«Εμείς ήμασταν το καθεστώς εκείνο το οποίο εμείς εκφράζουμε ιδεολογικά, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά».
Ν. Μιχαλολιάκος, - ΣΚΑΪ, 24/10/2012.
«Η παρουσία του Μεταξά στο υπουργείο Στρατιωτικών, όχι μόνο δεν αποτελεί καμιά εγγύηση για το λαό αλλά αντίθετα αποτελεί πρόκληση κατά των εργαζομένων. Ο Μεταξάς είναι ο πιο ραφιναρισμένος φασίστας με καθαρά χιτλερικό, φασιστικό πρόγραμμα. Δεν είναι ανάγκη ν' αναφέρουμε τις αλλεπάλληλες δηλώσεις του και τις ενέργειές του που απέβλεπαν πάντα σε μια προσωπική δικτατορία. Η εγκαθίδρυσή του σήμερα στο υπουργείο Στρατιωτικών δείχνει μια ανακατάταξη δυνάμεων μέσα στους στρατιωτικούς - δικτατορικούς κύκλους και μια προσπάθεια της μοναρχίας συγκέντρωσης όλων των αυλόδουλων στρατοκρατικών δυνάμεων για εγκαθίδρυση μιας βασιλικής δικτατορίας, δεδομένου πως τόσο ο ίδιος ο Μεταξάς, όσο και οι στρατιωτικοί πάνω στους οποίους στηρίχτηκε είναι της απολύτου εμπιστοσύνης του Βασιλιά».
«Ριζοσπάστης» 6/3/1936.
«Η μοναρχοφασιστική δικτατορία της 4ης Αυγούστου,
εκφράζει τη θέληση της αστοτσιφλικάδικης πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, της μοναρχίας και του ξένου κεφαλαίου να πνίξουν τη λαϊκή θέληση, που απειλούσε την κυριαρχία τους και να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους" (Ν. Ζαχαριάδης). Βασική αιτία που κατάφερε να επιβληθεί η δικτατορία στάθηκε η υποστήριξη που βρήκε - ενεργητική είτε παθητική - στα αστικά κόμματα. (Δίπλα σ' αυτή θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και την έλλειψη της απαραίτητης οργανωτικής και τεχνικής προετοιμασίας του ΚΚΕ, για να αντιμετωπίσει μόνο του το πραξικόπημα).
Οι πολιτικοί αρχηγοί των "Φιλελευθέρων", "Προοδευτικών", "Λαϊκών", "Εργατο - αγροτικών" κλπ. κομμάτων δώσανε ψήφο ανοχής στον Μεταξά κι όταν κηρύχτηκε η δικτατορία δεν αντέδρασαν καθόλου».
Ο Νίκος Μπελογιάννης στο βιβλίο του "Το ΞΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ στην ΕΛΛΑΔΑ"
Η Δικτατορία του Μεταξά επιβλήθηκε, τυπικά, στις 4 Αυγούστου του 1936. Ουσιαστικά, όμως, είχε αρχίσει η επιβολή της πολύ νωρίτερα με την ανοχή του αστικού πολιτικού κόσμου, στην ενεργό στήριξη του Παλατιού και φυσικά της κυρίαρχης τάξης. Ο δικτάτορας ουδέποτε είχε κρύψει την προτίμησή του στο δικτατορικό τρόπο διακυβέρνησης, ενώ ήταν γνωστός οπαδός των φασιστικών καθεστώτων που εκείνη την περίοδο κυριαρχούσαν σε Ιταλία, Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας πιάστηκαν και στάλθηκαν στις εξορίες 700 περίπου αντιφασίστες ενώ πολλοί άλλοι ρίχτηκαν στις φυλακές. Τη νύχτα της 4ης Αυγούστου που έγινε το πραξικόπημα η Ασφάλεια της Αθήνας συνέλαβε τον βουλευτή του Παλλαϊκού Μετώπου Δημήτρη Γληνό, τον πανεπιστημιακό Αλέξανδρο Σβώλο, τον αρχηγό του Αγροτικού Κόμματος Ιωάννη Σοφιανόπουλο, τον αγροτικό ηγέτη της Αριστεράς Κώστα Γαβριηλίδη, τον βουλευτή των Φιλελευθέρων Θεμ. Τσάτσο και τον δημοσιογράφο Νίκο Καρβούνη.
Ταυτόχρονα, έθεσε υπό τον έλεγχό της τον αστικό Τύπο, έκλεισε τον «Ριζοσπάστη» και τα υπόλοιπα έντυπα του ΚΚΕ, κατάσχεσε και έριξε στην πυρά κάθε είδους βιβλίο που θα μπορούσε να θεωρηθεί προοδευτικό - ακόμη και έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων - έθεσε υπό απηνή διωγμό τους κομμουνιστές και γενικότερα τους προοδευτικούς πολίτες, τους συνδικαλιστές και γενικά οποιονδήποτε θα μπορούσε να αναπτύξει οποιασδήποτε μορφής δράση εναντίον του καθεστώτος.
Στις 19 Σεπτέμβρη του 1937 συνελήφθη ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης και εν συνεχεία ακολούθησαν ισχυρότατα χτυπήματα στον παράνομο κομματικό μηχανισμό, χωρίς όμως ποτέ να γίνει κατορθωτό να σταματήσει η παράνομη κομμουνιστική αντιδικτατορική δράση.
Από τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα, το δεξιό «Λαϊκό» και το κεντρώο «Φιλελεύθερο», η δικτατορία δεν ένιωσε καμία απειλή.
Η αντιδικτατορική δράση του ελληνικού λαού εκδηλώθηκε ποικιλόμορφα από την πρώτη στιγμή. Εργαζόμενοι και νεολαία, με όσα μέσα διέθεταν, εκδήλωναν την αντίθεσή τους στο καθεστώς με κάθε ευκαιρία. Ομως, αν και ο στόχος ήταν κοινός, δηλαδή να πέσει η δικτατορία - οι κατευθύνσεις που ακολουθούσαν οι λαϊκές οργανώσεις και το ΚΚΕ, από τη μία, και οι αστικές αντιδικτατορικές δυνάμεις, από την άλλη, ήταν διαμετρικά αντίθετες.
Το ΚΚΕ, το οποίο προωθούσε την κοινή αντιδικτατορική δράση όλων των πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων που ήταν αντίθετες με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, επιδίωκε την ανατροπή του μέσα από την οργάνωση και δράση του λαού.
Αντίθετα, τα αστικά αντιδικτατορικά κόμματα και οι ηγέτες τους δεν ήθελαν το λαό στο προσκήνιο, επιδιώκοντας την πτώση της δικτατορίας είτε με πρωτοβουλία του βασιλιά, είτε με κάποιο στρατιωτικό κίνημα. Επρόκειτο για επιδιώξεις, που, στο βαθμό που συνοδεύονταν από ειλικρινείς προθέσεις, δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε αδιέξοδο και, φυσικά, στην ισχυροποίηση της δικτατορίας.
Την πραγματικότητα αυτή υπογράμμιζε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το ΠΓ της ΚΕ του κόμματος σε απόφασή του το Δεκέμβρη του 1936, όπου έλεγε: «Ολη η πείρα του δικτατορικού τετραμήνου απέδειξε πως τα διαβήματα των αρχηγών στην Αυλή όταν γίνονται εν αγνοία και χωρίς την κινητοποίηση των λαϊκών μαζών αποβαίνουνε μάταια. Ολη η πείρα του φασιστικού τετραμήνου απέδειξε πως η πολιτική της άρνησης του κοινού αντιδικτατορικού λαϊκού μετώπου που ακολούθησαν ως τώρα τα κόμματα, ενίσχυσε και ενισχύει, στήριξε και στηρίζει τη φασιστική δικτατορία».
Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούσαν τα αστικά κόμματα στην «4η Αυγούστου» έδινε στον Μεταξά τη δυνατότητα να επιδεικνύει πυγμή χωρίς κόστος, να τρομοκρατεί τις συντηρητικές μάζες χωρίς επιπτώσεις για το καθεστώς του. Στις 23 Γενάρη του 1938 γράφει στο ημερολόγιό του: «Επρεπε να πλήξω. Και έπληξα. Εξώρισα Καφαντάρην, Πολυχρονόπουλον, Δαρβέρην, Μυλωνάν, Αλ. Μελάν, Καλκάνην και θα συνεχίσω και δι' άλλους». Στην επόμενη καταγραφή, στις 30 Γενάρη, συμπληρώνει: «Αι εκτοπίσεις είχον κεραυνοβόλον αποτέλεσμα. Ησύχασαν όλοι. Θα συμπληρωθούν κατ' ανάγκην».
Αμέσως μετά την επικράτηση της δικτατορίας ο Μεταξάς φτιάχνει ένα υφυπουργείο Δημοσίας Ασφάλειας στο υπουργείο Εσωτερικών. Επικεφαλής διορίζει ένα πρόσωπο αφοσιωμένο στην υπόθεση της 4ης Αυγούστου και ιδιαίτερα στον αρχηγό της. Τον Κ. Μανιαδάκης.
Σ’ αυτόν ανατέθηκε να εδραιώσει την δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Με ποιο τρόπο; Μ’ αυτόν που περιγράφει ο Σπύρος Λιναρδάτος στο βιβλίο του «4η Αυγούστου»:
Ν. Μιχαλολιάκος, - ΣΚΑΪ, 24/10/2012.
«Η παρουσία του Μεταξά στο υπουργείο Στρατιωτικών, όχι μόνο δεν αποτελεί καμιά εγγύηση για το λαό αλλά αντίθετα αποτελεί πρόκληση κατά των εργαζομένων. Ο Μεταξάς είναι ο πιο ραφιναρισμένος φασίστας με καθαρά χιτλερικό, φασιστικό πρόγραμμα. Δεν είναι ανάγκη ν' αναφέρουμε τις αλλεπάλληλες δηλώσεις του και τις ενέργειές του που απέβλεπαν πάντα σε μια προσωπική δικτατορία. Η εγκαθίδρυσή του σήμερα στο υπουργείο Στρατιωτικών δείχνει μια ανακατάταξη δυνάμεων μέσα στους στρατιωτικούς - δικτατορικούς κύκλους και μια προσπάθεια της μοναρχίας συγκέντρωσης όλων των αυλόδουλων στρατοκρατικών δυνάμεων για εγκαθίδρυση μιας βασιλικής δικτατορίας, δεδομένου πως τόσο ο ίδιος ο Μεταξάς, όσο και οι στρατιωτικοί πάνω στους οποίους στηρίχτηκε είναι της απολύτου εμπιστοσύνης του Βασιλιά».
«Ριζοσπάστης» 6/3/1936.
«Η μοναρχοφασιστική δικτατορία της 4ης Αυγούστου,
εκφράζει τη θέληση της αστοτσιφλικάδικης πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, της μοναρχίας και του ξένου κεφαλαίου να πνίξουν τη λαϊκή θέληση, που απειλούσε την κυριαρχία τους και να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους" (Ν. Ζαχαριάδης). Βασική αιτία που κατάφερε να επιβληθεί η δικτατορία στάθηκε η υποστήριξη που βρήκε - ενεργητική είτε παθητική - στα αστικά κόμματα. (Δίπλα σ' αυτή θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και την έλλειψη της απαραίτητης οργανωτικής και τεχνικής προετοιμασίας του ΚΚΕ, για να αντιμετωπίσει μόνο του το πραξικόπημα).
Οι πολιτικοί αρχηγοί των "Φιλελευθέρων", "Προοδευτικών", "Λαϊκών", "Εργατο - αγροτικών" κλπ. κομμάτων δώσανε ψήφο ανοχής στον Μεταξά κι όταν κηρύχτηκε η δικτατορία δεν αντέδρασαν καθόλου».
Ο Νίκος Μπελογιάννης στο βιβλίο του "Το ΞΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ στην ΕΛΛΑΔΑ"
Η Δικτατορία του Μεταξά επιβλήθηκε, τυπικά, στις 4 Αυγούστου του 1936. Ουσιαστικά, όμως, είχε αρχίσει η επιβολή της πολύ νωρίτερα με την ανοχή του αστικού πολιτικού κόσμου, στην ενεργό στήριξη του Παλατιού και φυσικά της κυρίαρχης τάξης. Ο δικτάτορας ουδέποτε είχε κρύψει την προτίμησή του στο δικτατορικό τρόπο διακυβέρνησης, ενώ ήταν γνωστός οπαδός των φασιστικών καθεστώτων που εκείνη την περίοδο κυριαρχούσαν σε Ιταλία, Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Από τις πρώτες μέρες της δικτατορίας πιάστηκαν και στάλθηκαν στις εξορίες 700 περίπου αντιφασίστες ενώ πολλοί άλλοι ρίχτηκαν στις φυλακές. Τη νύχτα της 4ης Αυγούστου που έγινε το πραξικόπημα η Ασφάλεια της Αθήνας συνέλαβε τον βουλευτή του Παλλαϊκού Μετώπου Δημήτρη Γληνό, τον πανεπιστημιακό Αλέξανδρο Σβώλο, τον αρχηγό του Αγροτικού Κόμματος Ιωάννη Σοφιανόπουλο, τον αγροτικό ηγέτη της Αριστεράς Κώστα Γαβριηλίδη, τον βουλευτή των Φιλελευθέρων Θεμ. Τσάτσο και τον δημοσιογράφο Νίκο Καρβούνη.
Ταυτόχρονα, έθεσε υπό τον έλεγχό της τον αστικό Τύπο, έκλεισε τον «Ριζοσπάστη» και τα υπόλοιπα έντυπα του ΚΚΕ, κατάσχεσε και έριξε στην πυρά κάθε είδους βιβλίο που θα μπορούσε να θεωρηθεί προοδευτικό - ακόμη και έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων - έθεσε υπό απηνή διωγμό τους κομμουνιστές και γενικότερα τους προοδευτικούς πολίτες, τους συνδικαλιστές και γενικά οποιονδήποτε θα μπορούσε να αναπτύξει οποιασδήποτε μορφής δράση εναντίον του καθεστώτος.
Στις 19 Σεπτέμβρη του 1937 συνελήφθη ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης και εν συνεχεία ακολούθησαν ισχυρότατα χτυπήματα στον παράνομο κομματικό μηχανισμό, χωρίς όμως ποτέ να γίνει κατορθωτό να σταματήσει η παράνομη κομμουνιστική αντιδικτατορική δράση.
Από τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα, το δεξιό «Λαϊκό» και το κεντρώο «Φιλελεύθερο», η δικτατορία δεν ένιωσε καμία απειλή.
Η αντιδικτατορική δράση του ελληνικού λαού εκδηλώθηκε ποικιλόμορφα από την πρώτη στιγμή. Εργαζόμενοι και νεολαία, με όσα μέσα διέθεταν, εκδήλωναν την αντίθεσή τους στο καθεστώς με κάθε ευκαιρία. Ομως, αν και ο στόχος ήταν κοινός, δηλαδή να πέσει η δικτατορία - οι κατευθύνσεις που ακολουθούσαν οι λαϊκές οργανώσεις και το ΚΚΕ, από τη μία, και οι αστικές αντιδικτατορικές δυνάμεις, από την άλλη, ήταν διαμετρικά αντίθετες.
Το ΚΚΕ, το οποίο προωθούσε την κοινή αντιδικτατορική δράση όλων των πολιτικών δυνάμεων και οργανώσεων που ήταν αντίθετες με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, επιδίωκε την ανατροπή του μέσα από την οργάνωση και δράση του λαού.
Αντίθετα, τα αστικά αντιδικτατορικά κόμματα και οι ηγέτες τους δεν ήθελαν το λαό στο προσκήνιο, επιδιώκοντας την πτώση της δικτατορίας είτε με πρωτοβουλία του βασιλιά, είτε με κάποιο στρατιωτικό κίνημα. Επρόκειτο για επιδιώξεις, που, στο βαθμό που συνοδεύονταν από ειλικρινείς προθέσεις, δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε αδιέξοδο και, φυσικά, στην ισχυροποίηση της δικτατορίας.
Την πραγματικότητα αυτή υπογράμμιζε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το ΠΓ της ΚΕ του κόμματος σε απόφασή του το Δεκέμβρη του 1936, όπου έλεγε: «Ολη η πείρα του δικτατορικού τετραμήνου απέδειξε πως τα διαβήματα των αρχηγών στην Αυλή όταν γίνονται εν αγνοία και χωρίς την κινητοποίηση των λαϊκών μαζών αποβαίνουνε μάταια. Ολη η πείρα του φασιστικού τετραμήνου απέδειξε πως η πολιτική της άρνησης του κοινού αντιδικτατορικού λαϊκού μετώπου που ακολούθησαν ως τώρα τα κόμματα, ενίσχυσε και ενισχύει, στήριξε και στηρίζει τη φασιστική δικτατορία».
Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούσαν τα αστικά κόμματα στην «4η Αυγούστου» έδινε στον Μεταξά τη δυνατότητα να επιδεικνύει πυγμή χωρίς κόστος, να τρομοκρατεί τις συντηρητικές μάζες χωρίς επιπτώσεις για το καθεστώς του. Στις 23 Γενάρη του 1938 γράφει στο ημερολόγιό του: «Επρεπε να πλήξω. Και έπληξα. Εξώρισα Καφαντάρην, Πολυχρονόπουλον, Δαρβέρην, Μυλωνάν, Αλ. Μελάν, Καλκάνην και θα συνεχίσω και δι' άλλους». Στην επόμενη καταγραφή, στις 30 Γενάρη, συμπληρώνει: «Αι εκτοπίσεις είχον κεραυνοβόλον αποτέλεσμα. Ησύχασαν όλοι. Θα συμπληρωθούν κατ' ανάγκην».
Αμέσως μετά την επικράτηση της δικτατορίας ο Μεταξάς φτιάχνει ένα υφυπουργείο Δημοσίας Ασφάλειας στο υπουργείο Εσωτερικών. Επικεφαλής διορίζει ένα πρόσωπο αφοσιωμένο στην υπόθεση της 4ης Αυγούστου και ιδιαίτερα στον αρχηγό της. Τον Κ. Μανιαδάκης.
Σ’ αυτόν ανατέθηκε να εδραιώσει την δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Με ποιο τρόπο; Μ’ αυτόν που περιγράφει ο Σπύρος Λιναρδάτος στο βιβλίο του «4η Αυγούστου»:
«Τα βασανιστήρια που εφάρμοσαν οι χαφιέδες της αστυνομίας εναντίον των αντιπάλων του καθεστώτος, των κομμουνιστών, σοσιαλιστών, δημοκρατικών, εναντίον των πρωτοπόρων εργατών, φοιτητών, αγροτών και διανοουμένων είναι πολύ δύσκολο να περιγραφούν.
Το ρετσινόλαδο και ο πάγος ήταν από τις κυριότερες μεθόδους βασανισμού για την απόσπαση ομολογιών και δηλώσεως μετανοίας. Το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου εφαρμοζόταν περίπου με τον παρακάτω τρόπο:
το τραπέζι του ανακριτή – βασανιστή υπήρχαν τρία ποτήρια, το ένα με 30 δράμια, το άλλο με 75 και το τρίτο με 100 δράμια ρετσινόλαδο. Αν ο ανακρινόμενος δεν ομολογούσε ή δεν υπέγραφε του έδιναν να πιει το πρώτο ποτήρι. Στην περίπτωση που αρνιόταν και έφερνε αντίσταση άρχιζαν το άγριο ξυλοκόπημα, το φάλαγγα ή χρησιμοποιούσαν άλλες μεθόδους βασανισμού.
Ύστερα από μισή ώρα, εφόσον ο αρχιβασανιστής ανακριτής το θεωρούσε σκόπιμο, ακολουθούσε το δεύτερο στάδιο ανάκρισης και ο κρατούμενος έπινε το δεύτερο ποτήρι των 75 δραμίων. Αν η αντίσταση του κρατουμένου ήταν μεγάλη, ύστερα από ένα τετράωρο γινόταν και η τρίτη «ανάκρισις» και τον υποχρέωναν να πιει ένα ποτήρι των 100 δραμίων. Σε αυτό το διάστημα και αρκετές ώρες ύστερα από την επενέργεια του καθαρτικού, ο κρατούμενος ήταν κλεισμένος στο κελλί του και δεν του επέτρεπαν να πάει στο αποχωρητήριο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος και το κελλί, στο οποίο τον άφηναν κλεισμένο τέσσερεις, πέντε και περισσότερες μέρες, αληθινός υπόνομος.
Το δεύτερο βασανιστήριο ήταν η στήλη πάγου. Ανάβαζαν τον κρατούμενο στην ταράτσα της Ασφάλειας και τον υποχρέωναν να καθίσει γυμνός πάνω σε μία στήλη πάγου. Το αποτέλεσμα ήταν ίδιο με του ρετσινόλαδου. Ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος. Πολλές φορές οι βασανιστές τον υποχρέωναν να κάθεται τόση πολλή ώρα πάνω στον πάγο, ώστε ορισμένοι κρατούμενοι πάθαιναν κρυοπαγήματα. Υπάρχει μάλιστα στη ζωή ένας από αυτούς που βασανίστηκαν με τη μέθοδο του πάγου: ο Χρήστος Χριστακάκης, ο οποίος υποφέρει από τις συνέπειες του φοβερού βασανιστηρίου. Άλλο βασανιστήριο ήταν το τράβηγμα των νυχιών με τσιμπίδες. Σε άλλους έβαζαν σπίρτα στα νύχια και τα άναβαν ή τους έκαιγαν το κορμί με τσιγάρο. Άλλους τους χτυπούσαν με σακκουλάκια άμμο στα πόδια.
Το ξύλο και τα βασανιστήρια γίνονταν συνήθως στην ταράτσα της Γενικής ή Ειδικής Ασφάλειας για να μην ακούγονται οι κραυγές του κρατούμενου. [...] Την εποχή εκείνη «αυτοκτόνησε» σύμφωνα με την εκδοχή της Ασφαλείας, ο χημικός Μαρουκάκης, που είχε συλληφθεί με την κατηγορία ότι ήταν υπεύθυνος του παράνομου Ριζοσπάστη. Στην πραγματικότητα τον Κ. Μαρουκάκη, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τον έρριξαν από την ταράτσα και τον σκότωσαν. Με τον ίδιο τρόπο δολοφόνησαν και το γέρο αγωνιστή, στέλεχος της «Εργατικής Βοήθειας», [...] Βαλλιανάτο. Υπολογίζεται ότι εκτός από τις δεκάδες αγωνιστές που πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές και τις εξορίες και τις εκατοντάδες που παραδόθηκαν από το ξενοκίνητο καθεστώς της 4ης Αυγούστου στους Γερμανοϊταλούς κατακτητές και εκτελέστηκαν, δώδεκα τουλάχιστον δολοφονήθηκαν στην περίοδο της 4ης Αυγούστου κατά τον ίδιο τρόπο στα διάφορα φασιστικά κάτεργα.
Γενική αρχή του καθεστώτος ήταν «σακατεύετε αλλά μη σκοτώνετε». Οι αφηνιασμένοι βασανιστές δεν μπορούσαν πάντα να συγκρατήσουν το «ζήλο» τους σε ορισμένα όρια. Έπειτα, πολλές δολοφονίες έγιναν προμελετημένα, γιατί το καθεστώς ήθελε να «ξεπαστρέψει» και μερικούς για να φοβηθούν και να «σπάζουν» ευκολότερα οι άλλοι. Σε πολλές δεκάδες φτάνουν οι πολίτες που τρελάθηκαν, έγιναν φυματικοί ή ανάπηροι ή υπέφεραν για πολλά χρόνια ύστερα από τα βασανιστήρια.».
Το ρετσινόλαδο και ο πάγος ήταν από τις κυριότερες μεθόδους βασανισμού για την απόσπαση ομολογιών και δηλώσεως μετανοίας. Το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου εφαρμοζόταν περίπου με τον παρακάτω τρόπο:
το τραπέζι του ανακριτή – βασανιστή υπήρχαν τρία ποτήρια, το ένα με 30 δράμια, το άλλο με 75 και το τρίτο με 100 δράμια ρετσινόλαδο. Αν ο ανακρινόμενος δεν ομολογούσε ή δεν υπέγραφε του έδιναν να πιει το πρώτο ποτήρι. Στην περίπτωση που αρνιόταν και έφερνε αντίσταση άρχιζαν το άγριο ξυλοκόπημα, το φάλαγγα ή χρησιμοποιούσαν άλλες μεθόδους βασανισμού.
Ύστερα από μισή ώρα, εφόσον ο αρχιβασανιστής ανακριτής το θεωρούσε σκόπιμο, ακολουθούσε το δεύτερο στάδιο ανάκρισης και ο κρατούμενος έπινε το δεύτερο ποτήρι των 75 δραμίων. Αν η αντίσταση του κρατουμένου ήταν μεγάλη, ύστερα από ένα τετράωρο γινόταν και η τρίτη «ανάκρισις» και τον υποχρέωναν να πιει ένα ποτήρι των 100 δραμίων. Σε αυτό το διάστημα και αρκετές ώρες ύστερα από την επενέργεια του καθαρτικού, ο κρατούμενος ήταν κλεισμένος στο κελλί του και δεν του επέτρεπαν να πάει στο αποχωρητήριο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος και το κελλί, στο οποίο τον άφηναν κλεισμένο τέσσερεις, πέντε και περισσότερες μέρες, αληθινός υπόνομος.
Το δεύτερο βασανιστήριο ήταν η στήλη πάγου. Ανάβαζαν τον κρατούμενο στην ταράτσα της Ασφάλειας και τον υποχρέωναν να καθίσει γυμνός πάνω σε μία στήλη πάγου. Το αποτέλεσμα ήταν ίδιο με του ρετσινόλαδου. Ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος. Πολλές φορές οι βασανιστές τον υποχρέωναν να κάθεται τόση πολλή ώρα πάνω στον πάγο, ώστε ορισμένοι κρατούμενοι πάθαιναν κρυοπαγήματα. Υπάρχει μάλιστα στη ζωή ένας από αυτούς που βασανίστηκαν με τη μέθοδο του πάγου: ο Χρήστος Χριστακάκης, ο οποίος υποφέρει από τις συνέπειες του φοβερού βασανιστηρίου. Άλλο βασανιστήριο ήταν το τράβηγμα των νυχιών με τσιμπίδες. Σε άλλους έβαζαν σπίρτα στα νύχια και τα άναβαν ή τους έκαιγαν το κορμί με τσιγάρο. Άλλους τους χτυπούσαν με σακκουλάκια άμμο στα πόδια.
Το ξύλο και τα βασανιστήρια γίνονταν συνήθως στην ταράτσα της Γενικής ή Ειδικής Ασφάλειας για να μην ακούγονται οι κραυγές του κρατούμενου. [...] Την εποχή εκείνη «αυτοκτόνησε» σύμφωνα με την εκδοχή της Ασφαλείας, ο χημικός Μαρουκάκης, που είχε συλληφθεί με την κατηγορία ότι ήταν υπεύθυνος του παράνομου Ριζοσπάστη. Στην πραγματικότητα τον Κ. Μαρουκάκη, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τον έρριξαν από την ταράτσα και τον σκότωσαν. Με τον ίδιο τρόπο δολοφόνησαν και το γέρο αγωνιστή, στέλεχος της «Εργατικής Βοήθειας», [...] Βαλλιανάτο. Υπολογίζεται ότι εκτός από τις δεκάδες αγωνιστές που πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές και τις εξορίες και τις εκατοντάδες που παραδόθηκαν από το ξενοκίνητο καθεστώς της 4ης Αυγούστου στους Γερμανοϊταλούς κατακτητές και εκτελέστηκαν, δώδεκα τουλάχιστον δολοφονήθηκαν στην περίοδο της 4ης Αυγούστου κατά τον ίδιο τρόπο στα διάφορα φασιστικά κάτεργα.
Γενική αρχή του καθεστώτος ήταν «σακατεύετε αλλά μη σκοτώνετε». Οι αφηνιασμένοι βασανιστές δεν μπορούσαν πάντα να συγκρατήσουν το «ζήλο» τους σε ορισμένα όρια. Έπειτα, πολλές δολοφονίες έγιναν προμελετημένα, γιατί το καθεστώς ήθελε να «ξεπαστρέψει» και μερικούς για να φοβηθούν και να «σπάζουν» ευκολότερα οι άλλοι. Σε πολλές δεκάδες φτάνουν οι πολίτες που τρελάθηκαν, έγιναν φυματικοί ή ανάπηροι ή υπέφεραν για πολλά χρόνια ύστερα από τα βασανιστήρια.».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου