και κατά κύριο λόγο, αν είναι χρονοδιάγραμμα παραμονής ή αν είναι χρονοδιάγραμμα απομάκρυνσης των βάσεων».
Οι βάσεις δεν είναι με κανένα τρόπο συνδεδεμένες με την Ατλαντική Συμμαχία
«Όπως είναι φυσικό, εμείς έχουμε μια δέσμευση απέναντι στο Λαό ότι μιλάμε για χρονοδιάγραμμα απομάκρυνσης των βάσεων. Το κλειδί της όλης ιστορίας είναι το εξής. Καταλήξαμε ομόφωνα, πολιτική ηγεσία και Ένοπλες Δυνάμεις στο ότι οι βάσεις αυτές δεν εξυπηρετούν την Εθνική Άμυνα ή την εθνική ασφάλεια της χώρας μας. Επίσης, καταλήξαμε ομόφωνα στο ότι δεν έχουν καμία σχέση με το ΝΑΤΟ. Δεν είναι με κανένα τρόπο συνδεδεμένες με την Ατλαντική Συμμαχία. Αφορούν μόνον αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα. Είναι μια διμερής συμφωνία προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά της ασφάλειας και των στόχων των στρατηγικών των Ηνωμένων Πολιτειών. Για μας πρέπει να υπάρξει αντάλλαγμα και σοβαρό μάλιστα για την οποιασδήποτε χρονικής διάρκειας παραμονή τους στη χώρα μας, γιατί το ορίζει το Σύνταγμα. Στο άρθρο 28, το γ' εδάφιο κάνει απολύτως σαφές ότι πρέπει να είναι «επ’ αμοιβαιότητι και με ισότητα» η συμφωνία. Μόνον υπό τέτοιους όρους μπορείς να παραχωρήσεις κυριαρχία. Είναι σαφές ότι η αμοιβαιότης μπορεί να ικανοποιηθεί μονάχα στο μέτρο που η εθνική μας ασφάλεια καλύπτεται. Είναι η μόνη δικαίωση για την ύπαρξη εδώ αμερικανικών βάσεων, καμία άλλη….», υποστήριζε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ.
Το ζήτημα ήταν ιδιαίτερα σοβαρό καθώς με το καθεστώς των βάσεων και των προσαρτημένων συμφωνιών, οι Αμερικανοί είχαν ανεξέλεγκτη πρόσβαση σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Είχαν την δυνατότητα να παρεμβαίνουν στη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων, ακόμα και στις προαγωγές και τις τοποθετήσεις των αξιωματικών. Είχαν ανεξέλεγκτη είσοδο και έξοδο από την Ελλάδα, απολάμβαναν το θεσμό της ετεροδικίας, με την οποία ο κάθε Αμερικανός στρατιώτης ό,τι έγκλημα και να διέπραττε μπορούσε να παραμείνει ατιμώρητος. Το σημαντικότερο δε ήταν ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να εμπλέξουν την Ελλάδα σε τοπικό ή άλλο πόλεμο, χωρίς δικαίωμα αντίδρασης. Ήταν άλλωστε σχετικά νωπή η εμπειρία της τούρκικης εισβολής στην Κύπρο όπου οι Αμερικανοί έδρασαν ενάντια στα συμφέροντα της ελληνικής πλευράς και επηρέαζε τη στάση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία εξέφραζε περισσότερο μια αναγκαιότητα από στείρο «αντιαμερικανισμό», όπως κατηγορήθηκε.
Το καλοκαίρι του 1983 σημαδεύτηκε από την υπογραφή της συμφωνίας απομάκρυνσης των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα. Όπως τόνισε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην 10η Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής (Σεπτέμβριος 1983) «αυτή η κυβερνητική πράξη ορόσημο σφράγισε το τέλος μιας εποχής εξάρτησης» και σε άλλο σημείο της ομιλίας του «Οι βασικοί άξονες της προσπάθειάς μας στην πρώτη φάση ήταν η περήφανη, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και η αμυντική θωράκιση της χώρας».
Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν περιείχε καταληκτική ημερομηνία απομάκρυνσης, αλλά η κυβέρνηση Μητσοτάκη που διαδέχθηκε την κυβέρνηση Παπανδρέου σύναψε νέα συμφωνία.
Οι βάσεις είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον για τις ΗΠΑ τόσο ως μέρος της στρατηγικής απέναντι στο σοβιετικό μπλοκ, όσο και ως προς το γόητρο τους στο διεθνές περιβάλλον, καθώς η απομάκρυνσή τους έδινε ένα πλήγμα στην παρουσία τους και δημιουργούσε κακό προηγούμενο για άλλες βάσεις τους ανά τον κόσμο.
Χωρίς διάθεση να προβληθούν συνομωσιολογικά σενάρια και χωρίς να έχει ερευνηθεί συστηματικά η υπόθεση, σημειώνεται η χρονική σύμπτωση της παράδοσης της διακοίνωσης για την απομάκρυνση των βάσεων με το ξέσπασμα του «σκανδάλου Κοσκωτά», που συντάραξε τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος και έφερε την ανατροπή του Παπανδρέου.
Όμως, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε κάνει ακόμα ένα βήμα που αποδεικνύει την διορατικότητά του, με την προσπάθεια του να προσεγγίσει την Κίνα, πραγματοποιώντας επίσημη επίσκεψη στο Πεκίνο τον Αύγουστο του 1986.
Είχαν περάσει, ήδη τότε, δέκα χρόνια από την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα και πλέον, προσπαθούσε να πάρει μέτρα για την αναθέρμανση της οικονομίας της. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε γνωστοποιήσει ότι είχε εντυπωσιασθεί από τη συνάντηση εκείνη, και «από τις βαθιές σκέψεις του προέδρου Ντενγκ, από το όραμα μιας ανάπτυξης που δεν στηρίζεται σε δόγματα, αλλά σε μεταρρυθμίσεις που δοκιμάζονται στην πράξη».
Τον Μάιο του 1984, στο πλαίσιο της δράσης του για την Ειρήνη και μια αδέσμευτη πολιτική μακριά από το δυτικό ή το ανατολικό μπλοκ, ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοινώνει μαζί με τον Σουηδό πρωθυπουργό Ούλαφ Πάλμε, την πρωτοβουλία της “Κίνησης των Έξι για την Ειρήνη και τον Αφοπλισμό”, σε συνεργασία με τους: πρωθυπουργούς Γκάντι, Νιερέρε, Αλφονσίν και Μιγκέλ ντε λα Μαντρίτ.
Η πρώτη κοινή δήλωση της πρωτοβουλίας των έξι ηγετών με στόχο το σταμάτημα του ανταγωνισμού των πυρηνικών εξοπλισμών. κατατέθηκε σε συνέντευξη Τύπου στο Ζάππειο Μέγαρο στις 22 Μαΐου του 1984:
«Αυτή η «Πρωτοβουλία των «6», όπως ονομάστηκε, υπήρξε μια ανταπόκριση του πρωθυπουργού της Ελλάδας, του προέδρου της Αργεντινής, της πρωθυπουργού της Ινδίας, του Προέδρου του Μεξικού, του Πρωθυπουργού της Σουηδίας και του Προέδρου της Τανζανίας, στην πρόσκληση για μια τέτοια ενέργεια που απηύθυνε προς όλες τις χώρες και όλες τις διακεκριμένες προσωπικότητες πριν ένα χρόνο περίπου, η διεθνής οργάνωση «Κοινοβουλευτικοί για την Παγκόσμια Τάξη» και αποτέλεσε την πρώτη σοβαρή ενέργεια και προσπάθεια προς την κατεύθυνση της προστασίας της ανθρώπινης ζωής από τον κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου…
…Η Κυβέρνησή μου, μέχρι σήμερα, δεν έχει φεισθεί καμιάς προσπάθειας στο να προτρέπει τους ηγέτες των δύο υπερδυνάμεων αλλά και αρχηγούς άλλων συμμάχων και μη χωρών, ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους για το συμφέρον όλου του κόσμου. Αυτός είναι και ο λόγος που η Κυβέρνησή μου υποστηρίζει με σθένος κάθε δυνατή προσπάθεια που αποσκοπεί στην επιτυχία μιας Συμφωνίας η οποία, θα διασφαλίζει την απαραίτητη ισορροπία των δυνάμεων, παράλληλα θα επιτρέπει την ουσιαστική μείωση των πυρηνικών όπλων. Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μια σταθερή θέση ενάντια σε οποιαδήποτε νέα ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη και υποστηρίζει τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες πρέπει να οδηγήσουν σε μια ουσιαστική μείωση των πυρηνικών όπλων και των δύο πλευρών, σαν ένα πρώτο βήμα που θα το ακολουθήσει ένας γενικός και πλήρης αφοπλισμός.
Πιστεύω, ότι η πρόληψη ενός πυρηνικού πολέμου δεν είναι θέμα που αφορά μόνο τις υπερδυνάμεις αλλά πρέπει ν’ αναζητηθεί συλλογικά.
Έτσι, όταν πριν από ένα περίπου χρόνο η οργάνωση «Parliamentarians for World Order» ξεκίνησε μια προσπάθεια για μια πρωτοβουλία, που θα γινόταν από μία ομάδα από διακεκριμένους ηγέτες, με την υποστήριξη και από άλλους γνωστούς εθνικούς αρχηγούς, θρησκευτικούς ηγέτες, παγκόσμια γνωστές προσωπικότητες, κοινοβούλια και πολιτικές οργανώσεις, προς την κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα δεν ήταν δυνατόν παρά να ανταποκριθεί θετικά με μεγάλη της χαρά και με βαθειά συναίσθηση της ευθύνης της.
...Η ομάδα αυτή αποτελείται από αρχηγούς, που εκπροσωπούν εκατομμύρια κατοίκους από τέσσερις διαφορετικές ηπείρους, με διαφορετική θρησκεία, ήθη και έθιμα και πολιτικά συστήματα αλλά που τους ενώνει η πίστη για μια κοινή προσπάθεια, με όλα τα μέσα, για την προστασία του πλέον πολύτιμου αγαθού, που διαθέτει ο πλανήτης μας και που είναι η ανθρώπινη ζωή.
Νομίζω, ότι δεν πρέπει να χαθεί καμία ευκαιρία προς την κατεύθυνση αυτή, όταν ο κόσμος αντιμετωπίζει μια αυξημένη και πλέον χειροπιαστή απειλή ενάντια στην ίδια του την ύπαρξη. Πιστεύω, ότι η μείωση των εξοπλισμών και η εξάλειψη των αιτιών μιας σύγκρουσης είναι μια αναγκαιότητα για την ειρήνη. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η ομάδα αυτή των αρχηγών έχει τη δύναμη να παίξει ένα δραστικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή, μέχρι να πετύχει να πείσει τις πυρηνικές δυνάμεις να σταματήσουν την εξέλιξη, παραγωγή και ανάπτυξη νέων γενεών πυρηνικών όπλων και συστημάτων μεταφοράς και να καταλήξουν σε μια συμφωνία για την ουσιαστική μείωση των πυρηνικών τους οπλοστασίων.
Γι’ αυτό, όλες μας οι προσπάθειες πρέπει να είναι έντονες και συνεχείς μέχρι να επιτύχουμε τον κύριο στόχο μας που είναι η μείωση αρχικά και κατόπιν η εξάλειψη των κινδύνων ενός νέου πολέμου μεταξύ των κρατών.
Από την πλευρά μας, είμαστε έτοιμοι να συνεισφέρουμε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό για την επιτυχή έκβαση του κοινού αγώνα, γιατί πιστεύουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη αξία από την ανθρώπινη ζωή. Για το λόγο αυτό, νομίζουμε ότι η υποστήριξη και η ενθάρρυνση της κοινής γνώμης θα ενισχύσει κατά πολύ την κοινή αυτή προσπάθεια, για το σταμάτημα του ανταγωνισμού των πυρηνικών εξοπλισμών...».
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική ήταν η στροφή της ελληνικής πολιτικής στις σχέσεις της με την Άγκυρα. Μετά την ένταση που έφτασε ως το παρά πέντε της σύρραξης το 1987, κατέληξαν στην συμφωνία της Άγκυρας το 1989. Ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές και διαπραγματευτής σε αυτή, ο Γιάννης Καψής, την χαρακτήρισε ως την πρώτη υποχώρηση της Τουρκίας μετά το 1922.
Η στροφή της ελληνικής πολιτικής στις σχέσεις της με την Άγκυρα ήταν αποτέλεσμα δουλειάς, που ξεκίνησε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία
«Ήταν το αποτέλεσμα σκληρής και συστηματικής δουλειάς, η οποία ξεκίνησε ταυτόχρονα με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελούσε αιφνίδια εκδήλωση διαλλακτικότητας εκ μέρους των Τούρκων. Ήταν καρπός σκληρών προσπαθειών οκτώ ετών μιας συνεπούς και αταλάντευτης εξωτερικής πολιτικής. Και η πολιτική αυτή είχε ως επιστέγασμα μια βαθιά κόκκινη γραμμή, πέραν της οποίας δε θα γινόταν η παραμικρή υποχώρηση, ο παραμικρός συμβιβασμός, ούτε καν διαπραγμάτευση. Στις δραματικές μέρες του Μάρτη του 1987 η κρίση άγγιξε την κόκκινη γραμμή. Σταθήκαμε όμως αποφασιστικά. Και το κυριότερο, πείσαμε για την αποφασιστικότητα μας... ».
Η κόκκινη γραμμή για την κυβέρνηση Παπανδρέου ήταν το δόγμα «δε διεκδικούμε ούτε σπιθαμή ξένου εδάφους, αλλά δεν παραχωρούμε ούτε σπιθαμή ελληνικού εδάφους, εναέριου ή θαλάσσιου χώρου».
Τα σημεία αντιπαράθεσης με την Τουρκία στις αρχές της δεκαετίας του 80 ήταν το θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου-ιδιαίτερα της Λήμνου, οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου, η υφαλοκρηπίδα.
Σύμφωνα με τον Γ. Καψή «η «εύκολη δουλειά» ήταν να θεμελιώσουμε τις θέσεις μας στους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η «δύσκολη δουλειά» ήταν να πείσουμε τις ξένες κυβερνήσεις, κυρίως τις ευρωπαϊκές, ότι το δίκαιο ήταν με το μέρος μας. Χρόνια μεθοδευμένης τούρκικης προπαγάνδας, με άφθονο «μπαξίς», ενώ εμείς τηρούσαμε σιγή ιχθύος, είχαν δημιουργήσει την εντύπωση ότι η Ελλάδα του Ανδρέα ήταν ένα είδος «διεθνούς ταραξία». Χρειάστηκαν επίμονες και σκληρές προσπάθειες, για να ανατρέψουμε εκείνη την αρνητική εικόνα. Η «επικίνδυνη δουλειά» ήταν να πείσουμε την Άγκυρα ότι δε θα δεχόμαστε πλέον τετελεσμένα γεγονότα. Κάθε παραβίαση αντιμετωπιζόταν, όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο, με αναγνώριση και κάθε παραβίαση με αναχαίτιση. Και όταν οι Τούρκοι άρχισαν να κάνουν παραβιάσεις με οπλισμένα αεροσκάφη τους μιμηθήκαμε».
Ο Γ. Καψής μάλιστα αποκάλυψε στο βιβλίο του « Η κόκκινη γραμμή που χάραξε ο Ανδρέας» ότι για την κυβέρνηση δεν υπήρχε εξαίρεση ούτε για τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ. Και όταν, σε μια μοναδική περίπτωση, έκανε το ΝΑΤΟ ασκήσεις χωρίς την ελληνική συμμετοχή, αναχαιτίστηκαν και τα αμερικανικά αεροσκάφη. Ο διοικητής του 6ου Στόλου ανέφερε τότε στις Βρυξέλλες: «Σε όλες τις περιπτώσεις τα αεροσκάφη μας αναχαιτίστηκαν από ελληνικά αεροσκάφη των οποίων οι πιλότοι ενήργησαν με έξοχη επαγγελματική ικανότητα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου