Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Η ΑΓΡΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ: ΤΟΝ ΣΟΥΒΛΙΣΑΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΑΛΑΜΑΝΑΣ- ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ

Στις 24 Απριλίου 1821, έναν μόλις μήνα μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, οι Τούρκοι σούβλισαν τον Έλληνα αγωνιστή, Αθανάσιο Διάκο. 
«Για ιδές καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει τώρα π' ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι», φέρεται να ήταν τα τελευταία λόγια του Έλληνα οπλαρχηγού που ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της επανάστασης.
Μια ημέρα πριν, ο Διάκος πολεμούσε στη μάχη της Αλαμάνας μαζί με 500 άνδρες απέναντι στις δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη. Υπερασπίζονταν τη γέφυρα της Αλαμάνας και είχε οχυρωθεί στη Δαμάστα. Η επίθεση των Τούρκων ήταν σφοδρή με αποτέλεσμα οι Έλληνες να υποχωρήσουν. Ο Διάκος παρέμεινε στο πεδίο της μάχης και παρά τις εκκλήσεις των συμπολεμιστών του, αρνήθηκε να υποχωρήσει. Πολεμούσε μαζί με 10 άντρες εναντίον των χιλιάδων Οθωμανών,
με αποτέλεσμα να τραυματιστεί από εχθρικό βόλι.
Τη στιγμή εκείνη, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν και οι Έλληνες που είχαν κλειστεί σε ένα χάνι άνοιξαν την πόρτα για να δουν τη συμβαίνει. Ο Διάκος τους φώναξε να επιστρέψουν στο χάνι λέγοντας: "Δέκα χιλιάδες με κρατούν".
Είχε πληγωθεί στον δεξί ώμο και συνελήφθη από Αλβανούς, οι οποίοι τον μετέφεραν στη Λαμία σε ένα υπόγειο κτιρίου. Οι Οθωμανοί του ζήτησαν να προσκυνήσει, όμως ο Διάκος αρνήθηκε. Η απάντηση του ήταν η εξής:
«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ να πεθάνω».
Ο Ομέρ Βρυώνης δεν ήθελε να τον σκοτώσει όμως ο Χαλήλμπεης, έπεισε τον Κιοσέ Μεχμέτ, ο οποίος ήταν ανώτερος του Ομέρ Βρυώνη,  να τον τιμωρήσει παραδειγματικά. Τον μετέφεραν σε μια μάντρα και του ζήτησαν να μεταφέρει τον πάσσαλο με τον οποίο θα τον παλούκωναν. Μάλιστα, μόλις κατάλαβε τις προθέσεις τους φώναξε στους Αλβανούς φρουρούς του: "Δεν βρίσκεται από σας εδώ κανένα παλικάρι να με σκοτώσει με πιστόλι να με γλιτώσει από τους χαλντούπηδες;" Ωστόσο, κανένας δεν τον γλίτωσε από το μαρτύριό του. Τον εκτέλεσαν με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού, η οποία χρησιμοποιείτο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία για τη θανάτωση των Ελλήνων, των Σέρβων και των Βούλγαρων.
Σκοπός των Τούρκων ήταν να καμφθεί το ηθικό των Ελλήνων. Ωστόσο, ο βασαναστικός θάνατος του Διάκου προκάλεσε τα αντίθετα συναισθήματα στους υπόδουλος Έλληνες και εμψύχωσε τους αγωνιστές, οι οποίοι αγωνίστηκαν ηρωικά τα για την ελευθερία.
Ο Θάνατος του Διάκου
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα,
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
-Ουδ' ο Καλύβας έρχεται, ουδ' ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ'αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή ν' εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
- Το στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δωσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες
γλήγορα και να πιάσωμε κάτω στην Αλαμάνα,
όπου ταμπούρια δυνατά έχει και μετερίζια.
Επήραν τ' αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάναν' έφτασαν κι' έπιασαν τα ταμπούρια.
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά μη φοβηθήτε,
ανδρεία ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε!
Εκείνοι εφοβήθηκαν κι' εσκόρπισαν στους λόγγους.
Έμειν' ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες,
τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Σκίστηκε το τουφέκι του κι' εγίνηκε κομμάτια,
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν' εμπήκε,
έκοψε Τούρκους άπειρους κι' εφτά μπουλουκμπασάδες.
Πλην το σπαθί του έσπασε ν'απάν' από τη χούφτα
κι' έπεσ' ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ' εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι' Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
- Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξης,
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσης;
Κι' εκείνος τ' απεκρίθηκε και με θυμό του λέει:
-Πάτε κι' εσείς και' η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ' απεθάνω.
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο πέντ' έξι ημερών ζωή να μου χαρίστε,
όσο να φτάσ' ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας.
Σαν τ' άκουσ' ο Χαλίλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
-Χίλια πουγγιά σας δίνω 'γω κι' ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
ότι θα σβήση την Τουρκιά και όλο το Δοβλέτι.
Το Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν,
Ολόρθο τον εστήσανε, κι' αυτός χαμογελούσε.
Την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
- Εμέν' αν εσουβλίσετε , ένας Γραικός εχάθη
ας είν' καλά ο Οδυσσεύς κι' ο καπιτάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι' όλο σας το Δοβλέτι.
Η Πελοποννησιακή παραλλαγή του τραγουδιού
Τρεις περδικούλες κάθουνται στου Διάκου το ταμπούρι,
μίνια τηράει τη Λειβαδιά κι' άλλη το Καρπενήσι,
η Τρίτη νη καλύτερη μοιρολογάει και λέει:
- Πολλή μαυρίλα ν' έρχεται στου Διάκου το ταμπούρι
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
- Μήτε ο Καλύβας έρχεται μητ' ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βριγιώνης, το σκυλί, με δεκοχτώ χιλιάδες.
Και ο σεΐζης του μιλάει του Διάκου και του λέει:
- Διάκο, πάμε να φύγουμε, πάμε στην Αλασσόνα,
π' εκεί είν' ο τόπος δυνατός, ταμπούρια για να πιάσ' με
τ' ασκέρια σου κιοτέψανε και πήρανε τους λόγγους.
Κι' έμειν' ο Διάκος μοναχός, με δεκοχτώ νομάτους,
τρεις ημερούλες πολεμάει και τρία μερονύχτια.
Εμαύρισε κι' αράχνιασε, σα μαύρη καλιακούδα,
απ' τις μπαρούτες τις πολλές κι' απ'τα πολλά τα σμπάρα.
Τσακίστη το ντουφέκι του απ'τα πολλά ντουφέκια,
το 'σπασε το σπαθάκι του απάν' από τη χούφτα,
τότε τον πιάσαν ζωντανόν κειν' τα κοντοτουρκάκια.
Κι' ο Ομέρ-Βριγιώνης, το σκυλί, του Διάκου πάει και λέει:
- Διάκο, Τούρκος δε γένεσαι, πασά για να σε κάνω;
- Τι λες, μωρέ βρωμόσκυλο, τι λες, μωρέ μουρτάτη;
εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θέλα πεθάνω.
Τότε τον βάλαν στο σουγλί και παν να τόνε ψήσουν,
κι' ο Διάκος ετραγούδαγε της άνοιξης τραγούδι:
- Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη,
τώρα το Μάη, την άνοιξη, π' ανοίγουν τα λουλούδια!

Δεν υπάρχουν σχόλια: