Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΑΣΥΛΟ

Του Σαράντη Μιχαλόπουλου κατοίκου Ιτέας
Μία από τις κυβερνητικές προτεραιότητες ήταν η «κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου». Γύρω από το θέμα αυτό γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά, όμως στις περισσότερες των περιπτώσεων οι αναφορές αυτές κάλυπταν μερικές μόνο από τις πτυχές του θέματος.
Θεωρώντας ότι η παιδεία και η σχετιζόμενη με αυτή ελευθερία διακίνησης ιδεών είναι από τους ακρογωνιαίους λίθους οικοδόμησης της κοινωνίας, αλλά και έχοντας θητεύσει σε αυτήν την παιδεία πάρα πολλά χρόνια (20 χρόνια επιστημονικός συνεργάτης στο ΕΜΠ αλλά και 10 χρόνια διευθυντής ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού στην εταιρία που δούλευα), θέλω να καταγράψω και τις δικές μου σκέψεις, και για το συγκεκριμένο θέμα, δηλαδή του ασύλου, αλλά και για το γενικότερο, αυτό της Παιδείας.
Ξεκινώ με μία ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή που διάβασα στο Έθνος της Κυριακής, από το οποίο και αντιγράφω τα παρακάτω :
«Το πανεπιστημιακό άσυλο έχει µια ιδιοτυπία. ∆εν µμνημονεύεται ρητά σε κανένα ελληνικό Σύνταγμά, εθιμικά ισχύει εδώ και τουλάχιστον 160 χρόνια αλλά νομοθετικά κατοχυρώθηκε μόλις το 1982. Στο διάβα όλων αυτών των χρόνων, η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές τηρήθηκε στο πλαίσιο της κατοχύρωσης των ακαδημαϊκών ελευθεριών για την προστασία του δικαιώματος στη γνώση, τη μάθηση και την εργασία όλων ανεξαιρέτως των µελών της πανεπιστημιακής κοινότητας έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει, αλλά και αρκετές ακόμη καταπατήθηκε ή παρερμηνεύτηκε η ουσία του.
Όλα ξεκίνησαν στις 11 Μαΐου 1859. Περίπου εκατό νεαροί μαθητές, καταδιωκόμενοι από τις αστυνομικές αρχές και «όχλον πολύν, το πλείστον κατωτάτης τάξεως και πάσης ηλικίας» όπως ανέφερε ο Τύπος της εποχής, κατέφυγαν για προστασία στο κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου βρίσκονταν «ολιγοστοί φοιτηταί», που «ηνώθησαν µετ’ αυτών, παρασυρθέντες υπό της εσφαλμένης ιδέας ότι οι προσελθόντες ηδύναντο να επικαλεσθώσιν το δικαίωμα της φιλοξενίας».
Η συντηρητική Σύγκλητος σπεύδει να εκδώσει ανακοίνωση παραινώντας «πατριωτικώς» τους φοιτητές να ασχολούνται µόνο µε τα µαθήµατά τους. Από την πλευρά του ο υπουργός επί των Εκκλησιαστικών και ∆ηµοσίας Εκπαιδεύσεως, Χαράλαµπος Χριστόπουλος, αποδοκιμάζει τη συγκέντρωση στο πανεπιστήμιο «προσώπων µη ανηκόντων εις την τάξιν των φοιτητών», µια πράξη που βεβηλώνει «το ιερόν της ανωτάτης του έθνους εκπαιδεύσεως καθίδρυμα». Συγχρόνως αποφασίζει τη διακοπή των µαθηµάτων για δύο µέρες, µε ταυτόχρονη εγκατάσταση στον χώρο στρατιωτικής φρουράς που θα συνεπικουρούσε το έργο της Αστυνομίας.
Η τελευταία αυτή απόφαση όμως, υπαγορευµένη από τον φόβο επέκτασης των επεισοδίων που θα µείνουν γνωστά στην Ιστορία ως «Σκιαδικά», προκαλεί τις έντονες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης. Σε συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στη Γερουσία της Βουλής, παίρνοντας τον λόγο ο γερουσιαστής Γεώργιος Χρηστίδης θα αποδοκιμάσει εντόνως τα αστυνομικά μέτρα της κυβέρνησης, µμιλώντας για έφοδο του στρατού «κατά του ασύλου τούτου των επιστημών. Αυτά τα σκηνώματα της παιδείας ως και εκείνα της θρησκείας εθεωρήθησαν πανταχού ιερά άσυλα, και ποτέ η ένοπλος δύναµις δεν συγχωρείται να εισβάλη εις αυτά διά να πολεµήση µάλιστα παιδάρια. ∆εν ήσαν έπειτα εν τω Πανεπιστηµίω, ούτε όπλα, ούτε ράβδοι, ούτε πέτραι. Ποίον λόγον είχον τότε να διατάξωσι κατά των αθώων τούτων όντων την στρατιωτικήν έφοδον;» αναρωτιέται. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται δηµόσια λόγος για το πανεπιστημιακό άσυλο. Βέβαια, ο όρος χρησιμοποιείται εδώ µε την κλασική έννοια. ∆εν συνδέεται δηλαδή µε το θέμα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αλλά σημαίνει απλώς τον ιερό τόπο στον οποίο ο καταδιωκόμενος βρίσκει ασφάλεια και προστασία χωρίς να έχουν το δικαίωμα να εισέλθουν σε αυτό οι διώκτες του. 
Στις επόμενες δεκαετίες παρατηρείται µια τυπική αναγνώριση του πανεπιστημιακού ασύλου και το µόνο που αμφισβητούνταν µέχρι τη δικτατορία του 1967 είναι εάν και κατά πόσο το προαύλιο του εκπαιδευτικού ιδρύματος αποτελεί ή όχι επέκταση του ασύλου. Στις 14 Φεβρουαρίου 1973 η αστυνομία εισβάλλει στο Πολυτεχνείο διαλύοντας µε βίαιο τρόπο τη συγκέντρωση φοιτητών και συλλαμβάνει 11 σπουδαστές τους οποίους παραπέμπει σε δίκη. Η Σύγκλητος υποβάλει την παραίτησή της.
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης κατάληψης της Νομικής Σχολής Αθηνών, στις 20 Μαρτίου 1973, η Σύγκλητος του πανεπιστημίου δίνει αυτήν τη φορά τη συγκατάθεσή της για βίαιη εκκένωση του κατειληµµένου ιδρύματος, καθώς, όπως υποστήριξε, µια «ομάδα φοιτητών, ελαχίστη εν σχέσει προς τον όγκον του φοιτητικού κόσµου», «διά της στάσεώς της, παρά πάσαν έννοιαν δικαίου και ελευθερίας, προσπαθεί να εµποδίσει την άσκησιν του αναφαιρέτου δικαιώµατος των φοιτητών, όπως µορφωθούν».
Μέσα Νοεμβρίου καταλαμβάνεται το Πολυτεχνείο και µετά την κήρυξη στρατιωτικού νόμου, στις 17 του µηνός εισέρχεται άρμα μάχης στο προαύλιο του ΕΜΠ. Το επιχείρηµα ήταν ότι «η μεγάλη πλειονότης των συγκεντρωθέντων εντός του Ιδρύματος αποτελείτο από πρόσωπα διαφόρων κατηγοριών ξένων προς το Πολυτεχνείον», στα οποία αποδόθηκαν τόσο «η κατίσχυσις των πολιτικών συνθημάτων έναντι των σπουδαστικών» όσο και οι ζημιές που προέβαλε το καθεστώς. 
Μεταπολιτευτικά, στο πρώτο Σύνταγµα του 1975 γίνονται οι πρώτες προσπάθειες νομοθετικής κατοχύρωσης του ασύλου. Η πρόταση της αντιπολίτευσης για ενσωμάτωσή του στον υπέρτατο νόµο του κράτους («η ακαδημαϊκή ελευθερία και το ακαδημαϊκό άσυλο είναι απαραβίαστα») απορρίπτεται από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραµανλή. Αναφέρεται ωστόσο ρητά στο κείμενο που επιψηφίστηκε ότι «η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθεραι, η δε ανάπτυξις και προαγωγή αυτών, αποτελεί υποχρέωσιν του Κράτους. Η ανωτάτη εκπαίδευσις παρέχεται αποκλειστικώς υπό ιδρυμάτων αποτελούντων νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικουµένων» (άρθρο 16).
Μπορεί να µη γίνεται αναφορά στο άσυλο, αλλά κατοχυρώνεται η αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων. Τον Μάιο του 1977, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευστάθιος Μπλέτσας γνωμοδοτεί, έπειτα από σχετικό ερώτημα του υπουργείου ∆ηµοσίας Τάξεως, ότι πανεπιστημιακό άσυλο δεν υφίσταται και πως η Αστυνομία έχει δικαίωμα και καθήκον να µπαίνει όποτε θέλει στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΑΕΙ), να παρίσταται στις φοιτητικές συνελεύσεις «εάν αυταί παρεξέκλιναν του σκοπού τους και µμετατράπηκαν σε πολιτικές συναθροίσεις», καθώς και «να ανακαλύπτει και να προσάγει σε δίκη τους φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς» των «εγκλημάτων» της αφισοκόλλησης, της ανάρτησης πανό και της αναγραφής συνθημάτων στους τοίχους. Ξεσπούν έντονες αντιδράσεις και ο υπουργός Παιδείας, Γεώργιος Ράλλης, ξεκαθαρίζει ότι «η κυβέρνηση αναγνωρίζει ουσιαστικά και στην πράξη το πανεπιστημιακό άσυλο».
Η ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 θα σημάνει και τη νομοθετική κατοχύρωση του ασύλου µε τον νόμο 1268/1982. Στο άρθρο 2 αναφέρεται ότι η έννοια του ασύλου «καλύπτει όλους τους χώρους των ΑΕΙ και συνίσταται στην απαγόρευση της επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς, χωρίς την πρόσκληση ή άδεια του αρμόδιου οργάνου των ΑΕΙ». Ο όρος «δηµόσια δύναμή» αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο επέμβασης ακόμη και του στρατού.
Με τον εν λόγω νόμο και τους επόμενους που θα κατατεθούν, δεν απαιτείται άδεια εισόδου όταν τελούνται αυτόφωρα κακουργήματα όπως είναι για παράδειγμα η πώληση ναρκωτικών (άρθρο 5, ν. 1727/1987), ο εμπρησμός (άρθρο 264 Ποινικού Κώδικα), η πρόκληση έκρηξης (άρθρο 270 Π.Κ.), η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή εκρηκτικών υλών ή βοµβών καθώς επίσης και η μεταφορά ή φύλαξή τους (άρθρο 272 ΠΚ), ο βιασμός (άρθρο 336 ΠΚ), η κατάχρηση σε ασέλγεια (άρθρο 338 ΠΚ), όταν τελούνται αυτόφωρα εγκλήματα κατά της ζωής (κακουργήματα ή πληµµελήµατα) όπως είναι η ανθρωποκτονία και η απόπειρά της (άρθρα 42 και 2299 ΠΚ), η έκθεση σε κίνδυνο άλλου (άρθρο 306 ΠΚ) και η παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής (άρθρο 307 ΠΚ). Επιπροσθέτως, άδεια εισόδου δεν απαιτείται και όταν συλλαμβάνεται πρόσωπο που καταζητείται βάσει δικαστικού εντάλματος ή δικαστικής απόφασης, ένεκα των οποίων ο νόμος επιτρέπει την επέμβαση των Αρχών.
Παρά τις σαφείς αναφορές του νομοθετικού πλαισίου, το άσυλο έχει καταπατηθεί αρκετές φορές. Ενδεικτικά, στις 5 Ιανουαρίου 1983 αστυνομικός µπαίνει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο για να συλλάβει εργαζόμενο που είχε διαπληκτισθεί µε εργολάβο καθαρισμού µετά την απόλυσή του. Στις 11 Απριλίου 1984, ένοπλοι άνδρες της Ασφάλειας μπαίνουν στη Νομική Κομοτηνής για να συλλάβουν φοιτητές που έγραφαν συνθήματα σε τοίχους. Στις 20 Μαρτίου 1985 τα ΜΑΤ εισβάλλουν στο ισόγειο της Νομικής Αθηνών καταδιώκοντας αναρχικούς. Στις 14 Νοεμβρίου 2005 τα ΜΑΤ μπαίνουν στο προαύλιο της ΑΣΟΕΕ καταδιώκοντας φοιτητές που επιχείρησαν να κρατήσουν ανοιχτή τη σχολή τους κατά τον εορτασμό του Πολυτεχνείου.
Το 2011, µε τον νόμο 4009 της υπουργού Παιδείας Άννας ∆ιαµαντοπούλου, δινόταν στον εισαγγελέα η δικαιοδοσία να παραγγέλλει επέμβαση της Αστυνομίας όταν διαπιστώνει ότι τελούνται παράνομες πράξεις, που δεν έχουν σχέση µε την ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Επί διακυβέρνησης  ΣΥΡΙΖΑ όμως, µε τον νόμο 4485/2017 του υπουργού Κώστα Γαβρόγλου, επανερχόταν η αρμοδιότητα της ΕΛ.ΑΣ. να παρεμβαίνει αυτεπάγγελτα «σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής» και όχι σε ένα ευρύτερο πλαίσιο».
Η παραπάνω ιστορική αναδρομή είναι, κατά τη γνώμη μου, απολύτως ενδεικτική, τόσο των διαφορετικών απόψεων, κυρίως από τη μεταπολίτευση και μετά, που επικρατούσαν στον πολιτικό κόσμο, όσο και της «κατάχρησης» που γινόταν στην έννοια της «ελευθερίας διακίνησης ιδεών» αλλά και στον όρο «πανεπιστημιακό άσυλο».
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να καταθέσω μερικές προσωπικές εμπειρίες. Εγώ τελείωσα το ΕΜΠ το 1970 και αμέσως μόλις απολύθηκα από τον Στρατό (Οκτώβριος 1972), κλήθηκα από τον αείμνηστο καθηγητή μου Νίκο Δημόπουλο να ενταχθώ στη δύναμη του επιστημονικού προσωπικού της έδρας του (ΜΕΚ, Μηχανές Εσωτερικής Καύσης) σαν Βοηθός Καθηγητή.
Επειδή οι διαδικασίες διορισμού μου σαν Βοηθού ήταν χρονοβόρες (ολοκληρώθηκαν μετά τη μεταπολίτευση, το 1974), εγώ άρχισα να ασχολούμαι σαν άμισθος επιστημονικός συνεργάτης, αναλαμβάνοντας τις ασκήσεις του μαθήματος ΜΕΚ.
Στις αρχές του 1973 έγινε η πρώτη μεγάλη φοιτητική αντίδραση στη Χούντα, με αφετηρία την απεργία των σπουδαστών του Μικρού Πολυτεχνείου, που διεκδικούσαν να ενσωματωθούν στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ). Τότε έγινε και η πρώτη επέμβαση της Χούντας με εισβολή αστυνομικών στην αίθουσα συνεδρίασης της Συγκλήτου, όπου παρευρίσκονταν αντιπροσωπείες των απεργούντων σπουδαστών του Μικρού Πολυτεχνείου αλλά των σπουδαστών του Πολυτεχνείου.
Αμέσως μετά ξεκίνησε η πρώτη κινητοποίηση της Νομικής, που κατεστάλη με βίαιο τρόπο και με εφαρμογή του μέτρου της στράτευσης των επικεφαλής των φοιτητικών κινητοποιήσεων. Μάλιστα, στα πλαίσια αυτής της καταστολής, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος κάλεσε όλους τους Καθηγητές των Πανεπιστημίων της χώρας, για να τους επιπλήξει για την «κατάσταση στα Πανεπιστήμια» και να τους απευθύνει την ντροπιαστική προτροπή «αν δεν θέλουν (οι φοιτητές) να συμμορφωθούν, σπάστε τους τα κεφάλια».
Η παραπάνω συγκέντρωση έγινε στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής και μεταδόθηκε απευθείας από την τηλεόραση.
Τόσο εγώ όσο και αρκετοί συνάδελφοί μου, θεωρήσαμε τόσο προσβλητικό για τους Καθηγητές αυτό που έγινε, που, στην πρώτη συνάντηση που είχαμε με τον καθηγητή μας στην έδρα των ΜΕΚ, του είπαμε ότι έπρεπε όλη η ακαδημαϊκή κοινότητα σύσσωμη να παραιτηθεί. Η απάντηση που πήραμε ήταν ότι, αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα παραδίδονταν τα πανεπιστήμια στη Χούντα, ενώ τώρα μπορούσαν να υπάρχουν κάποιες αντιστάσεις που θα εκδηλώνονταν, όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν.
Προσωπικά, η απάντηση αυτή δεν μου φάνηκε ικανοποιητική, όμως συνέχισα την παρουσία μου στο Πολυτεχνείο, έστω και αδιόριστος, θεωρώντας ότι πράγματι αυτό βοηθούσε κάπως, καθώς αρκετοί από τους «στιγματισμένους» φοιτητές που στρατεύτηκαν, μπορούσαν να δίνουν κάποιες εξετάσεις μαθημάτων και σ’ αυτό ήταν σημαντικό να έχουν κάποια βοήθεια, έστω και με άτυπα φροντιστηριακά μαθήματα, εκτός προγράμματος.
Μεταξύ των εξαίρετων καθηγητών που είχαμε ήταν και ο επίσης αείμνηστος Νίκος Αθανασιάδης. Ο συγκεκριμένος ήταν ένας έντιμος και αγνός άνθρωπος, που κάποια στιγμή, σε μία έκρηξη αγανάκτησης για όσα έκανε η Χούντα με τις στρατεύσεις και διωγμούς φοιτητών, απευθύνθηκε σε τρεις συμφοιτητές μας, στη Σχολή Μηχανολόγων – Ηλεκτρολόγων, που ήταν αξιωματικοί του Στρατού, και τους είπε ότι «έπρεπε να ντρέπεστε που είστε αξιωματικοί ενός Στρατού που αποτελεί διατεταγμένο όργανο μίας ομάδας προδοτών, που καταπάτησαν το Σύνταγμα και τον όρκο τους».
Δυστυχώς, κάποιος ή κάποιοι κατέδωσαν αυτή την αναφορά του καθηγητή μας, με αποτέλεσμα ο Νίκος Αθανασιάδης να συλληφθεί και να κρατηθεί για αρκετό καιρό στο ΕΑΤ – ΕΣΑ, σαν κοινός εγκληματίας.
Ο Νίκος Αθανασιάδης ήταν στενός φίλος του δικού μας Νίκου Δημόπουλου και ήταν ένας από τους αγαπητότερους καθηγητές. Η κράτησή του στο ΕΑΤ – ΕΣΑ ήταν σοκαριστική για όλους μας και, ειδικά για μένα, αποτέλεσε το κρίσιμο σημείο συνειδητοποίησης μηδενικής ανοχής στο καθεστώς της Χούντας. Μόνο που αυτή η μηδενική ανοχή, εκείνη την εποχή, δεν μπορούσε να είναι τίποτε παραπάνω από κάποιες «συνωμοτικού» χαρακτήρα συγκεντρώσεις και συζητήσεις στο εργαστήριο της έδρας των ΜΕΚ.
Πριν όμως προλάβουμε να οργανώσουμε κάποια δράση, μας πρόλαβαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Και νοιώσαμε, όχι μόνο αλληλέγγυοι με τους φοιτητές, αλλά και υπερήφανοι που είχαμε τέτοιους μαθητές. Όμως, η καταστολή της πραγματικά ηρωικής εξέγερσης των φοιτητών με την εισβολή των τανκς στο ΕΜΠ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Τη μεθεπόμενη των δραματικών γεγονότων της 17ης Νοέμβρη, συναντηθήκαμε 5 βοηθοί της έδρας στο σπίτι ενός από εμάς και αποφασίσαμε να παραιτηθούμε αμέσως, ακόμη και εγώ που, όπως έγραψα παραπάνω, δεν ήμουν ακόμη διορισμένος.
Όταν ανακοινώσαμε στον καθηγητή μας την απόφασή μας, εκείνος μας είπε : Κατανοώ πλήρως και συμφωνώ με την απόφασή σας, αλλά σας παρακαλώ να μην την υλοποιήσετε, διότι θα θεωρηθεί ως συλλογική απόφαση του προσωπικού της έδρας μου και θα στοχοποιηθώ εγώ προσωπικά. Και εγώ, δεν αντέχω να περάσω αυτά που πέρασε ο Ν.Αθανασιάδης. Έχω μικρά παιδιά και δεν ξέρω τι επιπτώσεις θα έχει κάτι τέτοιο σε εκείνα.
Η θέση αυτή μας προβλημάτισε πολύ, κάποιοι από εμάς σκέφθηκαν ότι είχαν και αυτοί παιδιά, και τελικά παραμείναμε στη θέση μας.
Αναφέρθηκα τόσο αναλυτικά στα παραπάνω γεγονότα, διότι ήθελα να αναδείξω δύο σημαντικά, κατά τη γνώμη μου, σημεία που σχετίζονται με το θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου.
Το πρώτο είναι ότι οι σημερινοί νέοι δεν έχουν τις εμπειρίες εκείνων των χρόνων. Δεν ξέρουν καθόλου τι σημαίνει να επαναστατείς εναντίον ενός δικτατορικού καθεστώτος, που δεν δίσταζε να στρέψει τα όπλα, που η πατρίδα εμπιστεύτηκε στον Στρατό, εναντίον των ίδιων των πολιτών αυτής της πατρίδας. Παρότι όμως δεν έχουν τέτοιες εμπειρίες, αυταρέσκονται σε «επαναστατικές» πράξεις εναντίον κάποιων που θεωρούν «κατεστημένο», «όργανα της ολιγαρχίας», «εκπροσώπους του συντηρητισμού», και άλλα παρόμοια. Και το χειρότερο είναι ότι δεν διστάζουν να προκαλούν σοβαρές ζημιές σε αυτό που όλοι θεωρούμε δημόσια περιουσία, ή, στην καλύτερη περίπτωση, να δίνουν στους χώρους της «ελεύθερης διακίνησης ιδεών» μία εικόνα ντροπής, όπως η παρακάτω φωτογραφία της εισόδου του εμβληματικού κτιρίου Γκίνη του ΕΜΠ, που εμείς οι παλιοί θυμόμαστε με συγκίνηση και νοσταλγία.
       
Το δεύτερο έχει να κάνει με μία διαφορετική πτυχή, αυτή της υπευθυνότητας των οργάνων διοίκησης των Πανεπιστημίων, που αντικειμενικά δεν έχουν σταθεί στο ύψος της αποστολής τους και δεν έχουν περιφρουρήσει τους πανεπιστημιακούς χώρους από τους κάθε μορφής «αντιεξουσιαστές», «αναρχικούς», διακινητές ναρκωτικών και τα άλλα κακοποιά στοιχεία που, πέραν κάθε αμφισβήτησης και χωρίς ίχνος υπερβολής, έχουν δώσει στην κοινωνία της εικόνας, όχι ασύλου ιδεών, αλλά ασύλου παρανομίας.
Η πρώτη σκέψη του καθενός είναι να αποδώσει μομφή σε όλα εκείνα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, που έδειξαν όλα αυτά τα χρόνια «ανοχή». Όμως, τα παράδειγμα που ανέφερα για τον «φόβο» κάποιων ανθρώπων για τις συνέπειες μίας ενέργειας εναντίον ενός καθεστώτος, όσο και αν δεν έχει ευθεία αντιστοίχιση με τους σημερινούς φόβους που εμφυσούν τα κακοποιά στοιχεία που βρίσκονται πίσω από την κατάχρηση του πανεπιστημιακού ασύλου, πρέπει να μας κάνει να αναζητήσουμε λύσεις, πέρα από τους ανθρώπους.
Και βέβαια, οι λύσεις αυτές δεν μπορούν να αναζητηθούν στην αστυνομοκρατία. Υπάρχουν, πριν από αυτή, άλλα ενδιάμεσα στάδια και μέτρα που πρέπει να αναζητηθούν και να εφαρμοστούν. Για παράδειγμα, η ελεγχόμενη είσοδος προσώπων στους πανεπιστημιακούς χώρους, όπως γίνεται σε δεκάδες άλλες περιπτώσεις δημόσιων χώρων και κτιρίων, θα ήταν ένα πρώτο αποτρεπτικό μέτρο.
Η θέσπιση αυστηρότατων ποινών για όσους προκαλούν φθορές, ακόμη και με απλή αναγραφή συνθημάτων, στη δημόσια περιουσία, θα μπορούσε και αυτή να αποτελέσει ένα άλλο αποτρεπτικό μέτρο.
Όμως, το σημαντικότερο για μένα θα ήταν η απόφαση της ίδιας της πανεπιστημιακής κοινότητας, να διακηρύξει στο σύνολό της (καθηγητές, φοιτητές, εργαζόμενοι) τον απόλυτο σεβασμό της στις δημοκρατικές ελευθερίες και διαδικασίες και να αποκηρύξει κάθε μονομερή ενέργεια, με στοιχεία βίαιης επιβολής της άποψης και θέλησης μίας μερίδας σε όλους τους υπόλοιπους, που θα έβλαπτε τη λειτουργία του Πανεπιστημίου.
Όπως όλοι οι βουλευτές, στην έναρξη μίας κοινοβουλευτικής περιόδου, ορκίζονται να τηρούν το σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους, έτσι και οι πανεπιστημιακοί θα μπορούσαν να δίνουν «όρκο τιμής» για την περιφρούρηση του πανεπιστημίου, των ακαδημαϊκών ελευθεριών και της ανεμπόδιστης διακίνησης ιδεών.
Αν οι ίδιοι δεν μπορούν να το κάνουν, τότε δεν έχει νόημα να αναζητούμε αλλού τη λύση. Αν κάποιοι (ίσως και οι περισσότεροι) πιστεύουν σήμερα ότι τα πανεπιστήμια που είναι η κορωνίδα της κοινωνίας δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες του Λαού, τότε δυστυχώς δεν υπάρχει ελπίδα καμιά.   
      



Δεν υπάρχουν σχόλια: