Του Σαράντη Μιαχαλόπουλου κατοίκου Ιτέας
Μία σειρά άρθρων του
συμπολίτη Χρ.Βανδώρου με θέμα την «Ανάπτυξη της ορεινής ζώνης της Φωκίδας»
φέρνει και πάλι στο προσκήνιο την έννοια της ανάπτυξης στην περιοχή. Έχω και
εγώ αναφερθεί στο θέμα αυτό με παλαιότερη καταχώρηση με τίτλο «Αναζητώντας την
Ανάπτυξη», όμως βρίσκω την ευκαιρία να επανέλθω, κυρίως διότι ορισμένα σημεία
των προαναφερθέντων άρθρων είναι ιδιαίτερα σημαντικά.
Το πρώτο και βασικό είναι
ότι χωρίς αμφιβολία διαθέτουμε σαν χώρα ένα φυσικό πλούτο που σε πολλές
περιπτώσεις δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από αντίστοιχο άλλων χωρών. Πέρα από τις
μαγευτικές παραλίες και τα μοναδικά νησιά μας, έχουμε φανταστικά βουνά και
δάση, έχουμε φαράγγια και ποτάμια, έχουμε λίμνες και καταρράκτες, έχουμε
εθνικούς δρυμούς και βουνοκορφές που πραγματικά,
τουλάχιστον για μας τους
ντόπιους, αποτελούν θείο δώρο.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν
παλιό οδηγό αγώνων ράλι, τον Σιρόκο, που έλεγε ότι, χάρη στους αγώνες, είχε
γνωρίσει μία μοναδική και άγνωστη Ελλάδα. Και δεν είχε καθόλου άδικο. Όσοι
πήραν κάποια στιγμή την απόφαση να ανακαλύψουν και αυτοί αυτή την άγνωστη
Ελλάδα, είτε με ορειβασία, είτε με OFFROAD διαδρομές αυτοκινήτων, είτε
με εκδρομές σε χιονοδρομικά κέντρα και άλλα παρόμοια, γεύτηκαν αυτή την ομορφιά
και είμαι βέβαιος ότι παραμένουν πιστοί οπαδοί τέτοιων αποδράσεων.
Με δεδομένο λοιπόν ότι
έχουμε αυτό τον φυσικό πλούτο, το μεγάλο ερώτημα είναι ο τρόπος αξιοποίησής
του. Εδώ τα πράγματα γίνονται συζητήσιμα, διότι η «ανάπτυξη» και «αξιοποίηση»
προϋποθέτουν «υποδομές».
Είχα την τύχη να ταξιδέψω το
1976 στην Ελβετία. Εκείνο που πρωτίστως με εντυπωσίασε ήταν αυτές οι υποδομές,
που υπήρχαν σε τρομερά υψηλό βαθμό αλλά και η άριστη οργάνωση σε όλα τα
επίπεδα.
Είχα πάει σε ένα από τα πολύ
γνωστά χιονοδρομικά κέντρα, στο Zermatt, λόγω
ενός προσφερόμενου πακέτου, που ήταν εκείνη την εποχή αρκετά προσιτό σε
ανθρώπους του δικού μου εισοδηματικού επιπέδου (νέος μηχανικός, υπάλληλος στον
ΟΤΕ).
Μετά τις πρώτες
αναγνωριστικές μέρες, όπου κυρίως απολαμβάναμε, εγώ και η γυναίκα μου, τα
υπέροχα χιονισμένα τοπία, καθώς δεν γνωρίζαμε καθόλου από σκι, θελήσαμε να
κάνουμε ένα γύρο της Ελβετίας, όπως μας είχε συμβουλέψει ένας θείος μας, που
ήταν ταξιδιωτικός πράκτορας και γνώριζε τα σχετικά.
Πηγαίνοντας στον τοπικό
σιδηροδρομικό σταθμό, η υπάλληλος στην οποία είπαμε τι θέλαμε, μας ζήτησε να
περιμένουμε λίγο, μέχρι εκείνη να μας δώσει μία ολοκληρωμένη πρόταση. Σε λίγο,
ήταν έτοιμη και μας παρουσίασε ένα πρόγραμμα, που καλύτερο δεν μπορούσαμε να
φανταστούμε. Και το εκπληκτικότερο ήταν ότι το πρόγραμμα αυτό ήταν τόσο
λεπτομερειακό που και ένας παντελώς άσχετος θα μπορούσε να το ακολουθήσει,
χωρίς να προβληματιστεί σε τίποτε.
Το πρόγραμμα αυτό έγραφε
κάθε σταθμό που θα περνούσαμε, με την ώρα άφιξης και την ώρα αναχώρησης, την
αποβάθρα που θα έπρεπε να πάμε, τα μέρη που μπορούσαμε να επισκεφθούμε στα
διάστημα μεταξύ άφιξης και αναχώρησης (υπήρχε σχετική πρόβλεψη για τέτοια
ενδιάμεσα διαστήματα), το μέρος και το ξενοδοχείο που θα διανυκτερεύαμε, και
όλες τις άλλες λεπτομέρειες που θα μας ενδιέφεραν. Με λίγα λόγια, εκείνη την
εποχή (1976), μία υπάλληλος σιδηροδρομικού σταθμού που ο βασικός της ρόλος ήταν
η έκδοση εισιτηρίων, λειτούργησε, προφανώς όχι από πρωτοβουλία της και δική της
καλή διάθεση, σαν η καλύτερη τουριστική πράκτορας.
Και αν αυτά έγιναν το 1976
στην Ελβετία, κάποια χρόνια νωρίτερα, το 1969, είχαν συμβεί παρόμοια πράγματα
στην Ολλανδία, που είχα βρεθεί σαν σπουδαστής του Πολυτεχνείου, συμμετέχοντας
σε πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών. Και εκεί, μία υπάλληλος σιδηροδρομικού
σταθμού μας υπέδειξε πώς θα κάναμε ένα σύντομο γύρο της Ολλανδίας με τραίνο,
βλέποντας τα όποια αξιοθέατα εκείνη μας συνιστούσε να δούμε.
Και οι δύο χώρες που
ανέφερα, Ελβετία και Ολλανδία, είχαν αναπτυχθεί αιώνες πριν από τη δική μας
χώρα. Και αναπτύχθηκαν όχι μόνο στους τομείς που είχαν κάποιο πλεονέκτημα (π.χ.
τουρισμός για την Ελβετία, κτηνοτροφία για την Ολλανδία) αλλά και σε πολλούς
άλλους τομείς που δεν σχετίζονταν ευθέως με τους φυσικούς πόρους της χώρας,
όπως για παράδειγμα η βιομηχανία, η έρευνα και τεχνολογία, κλπ..
Δεν ξέρω πόσοι π.χ.
γνωρίζουν ότι η Ελβετία έχει μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες κατασκευής
μεγάλων ναυτικών κινητήρων, τη SULTZER, χωρίς
φυσικά να έχει καμία σχέση με θάλασσα και κατασκευή πλοίων. Εκείνο όμως που
έχει είναι ένα Πολυτεχνείο στη Ζυρίχη που είναι από τα καλύτερα του κόσμου, με
πάρα πολλούς Νομπελίστες Καθηγητές.
Γιατί όμως κάποια τέτοια
κράτη αναπτύχθηκαν με αυτό τον τρόπο ; Προφανώς διότι σε εποχές που εμείς δεν
υπήρχαμε σαν κράτος, εκείνα, όχι μόνο υπήρχαν αλλά και είχαν αναπτύξει
δραστηριότητες που τις έκαναν κυρίαρχες στον κόσμο (π.χ. τραπεζικό σύστημα
Ελβετίας). Όμως, είχαν ακόμη και ηγεσίες, ίσως όχι τόσο επώνυμες, ώστε να τις
γνωρίζουμε όλοι, αλλά σίγουρα ουσιαστικές και αποτελεσματικές, που έδωσαν μία
σωστή κατεύθυνση στην ανάπτυξη των χωρών τους.
Ερχόμενοι λοιπόν στα δικά
μας και στο θέμα των σκέψεων για την ανάπτυξη της ορεινής ζώνης της Φωκίδας, θα
συμφωνήσω σε πολλά σημεία με τις προτάσεις του Χρ. Βανδώρου, που κάποιες είναι
αυτονόητες (συμβολή τοπικής αυτοδιοίκησης, ενίσχυση κοινωνικού τουρισμού,
διεύρυνση δράσεων ειδικών ομάδων όπως ορειβατικοί σύλλογοι, ορειβάτες,
ποδηλάτες, κυνηγετικοί σύλλογοι, λέσχες αυτοκινήτων 4Χ4, κλπ.), αλλά και
κάποιες είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και σε ένα βαθμό καινοτόμες (κάλυψη των ενεργειακών αναγκών με φθηνό και οικονομικό τρόπο, γρήγορο
ίντερνετ – ruralbroadband, μεταφερόμενες μονάδες ιατρικής φροντίδας, κλπ.).
Δυστυχώς όμως, το θέμα των
μεγάλων ελλείψεων σε βασικές υποδομές παραμένει ένα μεγάλο εμπόδιο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το θέμα του οδικού άξονα Ναυπάκτου – Άμφισσας –
Λαμίας που για τους εδώ κατοίκους αλλά και τους εκπροσώπους τους αποτελεί
ζωτικής σημασίας προτεραιότητα, αλλά για τα υπερκείμενα διοικητικά επίπεδα δεν
φαίνεται να έχει ελπίδες υλοποίησης στο άμεσο μέλλον.
Στο ίδιο μήκος κύματος
υπάρχουν και άλλα αντίστοιχα αιτήματα, όπως π.χ. ο οδικός άξονα Θήβας – Λιβαδειάς
– Αράχωβας – Δελφών, που για προφανείς λόγους τουριστικής ανάπτυξης ζητείται να
αναβαθμισθεί σε ταχείας κυκλοφορίας με διαχωριστικό διάζωμα μεταξύ των λωρίδων
κυκλοφορίας.
Αν η χώρα κατέγραφε όλες τις
ανάγκες της, θα δημιουργούνταν ένας τόσο μακρύς κατάλογος, που σίγουρα θα μας
απογοήτευε, από τη σκοπιά ότι όλοι αντιλαμβανόμαστε πόσα λίγα μπορούν να γίνουν
άμεσα. Παρόλα αυτά, και επειδή πρέπει να στεκόμαστε σε
αυτά που μπορούμε να κάνουμε, πέρα και πάνω από τα εμπόδια που υψώνονται, κρατώ
την έκκληση – προτροπή – πρόκληση του Χρήστου προς την τοπική αυτοδιοίκηση
«Ιδού η Ρόδος, ιδού και το βουνό». Γιατί πράγματι σε τοπικό επίπεδο μπορούν να
γίνουν πολλά, ακόμα και χωρίς τις απαραίτητες υποδομές. Παραδείγματα και ιδέες
υπάρχουν πολλές. Μυαλό και θέληση χρειάζονται μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου