Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ ΤΟΥ Ε.Λ.Α.Σ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟ ΜΑΧΗΤΗ ΤΟΥ Δ.Σ.Ε ΚΑΠΕΤΑΝ – ΔΙΑΜΑΝΤΗ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΝΕΤΑΙ 21/06/1949 ΣΕ ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ

Σε μια μεγάλη προσωπικότητα, με τεράστια προσφορά στην Εθνική μας αντίσταση, σε ένα σεμνό αγωνιστή που έγραψε χρυσές σελίδες στην τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ανήκει το παρακάτω αφιέρωμα. 

Στον καπετάν – Διαμαντή  (Γιάννης Αλεξάνδρου είναι το κανονικό του όνομα), ο οποίος  σκοτώνεται σαν σήμερα 21/06/1949 σε μάχη στα Μάρμαρα Φθιώτιδας.

Όταν ο κυβερνητικός στρατός βρήκε το πτώμα του και κάποιοι θέλησαν να του κόψουν το κεφάλι για να το διαπομπεύσουν, ο διοικητής τους είπε: «Αφήστε τον. Μας ξεφτίλισε ζωντανός. Να μη μας ξεφτιλίσει και νεκρός».

Ο καπετάν – Διαμαντή γεννήθηκε το 1914 στην Κάτω Αγoριανή (Λιλαία) και καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο προπάππος του Λουκάς Αλεξάνδρου ήταν συμπολεμιστής του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς.
Tελείωσε το γυμνάσιο στην Αμφίκλεια (Δαδί). Οργανώνεται,

στην ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας) ως φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και λίγο αργότερα γίνεται μέλος του ΚΚΕ.
Συμμετέχει δραστήρια σε όλους τους φοιτητικούς και λαϊκούς αγώνες. Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του το 1935, στο 42ο Σύνταγμα Ευζώνων στη Λαμία.

Οταν το 1936 εγκαταστάθηκε η δικτατορία Μεταξά, ο Αλεξάνδρου -φοιτητής τότε- συνελήφθη, υπέστη βασανιστήρια και τελικά  αποφυλακίστηκε στις 9 Απριλίου 1940, αφού προηγουμένως υπέγραψε «δήλωση μετάνοιας».
Ο Αλεξάνδρου υπέμενε στωικά την ανθρώπινη αυτή αδυναμία του: «Ο ίδιος, παρά την ηφαιστειώδη του δραστηριότητα, δεν ζήτησε ποτέ να αποκατασταθεί, ούτε κατά την Κατοχή ούτε κατά τον εμφύλιο πόλεμο».

Λόγω όμως της σεμνότητας, του ήθους, της παλικαριάς και της  αντιστασιακής του δράσης, για την οποία έγινε γνωστός στο πανελλήνιο, το Π.Γ της ΚΕ του ΚΚΕ στις 3 Νοεμβρίου του 1947 αποφάσισε να θεωρήσει τη δήλωσή του «ως μη γενομένη»

____________

Καπετάν Διαμαντής: Σεμνός, στρατηγικός νους και αποφασισμένος μέχρι το τέλος

Ο Γιάννης Αλεξάνδρου, κομμουνιστής από τα φοιτητικά του χρόνια, βρίσκεται από τους πρώτους δύο φορές στο βουνό. Το 1942 και το 1946. Η συμμετοχή στην Αντίσταση και στο Γοργοπόταμο. Τα εντυπωσιακά στρατηγήματα στον Εμφύλιο και η αφοσίωση του: «Θα πάω όπου με στέλνων»

Πηγή: Του Γιάννη Μπαζού, συγγραφέα – HotDoc History

Το πραγματικό tου όνομα ήταν Γιάννης Αλεξάνδρου. Ο πατέρας του λεγόταν Κομνάς, όπως και ο συγχωριανός τους Κομνάς Τράκας, ήρωας του ’21. Γεννήθηκε το 1914 στην Κάτω Αγoριανή (Λιλαία) και καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο προπάππος του Λουκάς Αλεξάνδρου ήταν συμπολεμιστής του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς. Ο Γιάννης Αλεξάνδρου τελείωσε το γυμνάσιο στην Αμφίκλεια (Δαδί). Οργανώνεται στην ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας) ως φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και λίγο αργότερα γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Συμμετέχει δραστήρια σε όλους τους φοιτητικούς και λαϊκούς αγώνες. Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του το 1935, στο 42ο Σύνταγμα Ευζώνων στη Λαμία.

Οταν το 1936 εγκαταστάθηκε η δικτατορία Μεταξά, ο Αλεξάνδρου -φοιτητής τότε- συνελήφθη, υπέστη βασανιστήρια και τελικά αποφυλακίστηκε στις 9 Απριλίου 1940, αφού προηγουμένως υπέγραψε «δήλωση μετάνοιας». Ο Αλεξάνδρου υπέμενε στωικά την ανθρώπινη αυτή αδυναμία του: «Ο ίδιος, παρά την ηφαιστειώδη του δραστηριότητα, δεν ζήτησε ποτέ να αποκατασταθεί, ούτε κατά την Κατοχή ούτε κατά τον εμφύλιο πόλεμο». Λόγω όμως της σεμνότητας, του ήθους, της παλικαριάς και της αντιστασιακής του δράσης, για την οποία έγινε γνωστός στο πανελλήνιο, το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στις 3 Νοεμβρίου του 1947 αποφάσισε να θεωρήσει τη δήλωσή του «ως μη γενομένη» [Γεώργιος. Δ. Ματζώρος, «Καπετάν Διαμαντής, Ο Σταυραετός της Ρούμελης» σελ. 282-283],

Οταν κηρύχτηκε ο πόλεμος του 1940 υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο και πιθανότατα ήταν χειριστής οπλοπολυβόλου, γιατί σ’ αυτό το όπλο θα έχει ιδιαίτερη αδυναμία μέχρι τον θάνατό του.

Το αγωνιστικό ψευδώνυμο «Διαμαντής» προέκυψε από ένα τυχαίο περιστατικό. Προπολεμικά, σε μια παράνομη σύσκεψη του κόμματος στη Λαμία, ο Γιάννης Αλεξάνδρου και οι σύντροφοί του έπεσαν σε ενέδρα της Χωροφυλακής. Ο Γιάννης κατόρθωσε να ξεφύγει και έφτασε ως το κοντινό χωριό Κόμα, όπου κάθισε στο καφενείο για να μην κινήσει υποψίες. Σε λίγο κατέφθασαν οι χωροφύλακες. Μπήκαν στο καφενείο και έριξαν μια ματιά. «Εσύ πώς λέγεσαι;» τον ρώτησαν οι χωροφύλακες καχύποπτα. «Διαμαντής» απάντησε. Οι Διαμανταίοι είχαν καλό όνομα στο χωριό. Οι χωροφύλακες δεν τον γνώριζαν προσωπικά και έτσι γλίτωσε. Οταν αργότερα βγήκε αντάρτης, το θυμήθηκε και έγινε ο Καπετάν Διαμαντής.

Μετά την κατάρρευση του μετώπου της Αλβανίας γυρνά στο χωριό του, όπου περνά τον πρώτο χρόνο της Κατοχής. Ομως η σκέψη του είναι στην Αντίσταση και το βλέμμα του συνέχεια στραμμένο κατά τα βουνά. Το 1941 συγκροτείται το Κομματικό Γραφείο στο οποίο μετέχει. Συμβάλλει αποφασιστικά στην οργάνωση του κόσμου στο ΕΑΜ. Στις αρχές του 1942 έρχεται ο Αρης Βελουχιώτης για να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση για τον ένοπλο αγώνα. Ετσι αρχίζουν όλα.

Οι πρώτοι του Παρνασσού – Ιούλιος 1942

Στις 24 Ιουλίου του 1942 βγαίνει στον Παρνασσό η περίφημη «8η Ομάδα» ανταρτών. Ετσι υπέγραψε εκείνη η πρώτη ομάδα στο χαρτί που άφησε στο στήθος του προδότη φαρμακοποιού Π. Δρίβα, που αποτέλεσε το πρώτο θύμα της. Ηταν ένα κόλπο για να μην ξέρουν οι εχθροί πως οι αγωνιστές ήταν λίγοι νέοι άντρες από τα γύρω χωριά…

0 δικηγόρος Λουκάς Καθούλης και ο γεωπόνος Γιώργος Καρούμπης ανέβηκαν από το Δαδί, ο Γιώργης Χουλιάρας δάσκαλος από τη Λαμία, ο Γιάννης Αλεξάνδρου φοιτητής της Νομικής, ο Κώστας Αφέντης και ο Γιάννης Λάζος, όλοι τους από τη Λιλαία, ο Μήτσος Δημητρίου τελειόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων, ο Γιάννης Σουραβλής από την Αγόριανη, ο Γιώργος Τούμπας από την Κουκουβίσια. Λίγο αργότερα θα ανέβαιναν τρεις καινούργιοι από το Δαδί, ο Λεωνίδας Σάσος, ο Μήτσος Σταματόπουλος και ο Λάμπρος Κουμπούρας. Δώδεκα όλοι κι όλοι!
«Αλλος με ένα γκρα με πέντε σφαίρες, άλλος με αραβίδα δίχως κλείστρο, άλλος με ένα ιταλικό ελαφρό […] και τα παπούτσια ολονών θ’ αντέχανε για καμιά βδομάδα…» [Ματζώρος, σελ. 33].

Στο πρώτο ραντεβού στο βουνό ο Διαμαντής εμφανίστηκε με ένα καλοδιατηρημένο αγγλικό οπλοπολυβόλο πιασμένο με σύρμα σε μια μεριά γιατί είχαν χαλάσει οι βόλτες από τις βίδες συναρμολόγησης, που μπορεί να είχε μία μόνο ταινία με σφαίρες, αλλά ήταν το καλύτερο όπλο της ομάδας. Το παρέδωσε ένας πατριώτης ενωμοτάρχης της Χωροφυλακής στον σύντροφό τους Τάσο Μούκα, παρότι ήξερε πως ο τελευταίος ήταν κομμουνιστής, κι αυτοί το πήραν με χίλιες προφυλάξεις δίνοντας μεσονύχτιο ραντεβού στο νεκροταφείο της Σουβάλας.

Με το οπλοπολυβόλο στον ώμο και με το «φύλλο πορείας» της Αχτιδικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο Διαμαντής πήρε τον ανήφορο για τον Παρνασσό. Τον συνόδευαν οι ευχές και οι «εγγυήσεις» των συντρόφων του, οι οποίοι ανέφεραν ως προτερήματά του την κοινωνική-ταξική του προέλευση, την κομματική του συνέπεια, τη συμμετοχή του στους αγώνες, τη σωματική αντοχή και τη στρατιωτική του εκπαίδευση, την εμπειρία της φτώχειας και της ανέχειας που τον καθιστούσε ανθεκτικό στις στερήσεις, τη «λαϊκή του πονηριά» (ορολογία που καθιέρωσε ο Αρης), την έξωθεν καλή μαρτυρία και την αφοσίωσή του στην υπόθεση του λαού και, τέλος, την υπομονή και την ακλόνητη θέλησή του.

Η πρώτη οργανωμένη μάχη κατά των Ιταλών έγινε στις 9 Σεπτεμβρίου 1942. Η ομάδα Παρνασσίδας και οι Καραλιβαναίοι ειδοποίησαν τον Αρη ότι στην «Ταράτσα» της Γκιώνας θα γίνονταν ρίψεις εφοδίων από τους Αγγλους. Πράγματι έπεσαν κάποια κιβώτια, αλλά τα περισσότερα παρασύρθηκαν από τον αέρα και τα πήραν οι τσοπάνηδες. Οταν οι αντάρτες τα άνοιξαν είδαν με χαρά πως ήταν άρβυλα, που τόσο τα χρειάζονταν. Ομως από κάποια ειρωνεία της τύχης είδαν πως όλα τα άρβυλα ήταν αριστερά.

Η παρουσία του αεροπλάνου έγινε αντιληπτή από τους Ιταλούς της Αμφισσας. Ενα τσοπανόπουλο μόλις είδε τους Ιταλούς να ανεβαίνουν στο βουνό ειδοποίησε τους αντάρτες: «Ιταλικό απόσπασμα 40-50 αντρών ερευνά το δάσος για τα δέματα». Ο Αρης πρότεινε να το χτυπήσουν σε ενέδρα και όλοι συμφώνησαν. Σε λίγο πήραν την πληροφορία ότι οι Ιταλοί σταμάτησαν σε έναν εγκαταλειμμένο μύλο στην τοποθεσία Ρεικά για να διανυκτερεύσουν. Τα ξημερώματα οι αντάρτες τους αιφνιδίασαν.

Ο Λουκάς Καθούλης περιγράφει: «H μισή μας δύναμη έπιασε το νότιο μέρος και η άλλη μισή το ανατολικό. Ολες οι άλλες μεριές ήταν βράχια. Τα πυρά μας άρχισαν να πέφτουν βροχή. […] Αριστερά μου στεκόταν ο Διαμαντής, αριστερότερα ο Καραλίβανος και πιο πέρα ο αρχηγός (Αρης)
με την αραβίδα του. Δεξιά μου ήταν ο Λευτέρης, ο Θεοχάρης και ο Τζιβάρας. Μέσα σε λίγα λεπτά ο εχθρός είχε εκμηδενιστεί. Οσοι δεν είχαν σκοτωθεί παραδόθηκαν. Ολος ο πλούσιος οπλισμός τους, ένα βαρύ πολυβόλο, πολλά οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες, πυρομαχικά και τρόφιμα, έπεσαν στα χέρια μας. Μαζί τους ήταν και οι αγωγιάτες με τα ζώα τους. Σ’ αυτά φορτώσαμε τα λάφυρά μας και φορτωθήκαμε κι εμείς. Οσα δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε τους βάλαμε φωτιά. Οι εκρήξεις τους συνεχίστηκαν όλη τη μέρα. Κι όπως μάθαμε, οι Ιταλοί νομίζοντας πως συνεχιζόταν η μάχη δεν τολμούσαν επί τρεις μέρες να πλησιάσουν τον τόπο της συμπλοκής».

Οι πρώτες αντάρτικες ομάδες οπλίζονταν αφοπλίζοντας τον εχθρό. Ακολούθησαν ο αφοπλισμός των χωροφυλάκων της Υπάτης, η μάχη στο Κρίκελο (29/10/1942) και πάντα η ταχύτατη εκ των ενόντων οργάνωση.

Στον ΕΛΑΣ ο Διαμαντής φανέρωσε τις μεγάλες πολιτικές, οργανωτικές και στρατιωτικές του ικανότητες. Στον Γοργοπόταμο (25-26 Νοεμβρίου 1942) θα του ανατεθεί μια από τις πιο υπεύθυνες αποστολές. Να τοποθετήσει τους πυροδοτικούς αισθητήρες, τα λεγόμενο «βατραχάκια», τα οποία με το πάτημα του τρένου στη ρόγα θα πυροδοτούσαν τους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Η ξαφνική εμφάνιση ενός άλλου τρένου προκάλεσε τον φόβο μήπως είχαν μπει οι μηχανισμοί πριν την ώρα τους και «πάει στράφι ο αιφνιδιασμός». Ο Μήτσος Δημητρίου, που στεκόταν δίπλα στον Αρη, θυμάται: «Αλλά όχι – αναλογίστηκα. Εκεί είναι ο Διαμαντής, των αδυνάτων αδύνατον να κάμει τέτοιο λάθος ο Διαμαντής» (Δ. Δημητρίου, «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης», 1965, τ. 2ος, σελ. 261)

Στα Δεκεμβριανά

Ο Διαμαντής αναδείχθηκε σε πολιτικό καθοδηγητή του Αρχηγείου Παρνασσίδας. Οταν ο ΕΛΑΣ μετεξελίχθηκε σε οργανωμένο στρατό έγινε καπετάνιος του 34ου Συντάγματος της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ με χώρο ευθύνης κυρίως την Αττικοβοιωτία, καθώς λίγο καιρό προτού φύγουν οι Γερμανοί ο Διαμαντής είχε κατεβάσει τις προφυλακές του στον Ασπρόπυργο. Στην πραγματικότητα, οι Διαμαντής, Θεοχάρης και Νταλιάνης περίμεναν ένα νεύμα για να μπουν στην Αθήνα.

Τον Δεκέμβριο του 1944, με την ένοπλη επέμβαση των Αγγλων, ο Διαμαντής πήρε μέρος με το σύνταγμά του στη Μάχη της Αθήνας. Υπερασπίστηκε ηρωικά τον τομέα του σανατορίου «Σωτηρία» στις 6/12/1944, δίνοντας σκληρότατη μάχη με τους Αγγλους και τα Τάγματα Ασφαλείας.

Στις 7/12/1944 έδωσε μάχη στη Σχολή Χωροφυλακής και ύστερα από διαταγή αποσύρθηκε στην Αγία Παρασκευή. Στις 8/12/1944 κρατάει σταθερά τα στενά του Γέρακα. Στις 9/12/1944 το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τους Διαμαντή, Κρόνο, Κορνιλάκη έδωσε σκληρή μάχη στον «Αράπη» Καισαριανής.

Η μάχη συνεχίστηκε τρεις μέρες καθώς το ρέμα περνούσε πότε στα χέρια του ΕΛΑΣ και πότε στα χέρια των Αγγλων. Στις 12/12/1944 το 2ο Τάγμα του ΕΛΑΣ με πολλές απώλειες μπήκε στον Βύρωνα. Στις 18/12/1944 τμήματα ανταρτών με επικεφαλής τον Διαμαντή περισφίγγουν στην Κηφισιά τα ξενοδοχεία Απέργη και Πεντελικόν, πιάνουν 27 Αγγλους αιχμαλώτους και παίρνουν άφθονο πολεμικό υλικό.

Στις 19/12/1944 οι αντάρτες μαζί με τμήματα του 5ου Συντάγματος Προαστίων έκαναν ολονύχτια επίθεση στα ξενοδοχεία Απέργη, Πεντελικόν και Σεσίλ, έπιασαν αιχμαλώτους 50 Αγγλους αξιωματικούς αεροπόρους, 700 οπλίτες αεροπόρους, έναν Αγγλο στρατηγό της αεροπορίας και τρεις Ελληνες αξιωματικούς και πήραν άφθονα λάφυρα, ιματισμό, οπλισμό, τρόφιμα και αυτοκίνητα. Στις 31/12/1944 έφτασαν στην Αγία Παρασκευή -όπου ήταν η έδρα του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ- οι Αγγλοι, με συνολικά 118 τανκς και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα γεμάτα στρατό.

Ο λόχος διοικήσεως με επικεφαλής τον Διαμαντή έδωσε σκληρή Μάχη στην πλατεία της Αγίας Παρασκευής και υπό την καθοδήγησή του συμπτύχθηκαν προς τη χιονισμένη Πεντέλη. Την άλλη μέρα. Πρωτοχρονιά του 1945, ενώ πλέον είχαν πάρει διαταγή να επιστρέφουν στη Ρούμελη, ο Διαμαντής μάθαινε να οδηγεί τζιπ και έφερνε γύρους ένα δέντρο, ενώ τα αεροπλάνα μυδραλιοβολούσαν ασταμάτητα.

Πρώτος και στο δεύτερο αντάρτικο

Μετά τη Βάρκιζα ο Διαμαντής αναγκάστηκε να ξαναβγεί στον Παρνασσό, καθώς ήταν πλέον καταδιωκόμενος.

Το 1946 σχημάτισε την πρώτη ομάδα ενόπλων καταδιωκομένων. Συνέβαλε στη συγκρότηση του ΔΣΕ στην Παρνασσίδα και στη Ρούμελη. Επικεφαλής του Αρχηγείου Παρνασσίδας, το 1947 έδωσε μεγάλες μάχες στην Αράχοβα, τη Λοκρίδα, την Αμφισσα. Κατατρόπωσε τον αντίπαλο και τον ανάγκασε να κλειστεί στα κέντρα του. Αχρήστευσε τις εκκαθαριστικές του επιχειρήσεις. Ελευθέρωσε όλο τον ορεινό όγκο της Ρούμελης. Επίλεκτα τμήματα του ΔΣΕ πάτησαν την Εύβοια, τον Ελικώνα και τον Κιθαιρώνα. Εφτασαν και στην Πάρνηθα.

Το 1948 ο Διαμαντής αναλαμβάνει διοικητής της 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ (πρώην Αρχηγείο Ρούμελης).

Οι ράχες και οι ελιγμοί του Διαμαντή 1948 – 1949

Ο Γ. Βοντίτσος (Γούσιας) αναφέρει: «Τον Ιανουάριο του 1948 το Αρχηγείο Ρούμελης έδωσε διαταγή στον Διαμαντή που ήταν αρχηγός της Παρνασσίδας να διεισδύσει βαθιά στη Λοκρίδα στα χωριά που δεν ξαναπατήσαμε για στρατολογία, και αφού πραγματοποιήσει αυτό να κάνει ελιγμό προς Θήβα και Πάρνηθα. Ο ελιγμός έγινε με εξαιρετική επιτυχία, ο εχθρός αιφνιδιάστηκε. Τότε πιάστηκε ο βουλευτής Κουτσοπέταλος και παρά τρίχα γλίτωσαν ο εγκληματίας Ρέντης και ο «γκαουλάιτερ» Γκρίσγουολντ που την προηγούμενη μέρα ήταν εκεί.

Ο Διαμαντής, αφού έδωσε τέσσερις μέρες σκληρές μάχες μέσα στον κάμπο, αποσύρθηκε στην Αγόριανη Παρνασσού. Την ίδια μέρα που έφτανε στην Αγόριανη, το 503 Τάγμα του εχθρού ανέβηκε στον Παρνασσό, αιφνιδίασε τους λίγους άντρες που είχαν μείνει με τον ασύρματο, τα αρχεία κ.λπ. και τα πήρε. Οταν το έμαθε ο Διαμαντής κάλεσε αμέσως τους εξαντλημένους και άυπνους άντρες του και τους είπε τι είχε συμβεί. “Για μας είναι ντροπή να πάθουμε τέτοια ζημιά. Πρέπει να τους τα πάρουμε πίσω. Ξέρω πως είστε κουρασμένοι, αλλά όποιος θέλει ας με ακολουθήσει”. Ολο το τμήμα έτρεξε. Περικύκλωσαν το εχθρικό τάγμα και ύστερα από δύο ώρες μάχη το εξόντωσαν, σκότωσαν και τον διοικητή του τάγματος, πήραν όλα τα υλικά του εχθρικού τάγματος και όλα τα πράγματα που είχαν πάρει του Διαμαντή».

«Ο Διαμαντής ήταν σεμνός, απλός και ανιδιοτελής άνθρωπος. […] Η σεμνότητα του ήταν τέτοια που έφτανε σε αδυναμία. Πολλοί συναγωνιστές θα θυμούνται ότι αυτός στον ΕΛΑΣ έφτιαξε τη Δεύτερη Μεραρχία, αυτός πολεμούσε, και ο χαφιές Ορέστης (κατά την ατυχή ορολογία της εποχής) έγινε καπετάνιος της, ενώ ο Διαμαντής ήταν ο φυσικός της ηγέτης» [Γ. Γούσιας, Ματζώρος, σελ. 279-280].

Αναφέρουμε μερικές ενέργειες του Διαμαντή, όπως αυτές αποτυπώνονται από τις διηγήσεις συναγωνιστών του, για να καταδείξουμε την εφευρετικότητα και την τόλμη του καπετάνιου.

«Τον Ιανουάριο του 1947 οι αντάρτες στη Ρούμελη ήταν σχετικά ολιγάριθμοι, ήταν όμως ανάγκη να δοθεί ένα ισχυρό χτύπημα ώστε να ταραχτεί η αντίδραση και να δυναμώσει η εμπιστοσύνη του λαού στις δυνάμεις του ΔΣΕ. Ετσι πάρθηκε απόφαση να χτυπηθεί ο σιδηροδρομικός σταθμός της Γραβιάς, την Κυριακή 12 Ιανουάριου 1947, και να πιαστεί η αμαξοστοιχία που θα έφθανε από την Αθήνα στις 2 το μεσημέρι. Δύσκολο εγχείρημα, αφού ο σταθμός ήταν στον κάμπο και η επιχείρηση έπρεπε να γίνει μέρα μεσημέρι. Ο Διαμαντής ενήργησε έξυπνα περνώντας την ομάδα του από το βάθος της ενδοχώρας χωρίς να γίνει αντιληπτός. Την ώρα που θα ερχόταν το τρένο έστειλε στον σταθμό μια ομάδα μαχητών με πολιτικά ρούχα και κρυμμένο τον οπλισμό τους. Μόλις έφθασε το τρένο, η ομάδα αυτή χτύπησε αιφνιδιαστικά τους φρουρούς του σταθμού, δημιούργησε σύγχυση και κατέλαβε την αμαξοστοιχία. Η ομάδα κατόρθωσε και πήρε πολλά λάφυρα, συνέλαβε αιχμαλώτους, μίλησε στο πλήθος του σταθμού εμψυχώνοντάς το και συμπτύχθηκε αποχωρώντας συντεταγμένα» [Γούσιας, Ματζώρος, σελ. 280].

Ο Διαμαντής είχε την πληροφορία ότι θα ερχόταν με το τρένο ο αρχηγός A’ Σώματος στρατού αντιστράτηγος Δ. Γιατζής για να επιθεωρήσει τη φρουρά της Λαμίας. Ομως ο Γιατζής πέρασε την προηγούμενη μέρα. Αντί του Γιατζή οι αντάρτες προσπάθησαν να αιχμαλωτίσουν τον ταξίαρχο Ασημάκη, που είχε παρόμοια «ερυθρόν ταινίαν εις το πηλίκιόν του».

Την άνοιξη του 1947 ο παρακρατικός Μπούρος με ένα τάγμα καταδρομέων έφτασε στη Γραβιά προκειμένου να κάνει επιδρομή στην ορεινή Παρνασσίδα. Ο Διαμαντής, με 25 άντρες του, έστησε ενέδρα στην τοποθεσία Λύκου Μάτι, κοντά στην Γκιώνα. Οι παρακρατικοί χτυπήθηκαν αφού μπήκαν στο στενό υποχρεωτικό πέρασμα και είχαν σοβαρές απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους. Ο Μπούρος μόλις που κατάφερε να σωθεί και έφτασε ξυπόλητος τρέχοντος ως τη Λαμία.

Τον Ιούνιο του 1947 ο Διαμαντής μπήκε στην Αράχοβα. Είχε μελετήσει καλά την αμυντική διάταξη του εχθρού και τους τόπους από όπου θα μπορούσαν να σπεύσουν οι εφεδρείες του Εθνικού Στρατού για ενίσχυσή του. Ο Διαμαντής, αφού έλαβε όλα τα μέτρα ενάντια στις εχθρικές ενισχύσεις, έριξε τις κύριες δυνάμεις του σε μια κατεύθυνση, απασχολώντας ταυτόχρονα τον εχθρό με λίγες δυνάμεις σε άλλο μέτωπο, και ύστερα από έξι ώρες σκληρών μαχών κατέλαβε την πόλη και την κράτησε για δύο μέρες, παίρνοντας πολλά λάφυρα και προμήθειες και προκαλώντας σημαντική φθορά στον εχθρό που ερχόταν για ενίσχυση. Η μάχη αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία, διότι ήταν η πρώτη επιτυχημένη μάχη σε κατοικημένο χώρο.

Υστερα από τη μάχη του Βάλτου ο Διαμαντής διείσδυσε με ταχύτητα στον κύριο όγκο Γκιώνα-Βαρδούσια. Ο εχθρός κινήθηκε εναντίον του. Εστησε όμως καλή ενέδρα και διέλυσε ολοκληρωτικά ένα εχθρικό τάγμα. Ο εχθρός κινητοποίησε τότε 12 τάγματα εναντίον του. Ο Διαμαντής τα χτύπησε διαδοχικά και προτού ο εχθρός κλείσει τον κλοιό του, ελίχθηκε και βγήκε στα μετόπισθεν του εχθρού χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Την ώρα που ο εχθρός προχωρούσε προς τις θέσεις του Διαμαντή για να τον εγκλωβίσει, αυτός χτυπάει το Λιδωρίκι (18 Απριλίου 1948), το καταλαμβάνει και πιάνει αιχμάλωτο τον ταξίαρχο Μαρκόπουλο. Εδώ έχουμε έναν υπέροχο συνδυασμό ενεδρευτικού χτυπήματος, διαδοχικού χτυπήματος κατά την κίνηση του εχθρού, ελιγμό προτού φτάσει ο εχθρός στο επίκεντρό του και χτύπημα κατοικημένου χώρου όπου πλέον οι εχθρικές δυνάμεις ήταν λίγες, αφού οι υπόλοιπες είχαν κινητοποιηθεί για την καταδίωξη του Διαμαντή.

Ο Διαμαντής όλο το 1948 αντιμετώπιζε την εκκαθαριστική εκστρατεία του στρατού με δεξιοτεχνία και θάρρος που κατέπληξε τους αντιπάλους του. Οι επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στη Στερεά Ελλάδα με την κωδική ονομασία «Χαραυγή» (15 Απριλίου – 3 Μαΐου 1948) δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Αντίθετα ο Δημοκρατικός Στρατός όχι μόνο διέσωσε τις δυνάμεις του, αλλά δυνάμεις του Αρχηγείου Ρούμελης υπό την αρχηγία του Καπετάν Διαμαντή κατέφυγαν στα Αγραφα, όπου μαζί με δυνάμεις του Αρχηγείου Θεσσαλίας ανακατέλαβαν το οροπέδιο Νευρούπολης, το οποίο είχαν εγκαταλείψει έναν χρόνο νωρίτερα.

Η τελευταία μεγάλη μάχη του 1948 για τον Δημοκρατικό Στρατό είναι η επίθεση κατά της πόλης της Καρδίτσας. Η επίθεση έγινε στις 11 Δεκεμβρίου 1948, από δυνάμεις της 1ης και 2ης Μεραρχίας του ΔΣΕ που διοικούνταν αντίστοιχα από τον Χαρίλαο Φλωράκη (Γιώτης) και τον Γιάννη Αλεξάνδρου (Διαμαντής). Η πόλη καταλήφθηκε από τον ΔΣΕ για δύο ημέρες και μετά αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν καθώς κατέφθαναν ισχυρές δυνάμεις του στρατού.

Ομως το1949 η επίθεση του στρατού (σχέδιο «Πύραυλος») ήταν πολύ ισχυρή και πολύπλευρη. Η κίνηση του Διαμαντή να συμπτυχθεί στα Αγραφα και η κατάληψη του οροπεδίου της Νευρούπολης φανερώνουν την αδυναμία να κρατηθεί πλέον η Ρούμελη και θα έπρεπε να χτυπήσει συναγερμός στο αρχηγείο του ΔΣΕ.

Καρπενήσι 1949

Στις αρχές Ιανουάριου του1949 αποφασίστηκε η κατάληψη του Καρπενησιού. Από τη μεριά του ΔΣΕ συνεργάστηκαν η 1η Μεραρχία Θεσσαλίας με διοικητή τον Καπετάν Γιώτη (Χαρίλαος Φλωράκης) και η 2η Μεραρχία Στερεός Ελλάδας με διοικητή τον Καπετάν Διαμαντή (Γιάννης Αλεξάνδρου), ενώ διοικητής του ΚΓΑΝΕ ορίσθηκε ο Γ. Πέτσας.

Αντικειμενικοί στόχοι του ΔΣΕ ήταν οι εξής: 1) Ο ανεφοδιασμός σε έμψυχο και άψυχο υλικό. 2) Η καθήλωση των δυνάμεων του Εθνικού Στρατού της Στερεός Ελλάδας. 3) Η απόσπαση τμημάτων στρατού από το μέτωπο της Μακεδονίας και η ανακούφιση της κατάστασης στο εκεί μέτωπο.

Η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ (Καπετάν Γιώτης) μαζί με τις δυνάμεις του ΚΓΑΝΕ είχαν στόχο τη σύγκρουση με τις δυνάμεις του ΕΣ και την κατάληψη της πόλης του Καρπενησιού. Η 2η Μεραρχία (Καπετάν Διαμαντής) θα αναλάμβανε να σφραγίσει την περιοχή, ελέγχοντας τους δρόμους Λαμίας-Καρπενησίου και Αγρινίου-Καρπενησίου, μπλοκάροντας κάθε κίνηση εφεδρειών του Εθνικού Στρατού προς την πολιορκούμενη πόλη. Ο Διαμαντής είχε στείλει άντρες του οκτώ μέρες πριν από την επίθεση και είχαν χαρτογραφήσει όλη την οχύρωση και τις ναρκοθετήσεις του ΕΣ.

Η πόλη ήταν σχολαστικά οχυρωμένη. Στον λόφο του Αγ. Δημητρίου (νοτιοανατολικά της πόλης), στη θέση Ρόβια, και στην Αγ. Σωτήρα (ανατολικά) υπήρχαν ισχυρότατα φυλάκια του στρατού, μερικά από τα οποία έφεραν και τσιμεντένια επίστρωση. Τέλος, στον βορρά της πόλης, στη θέση Δεξαμενή, ο στρατός διέθετε ισχυρές εστίες και οχυρωμένες θέσεις, ενώ είχε δημιουργήσει θέσεις μάχης ακόμη και στις σκεπές των σπιτιών.

Το Καρπενήσι την εποχή εκείνη είχε πληθυσμό περίπου 3.000, όμως ο ΕΣ είχε μεταφέρει βιαίως στην πόλη περίπου 10.000 ανθρώπους από τα γύρω χωριά, προκειμένου να αποτρέψει τον ανεφοδιασμό του ΔΣΕ σε έμψυχο υλικό. Η αποκοπή της πόλης και το ρήγμα που επέφεραν οι μαχητές του ΔΣΕ στις αμυντικές δυνάμεις του ΕΣ έδωσαν την ευκαιρία να εισχωρήσουν οι αντάρτες στα σοκάκια της πόλης και γρήγορα να κυριαρχήσουν. Ο ΔΣΕ μπήκε στην πόλη του Καρπενησιού στις 21 Ιανουάριου 1949 και την κράτησε 19 μέρες, λύνοντας βασικά προβλήματα ανεφοδιασμού του.

Απώλειες ΕΣ: 245 νεκροί και 550 τραυματίες. Ας σημειωθεί ότι το ΓΕΣ έχει καταχωρήσει και μερικούς στρατιώτες που αυτομόλησαν ως απώλειες στη μάχη. Από τον ΕΣ αιχμαλωτίσθηκαν και περίπου 400 οπλίτες, που αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι. Απώλειες ΔΣΕ: 115 νεκροί και 50 περιστατικά κρυοπαγημάτων σε διάφορα στάδια.

Λάφυρα27 όλμοι με 4.080 βλήματα, 12 βαριά πυροβόλα και 6 πίατ (ΡΙΑΤ), 7.600 όπλα με 1.100.000 σφαίρες, 12 ασύρματοι και 5 ηλεκτρογεννήτριες, 10 αυτοκίνητα και 100 μεταγωγικά οχήματα, 600.000 οκάδες τρόφιμα και 400 στρατολογημένοι.
Τα παραπάνω μεταφέρθηκαν με δέκα ξεχωριστές μεταγωγικές αποστολές στην κεντρική διοίκηση στο στρατηγείο του Γράμμου [«Ριζοσπάστης», Κυριακή 27 Ιούνη 1999].
Οι αντάρτες κράτησαν το Καρπενήσι τρεις βδομάδες, φεύγοντας συντεταγμένα. Ο Διαμαντής είχε επιπλέον εκπονήσει και έναν ελιγμό αποχώρησης που αιφνιδίασε τον ΕΣ.

Στην Εφημερίδα των Ειδικών Δυνάμεων διαβάζουμε: «Στις 3 του μήνα (Φεβρουάριου), η Β’ Μοίρα Καταδρομών με 3 Λόχους επιτέθηκε μέσα σε ακραίες καιρικές συνθήκες και ισχυρό ψύχος κατά της Μαύρης Ράχης, που κρατούσαν με πείσμα οι αμυνόμενοι (νότια του χωριού Δ. Φραγκίστα). Η κόπωση, ο καιρός και η ισχυρή αντίσταση των αμυνομένων είχαν σαν αποτέλεσμα τη μη επίτευξη της κατάληψης. Οι καταδρομείς έμειναν για λίγες μέρες στο Τρίκορφο προκειμένου να αναπληρώσουν δυνάμεις και ν’ ανεφοδιαστούν. Στις 7-2-49, μετά από αγώνα η Μαύρη Ράχη “έπεσε” και η Β ’ Μοίρα, σε συνδυασμό με ενέργεια της “αδελφής” Α’ Μοίρας, άρχισε καταδίωξη προς το ύψωμα Προφήτη Ηλία Βίνιανης, το οποίο κατέλαβε την επόμενη μέρα. Παράλληλα, τα πρώτα τμήματα του Εθνικού Στρατού έμπαιναν στην πόλη, μετά την αποχώρηση των αντάρτικών δυνάμεων που κατόρθωσαν να διαρρεύσουν εκτός του κλοιού των αντιπάλων τους, με κατευθύνσεις διαφυγής δυτικά και νότια και όχι προς βορρά, όπως είχε εκτιμηθεί από τον Εθνικό Στρατό, με κατεύθυνση προς Προυσό και Ναυπακτία. Οι αντάρτες όμως είχαν κατορθώσει να ξεφύγουν. Εκτοτε συνέχισαν να καταδιώκονται χωρίς σταματημό! Το δόγμα του στρατού για τη διεξαγωγή του ανταρτοπόλεμου είχε αλλάξει! “Νυχθημερόν καταδίωξις”! Τμήματα ελαφριά και ταχυκίνητα χωρίς σταθερή βάση!» [Ιστορία Μονάδων Καταδρομών, ΓΕΣ/3ο ΕΠ

Μετά το Καρπενήσι οι δύο μεραρχίες του αποτραβήχτηκαν στα Αγραφα και στον Βάλτο, με σκοπό να τραβήξουν και να συμπτυχθούν στον Γράμμο. Επειτα από λίγο ο Διαμαντής διατάχθηκε να ξαναγυρίσει στη Ρούμελη. Ομως ο αγώνας πλέον στη Ρούμελη δεν είχε κανένα νόημα. Ο Διαμαντής είχε λίγες εκατοντάδες εξαντλημένους και πεινασμένους μαχητές, με λίγα πυρομαχικά. Φεύγοντας είπε στον Τάσο Λευτεριά -παλιό αρχικαπετάνιο στην Κατοχή, που τώρα ο Ζαχαρώδης τον περιόρισε στη διοίκηση ενός τάγματος- «Δεν θα με ξαναδείς, μωρέ Τάσο, το ξέρω! Μα θα πάω όπου με στέλνουν» [«Ελευθεροτυπία», Κυριακή 5 Μαρτίου 1978. Ματζώρος, σελ. 282L

Το δοξασμένο τέλος

Ο Διαμαντής αντιμετώπισε με τη θρυλική 2η Μεραρχία του νικηφόρα για τρεις ολόκληρους μήνες την εχθρική εκστρατεία και τελικά έπεσε στις 21 Ιουνίου 1949, «από προδοτικό βόλι» (Γ, Γούσιας, Ματζώρος, σελ. 281).

Ο Νίκος Μανιάς (Νικοτσάρας) θυμάται τις τελευταίες εκείνες ώρες. Η περιγραφή του είναι κοφτή, ακόμη θαρρείς λαχανιασμένη:

«Υστερα από πολλές περιπλανήσεις και πορείες μέσα σε περιοχή γεμάτη στρατό, βρεθήκαμε στα Αργύρια πιο κάτω. Βγάζουμε περιπολία. Το μέρος ήταν πιασμένο. Πάμε να περάσουμε. Μας βάζουν πυρά. Δεν πήραν κανέναν. Προχωρούμε. Κλεινόμαστε σ’ ένα ύψωμα κάτω χαμηλά στη ρεματιά. Ολη τη μέρα κάναμε χωσιά. Απέναντι έβαζαν φωτιές, έψαχναν, πυροβολούσαν. Εφαγαν τον τόπο. Δεν μας βρήκαν. Σαν νύχτωσε φεύγουμε σιγά σιγά και φτάσαμε στα Μάρμαρα. Ανατολικά είναι ένα αντέρεισμα που φτάνει μέχρι κάτω στη ρεματιά. Κολλήσαμε σαν βδέλλες. Ημασταν εγώ, ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ο Γιώργος Σαφάκας, ο Στέλιος Μασιάλας, ο Γιώργος Ραυτόπουλος, ο Ηλίας Μανούκας, ο Κώστας Κάραγιώργος, ο Θανάσης Κούμαρος, ο Θανάσης Σκαλτσάς, η Μαροϋλα Κάιλα, η Τασία, αδελφή του Βασίλη Σφήκα. Ολη νύχτα βαδίζουμε. Κατεβαίνουμε το αντέρεισμα. Πέφτουμε κάτω τη ρεματιά. Ξανανεβαίνουμε και βρισκόμαστε στο ίδιο μέρος. Νηστικοί. Εξαντλημένοι. Ρακένδυτοι. Η πλαγιά -Αη Γιάννης ονομάζεται- είναι δασωμένη, είχε μεγάλα και μικρά έλατα και ψηλές φτέρες. Τρυπώσαμε μέσα. Βγήκε ο ήλιος. Ηταν 21 του Ιούνη 1949. Βλέπουμε πέρα στο δρόμο στρατό με μεταγωγικά. Περνούσαν τη ρεματιά και τραβούσαν προς την Καστριώτισσα. Χαρήκαμε -“Άει, λέμε, Δεν θάρθουν σε μας”-

Αλλά μείναμε με τη χαρά! Αξαφνα βλέπουμε να σταματούν, να κάνουν μεταβολή και να γυρνάνε πίσω. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουμε τι έγινε. Κάποιος από μας έφυγε, πήγε παραδόθηκε και μαρτύρησε ότι ήμασταν εκεί Ηταν μια κοπέλα Ποια; Δεν θυμάμαι. “Κοιτάξτε να δείτε ποιος από μας λείπει!” είπε ο Διαμαντής. Ελειπε αυτή. Και προσθέτει: “Μας πρόδωσε!” […]
Δεν άργησαν να φτάσουν επάνω. Αρχισαν να φωνάζουν. “Παραδοθείτε! Να φάτε ψωμί! Να ζήσετε ήσυχα!”

Γίνεται μια πεταχτή σύσκεψη. Ο Διαμαντής, ο Ηρακλής, ο Ραφτόπουλος… Τι θα κάνουμε; Προς τα πάνω γεμάτο. Προς τα κάτω γεμάτο. Μόνη διέξοδος να πάρουμε δίπλα την πλαγιά. Κι αν ερχόντουσαν κι από τη μεριά της Καστριώτισσας θα πολεμούσαμε. Κι όσοι γλιτώσουμε. Έτσι θα κάνουμε!” είπε ο Διαμαντής, και με στέλνει με έναν άλλο 50 μέτρα πιο πέρα να ανιχνεύσω. “Τράβα εσύ Νίκο, να δεις από κει!” Αυτή ήταν η τελευταία του εντολή. Γυρνάω πίσω και αναφέρω. “Αρχηγέ, είναι κι από δω “.
Ωσπου να τα πω αυτά πλάκωσαν από πάνω. Επεσε πανικός. Μαζεμένοι μέσα στις φτέρες και γύρω στα ελατάκια, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Οι περισσότεροι κάναμε τον κατήφορο. Την ώρα εκείνη ακούω έναν πυροβολισμό. Κι ένα ωχ! Μπορεί να σκότωσαν τότε τον Διαμαντή. Ποιος; Μπορεί αυτοί. Μπορεί κάποιος δικός μας. Δεν ξέρω. Αυτό ήταν το τέλος του παλληκαριού…» [Μαρτυρία Νίκου Μανιού (Νικοτσάρα), Ματζώρος, σελ. 295-296].

Δώδεκα πρώτοι ξεκίνησαν μέσα στη νύχτα του καλοκαιριού του 1942 για τον Παρνασσό και δώδεκα στέκονταν τελευταίοι δίπλα στον αρχηγό τους, έτοιμοι να πεθάνουν. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκε ο ακάματος, ο σεμνός και λιγομίλητος καπετάνιος, εκείνος που δεν τον έπιανε το μάτι των νεοσύλλεκτων ανταρτών και που τον «καταλάβαιναν» μόλις τους οδηγούσε στη μάχη και μετουσιωνόταν στον ήρωα καπετάνιο τους. Τον Καπετάν Διαμαντή. Τον «αχαμνό» γίγαντα της Ρούμελης!

Δεν υπάρχουν σχόλια: