Σαράντης Μιχαλόπουλος Κάτοικος Ιτέας
Η εντεινόμενη ένταση με την Τουρκία και η ανησυχία για εξελίξεις που μπορεί να φθάσουν ακόμη και σε πολεμική σύρραξη, σίγουρα ανησυχούν τον κάθε Έλληνα και οδηγούν κάποιους σε κριτική των χειρισμών που γίνονται σήμερα ή έγιναν στο παρελθόν, με αναλύσεις που έχουν περισσότερο ένα χαρακτήρα συναισθηματικό και πολύ λιγότερο την ψύχραιμη και αντικειμενική προσέγγιση που ένα τέτοιο μείζονος σημασίας θέμα επιβάλλει.
Έχω πει και άλλες φορές ότι τα θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να συζητιούνται και σχολιάζονται δημόσια, με τον τρόπο που δυστυχώς βλέπουμε να γίνεται, με ερωτήσεις προς αρμόδιους που και οι ερωτώντες γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να απαντηθούν επίσημα, ή με ακραία κριτική της μορφής «προδότες» ή «μειοδότες» και άλλα παρόμοια.
Δυστυχώς, η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να υπακούσει στους κανόνες «διαφάνειας» ή «ειλικρίνειας» που σε όλα τα άλλα θέματα είναι αυτονόητη και επιβεβλημένη, καθώς αναφέρεται και σχετίζεται με τρίτα κράτη, στα οποία δεν μπορούμε να επιβάλλουμε τους ίδιους κανόνες της διαφάνειας και της ειλικρίνειας.
Σίγουρα η εξωτερική πολιτική ασκείται από την εκάστοτε κυβέρνηση στα πλαίσια των εντολών που έχει από τον ελληνικό λαό και στον βαθμό βέβαια που αυτές οι εντολές καλύπτουν με λεπτομέρεια κάθε πτυχή των θεμάτων που εντάσσονται στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.
Επειδή όμως τα παραπάνω θέματα είναι πολύ σοβαρότερα από κάθε άλλο θέμα της ελληνικής κοινωνίας, θα έλεγα ότι είναι απαραίτητο να υπάρχει μία ευρύτερη συνεννόηση και, αν γίνεται, συναίνεση, όλου του πολιτικού φάσματος, που εκ των πραγμάτων εκφράζει πληρέστερα τη μεγάλη πλειοψηφία μίας κοινωνίας.
Ας πάρουμε το πρόσφατο παράδειγμα της Βόρειας Μακεδονίας, όπως σήμερα έχει πλέον συμφωνηθεί να λέγεται. Για το θέμα αυτό και για την ονομασία της γειτονικής χώρας είχαν υπάρξει από πολλά χρόνια τοποθετήσεις πολιτικών και πολιτικών κομμάτων που διαφοροποιούνταν σημαντικά, και μεταξύ τους αλλά και διαχρονικά.
Φθάσαμε πρόσφατα να κάνουμε μία συμφωνία που από κάποιους θεωρήθηκε ότι έλυνε με ικανοποιητικό τρόπο ένα χρόνιο και μεγάλο πρόβλημα, από κάποιους άλλους θεωρήθηκε μία «κακή συμφωνία» διότι περιλαμβάνει «παραχωρήσεις» που δεν θα έπρεπε να γίνουν, και από κάποιους τελευταίους θεωρείται σαν μία «προδοτική συμφωνία» που δεν θα έπρεπε ποτέ να γίνει.
Προσωπικά τοποθετούμαι και λέω ότι δεν θεωρώ κανέναν προδότη, ούτε για τη συγκεκριμένη συμφωνία, ούτε για άλλες που έγιναν στο παρελθόν, για να θυμηθούμε π.χ. τις «προδοτικές συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου» για το Κυπριακό. Όλοι οι πολιτικοί που χειρίστηκαν σοβαρά θέματα της πατρίδας μας, κινήθηκαν πάντα με γνώμονα αυτό που οι ίδιοι θεωρούσαν το καλύτερο για τον τόπο μας.
Το αν μπορούσε να συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό δεν μπορούμε να το τεκμηριώσουμε, αφενός διότι δεν γνωρίζουμε όλα τα στοιχεία που «έπεσαν στο τραπέζι» των διαπραγματεύσεων, αφετέρου διότι μία διαπραγμάτευση περιλαμβάνει πάντα τουλάχιστον δύο μέρη, που το καθένα τους έχει τα δικά του «χαρτιά» και τη δική του δυναμική. Πέρα όμως από αυτό, υπάρχει και το βασικό στοιχείο ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να γυρίσει τον χρόνο πίσω, ώστε μία εναλλακτική συμφωνία να δοκιμαστεί στην πράξη και να φέρει αποτελέσματα που, συγκρίνοντάς τα με εκείνα της πραγματικής συμφωνίας, να μας οδηγήσει σε ασφαλή σύγκριση και συμπέρασμα του ποια είναι καλύτερη.
Πέρα από αυτό, υπάρχουν πάντα παράγοντες που κάνουν τη «ζυγαριά» να γύρει προς τη μία ή την άλλη πλευρά, τους οποίους εμείς πιθανότατα δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Και δυστυχώς οι παράγοντες αυτοί λειτουργούν τις περισσότερες φορές εκτός του πλαισίου της «ηθικής» ή της «δικαιοσύνης», όπως εμείς εννοούμε το καθένα από αυτά.
Πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο όπου ο συντάκτης του γράφει μεταξύ άλλων :
«Ένα πράγμα δεν πρέπει να ξεχνά ο κάθε Έλληνας: κανείς
στην γεωπολιτική σκακιέρα δεν θυσιάζει το συμφέρον του χάρη της δικαιοσύνης. Το
δίκιο πρέπει να υποστηρίζεται από την ισχύ των ενόπλων δυνάμεων της πατρίδας
μας για να επικρατήσει».
Σε κάποιο άλλο σημείο λέει :
«Στην διπολική αντιπαλότητα των δύο κόσμων
αδιαμφισβήτητα ο ουδέτερος δεν χωράει με ιστορικά παραδείγματα Μακάριος -
Κύπρος , Τίτο- Γιουγκοσλαβία , Νάσερ- Αίγυπτος».
Μεταξύ των δύο αυτών θέσεων, υπάρχει μία ανακολουθία.
Αν οι ισχυροί κινούνται πάντα με βάση το συμφέρον τους και αν οι αδύνατοι δεν
μπορούν να σταθούν σαν ανεξάρτητοι, πως μπορεί μία χώρα να «υποστηρίζει το
δίκιο της στηριζόμενη στην ισχύ των ενόπλων δυνάμεών της» ; Πόση τέτοια ισχύ
χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί μία αντίπαλη δύναμη με πολλαπλάσια ισχύ ; Και
από πού θα αντληθούν οι πόροι που απαιτούνται για τη δημιουργία της «επαρκούς
ισχύος» στην περίπτωση της χώρας μας ;
Δυστυχώς, αυτοί οι «ισχυροί» δεν έχουν μόνο «μέγεθος»
αλλά και «τεχνολογία» για κάθε αμυντικό σύστημα ή όπλο, την οποία μάλιστα δεν
είναι κουτοί να την δίνουν «ελεύθερη» στον καθένα, αλλά την κρατούν «κλειδωμένη»,
ώστε να κάνουν τον κάθε «πελάτη» τους να εξαρτάται απόλυτα από αυτούς.
Επιπλέον, εξελίσσουν τα συστήματά τους με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε φορά να
χρειάζεται αυτός ο πελάτης να «αναβαθμίζει» τα δικά του συστήματα, ώστε να μην
ξεπεραστεί από μία άλλη χώρα με την οποία βρίσκεται σε θέση αντιπαλότητας, όπως
π.χ. την Τουρκία.
Κάπου διάβασα ότι οι Ρώσοι μπορούν να μας πουλήσουν
άμεσα το επιθετικό αεροπλάνο SU 54 με τον οπλισμό του αντί του ποσού των 85
εκατομμυρίων $. Συγκριτικά αναφέρεται ότι, το αντίστοιχο αμερικανικό F 22
Raptor II στοιχίζει 216 εκατομμύρια $ και το υποδεέστερο F 35 στοιχίζει 150 εκατομμύρια $. Κάποιος λοιπόν θα σκεφτόταν ότι
«γιατί να μην πάρουμε από τους Ρώσους διπλάσια αεροπλάνα με τα ίδια χρήματα που
θα δίναμε στους Αμερικανούς».
Το ερώτημα καταντά «ρητορικό», διότι ξέρουμε τι συνέβη
με την Τουρκία που πήρε τους S 400 από τη Ρωσία. Σημαίνει
λοιπόν ότι είμαστε με τα χέρια δεμένα επειδή ανήκουμε στο ΝΑΤΟ ; Και το ΝΑΤΟ τι
μας προσφέρει στη συγκεκριμένη διαμάχη με τους γείτονες και «συμμάχους»
Τούρκους ; Αλλά και οι υπόλοιπες «συμμαχίες» και οι διεθνείς οργανισμοί πόσο
μας προστατεύουν από έναν Ερντογάν που θέλει να ανασυστήσει την Οθωμανική
Αυτοκρατορία ; Πόσο αυτοί οι «σύμμαχοι» και οι λαοί που ορκίζονται στο όνομα των
αρχών του διεθνούς δικαίου και της Κοινωνίας των Εθνών έχουν μέχρι στιγμής
επιβάλει τις δικές τους αποφάσεις π.χ. για την Κύπρο ; Πως λοιπόν ο κ. Ερντογάν
να μην τους γράφει στα παλιά του τα παπούτσια και να μην τους υπολογίζει, όταν
ξέρει ότι κανένας από όλους αυτούς δεν θα κάνει κάτι σε βάρος των συμφερόντων
του, όπως αναγνωρίζει και ο αρθρογράφος στον οποίο αναφέρθηκα ;
Πως λοιπόν διαμορφώνεται η εξωτερική μας πολιτική ; Με
«αντιπολίτευση» σε ό,τι κάνει η οποιαδήποτε κυβέρνηση ; Ή, με συνεννόηση και ομοψυχία,
αφού το ζητούμενο, η εθνική ανεξαρτησία, είναι κοινό για όλους και οι κίνδυνοι
που την απειλούν επίσης γνωστοί σε όλους ; Υπάρχουν μαγικές λύσεις, όπως π.χ.
να αγοράσουμε 100 αεροπλάνα, 50 αντιτορπιλικά, 50 υποβρύχια, 100 συστοιχίες
πυραύλων ; Με τι χρήματα και με τι σιγουριά ότι δεν θα μας έχουν δεμένους σε
τεχνολογίες που μπορούν να ακυρωθούν, αν ο προμηθευτής θελήσει να μας
«αδειάσει», διότι δεν εξυπηρετήσαμε ένα άλλο δικό του συμφέρον ;
Έτσι όμως που παρουσιάζω τα πράγματα, θα μπορούσε
κάποιος να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι τελικά πρέπει να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά
και να αφεθούμε στην τύχη μας, αφού είμαστε μικροί και ανίσχυροι να τα βάλουμε
με τους ισχυρούς. Είναι άραγε έτσι ; Δεν υπάρχει τρόπος να επιβιώσουμε σε έναν
κόσμο σκληρό και κυνικό, έστω και με μικρές δυνάμεις ; Η ιστορία μας διδάσκει
ότι η πατρίδα μας κατάφερε, όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να κερδίσει
πράγματα σημαντικά, σε δύσκολες συνθήκες, που τίποτε από αυτά δεν ήταν
αυτονόητο ή εύκολο.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα κυρίαρχα στοιχεία
ήταν η ομοψυχία αλλά και η ύπαρξη ηγετικών φυσιογνωμιών. Και αν το δεύτερο
μπορεί να θεωρηθεί συγκυρία, το πρώτο είναι κάτι που μπορούμε να πετύχουμε σε
κάθε χρονική στιγμή της ιστορίας μας.
Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για την ζητούμενη ομοψυχία είναι, πρώτα η ενημέρωση των πολιτών, χωρίς λαϊκισμούς και επικοινωνιακές τακτικές, και δεύτερο η συστηματική καλλιέργεια ενός πνεύματος σύμπνοιας και αλληλεγγύης σε όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Ποιος θα μπορούσε να πάρει μία τέτοια πρωτοβουλία και να φέρει στο ίδιο τραπέζι όλες τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν ;
Στα πλαίσια του σημερινού μας πολιτεύματος, ο θεσμικά αρμόδιος και υπεύθυνος δεν είναι άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αυτός μπορεί να καλέσει όλους τους άλλους θεσμικούς παράγοντες που κατά κύριο λόγο είναι τα υπάρχοντα κόμματα, ακόμη και κάποια από τα μη κοινοβουλευτικά, αλλά και παράγοντες όπως η Εκκλησία, η επιχειρηματική κοινότητα, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και όποιοι άλλοι κριθεί ότι εκφράζουν μία μερίδα της κοινωνίας, και να ανοίξει μία συζήτηση, όχι παράλληλων μονολόγων αλλά ουσιαστικής ανταλλαγής θέσεων και απόψεων, σαν μία νέα «Εκκλησία του Δήμου» που υπήρξε ιστορικά το θεμέλιο της Δημοκρατίας.
Έχει ελπίδες επιτυχίας ένα τέτοιο εγχείρημα ; Ίσως όχι, ίσως μικρή, όμως μπορεί να αποτελέσει ένα μοχλό πίεσης για ξεπέρασμα του λαϊκισμού, των μύθων και προκαταλήψεων, της έλλειψης κοινωνικής συνειδητοποίησης, ακόμη και για την ανάδειξη νέων προσώπων και δυνάμεων που θα πιστεύουν στην μία και μοναδική πραγματική οντότητα, την ελληνική κοινωνία, την κοινωνία που αποτελεί συνέχεια μίας ιστορικά υπαρκτής παράδοσης αλλά και που έχει εμπλουτισθεί με όλα τα σύγχρονα ανθρωπιστικά ιδεώδη της αλληλεγγύης, της ισότητας, της ανεκτίμητης αξίας της ανθρώπινης ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου