Σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή πλευρά του Κυπριακού αναφέρεται το βιβλίο του στρατηγού
Πανουργιά Πανουργιά.
Πανουργιά Πανουργιά.
O τίτλος και ο υπότιτλος προσδιορίζουν με ακρίβεια το αντικείμενο της μελέτης: «ΚΥΠΡΟΣ, H αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας την 29η Δεκεμβρίου 1967, Εθνική μειοδοσία».
Δυο λόγια για το ιστορικό αυτής της Μεραρχίας:
Είχε σταλεί στην Κύπρο «κρυφά» επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου το 1964, κατά παράβαση των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, με τη σύμφωνο γνώμη του Μακαρίου.
Είχε δύναμη 10.000 ανδρών με αξιόλογο βαρύ οπλισμό.
Εστάλη ως απάντηση των τουρκοκυπριακών ενεργειών, που με τους περίφημους «θυλάκους» είχαν ουσιαστικά κηρύξει την «ανταρσία» κατά της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαινίασαν τη διαδικασία της διχοτόμησης και σταδιακά διαμόρφωναν αυτό που, μετά την εισβολή του 1974, ονομάσθηκε «τουρκοκυπριακή επικράτεια». Από στρατιωτικής πλευράς, κατά κάποιο τρόπο ισορροπούσε την παρουσία ισχυρών τουρκικών δυνάμεων στα πολύ κοντινά παράλια της Μικράς Ασίας και απαντούσε στην απειλή της απόβασης.Ηταν μια τολμηρή απόφαση που πράγματι ανέτρεπε τον μέχρι τότε συσχετισμό δυνάμεων στην Κύπρο. Ηδη, από τότε όμως, αιωρείται το ερώτημα κατά πόσο η αποστολή αυτής της Μεραρχίας, η οποία ουσιαστικά και με τρόπο μονομερή και δυναμικό ανέτρεπε τις Συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης, υπήρξε η ορθότερη πολιτική επιλογή. Οι συμφωνίες του Λονδίνου και της Ζυρίχης δεν ήσαν ασφαλώς η καλύτερη και λειτουργικότερη λύση και κυρίως ματαίωναν την Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα που εξακολουθούσε να είναι το κυρίαρχο σύνθημα του κυπριακού αγώνα. Ηταν όμως (ή θα έπρεπε να είναι) σαφές και το ανέφικτο της μονομερούς και δυναμικής ανατροπής ή αναθεώρησης εκείνων των Συμφωνιών. Θα αντιδρούσε δυναμικά όχι μόνο η Τουρκία, αλλά και σύσσωμη η αγγλική και η αμερικανική διπλωματία θα βρισκόταν στο πλευρό της. Πράγμα που τελικά έγινε. Από τη στιγμή όμως που, καλώς ή κακώς, η Μεραρχία εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, η αποχώρησή της χωρίς κανένα αντάλλαγμα που θα διασφάλιζε την Κύπρο από την τουρκική απειλή, υπήρξε πράξη εθνικής μειοδοσίας της πατριδοκάπηλης χούντας.
Ο στρατηγός Πανουργιάς Πανουργιάς εκείνη την εποχή υπηρετούσε σε ανώτατες θέσεις του Γενικού Επιτελείου και έχει ιδία αντίληψη πολλών γεγονότων. Μετά την αποτυχημένη επέμβαση του βασιλιά Κωνσταντίνου στις 13 Δεκεμβρίου 1967, αποστρατεύτηκε και συνελήφθη, ο ίδιος και η γυναίκα του, και σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε «βαμμένος» αντίπαλος της Χούντας. H πρώτη, λοιπόν, πηγή ιστορικού υλικού ήσαν οι προσωπικές του εμπειρίες, αλλά δεν περιορίσθηκε σε αυτές.
Τα μεταγενέστερα χρόνια, προσπαθώντας να συγκεντρώσει στοιχεία για την ενεργό συμμετοχή των Ελλήνων αξιωματικών στον αντιδικτατορικό αγώνα (σημαντικότατη πτυχή της αντίστασης που παραμένει ανεξερεύνητη), «έπεσε πάνω» στα ανέκδοτα απομνημονεύματα του στρατηγού Γεωργίου Περίδη, διοικητού κατά την εξεταζόμενη περίοδο του ισχυρού Γ΄ Σώματος Στρατού, που εκάλυπτε την άμυνα του Εβρου και της Θράκης. O στρατηγός Περίδης, μετά την 13η Δεκεμβρίου συνελήφθη επίσης, κρατήθηκε επί εξάμηνο και κατόπιν εξορίσθηκε στη Σκύρο, όπου και έγραψε τα απομνημονεύματά του. Αναφέρεται στα πρόσφατα ακόμη γεγονότα, κυρίως από την πλευρά του Χούντας και της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας που τελικά οδήγησαν στην αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας.
Τα απομνημονεύματα αποτέλεσαν το έναυσμα της έρευνας και της μελέτης. O στρατηγός Πανουργιάς Πανουργιάς επεκτάθηκε σε ολόκληρη ή σε μεγάλο μέρος (δεν μπορώ να κρίνω) της μετέπειτα βιβλιογραφίας και των δημοσιευμάτων. Και τέλος, σε δική του αρχειακή έρευνα στις ΗΠΑ και στην Αγγλία.
Η αρετή όμως της μελέτης του στρατηγού Πανουργιά Πανουργιά έγκειται στην οργάνωση του πρωτογενούς ή δευτερογενούς υλικού σε μια πραγματικά δραματική και λιτή αφήγηση, που καλύπτει τα γεγονότα τριών κρίσιμων μηνών και ό,τι κρύβεται πίσω από τα γεγονότα: Από τον Σεπτέμβριο ώς το τέλος Νοεμβρίου του 1967.
Το τρίμηνο αυτό αρχίζει με την ανωτάτου επιπέδου ελληνοτουρκική συνάντηση του Εβρου, περνάει από τα δραματικά γεγονότα της Κοφίνου και των Αγίων Θεοδώρων στην Κύπρο, τα οποία έφεραν Ελλάδα και Τουρκία στο χείλος του πολέμου, τη διαμεσολάβηση του εκτάκτου Αμερικανού απεσταλμένου Σάιρους Βανς και καταλήγουν στην άτακτη υποχώρηση της Χούντας και την επονείδιστη απόφαση για την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας και τον ουσιαστικό αφοπλισμό της Κύπρου. Για τους Τούρκους ήταν η γενική πρόβα της εισβολής. Για τη Χούντα η γενική πρόβα του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, με τις γνωστές οδυνηρές συνέπειες.
Ο αναγνώστης μένει κατάπληκτος από την εγκληματική επιπολαιότητα με την οποία η πατριδοκάπηλη χούντα και όσοι από φόβο ή από δουλικότητα, στρατιωτικοί και πολιτικοί (π.χ. ο Παν. Πιπινέλης), τη βοήθησαν, χειρίσθηκε την υπόθεση της Κύπρου. Και μένει τελικά η απορία, στον συγγραφέα, στον αναγνώστη και σε όλους, γιατί δεν διεξήχθη ποτέ η δίκη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Κύπρο και εις βάρος της Κύπρου και της εδαφικής της ακεραιότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου