Κυριακή 22 Απριλίου 2018

H ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΥ-ΚΛΟΥΞ-ΚΛΑΝ: Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ Χ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια ολοκληρωμένη μελέτη για τη δράση της οργάνωσης Χ. Καλό είναι να μάθουμε την ιστορία της…
Ιάσονας Χανδρινός.Υποψ. Διδακτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η οργάνωση που απαθανατίστηκε στην νεώτερη ελληνική ιστορία ως «Χ» γεννήθηκε έπειτα από διάσπαση ενός συνωμοτικού κύκλου αξιωματικών η συγκρότηση του οποίου ανάγεται στις πρώτες ημέρες της τριπλής Κατοχής. Η «Άγνωστος Μεραρχία Χ» ιδρύθηκε τον Μάιο του 1941 στην Αθήνα, από ανώτερους αξιωματικούς της ΙΙ Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού που συνδέονταν μεταξύ τους προπολεμικά αλλά και στο αλβανικό μέτωπο. Την πρωτοβουλία είχε ο ίδιος ο διοικητής της Μεραρχίας, στρατηγός Γεώργιος Λάβδας, ο διοικητής της Ι Μεραρχίας στρατηγός Βασίλειος Βραχνός, οι συνταγματάρχες Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, Θεμιστοκλής Κετσέας, Αγησίλαος Σινιώρης και ο Κύπριος συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας,
επιτελάρχης της ΙΙ Μεραρχίας. Περισσότερο δραστήριος από όλους ήταν ο Γρίβας ο οποίος είχε τόσο τη θέληση όσο και τις ευκαιρίες να διευρύνει τον προσωπικό του κύκλο επαφών. Ο Κύπριος συνταγματάρχης είχε τοποθετηθεί υπεύθυνος της νεοσύστατης Υπηρεσίας Στρατιωτικών Αρχείων (Πανεπιστημίου 31), θέση η οποία τον διευκόλυνε να βρίσκεται σε επαφή με υπηρεσιακούς κύκλους και μεμονωμένους αξιωματικούς. Σύντομα ο «πρωταπόστολος» βρέθηκε στο πρόσωπο του νεαρού υπολοχαγού Όμηρου Παπαδόπουλου, επίσης Κύπριου με έντονη οικογενειακή αντιβρετανική δραστηριότητα και διακρίσεις στο ελληνογερμανικό μέτωπο.
Ο Γρίβας σύντομα αυτονομήθηκε από τους συνεργάτες του, αφενός επειδή διέθετε μεγάλη φιλοδοξία ώστε να παραμείνει «εντολοδόχος» ανωτέρων και αφετέρου επειδή δε μπορούσε να συμφιλιωθεί με την παθητικότητα και την παρελκυστική τακτική των ανωτέρων συναδέλφων του. Σχετικό με τα παραπάνω ήταν πως, αντίθετα με τους υπόλοιπους, πίστευε πως η οργάνωση έπρεπε να γίνει μαζικότερη και να συμπεριληφθούν σε αυτόν, εκτός από την «ελίτ» του στρατού, χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί και πολίτες. Λίγους μήνες μετά, ο Κύπριος συνταγματάρχης προχώρησε στη δημιουργία της δικής του οργάνωσης «σφετεριζόμενος» την αρχική ονομασία. Η οργάνωση βαφτίστηκε «Εθνική Οργάνωσις Χ» ή απλώς «Χ» και συνέχισε να υφίσταται ως πόλο; συσπείρωσης αξιωματικών με πυρήνα τον κύκλο γνωριμιών του αρχηγού –επιλογή προφανής για πρωτόλεια συνωμοτική κίνηση. Δεν είναι τυχαίο πως στην «Χ» εντάχθηκαν μερικοί ανώτεροι αξιωματικοί και σχεδόν όλοι οι κατώτεροι αξιωματικοί της ΙΙ Μεραρχίας, όπως οι ταγματάρχες Ιωάννης Μπουσμπουρέλης, Αριστείδης Χαμόδρακας, Νικόλαος Μπόντζος, Παντελής Πολύζος και Νικόλαος Παπαρρόδου.
Φαίνεται πως το κύρος του Γρίβα στις τάξεις των αξιωματικών ήταν μεγάλο. Στον πρώτο πυρήνα (μέχρι το φθινόπωρο του 1941) είχαν ενταχθεί ο αρχίατρος Παναγιώτης Φουστάνος, οι λοχαγοί Νικόλαος Βαρδάνης, Γιώργος Θεοχαρόπουλος και Μιχαήλ Ξένος, οι υπολοχαγοί Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Μιχαήλ Ασημακόπουλος, Μιχάλης Κουρουπός και Όμηρος Παπαδόπουλος, ο ανθυπασπιστής (Εύελπις ΙΙ Τάξης) και αδελφός του υπολοχαγού Παπαγεωργίου, Νικόλαος Παπαγεωργίου, μερικοί πολίτες, όπως οι φοιτητές Κωνσταντίνος και Μιχαήλ Ευσταθόπουλος, ενώ την «πνευματική» καθοδήγηση είχε ο μέχρι πρότινος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος που είχε απομακρυνθεί από την θέση επειδή αρνήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση Τσολάκογλου. Ο υπερβολικά θρησκευόμενος Γρίβας συνδέθηκε μαζί του μέσω του Μητροπολίτη Κυρήνειας Μακάριου που ζούσε αυτοεξόριστος στην Αθήνα και εξασφάλισε την ηθική του συμπαράσταση αλλά και το πρώτο σεβαστό χρηματικό ποσό για αγορά όπλων. Η οργανωτική δομή και στελέχωση ακολουθούσε λογική συγκρότησης στρατιωτικής μονάδας, στοιχείο που συναντάται και σε άλλες αντιστασιακές πρωτοβουλίες αξιωματικών, όπως η ΥΒΕ/ΠΑΟ στη Μακεδονία και ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) στην Πελοπόννησο: Ορίστηκε υπαρχηγός, επιτελάρχης και συγκροτήθηκαν τρία «Γραφεία Επιχειρήσεων» και γινόταν λόγος για «τάγματα» ανά συνοικία. Αυτός ο οργανωτικός μηχανισμός που αντιστοιχούσε σε έναν καταμερισμό καθηκόντων, προκρινόταν ως ο καταλληλότερος για την ανάπτυξη συνωμοτικής δράσης, είτε αυτή θα αναπτυσσόταν σε κατασκοπευτικό δίκτυο, είτε θα κατάληγε στον εξοπλισμό ένοπλων τμημάτων.
Οργανωτική ανάπτυξη και ιδεολογική ταυτότητα
Όπως όλες οι μυστικές οργανώσεις των πόλεων, η «Χ» δούλεψε εντατικά για να συγκροτήσει πυρήνες στις συνοικίες της Αθήνας. Αν και ακριβή αριθμητικά στοιχεία λείπουν, το 1942 υπήρχαν οργανωμένα μέλη σε Πετράλωνα, Κουκάκι-Γαργαρέττα, Πλατεία Βάθης, Πλατεία Αττικής, Άνω και Κάτω Πατήσια, Μεταξουργείο, Καλλιθέα, Παγκράτι, Υμηττό και Βύρωνα. Η εξάπλωση στον αστικό χώρο ταυτιζόταν με τους χώρους κατοικίας των αξιωματικών που συγκροτούσαν την ηγεσία (ο Φουστάνος ζούσε στο Κουκάκι, ο Όμηρος Παπαδόπουλος και τα αδέλφια Παπαγεωργίου στο Παγκράτι) και η ύφανση του οργανωτικού ιστού βασιζόταν στις προσωπικές συνομιλίες με το περιβάλλον της γειτονιάς, παρά στη μαζική διαφώτιση. Καθόλου τυχαίο πως το άτυπο «στρατηγείο» της οργάνωσης ήταν και παρέμεινε μέχρι τέλους το Θησείο και συγκεκριμένα το σπίτι της Νηλέως 6, όπου και η οικία του Γρίβα. Έναν πολύ διακριτό (και ίσως τον πιο δυναμικό) πυρήνα συγκρότησαν οι νεαροί ευέλπιδες –ανθυπασπιστές και ανθυπολοχαγοί– που σπούδαζαν στο Πολυτεχνείο (χάρη σε ένα νόμο του Τσολάκογλου περί ελεύθερης εγγραφής των αξιωματικών στα πανεπιστήμια), οι πιο ακραίοι εκ των οποίων θα βρεθούν στην εμπροσθοφυλακή της αντιπαράθεσης με το ΕΑΜ. Πολύ σύντομα εγκαταστάθηκε ασύρματη επικοινωνία με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής το οποίο διψούσε για ενημέρωση σχετικά με πιθανούς στρατιωτικούς στόχους και την κινητικότητα των Γερμανών στην Ελλάδα. Την εποχή εκείνη –τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 1943– που η κατεχόμενη Ευρώπη παρακολουθούσε με αγωνία τις εξελίξεις σε όλα τα μέτωπα του Πολέμου, η σύνδεση με τους Συμμάχους αποτελούσε προϋπόθεση επιβίωσης οποιασδήποτε οργάνωσης έμπαινε με αξιώσεις στον αγώνα κατά του Άξονα, ενώ η μετάδοση και αναμετάδοση στοιχείων από τη Μέση Ανατολή με κάθε τρόπο και διαθέσιμο μέσο ήταν κοινός τόπος. Η ομάδα του Γρίβα δεν παρουσίασε κάποια ξεχωριστή δράση στον συγκεκριμένο τομέα περιοριζόμενη σε απλές παρακολουθήσεις εγκαταστάσεων, αεροδρομίων και σιδηροδρομικών σταθμών και συνεργασία στον τομέα των πληροφοριών με αμιγώς κατασκοπευτικά δίκτυα, όπως ο «Κόδρος».
Σύμφωνα με τις μεταπολεμικές εκθέσεις του Γρίβα, η «Χ» ήταν το πρώτο αντιστασιακό σχήμα που βγήκε από το μικρόκοσμο της κατεχόμενης χώρας. Μόλις τον Απρίλιο του 1942, ο δικηγόρος Ζαφείρης Βάλβης, πολιτικός σύμβουλος της οργάνωσης ταξίδεψε στο Κάιρο για να συνδεθεί με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά με τον Εμμανουήλ Τσουδερό και να συζητήσει το ενδεχόμενο αποστολής οπλισμού και εξοπλισμού αντάρτικων τμημάτων. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο αυτές οι (μη ρεαλιστικές) φιλοδοξίες ήταν ειλικρινείς, το βέβαιο είναι πως ο Βάλβης επέστρεψε άπρακτος αποδίδοντας το ναυάγιο των συνομιλιών στην αρνητική στάση που του επιφύλαξε ο υπουργός εθνικής άμυνας, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και στους βυζαντινισμούς που επικρατούσαν στους κύκλους της εξόριστης κυβέρνησης. Αν και στο κυρίαρχο κλίμα δυσπιστίας και πολυδιάσπασης που επικρατούσε στο ετερόκλητο στρατόπεδο των αγωνιζόμενων Ελλήνων, είναι μάταιο να αναζητά κανείς προσωπικές έχθρες ή συμπάθειες, η επισήμανση ήταν σωστή. Ο «εθνικιστής» Γρίβας δεν είχε ιδιαίτερα καλή φήμη στους κύκλους του Καίρου, πράγμα που ο Βάλβης απέδωσε –εσκεμμένα και ρηχά– σε «συκοφαντίες» του ΕΑΜ το οποίο μάλιστα επηρεάζει και «κομμουνίζοντες» Αιγυπτιώτες Έλληνες.
Μιλώντας με όρους ταξινόμησης, η «Χ» ανήκε στις «στρατιωτικές» οργανώσεις, ως προς τα πρόσωπα, τη δομή και τις αντιλήψεις διεξαγωγής του αγώνα, στοιχεία που επέτρεψαν την κατοπινή μετεξέλιξή της σε παραστρατιωτικό σώμα. Την πρώτη περίοδο της Κατοχής, η δράση της δεν ήταν αυτοδύναμη αλλά βασιζόταν στη συνεργασία με άλλα σχήματα. Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε πως ο κόσμος των «αστικών» οργανώσεων της περιόδου 1941-1944 αποτελούσε μια χαλαρή «αντιστασιακή ομοσπονδία» της οποίας τα μέλη λειτουργούσαν με τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων. Γι αυτό το λόγο ο Γρίβας φρόντισε να συνδεθεί από νωρίς με όλες τις μυστικές οργανώσεις των Αθηνών, όπως την «Εθνική Δράση» των Παναγιώτη Σιφναίου, Σπύρου Μαρκεζίνη και Χρήστου Ζαλοκώστα, την «Οργάνωση Αναγέννησις Γένους (ΟΑΓ)» του Ιωάννη Μπομποτίνου (που γνώριζε τον Γρίβα ως κάτοικος Θησείου), ενώ παρά την δεδομένη δυσπιστία και τις προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες, στενής μορφής επικοινωνία αναπτύχθηκε με όλες τις οιονεί αντιστασιακές πρωτοβουλίες αξιωματικών, όπως η Τρίαινα, η Στρατιωτική Ιεραρχία, η ΡΑΝ κ.ά. Αν και καθοδηγούμενες από «επαγγελματίες του πολέμου», καμία από αυτές τις οργανώσεις δεν οργάνωσε αντάρτικα σώματα στην ύπαιθρο τηρώντας στάση αναμονής στα γεγονότα και φροντίζοντας αφενός την υπερτίμηση του συμμαχικού παράγοντα, αφετέρου την προπαγάνδα περί «διατήρησης του κοινωνικού καθεστώτος». Αυτή η σταδιακή πολιτική αυτοσυνείδηση που ενισχυόταν από την αντιπαράθεση με το «κομμουνιστικό» ΕΑΜ οδήγησε σε «πολιτικές» συνεργασίες που αποκτούσαν ουσιωδέστερο χαρακτήρα όσο αμεσότερη ανέκυπτε η ανάγκη συγκρότησης συμπαγούς μετώπου απέναντι στην αριστερά και τον κίνδυνο πολιτικής επικράτησής της. Τον Σεπτέμβριο του 1943, οι πιο δραστήριες «αστικές» οργανώσεις οργανώσεις συνέπηξαν μια επίσημη συμμαχία υπό την επωνυμία «Πανελλήνιος Απελευθερωτικός Σύνδεσμος (ΠΑΣ)». Μαζί με την Εθνική Δράση, την Αγωνιζομένη Ελλάδα, το Εθνικό Κομιτάτο, την Οργάνωση Ελευθέρων Ελλήνων, την Σπίθα (οργάνωση γυναικών της Λουκίας Μεταξά που αναβίωνε την ΕΟΝ), την Ιερά Φάλαγγα, την Τρίαινα και την επόμενη χρονιά την ΠΕΑΝ, το καταστατικό του ΠΑΣ συνυπέγραψε και η Χ. Στους στόχους αυτής της χαλαρής συμμαχίας συμπεριλαμβανόταν η «διατήρηση της τάξης» και η «δραστήρια αντιμετώπιση της αναρχίας», μια σαφής αναφορά στην αυξανόμενη επιρροή του ΕΑΜ που μεταφραζόταν ως άμεσο κίνδυνο για το «κοινωνικό καθεστώς». Θα ήταν άστοχο να μην ερμηνεύσουμε αυτή την συνθηματολογία ως σύνοψη των βασικών αξόνων της πολιτικής εκτίμησης από τη μεριά των αστικών δυνάμεων. Από το πόσο σοβαρά εκλάμβαναν οι διάφοροι εταίροι αυτού του ετερόκλητου συνασπισμού τα κελεύσματα για την «κοινωνική και εθνική απειλή» που συνιστούσε το ΕΑΜ, θα εξαρτηθεί και η απόσταση που θα τηρήσουν από τον κόσμο του δοσιλογισμού. Ακριβώς επειδή «η Δεξιά δυσκολεύεται να βρει κάποια σημεία που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια αξιόπιστη αντικομμουνιστική προπαγάνδα, η οποία θα έπρεπε να διαφέρει σαφώς από την αξονική προπαγάνδα», οποιαδήποτε υπερβολική ερμηνεία της «προάσπισης του νόμου και της τάξης» ισοδυναμούσε με σταδιακή διολίσθηση προς την συνεργασία με τους κατακτητές. Στο τελευταίο σημείο, η Χ, θα διαφοροποιηθεί αισθητά από τους υπόλοιπους ακολουθώντας μέχρι τέλους μια αδιάλλακτη γραμμή ανειρήνευτου πολέμου με τους «αναρχικούς» του ΕΑΜ που οδηγεί αναπόδραστα στις παρυφές του δοσιλογισμού.
Μιλώντας συγκριτικά στη συγχρονία, οι ιδεολογικές συντεταγμένες της οργάνωσης φαίνονται αρκετά σταθερές. Θιασώτης του «πείσμονος αγώνος αντιστάσεως εις τα πόλεις και τα χωριά», σύμφωνα με δικά του λόγια, ο Γρίβας έγραψε μεταπολεμικά πως «η οργάνωσις έθεσεν ευθύς εξ’ αρχής ως αποκλειστικόν σκοπόν την δια παντός μέσου εκδίωξιν του κατακτητού από την Πατρώαν γην και ηγωνίσθη παρά το πλευρόν των Συμμάχων εναντίον των δυνάμεων του Άξονος». Αυτή η μάλλον ουδέτερη και άχρωμη εθνικοαπελευθερωτική διακήρυξη, θα κατέτασσε τη «Χ» ως μια οργάνωση ανάμεσα σε πολλές, αν δεν συνοδευόταν από μια σαφέστατη επισήμανση (που δεν αποτελεί προσθήκη εκ των υστέρων), πως «η νίκη των συμμάχων θα συνεπήγετο όχι μόνον την απελευθέρωσιν της Ελλάδος αλλά και την ολοκλήρωσιν της Εθνικής μας ελευθερίας, δια της ενσωματώσεως εις το ελεύθερον Ελληνικόν κράτος της Κύπρου, της Δωδεκανήσου και της Βορείου Ηπείρου, εδαφών τα οποία, ιστορικώς και εθνολογικώς, ανήκουν εις την Ελλάδα». Πρόκειται για ένα είδος επιθετικού εθνικισμού που επιχειρούσε στα σοβαρά να αναζωογονήσει τις, ρομαντικές και μάλλον άκαιρες, μεγαλοϊδεατικές βλέψεις του μεσοπολέμου συνδέοντάς τες με τα ελληνικά πολεμικά δίκαια και την καίρια συμβολή της χώρας στην διαφαινόμενη συμμαχική νίκη. Στη συνείδηση του (Κύπριου) Γρίβα, των συνεργατών και των οπαδών του, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας εναντίον των Γερμανών ήταν ηθικά ισοδύναμος με τον (διαχρονικό) πόθο για επέκταση των συνόρων και διεκδίκηση μιας «Μεγάλης Ελλάδας». Μέσα στις ειδικές συνθήκες της Κατοχής, οι προπαγανδιστές τέτοιων ιδεών ήταν καταδικασμένοι να ακολουθήσουν τη διαδρομή που ένας από τους σεβαστούς εκπροσώπους του φιλελεύθερου «αστικού» χώρου (φωτογραφίζοντας μεταξύ άλλων και την «Χ») περιέγραψε ως εξής: «Έτσι σπρωγμένοι, αρπαχτήκαμε απ’ αυτή τη Μεγάλη Ελλάδα για να την κρατήσουμε σαν το κοινό συγκολλητικό σύνθημα. Στεγάστηκαν κάτω από κείνο τον όψιμο μεγαλοιδεατισμό, καθώς περνούσαν οι μήνες, πιο πολύ καθώς πλησιάζαμε και μπαίναμε στο ’44 τα πιο ανόμοια στοιχεία: ένας σημαντικός αριθμός σπουδαστών με γνήσια αγωνιστική διάθεση, με δημοκρατικές τάσεις χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, με αναμφισβήτητη καλοπιστία και αγωνιστικό ήθος και δίπλα σ’ αυτούς, συμπαραστάτες αυτόκλητοι, στοιχεία ποιοτικά ασήμαντα, που δε δίστασαν να βάλουν στην τσέπη τους άδειες οπλοφορίας, να κάνουν την εθνικοφροσύνη τους πρόσχημα, να ξεχάσουν τον κατακτητή και να γίνουν σκέτοι επαγγελματίες του αντικομμουνισμού».
«Κύκλοι της κολάσεως»: Η Χ και η Ειδική Ασφάλεια 1943-44
Η έκταση της συνεργασίας με τις κατοχικές αρχές είναι προφανώς η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή στην ιστορία της οργάνωσης. Από την άνοιξη του 1943, η Αθήνα γνωρίζει την κορύφωση της δράσης του ΕΑΜ μέσω μιας έντονης συνδικαλιστικής δραστηριότητας, των μαζικών συγκεντρώσεων και των παλλαικών συλλαλητηρίων και παράλληλα την, κλιμακούμενης βιαιότητας, αντίδραση της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων, στο πλευρό των κατακτητών. Προβλέποντας πως ο πόλεμος κατά της Αντίστασης θα κρινόταν μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα, οι δοσίλογες κυβερνήσεις είχαν ήδη ενισχύσει με κάθε τρόπο τα σώματα ασφαλείας και κυρίως την Χωροφυλακή. Εκείνος όμως που ανήγαγε την αναβάθμιση των σωμάτων ασφαλείας σε ύψιστη προτεραιότητα μιας τιτάνιας εκστρατείας όλων των «εθνικοφρόνων» Ελλήνων κατά του «μπολσεβικισμού» ήταν φυσικά ο τρίτος κατοχικός πρωθυπουργός, Ιωάννης Ράλλης. Λίγο μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, ο Ράλλης σμίλευσε ένα συμπαγές θεσμικό πλαίσιο που προσδιόριζε με σαφήνεια το ρόλο και τις αρμοδιότητες αστυνομικών και χωροφυλάκων θεμελιώνοντας, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα ένοπλης καταστολής των διαδηλώσεων. Επιπλέον, ένα αυστηρό πλαίσιο νομικών διατάξεων φρόντιζε να εξαλείψει από το σώμα κρούσματα «λιποψυχίας, απροθυμίας ή παθητικής στάσεως κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και Ασφάλειαν»
Ταυτόχρονα, ο εμπνευστής των Ταγμάτων Ευζώνων και συναυτουργός των μεγαλύτερων εγκλημάτων της Βέρμαχτ και των SS από τον Απρίλιο του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση, ενεργοποίησε ξανά τον σχετικά αδρανοποιημένο μηχανισμό της Διεύθυνσης Ειδικής Ασφάλειας. Αυτό το οργανικό τμήμα της Χωροφυλακής που είχε συσταθεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1929 ως «Διεύθυνσις Ειδικής Ασφαλείας Αθηνών» με σκοπό τη δίωξη του κομμουνισμού, απέκτησε διευρυμένες αρμοδιότητες επί Μεταξά και αναδείχθηκε στο ισχυρότερο όπλο κατά των «κομμουνιστικών οργανώσεων» του ΕΑΜ, με σαφές ιεραρχικό προβάδισμα απέναντι στις άλλες διωκτικές αρχές. Το καλοκαίρι του 1943 ανακλήθηκαν στην υπηρεσία έφεδροι αξιωματικοί της Χωροφυλακής για να καταστήσουν το σώμα μαχητικότερο. Διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας ορίστηκε ο απότακτος συνταγματάρχης Αλέξανδρος Λάμπου, με υπαρχηγό τον συνταγματάρχη Αναστάσιο Πάτερη. Πολλοί άλλοι έφεδροι αξιωματικοί επιλέχθηκαν να επανέλθουν στην υπηρεσία με μόνο κριτήριο να «δώσουν εις στην Ασφάλειαν νέον ρυθμόν συνεργασίας με τον κατακτητήν», η υπηρεσία αποκόπηκε από την Ανώτατη Διοίκηση Χωροφυλακής για να συντονίζει καλύτερα τη δράση της με τη Διεύθυνση Ασφαλείας του παντοδύναμου Υπουργείου Εσωτερικών, οργανώθηκε Δικαστικό Τμήμα και συγκροτήθηκε το «ειδικό» IV Γραφείο (καταδίωξη κομμουνιστών). Από τον Οκτώβριο του 1943 η Διεύθυνση ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη δίωξη του κομμουνισμού «δια λόγους ενιαίας κατευθύνσεως και συντονισμού» αλλά κυρίως επειδή διέθετε «το απαιτούμενο δίκτυο πληροφοριών».
Με «φρέσκα» στελέχη και πολυετή πείρα, η Ειδική συνέβαλε αποφασιστικά στην καταπολέμηση του Αθηναϊκού ΕΑΜ, όχι μόνο στον τομέα των πληροφοριών αλλά και με τη συμμετοχή της σε ελέγχους ταυτοτήτων, μπλόκα και ένοπλες συμπλοκές με τις ομάδες κρούσης των εαμοκρατούμενων συνοικιών (ΕΛΑΣ ΟΠΛΑ) από την άνοιξη του ’44 και εντεύθεν. Οι επιδόσεις της ήταν ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα μιας προκλητικής ασυλίας που απολάμβανε. Περιπτώσεις εκτελέσεων χωρίς καταδικαστική απόφαση ήταν συνήθεις και απόλυτα ανεκτές, το ίδιο και οι αθρόες απονομές βαθμών και οι συνεχείς προβιβασμοί (σε μικρό χρονικό διάστημα) ανδρών και αξιωματικών οι οποίοι «προσήνεγκον εν τη διώξει του Κομμουνισμού υπηρεσίας εξαιρετικής σπουδαιότητος». Η δύναμη της Ασφάλειας μεγάλωσε και κατατμήθηκε σε μικρές ομάδες, με επικεφαλής κατά κανόνα ανθυπομοιράρχους, ανθυπασπιστές, ακόμα και υπενωμοτάρχες, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός αστικού κλεφτοπολέμου. Αυτή η αποκεντρωτική οργανωτική διάρθρωση συνδυάστηκε με την χαλάρωση των κριτηρίων ένταξης στο σώμα. Στην προσπάθειά της να «ανοίξει» το μηχανισμό της και να εδραιωθεί σε διάφορες συνοικίες, η Ειδική Ασφάλεια –όπως άλλωστε και τα Τάγματα Ευζώνων– άντλησε πρόθυμους εθελοντές από δύο βασικές στρατολογικές δεξαμενές. Η πρώτη ήταν ο υπόκοσμος των φτωχογειτονιών της Αθήνας και του Πειραιά.
Αυτό προκύπτει ακόμη και από μαρτυρίες στελεχών της τακτικής Χωροφυλακής σύμφωνα με την οποία όσοι υπηρετούσαν στην Ειδική βαρύνονταν με κοινά εγκλήματα, και ήταν «αλήτες-μπράβοι των ψευδών κυβερνήσεων [από] ό,τι στοιχείον είχεν απομείνει στην πρωτεύουσα». Δεύτερη δεξαμενή προσέφερε το πολυσυλλεκτικό αντιεαμικό στρατόπεδο της πρωτεύουσας τα φανατικότερα μέλη του οποίου δέχονταν να συνεργαστούν με την Ασφάλεια στην αντικομμουνιστική δίωξη, στο όνομα μιας υπόγειας νομιμοφροσύνης που –υποτίθεται– διαλάνθανε της προσοχής των Γερμανών. Δεν πρέπει ασφαλώς να μας διαφεύγει πως εκείνη την περίοδο, οι «εθνικές» οργανώσεις «ουδαμώς ηνόχλουν τα όργανα της τάξεως (μετά πολλών εκ των οποίων άλλωστε διετέλουν εν μυστική επαφή), ενήργουν εν απολύτω σιωπή και παρήρχοντο απαρατήρητοι από τας λαϊκάς μάζας», σε αντίθεση με το «αναρχικό» ΕΑΜ το οποίο «διεξήγον εξοντωτικόν αγώνα εναντίον των οργάνων της τάξεως και των εθνικοφρόνων στοιχείων». Υπό αυτά τα δεδομένα ταύτισης συμφερόντων, αρκετά μέλη της Χ άρχισαν από το φθινόπωρο του 1943 να εγγράφονται «άνευ ουδεμίας διατυπώσεως» στην Ειδική Ασφάλεια ως χωροφύλακες άνευ θητείας και να προμηθεύονται υπηρεσιακές ταυτότητες και πιστόλια. Ο μαχητικός αντικομμουνισμός των ανδρών του Γρίβα δεν περιοριζόταν σε «λευκή επιταγή» οπλοφορίας και οπλοχρησίας από τις ελληνικές κατοχικές αρχές, αλλά εκτεινόταν και σε πλήρη απορρόφηση ατόμων και ομάδων στον οργανωτικό σκελετό της Ειδικής Ασφάλειας. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αποτελεί η Ειδική Ασφάλεια του Πειραιά η οποία οργανώθηκε με πρωτοβουλία δύο δραστήριων ομαδαρχών στις συνοικίες Ταμπούρια και Μανιάτικα του Πειραιά, των Βαγγέλη Μπουγιούρη και Βασίλη Αγραφιώτη. Λίγο μετά την εθελοντική κατάταξή τους στο σώμα, με παρότρυνση του φερόμενου ως αρχηγού της «Χ» Πειραιά, Μαντούβαλου, έφτασαν στο βαθμό του μοιράρχου και καθοδήγησαν σε μεγάλο βαθμό τη δίωξη και την φυσική εξόντωση μελών του ΕΑΜ στις γειτονιές του Πειραιά. Ακόμα και οι υπόλοιπες «εθνικές» οργανώσεις που ως ένα βαθμό προσέβλεπαν στους «σκοτεινούς αγγέλους» του «εθνικόφρονος» χώρου, άρχισαν να δυσανασχετούν με τις αδιαφανείς σχέσεις Χιτών και μηχανισμών της δοσίλογης κυβέρνησης Ράλλη..
Χάρη στην προνομιακή σχέση με την Ειδική Ασφάλεια και την μηδενική αντιστασιακή της δράση, η ανοχή των Γερμανών απέναντι στην Χ ήταν εξασφαλισμένη. Αυτό διευκόλυνε, παραδόξως κατά μία έννοια, και την προσπάθεια των μελών της να αποφεύγουν πεισματικά την κατάταξη στα Τάγματα Ευζώνων. Για μια οργάνωση που δεν παρουσίαζε το μίνιμουμ αντιστασιακής δράσης, που κανονικά προϋπέθετε η αναγνώριση από τους Βρετανούς, θα ήταν ανεπανόρθωτα αυτοκαταστροφικό να ταυτιστεί με έναν πολιτικά και στρατιωτικά «αναλώσιμο» στρατό, όπως τα Τάγματα Ασφαλείας. Παρά την σκόπιμη μελοδραματικότητα του κειμένου, ο Γρίβας είναι αρκετά ειλικρινής όταν στα απομνημονεύματά του περιγράφει πώς τον Ιούνιο του 1944 κατάφερε να ξεφύγει από την πίσω πόρτα, όταν μια μονάδα ταγματασφαλιτών επιχείρησε να τον συλλάβει στο σπίτι του. Η συνεργασία με την Ειδική Ασφάλεια ήταν σαφώς προτιμότερη, καθώς προσέφερε δυνατότητες ασφαλέστερης και αποτελεσματικότερης εξόντωσης των οργανωμένων στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και, το βασικότερο, ακολουθούσε υπόγειες, «εν κρυπτώ» διαδρομές που δεν εξέθεταν τα μέλη της, όπως τα τυφλά πολεμικά χτυπήματα των ταγματασφαλιτών εναντίον του αμάχου πληθυσμού της πρωτεύουσας. Παρά τον ισχυρισμό ενός Βρετανού βιογράφου του Γρίβα πως «το μέγεθος της συνεργασίας της Χ με τους Γερμανούς δεν έφτασε στο επίπεδο να της επιτρέπεται η οπλοφορία στο δρόμο», τα φανατικότερα μέλη της οργάνωσης είχαν εγκαταστήσει ένοπλους –μολαταύτα ακίνδυνους για τα κατοχικά στρατεύματα– θύλακες σε Θησείο, Πετράλωνα και Παγκράτι όπου διέμενε η πολυμελής οικογένεια του εμβληματικού ευέλπιδος Νίκου Παπαγεωργίου.
Μόνο με βάση τα παραπάνω κατανοεί κανείς την απόλυτη σφοδρότητα με την οποία η Χ βάλλεται –μεταφορικά και κυριολεκτικά– από το ΕΑΜ. Ο κύκλος του αίματος ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1943, όταν η έντονη εαμική δράση σε συνοικίες που οι «εθνικιστές» είχαν αξιοσημείωτη παρουσία, έφερε συγκρούσεις που σύντομα πήραν ένοπλο χαρακτήρα. Η πρώτη αψιμαχία καταγράφηκε στα Πετράλωνα την 1η Νοεμβρίου του 1943, όταν «ομάδα εθνικιστών» με επικεφαλής τον Ιωάννη Λιακόπουλο επιτέθηκε στον έρανο της ΚΟΑ, ενώ τρία μέλη της ΕΠΟΝ τραυματίστηκαν δύο βδομάδες αργότερα σε νέα συμπλοκή στα Πετράλωνα. Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν απόλυτα ενήμερο πως τα ένοπλα μέλη της Χ προστατεύονταν προκλητικά από την Αστυνομία, σε μια εποχή που οι συλλήψεις και εκτελέσεις κομμουνιστών πολλαπλασιάζονταν, ενώ η ναζιστική τρομοκρατία τιμωρούσε με θάνατο ακόμα και την υποψία οπλοκατοχής. Το βράδυ της 21ης Νοεμβρίου, μια ομάδα του ΕΛΑΣ Εξαρχείων πέταξε χειροβομβίδα και πυροβόλησε εναντίον συνεργείου της Χ που έγραφε συνθήματα για τον εορτασμό της επετείου της πτώσης της Κορυτσάς στην οδό Μαυρομιχάλη, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν σοβαρά τρεις Χίτες. Και οι τρεις τραυματίες περισυλλέγησαν αμέσως από αστυνομικούς του Ε’ Παραρτήματος Ασφαλείας (Εξάρχεια) και μεταφέρθηκαν έγκαιρα σε νοσοκομεία και κατόπιν στα σπίτια τους.
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εαμική αντίσταση και τους 
«συνεργάτες των συνεργατών» χαράσσεται ανεπίστρεπτα από την ΟΠΛΑ. Στις 30 Νοεμβρίου 1943 τραυματίζεται θανάσιμα από αγνώστους στου Γκύζη, η 27χρονη Μαγδαληνή Χαρμπούρα, αδελφή ενός ανθυπασπιστή και δραστήριου μέλους της οργάνωσης, ενώ την αμέσως επόμενη (1 Δεκεμβρίου) εκτελέστηκε έξω από το σπίτι του στο Κολωνάκι ο εύελπις και φοιτητής του Πολυτεχνείου, Ηλίας Ρογκάκος. Έκτοτε ξεκινά ένας ατέλειωτος κύκλος εκδικήσεων και αντεκδικήσεων. Στους έντεκα μήνες που μεσολαβούν από τον Νοέμβριο του 1943 έως τον Οκτώβριο του 1944, συνολικά 51 μέλη της οργάνωσης φέρονται ως δολοφονημένοι από την ΟΠΛΑ. Είναι ενδιαφέρον πως οι 33 από αυτούς έχουν ημερομηνία θανάτου μετά τον Ιούλιο του 1944, όταν πια στην Αθήνα διεξάγεται ολοκληρωτικός πόλεμος χωρίς κανόνες και αιχμαλώτους, με σχεδόν καθημερινά μπλόκα και ένοπλες συμπλοκές, μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις από τους Γερμανούς, τους Ευζώνους, την Ειδική και το Μηχανοκίνητο της Αστυνομίας («μπουραντάδες») στις «κόκκινες» συνοικίες. Από τη συνδυαστική μελέτη του καταλόγου με τις υπάρχουσες ληξιαρχικές πράξεις θανάτου, προκύπτει πως οκτώ από τους «ηρωικούς νεκρούς της Χ» ήταν τη στιγμή του βίαιου θανάτου τους, οργανικά ενταγμένοι στη Δίωξη Κομμουνισμού της Ειδικής Ασφάλειας (Κυριάκος Μπορίτσας, Παύλος Περιστεριώτης, Δημήτριος Γυφτοδήμος, Αλέξανδρος Κυτσίρης, Γιώργος Φόης, Ευθύμιος Πίπας, Βασίλειος Πίπας, Ανδρέας Μπαρτσάλας), ενώ τρεις ακόμη υπηρετούσαν ως αξιωματικοί στα Τάγματα Ασφαλείας της πρωτεύουσας (Κωνσταντίνος Μανωλάκος, Αλκίνοος Πετρόπουλος, Ανδρέας Κολλάρος). Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εξοντώθηκαν ακόμη οι προγραμμένοι από το ΕΑΜ, ευέλπιδες Θωμάς Γλεγλάκος (αρχηγός της Χ στα Μανιάτικα του Πειραιά), Αντώνης Περράκης, Θεόδωρος Δημητριάδης και ο πιο δραστήριος διώκτης και φερόμενος ως βασανιστής εαμιτών στις ανατολικές συνοικίες, Νίκος Παπαγεωργίου, «το πιο ανθρωπόμορφο τέρας που γέννησε η φύση».
Αν και πολιορκημένη στα στενά του Θησείου και των Πετραλώνων και στο τριώροφο σπίτι της οικογένειας Παπαγεωργίου στο Παγκράτι, η Χ πληρώνει με το ίδιο νόμισμα, όποτε της δίνεται ευκαιρία. Στις 21 Αυγούστου 1944 ο Λύσανδρος Μουράτωφ, οργανωτικός υπεύθυνος στο ΕΑΜ Αθήνας βρίσκεται δολοφονημένος και με ίχνη βασανισμού σε ένα δρόμο του Θησείου. Ομάδες κρούσης και ελεύθεροι σκοπευτές εκατέρωθεν σημάδευαν «στο σταυρό», ενώ ρίψεις χειροβομβίδων, ξυλοδαρμοί, απαγωγές, εικονικές και πραγματικές εκτελέσεις συνέθεταν το σκηνικό ενός ανειρήνευτου πολέμου ο οποίος μαινόταν όσο οι Γερμανοί έχαναν τον έλεγχο ακόμα και των κεντρικότερων σημείων του πολεοδομικού συγκροτήματος. «Στους δρόμους κάτω από το ναό του Θησείου, οι ένοπλοι της Χ αντάλλασσαν πυρά με τα περίπολα του ΕΛΑΣ κι έπαιρναν μέρος σε σημαίνουσες επιχειρήσεις πλάι στα Τάγματα Ασφαλείας. ‘Σήμερα είναι με τους Γερμανούς, αύριο, όταν ξανάρθει ο ευλογημένος ο βασιλιάς, μ’ αυτούς που θα τον φέρουν πίσω’. Έτσι εκτιμούσε το πιστεύω τους ένας παρατηρητής». Στις 8 και 9 Οκτωβρίου έγιναν σφοδρές επιθέσεις του ΕΛΑΣ με πολλούς νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Στις 11 Οκτωβρίου, ο Γρίβας έκανε τη συνηθισμένη διαδρομή με το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο από το γραφείο της Κριεζώτου προς το Θησείο μέσω της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, όταν από τα στενά της Πλάκας εμφανίστηκε μια ομάδα Γερμανών στρατιωτών και πυροβόλησε με αυτόματα εναντίον του αυτοκινήτου. Ο οδηγός ανέπτυξε ταχύτητα και ο Γρίβας –που σώθηκε χωρίς γρατζουνιά– ανταπέδωσε τα πυρά με το πιστόλι του φωνάζοντας στους συνεπιβάτες του: «Μην φοβάστε, είναι κομμουνιστές με γερμανικές στολές!». Ήταν η πρώτη και τελευταία απόπειρα της ΟΠΛΑ να σκοτώσει τον αρχηγό της Χ.
Η «χρυσή εφεδρεία» του κυβερνητικού στρατοπέδου
Το ότι η οργάνωση απέφυγε το στίγμα του δοσιλογισμού δεν οφείλεται σε δικές της προσπάθειες αλλά στα άδηλα σημεία επαφής ανάμεσα στο σύστημα του κρατικού φιλοναζιστικού δοσιλογισμού και της μεταπολεμικής αγγλόφιλης-μοναρχικής νομιμοφροσύνης. Τον Σεπτέμβριο του 1944, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (Παπανδρέου) διορίζει Στρατιωτικό Διοικητή Αθηνών, τον συνταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο (πρώην διοικητή της Χωροφυλακής επί δοτής πρωθυπουργίας Τσολάκογλου) ο οποίος αναλαμβάνει να οργανώσει προδρομικές στρατιωτικές μονάδες με πυρήνα τις ένοπλες μη εαμικές οργανώσεις των Αθηνών. Φυσικά δεν εξαιρέθηκε η Χ που, μαζί με την Εθνική Δράση, θα συναποτελούσαν το 1ο Σύνταγμα. Παρά τις έντονες –γραμμένες στους αθηναϊκούς τοίχους και δημοσιευμένες στον παράνομο Τύπο– καταγγελίες του ΕΑΜ ο Σπηλιωτόπουλος εμπιστεύτηκε αποκλειστικά οπλίτες της Χ για να παραλάβουν τα πρώτα φορτία οπλισμού από την Μέση Ανατολή που θα αποβιβάζονταν (κρυφά) στο Πόρτο Ράφτη με σκοπό να βελτιωθούν οι υλικοί όροι της διαφαινόμενης πολεμικής αναμέτρησης με τους κομμουνιστές. Στη χαραυγή του εμφυλίου, η «Χ» προβάλλει ως ο πλέον υπολογίσιμος παίχτης της εύθραυστης, ανομοιογενούς αντιεαμικής ομάδας των Αθηνών που συσπειρώνεται γύρω από τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα. Παρά τις επίσημες δεσμεύσεις περί αφοπλισμού, η Χ παραμένει ταμπουρωμένη και πάνοπλη στο «Αλκαζάρ» του Θησείου ως «χρυσή εφεδρεία», παρά το γεγονός πως η δύναμή της μειώνεται αισθητά ως δείγμα καλής θέλησης: «Ήμασταν 1.500 άτομα αλλά με την εθνική ενότητα και τα κέρατά τους, εμείναμε γύρω στους 400 με 500…». Ξυλοδαρμοί, πυροβολισμοί και επιθέσεις σε συνεργεία ΕΠΟΝιτών που διεκδικούν την περιοχή του Θησείου συγκλονίζουν τα βράδια του Νοεμβρίου αφήνοντας τον διευθυντή του Ριζοσπάστη, Κώστα Καραγιώργη να διατυπώνει ρητορικά ερωτήματα: «Πώς γίνεται ώστε παρά τις δηλώσεις του κ. Κατσώτα, ότι θα διαλυθούν οι θρασύτατες συμμορίες των ενόπλων εγκληματιών της “Χ”, αυτές δεν διαλύονται, αλλά αντίθετα εξοπλίζονται περισσότερο;». Είναι ενδεικτικό πως όταν ξεκίνησαν οι συγκρούσεις του Δεκέμβρη, το αρχηγείο της Χ στο Θησείο ήταν ο πρώτος στόχος του ΕΛΑΣ, μετά τα αστυνομικά τμήματα). Στις 4 Δεκεμβρίου, περίπου 400 αντάρτες και Πολιτοφύλακες από την Καλλιθέα και τον Ταύρο κατέλαβαν μετά από σκληρές μάχες όλα τα φυλάκια αναγκάζοντας τους Χίτες να συμπτυχθούν στο κτίριο του Θ’ Αστυνομικού Τμήματος και τελικά να σωθούν, μαζί με τον Γρίβα, πάνω σε βρετανικά άρματα μάχης, αφήνοντας 24 νεκρούς. Το απόγευμα, κάποιοι νεαροί μαχητές του ΕΛΑΣ χάραζαν σβάστικες πάνω στα πτώματα των Χιτών, υπογραμμίζοντας με μακάβριο τρόπο το συσσωρευμένο μίσος των κατοχικών ημερών. «[Μας μετέφεραν] στα Παλιά Ανάκτορα. Κι αμέσως μας έντυσαν με καινούριες στολές και οπλισμό και γίναμε το 143 Τάγμα Εθνοφυλακής. Επικεφαλής μας ήταν ένας ταγματάρχης του στρατού (δεν ήταν Χίτης). Κι από εκεί λάβαμε μέρος στην εκκαθάριση των Αθηνών».
Ο σκληρός πυρήνας της Λευκής Τρομοκρατίας
Τις ημέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, οι Χίτες εθνοφύλακες του 143 Τάγματος πλειοδότησαν σε πράξεις ανεξέλεγκτης βίας με αποκορύφωμα το πογκρόμ της πρώτης εβδομάδας του Μαρτίου στην Θεσσαλονίκη. Τα κεντρικά γραφεία του ΕΑΜ έγιναν γυαλιά-καρφιά, έπιπλα πετάχτηκαν στο δρόμο, σοβιετικές σημαίες ξεσκίστηκαν, υπάλληλοι και τυπογράφοι εαμικών εφημερίδων ξυλοκοπήθηκαν άγρια, ενώ μερικοί ΕΠΟΝίτες συνελήφθησαν και γνώρισαν προπηλακισμούς και εικονικές εκτελέσεις. Στις 10 Απριλίου 1945, ο Κώστας Χαμόδρακας, φορώντας ακόμα τη στολή του εθνοφύλακα, πυροβόλησε και σκότωσε έναν πρώην ΕΛΑΣίτη στην συνοικία των Νέων Σφαγείων μετά από λογομαχία, θεωρώντας τον αυτουργό της εκτέλεσης του αδελφού του , ενώ τρεις ημέρες αργότερα, ο υπάλληλος των ΣΠΑΠ και οργανωμένος συνδικαλιστής, Μιχάλης Μηλιός βρέθηκε νεκρός με σημάδια βασανισμού στην περιοχή του Θησείου. Ήταν οι δύο πρώτες εν ψυχρώ δολοφονίες με δράστες μέλη της Χ που καταγράφονται στους δρόμους της Αθήνας μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, και ταυτόχρονα οι πρώτες ατιμώρητες πράξεις τυφλής αυτοδικίας της περιόδου της «λευκής τρομοκρατίας» που μόλις άρχιζε. Εκμεταλλευόμενη το κενό εξουσίας, η οργάνωση εγκαθίδρυσε το δικό της βασίλειο τρόμου στις γειτονιές, ακόμα και στα πιο κεντρικά σημεία της πόλης χωρίς να ελέγχεται με κανένα τρόπο από τις αστυνομικές αρχές που όχι μόνο δεν αντιδρούσαν, αλλά μάλλον σιωπηρά επικροτούσαν τους κάθε λογής αυτοχειροτονημένους εκδικητές της εθνικοφροσύνης. Οι σχεδόν καθημερινές αναφορές στον αριστερό και κεντρώο Τύπο για περιστατικά μονόπλευρης δεξιάς τρομοκρατίας κάνουν λόγο για «Χίτες του Θ’ Αστυνομικού Τμήματος», περιγραφή που υποδεικνύει ταύτιση με τα σώματα ασφαλείας στη συλλογική συνείδηση. Στις 19 Απριλίου, το προσωπικό γραφείο του Στρατή Σωμερίτη της ΕΛΔ στην οδό Σίνα καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από μια ομάδα οπλισμένη με καδρόνια και πιστόλια, ενώ λίγο αργότερα ο Θεμιστοκλής Σοφούλης δήλωνε πως η προκλητική ενίσχυση της Χ από τα όργανα της τάξης έπρεπε να σταματήσει το συντομότερο.
Οι Χίτες έδιναν το παρόν και στον καθιερωμένο αγώνα του πεζοδρομίου, χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. Στις 12 Οκτωβρίου 1945, η κυβέρνηση εμπόδισε το ΕΑΜ να γιορτάσει δημόσια την επέτειο απελευθέρωσης της Αθήνας, επιτρέποντας από την άλλη σε μοναρχικές «συμμορίες» να τοιχοκολλούν ανενόχλητες προκηρύξεις στα αθηναϊκά κτίρια καλώντας σε συγκέντρωση στο Σύνταγμα και απαιτώντας την παραμονή στην εξουσία της κυβέρνησης Βούλγαρη που το ΚΚΕ και η αριστερά του Κέντρου αποκαλούσαν κυβέρνηση του «μαύρου μετώπου». Οι Χίτες ανάγκασαν όλους τους διευθυντές σχολείων να διώξουν τους μαθητές και να τους στείλουν στη συγκέντρωση. Οι αστυνομικές δυνάμεις ήταν ισχυρές στην περιοχή, όχι για να εμποδίσουν αλλά για να προστατεύσουν τους συγκεντρωμένους από τυχόν επιθέσεις και γενικώς να διευκολύνουν τη διαδικασία. Η προσέλευση δεν ήταν μεγάλη (5.000-7.000 άτομα, τα περισσότερα νεαρά αγόρια), ενώ άξιο παρατήρησης είναι πως ανάμεσα στους διαδηλωτές που ούρλιαζαν το κορυφαίο φιλοβασιλικό σύνθημα των ημερών «Ε-ε-έρχεται, Έτσι θέλουμε, θα τον φέρουμε», υπήρχαν ένστολοι εθνοφύλακες, ναύτες και μερικοί αξιωματικοί. Το ενδιαφέρον είναι πως η δράση μιας οργάνωσης που είχε πια αναδειχθεί στο πιο σεβαστό και επίφοβο παραστρατιωτικό τμήμα, δεν εξαντλούνταν σε τραμπουκισμούς, συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές και ανεξέλεγκτη χρήση βίας πίσω από το προπέτασμα των «αγανακτισμένων πολιτών». Η πολλαπλή εξυπηρέτηση του πολιτικού συστήματος από την «Χ» μπορούσε να γίνει ακόμα και με τρόπους που θυμίζουν τα δίκτυα «προστασίας» του υποκόσμου. Κατά τη διάρκεια της εφαρμογής της αυστηρής πολιτικής λιτότητας που εισήγαγε τον Αύγουστο του 1945 ο «φιλοεαμικός» Κυριάκος Βαρβαρέσσος, μέλη της οργάνωσης επέδραμαν στα προάστια της πρωτεύουσας, σταματούσαν φορτηγά με τρόφιμα, πλήρωναν το φορτίο και τα κατέστρεφαν για να μην φτάσουν στις αγορές της Αθήνας. Σύμφωνα με την Αριστερά, αυτή η τεχνητή σιτοδεία και η επιδιωκόμενη κατάρρευση των μεταρρυθμίσεων που έπλητταν μεγαλεμπόρους και βιομηχάνους ήταν στρατηγικές επιλογές ενός εκτεταμένου υπόγειου δικτύου που υπονόμευε οποιαδήποτε προσπάθεια εξυγίανσης της οικονομίας και πιθανού εκδημοκρατισμού της χώρας.
Μετά την στελέχωση των πρώτων παραρτημάτων έξω από την πρωτεύουσα, οι πρακτικές του τρόμου μεταφέρθηκαν και στις επαρχιακές πόλεις. Τον Οκτώβριο του 1945, ένοπλοι της Χ με τη συνδρομή αστυνομικών αρχών επιτέθηκαν στα γραφεία της εφημερίδας του ΕΑΜ, «Ελεύθερη Αχαΐα» στην Πάτρα, δολοφόνησαν έναν εργάτη και τραυμάτισαν ακόμα δύο. Ο υπουργός δικαιοσύνης Κυριακόπουλος, θορυβήθηκε από το περιστατικό και ο αρχηγός της αστυνομίας στην Πάτρα αντικαταστάθηκε. Τα γραφεία της «Ελεύθερης Αχαΐας» βρίσκονταν απέναντι από το αρχηγείο της Εθνοφυλακής που δεν επενέβη, παρόλο που οι επιτιθέμενοι ήταν πολίτες και κρατούσαν πιστόλια και αυτόματα όπλα.
Ακόμα και μετά την ίδρυση του «Εθνικού Κόμματος Χιτών (ΕΚΧ)», η οργάνωση δεν σταμάτησε να κινείται στο σκοτάδι και να συμπεριφέρεται ως κράτος εν κράτει, σε σημείο που η εκ δεξιών αντιπολίτευση να φτάνει στο επίπεδο πλήρους υποτίμησης της κυβερνητικής εξουσίας. Όταν τον Ιούνιο του 1948, στον απόηχο της εκτέλεσης του υπουργού Χρήστου Λαδά και του στρατιωτικού νόμου στην πρωτεύουσα, αστυνομικοί διαπίστωσαν πως μέλη της Χ πραγματοποιούσαν –όπως και στην Κατοχή– ελέγχους ταυτοτήτων σε διάφορες συνοικίες, το υπουργείο δημοσίας τάξης μίλησε για πρώτη φορά για παράνομες «παρακρατικές» τακτικές που πρέπει να πάψουν το συντομότερο, για να εισπράξει την δημόσια απάντηση του Γρίβα πως η πράξη των οπαδών του ήταν μεν παράνομη, όχι όμως «ολέθρια δια την πατρίδα [όπως] αι πράξεις του κ. υπουργού, όταν ούτος συνοδοιπορεί με τον κομμουνισμόν, αφίνει ελεύθερους οπλατζήδες οι οποίοι δολοφονούν εν μέσαις Αθήναις μέλος της κυβερνήσεως».
Χιτισμός και ακροδεξιά σκέψη στην εμφυλιακή Ελλάδα
Αμέσως μετά την Κατοχή, η πολιτική ταυτότητα του «Χίτη» υποστασιοποιείται ως το απόλυτο συνώνυμο της φιλομοναρχικής άκρας δεξιάς. Εκμεταλλευόμενη στο έπακρο την ριζική αναμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών και την αναδίπλωση της αριστεράς μετά τον Δεκέμβρη, η οργάνωση κερδίζει μια θνησιγενή αναγνώριση δρέποντας τις δάφνες που κέρδισε την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Παράλληλα, θεμελιώνει ένα χρήσιμο στις νέες πολιτικές συνθήκες πατριωτικό αφήγημα, αυτοπροσδιοριζόμενη ως ο μοναδικός εκφραστής του αντίπαλου δέους των κομμουνιστών στην Κατοχή. Η προσφυγή σε αμετροεπείς, αναδρομικές δικαιώσεις ενός «διμέτωπου αγώνα εναντίον μαύρου και κόκκινου φασισμού» και χονδροειδείς ανακρίβειες απλώς καταδεικνύουν την εξωφρενική πολιτική και δημαγωγική ασυλία που (συνέχιζε να) απολαμβάνει την πρώτη μετακατοχική περίοδο. Εν παραδείγματι, στον ονομαστικό κατάλογο των θυμάτων της «κομμουνιστικής βίας» του 1943-44, φιγουράρουν ονόματα που δεν είχαν καμία (τουλάχιστον οργανωτική) σχέση με την οργάνωση, όπως ο Κώστας Ρίτσος του «Εθνικού Κομιτάτου» Πειραιά και ο Κίτσος Μαλτέζος, κορυφαίο στέλεχος του φοιτητικού ΕΣΑΣ στα πανεπιστήμια. Στον αγώνα για περαιτέρω εξάπλωση στον αστικό χώρο, το νεοιδρυθέν «Εθνικό Κόμμα των Χιτών (ΕΚΧ)» οργανώνει «Σχολή Εθνοδιαφωτιστών», αθλητικές διοργανώσεις (τα έσοδα των φιλικών ποδοσφαιρικών αγώνων πηγαίνουν για την ενίσχυση των τραυματιών του πολέμου) και σχεδόν καθημερινές εκστρατείες διαφώτισης σε συνοικίες, στρατιωτικά νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες και σχολεία, με έκδηλη προτίμηση στο Θ’ Γυμνάσιο Αρρένων στην πλατεία Κουμουνδούρου που είχε αναδειχθεί σε «λίκνο του χιτισμού». Αποκορύφωμα της κατασκευής συμβόλων και τελετουργιών είναι η αναγωγή του Θησείου σε τόπο εθνικής μνήμης εφάμιλλο «της Σαλαμίνας και των Θερμοπυλών» με ετήσια μνημόσυνα, δοξολογίες και καταθέσεις στεφάνων. .
Μιλώντας ουσιαστικά με νεοπαγείς όρους πολιτικού αυτοπροσδιορισμού «αριστερά-δεξιά», στην Ελλάδα του 1945, «ο φόβος της κοινωνικής ανατροπής στη συνάφειά του με το φόβο ότι το μέλλον παρέμενε υποθηκευμένο από το κληροδότημα του διχαστικού παρελθόντος, καθώς και η αγωνία για την διαίρεση του αστικού κόσμου διαμόρφωσαν τους ιδεολογικούς εκείνους ορίζοντες στους οποίους οικοδομήθηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα ευαισθησίες Δεξιάς (sensibilités de droite)». Στις σφοδρές διαμάχες ανάμεσα στο Δημοκρατικό Κέντρο και τους μοναρχικούς, οι Χίτες από κοινού με εφημερίδες, όπως το «Ελληνικόν Αίμα» επιτίθενται σε όλο το πολιτικό σύστημα και κατηγορούν τους Βρετανούς σοσιαλιστές για την φιλοεαμική τους στάση. Η δημαγωγία του «Εθνικού Κόμματος Χιτών», όπως μετονομάστηκε η οργάνωση για να διεκδικήσει πολιτική εκπροσώπηση στη μεταπολεμική βουλή, αρθρωμένη στις πιο ακραίες εκδοχές του μεσοπολεμικού λαϊκισμού, στοχοποιούσε συλλήβδην, εκτός φυσικά από τους κομμουνιστές και τους «συνοδοιπόρους των», συλλήβδην τον παλαιοκομματικό κόσμο που δηλητηρίαζε το «Έθνος» και την «Φυλή» με κελεύσματα μετριοπάθειας και «εκδημοκρατισμού». Σε ένα κρεσέντο πολιτικής ακυριολεξίας, τα πρωτοσέλιδα εκδοτικά σημειώματα στο επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του ΕΚΧ, κατακεραυνώνουν το Κέντρο και την «εξευμενιστική δια τον σλαυισμόν» πολιτική του, ενώ –κοινός τόπος της ακροδεξιάς ρητορικής– βάλλουν με σφοδρότητα κατά της δεξιάς παράταξης, από τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη μέχρι το χτεσινό είδωλο της εθνικής παράταξης, Ναπολέοντα Ζέρβα, ο οποίος χλευάζεται για τον υπερτιμημένο κατοχικό του βίο ως «αριστεύσας εις την Ακαδημία του αντάρτικου αγώνος και θριαμβεύσας εις τα κατά Δεκέμβριον 1944 μεγάλα του Γυμνάσια επιβιβάσεως επί των πλοίων». Μέσω της, τυπικής για την άκρα Δεξιά, αντίθεσης στο παλαιοκομματικό συγκρότημα εξουσίας, «επιβεβαιώνεται η παρουσία ενός λαϊκίστικου κινήματος που περιφρονεί νόμους, θεσμούς, κόμματα και πολιτικές ισορροπίες και επιχειρεί να ανατρέψει τη λογική μιας πολιτικής λύσης του ελληνικού προβλήματος». Την εποχή της κορύφωσης της αντικομμουνιστικής υστερίας που ανέτεμνε τα, μολυσμένα από τον κομμουνισμό, μέλη της ελληνικής κοινωνίας, τίθεται υπό επαναδιαπραγμάτευση ακόμα και το γλωσσικό ζήτημα. Στοχοποιώντας προοδευτικούς δασκάλους και καθηγητές, ο «εθνοδιαφωτιστής» Δημήτρης Κοσμόπουλος διατύπωσε την ενδιαφέρουσα άποψη πως ο κομμουνισμός είναι δημιούργημα του εκπαιδευτικού «μαλλιαρισμού», ως εκ τούτου απαιτείται ριζική εκκαθάριση του «υπουργείου παιδείας εκ του οποίου εξώρμησαν οι φάλαγγες των σφαγέων», ενδεχομένως και απαγόρευση της δημοτικής.
Εκεί όμως που ο λόγος της Χ συναντά τις πιο θεμελιώδεις παραδοχές της πολιτικής επιστήμης για τα εμπνευσμένα από το φασισμό κόμματα, βρίσκεται σε δύο σημεία: Την απέχθεια για τον κοινοβουλευτισμό και την πρόταση για συντεχνιακή οργάνωση της κοινωνίας σε αντικατάσταση του ατομικιστικού φιλελευθερισμού. Αν και με εύσχημο τρόπο, η Δημοκρατία απορρίπτεται ως πολιτικό σύστημα και προτείνεται ο στρατιωτικός νόμος και η συγκέντρωση της εξουσίας «στα χέρια των αρίστων», με άλλα λόγια μια δικτατορική διακυβέρνηση, όχι απαραίτητα μονοπρόσωπη και κατά προτίμηση στρατιωτική, όπως απαιτεί ο διακηρυγμένος αγώνας «μέχρις εσχάτων». Σε ό,τι αφορά το δεύτερο, το Κόμμα εμφανίζεται ως ο απόλυτος υπέρμαχος των δικαιωμάτων της «τίμιας πτωχολογιάς» και της «εγκαταλελειμμένης αγροτιάς». Στην κορύφωση του Εμφυλίου (1948), η μετονομασία σε «Εθνικό Αγροτικό Κόμμα Χιτών (ΕΑΚΧ)» φέρνει προσαρμογή της πολιτικής ρητορείας στις ανάγκες της αγροτιάς η οποία θα ενισχυθεί από «τους Χίτας εργάτας, τους Χίτας μικροεπαγγελματίας, τους Χίτας υπαλλήλους». Ως αστική δύναμη που στερείται προσβάσεων έξω από τον χώρο της πρωτεύουσας, ο «Χιτισμός», όπως φιλοδοξεί να κατοχυρωθεί στην πολιτική γεωγραφία του τόπου, επιδιώκει την κατάκτηση του αγροτικού κόσμου συνδέοντας αιτιοκρατικά τα δεινά του εμφυλίου στην ύπαιθρο με την ηθική αναγνώριση/πολιτική επιβράβευση των πρωτοπόρων του αντικομμουνιστικού αγώνα στις επαρχίες. Οι αναφορές στα αγροτικά ζητήματα παραπέμπουν σε μια λογική στρατοκρατικής οργάνωσης των χωριών η οποία, με εξαίρεση τους αφελείς που πίστευαν πως οι έκτακτες πολεμικές συνθήκες θα διαρκούσαν στο διηνεκές, μόνο μέσα από μια μυθολογική ανάγνωση της πραγματικότητας μπορεί να ερμηνευθεί. Σύμφυτη με τον έντονο λαϊκισμό, είναι και η αναγωγή της «πλουτοκρατίας» σε μείζονα εθνικό κίνδυνο. Αν και τα συγκεκριμένα προτάγματα δεν έφτασαν στα επίπεδα του προγραμματικού λόγου του Ιωάννη Μεταξά, οι συνάφειες με τα κείμενα της 4ης Αυγούστου είναι εντυπωσιακές. Με βάση τα παραπάνω, θα ήμασταν άδικοι -και ανεπαρκείς- αν στη ρητορική της «Χ» βλέπαμε απλώς μια αρθρωμένη αντικομμουνιστική έκφραση. Το ιδιαίτερο ιδεολογικό στίγμα της οργάνωσης, όπως εξάλλου αποκρυσταλλώθηκε μετά τον Πόλεμο, ήταν ένα μοναδικό και περίπλοκο μίγμα άκρατου εθνικισμού, αδιάλλακτου μοναρχισμού, μεγαλοϊδεατικών βλέψεων, τάσεων φασιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, κορπορατιστικών αντιλήψεων και αντικομμουνιστικής υστερίας.
Εν κατακλείδι, η οργάνωση μεσουράνησε σε καιρούς ανώμαλους επειδή προέβαλλε σταθερά τις αξίες της στρατιωτικής υπερεθνικοφροσύνης και συνεκδοχικά της ανελέητης αντικομμουνιστικής δίωξης. Αποτέλεσμα ήταν ο όρος-ομπρέλα «Χίτης» να λειτουργεί αναγνωριστικά για πρακτικές βίας και τρομοκρατίας και να καλύπτει την πανσπερμία των άτακτων συμμοριών της υπαίθρου και τα κάθε λογής αντικομμουνιστικά αποσπάσματα που, αν και άσχετα με την ίδια την Χ, επιδίωκαν για λόγους προπαγάνδας να νομιμοποιήσουν τη δράση μέσα από την υιοθέτηση μιας οργανωτικής ταυτότητας. Ακόμα κι αν η ακριβής οργανωτική σχέση με τον αγροτικό κόσμο της παραστρατιωτικής βίας του Εμφυλίου παραμένει θολό τοπίο, μας αρκεί ως τεκμήριο η απόλυτη ταύτιση αντιλήψεων και επιδιώξεων, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την υπερπροβολή αμφιλεγόμενης ποιότητας στρατιωτικών «ομάδων θανάτου», «ομάδων κυνηγών», «βασιλικών ταγμάτων», ενόπλων των ΜΑΥ και ΜΑΔ, καθώς και τα πολυσέλιδα φωτογραφικά αφιερώματα και τις νεκρολογίες Χιτών αξιωματικών και οπλιτών από την Αθήνα, τον Πειραιά και τα άλλα αστικά κέντρα που αυτόματα χρωμάτιζαν ως «εθνικά» επίλεκτες τις μονάδες του Στρατού, της Χωροφυλακής ή των ΛΟΚ στις οποίες υπηρετούσαν. Αποδεκτά και χειροκροτούμενα ήταν ακόμα και πρόσωπα που προκαλούσαν ντροπή στο ίδιο το κυβερνητικό στρατόπεδο, όπως ο διαβόητος τρομοκράτης της Καλαμάτας, Μαγγανάς, «όστις ηγωνίσθη ηρωικότατα κατά την κατοχήν και μετ’ αυτήν»! Δείχνοντας αξιοσημείωτη αντοχή στον χρόνο, ο όρος «Χίτης» ακολούθησε διαδοχικά τις έννοιες του οργανωτικού (αυτο)προσδιορισμού, της πολιτικής και ιδεολογικής τοποθέτησης, της βρισιάς, πολύ σπανιότερα του επαίνου, και εν τέλει της υποδήλωσης του διαχρονικού, αμείλικτου εχθρού των αριστερών, από τα σκοτεινά δρομάκια του Θησείου του ’44 μέχρι τα φοιτητικά αμφιθέατρα της δεκαετίας του ’80 όπου το «γηπεδικό» σύνθημα της ΟΝΝΕΔ «Ζήτωσαν οι Χίτες κι οι Ταγματασφαλίτες» μας αποκαλύπτει ολοζώντανη την ενδιαφέρουσα ιστορική συνέχεια του ακροδεξιού στρατοπέδου στην Ελλάδα.

www.militaire.

Δεν υπάρχουν σχόλια: