Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Όλα τα δεδομένα των τελευταίων ετών δείχνουν ότι η ελληνική κοινή γνώμη προτιμάει κυβερνήσεις συνεργασιών και ευρύτερες συναινέσεις για τη διαχείριση της κρίσης. 
Εντούτοις, κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν έχει καταστεί εφικτό αλλά η πόλωση όλο και εντείνεται, κάτι εμφανές ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη προκήρυξη νέων πρόωρων εκλογών.
Αυτό είναι ένα ακόμη «ελληνικό παράδοξο». 
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοιες προκλήσεις στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης από το 2010, όπως σε Ισπανία, Πορτογαλία, και Ιρλανδία, δεν υπήρξε ούτε μία μη προγραμματισμένη αλλαγή κυβέρνησης ή πρόωρες εκλογές. Την ίδια περίοδο, η Ελλάδα είχε πέντε διαφορετικούς πρωθυπουργούς, την άνοδο των ριζοσπαστικών δυνάμεων στη Βουλή, καθώς επίσης δημοσιονομικό εκτροχιασμό μέσα από τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις. 
Όλα τα παραπάνω αποτελούν σαφείς ενδείξεις έλλειψης κουλτούρας συνεργασίας,
αλλά και προβληματικών πολιτειακών επιλογών.
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι Έλληνες έχουν κάποια έμφυτη ροπή προς την πόλωση, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπ' όψη του τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις που δείχνουν διάθεση για συνεννόηση. Οι ρίζες τις αστάθειας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθούν στο πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο πριμοδοτεί την πόλωση και την αστάθεια, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης.
Ας πάρουμε δύο αλληλένδετα παραδείγματα: τα κύματα «αποστασιών»-αποσκιρτήσεων βουλευτών και το μπόνους των 50 εδρών. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος καθ’ όλη την περίοδο της κρίσης υπήρξαν τα κύματα αποστασιών βουλευτών οι οποίοι σε κρίσιμες ψηφοφορίες προτίμησαν να ανεξαρτητοποιηθούν ή να αλλάξουν πολιτικό στρατόπεδο από το να ψηφίσουν οδυνηρά μέτρα σχετιζόμενα με τα «μνημόνια». Μόνο κατά την πρώτη τριετία (2010-2012) μετρήσαμε 75 αποστασίες στο ελληνικό κονοβούλιο σε αντίθεση με 8 στην Ιρλανδία και καμία σε Ισπανία και Πορτογαλία, παρά την ύπαρξη εξίσου επώδυνων μέτρων προς ψήφιση σε όλες τις χώρες. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η ιδιαιτερότητα; 
Αρχικά, οι δημοφιλείς τοπικοί βουλευτές γνωρίζουν ότι η επανεκλογή τους εξαρτάται, κυρίως, από την ικανότητά τους να ικανοποιούν πελατειακές ανάγκες. Στην προοπτική στήριξης οδυνηρών μέτρων, που ψαλιδίζουν τις πιθανότητες επανεκλογής τους, συχνά προτιμούν την αποσκίρτιση. Άλλωστε, τα κόμματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάνοντας «δυνατές μεταγραφές» τοπικών πολιτευτών, όχι μόνο αυξάνουν τη πιθανότητα να πάρουν τη σχετική πλειοψηφία -και κατά συνέπεια και τις 50 έδρες- αλλά ταυτόχρονα μπορούν να εγγυηθούν στους αποστάτες καλύτερες προοπτικές επανεκλογής, ακριβώς λόγω του εκλογικού μπόνους. Δεν είναι τυχαίο ότι στις κρίσιμες εκλογές του Μαϊου του 2012, οι δύο πιο δημοφιλείς σε σταυρούς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στην Β Αθηνών, η κ. Σακοράφα και ο κ. Κουρουμπλής αποσκίρτησαν από το ΠΑΣΟΚ και τράβηξαν μαζί τους πάνω από 125.000 ψήφους. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις βουλευτών οι οποίοι έχουν κάνει και τρεις «μεταγραφές» περνώντας από ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο κ. Μιχελογιαννάκης.
Ο φαύλος κύκλος της αστάθειας θα συνεχιστεί όσο συντηρείται ένα σύστημα το οποίο υπονομεύει συνασπισμούς και κυβερνήσεις συνεργασίας με ουσιαστική λαϊκή πλειοψηφία. Εδώ και δεκαετίες ο κορυφαίος ακαδημαϊκός  Arend Lijphart και οι συνεργάτες του -μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής Νικηφόρος Διαμαντούρος- χαρακτήρισαν το ελληνικό εκλογικό σύστημα ως «εκκεντρικό». Ενώ καμία ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα με μπόνους εδρών, παραδόξως όλες έχουν επιδείξει περισσότερη σταθερότητα από την Ελλάδα. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αναδυόμενα πολιτικά κόμματα αποκτούν πρώτα αναγκαίες εμπειρίες διακυβέρνησης είτε σε δικομματικές είτε ακόμη και σε πολυκομματικές συμμαχίες όπως στη Φινλανδία, την Ελβετία και την Ολλανδία.  
Το ελληνικό μπόνους όχι μόνο δεν ενίσχυσε την πολιτική σταθερότητα αλλά αντίθετα οδήγησε σε κυβερνήσεις με μηδενική εμπειρία, έλλειμμα αντιπροσώπευσης και αναντιστοιχία προεκλογικών δεσμεύσεων και κυβερνητικών πράξεων. Όλα τα παραπάνω έχουν τεράστιο κόστος τόσο στα δημοσιονομικά δεδομένα όσο και στην καταβαράθρωση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς.
Η νέα Μεταπολίτευση στην Ελλάδα πρέπει να συνδυαστεί με τη μετάβαση στην απλή αναλογική που θα οδηγήσει τα κόμματα σε μια λογική αναζήτησης συμμάχων και σταθερών συνεργασιών. Σε ένα σύστημα απλής αναλογικής, τα κόμματα τα οποία επενδύουν στην πόλωση κινδυνεύουν να μείνουν εκτός κυβερνητικών συμμαχιών, έστω και αν αποκτούν πρόσκαιρα εκλογικά οφέλη. Σε αντίθεση με το σύστημα του μπόνους, η απλή αναλογική ενισχύει τη μακροπρόθεσμη συνεννόηση και τη σταθερότητα. Οι επερχόμενες εκλογές πρέπει να είναι οι τελευταίες με το σύστημα των μπόνους. Οι συνθήκες για θεσμική αλλαγή είναι ώριμες, καθώς παραδοσιακά η Αριστερά έχει ταχθεί υπέρ αυτής της προοπτικής, ενώ τα μικρότερα κόμματα του Κέντρου που αποτελούν πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους, όπως το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ, έχουν ταχθεί ανοιχτά υπέρ.
Η ισχυρή λαϊκή στήριξη είναι ψευδαίσθηση όταν ένα πριμοδοτούμενο κόμμα στηρίζεται στο ένα τρίτο των ψηφοφόρων. Αντίθετα η Ελλάδα έχει πολλά να κερδίσει από τη συναίνεση που επιτευχθηκε στο κοινοβούλιο τις τελευταίες εβδομάδες. Τα άμεσα αποτελέσματα μιας κυβέρνησης με διευρυμένη πλειoψηφία θα είναι η απομείωση του χρέους σε μια αξιόπιστη διαπραγμάτευση με ορίζοντα δεκαετίας, η στελέχωση των υπουργείων με τους πιο έμπειρους και ικανούς, όπως επίσης και η αποτελεσματική εφαρμογή των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Η ελληνική συνθηματολογία τύπου «πρώτη φορά αριστερά», πρέπει να αντικατασταθεί από το αναγκαίο «οι καλύτεροι πάντα μαζί». 

* Ο Ιωσήφ Κόβρας είναι ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο Queen’s του Μπέλφαστ.
** Ο Νεόφυτος Λοϊζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Kent.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: