Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

ΚΑΛΗ ΣΤΡΑΤΑ ΘΕΙΕ ΜΑΝΟ…

Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος ανοίγει ευλαβικά την κιβωτό του Μάνου Ελευθερίου και αντικρίζει τη μυρτιά, την πικροδάφνη και τα αθάνατα λόγια του, τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα…
Τι να κάνουν άραγε «Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια», αυτά που ύμνησε ο θείος Μάνος, που τα πήρε στα αδύναμα χέρια του, τα χάιδεψε, τους μίλησε γλυκά, τους έδωσε πνοή να φτερουγίσουν;
Μάλλον πέταξαν μουδιασμένα, βολεύτηκαν καλύτερα σε ένα κλαδί με θέα κι άρχισαν να ακούνε εκστασιασμένα:
Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια
με φως και νύχτα σου κεντούν μια φορεσιά
άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια
πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά…
Τον μάλωσαν μ’ ένα πικρό κελάηδισμα,
του είπαν ότι δεν είναι χαμένα τα λόγια και τα χρόνια του, γιατί άγγιξαν ψυχές, τις έκαναν να φτερουγίσουν.
Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός
η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα
Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός
κι οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα
Και σου μιλώ σ’ αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους του Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ’ αηδόνια
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια
Η μοίρα κι ο καιρός το `χαν ορίσει
στον κόσμο αυτό να ρίξω πετονιά
κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
αυτός που δεν εγνώρισε γενιά
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει…
Ο θείος Μάνος, ή μάλλον ο Θείος, που κατάφερε όσο ελάχιστοι σε τούτη τη χώρα του γαλάζιου αλλά και του γκρίζου να κάνει αυτό ακριβώς: να δώσει ανάσες στις ψυχές, να διεισδύσει, να εισχωρήσει στα βαθιά εσώψυχα.
Δεν είναι τα 464 καταγεγραμμένα τραγούδια του, δεν είναι τα ποιήματα, οι ανθολογίες, τα πεζά, όλο αυτό το μαγικό παιχνίδι με τις λέξεις, τα δικά του αδέρφια, οι σύντροφοί του, οι μυριάδες λέξεις, σαν τα πουλιά.
Είναι η γλύκα της ψυχής του την οποία ακούμπησε πάνω στην Ελλάδα, απ’ άκρη σ’ άκρη.
Κι αυτά είναι η διαθήκη του, η σπουδαία διαθήκη.
Όταν ρυθμίσετε λοιπόν τη διαθήκη
και το μερίδιο δοθεί του καθενός
εμένα αφήστε μου το δρόμο που μου ανήκει
αυτόν που διάλεξα να πάρω μοναχός
Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα
εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά
εγώ έχω φίλους τα βουνά κι όλα τα κύματα
εγώ έχω αδέλφια τα ποτάμια τα πουλιά
Στη διαθήκη σας εγώ δεν έχω θέση
σαν το μυρμήγκι με είχατε όλοι από καιρό
και εγώ που έχω με το τίποτα πονέσει
και μ’ ένα ψίχουλο συνήθισα να ζω…
Αυτή είναι η μοναδική παρακαταθήκη σε όλους απ’ αυτόν τον σπουδαίο καλαμαρά, σεμνό και ταπεινό στις οκτώ δεκαετίες της ζωής του, που ναι, είχε μια σπάνια ματιά, με τις λέξεις του να γλυκαίνουν αλλά και να τσακίζουν.
«Όταν πεθάνεις, θα πας ακόμα πιο βαθιά από εκεί που σε βάζουν, αλλά έλα που εμένα δεν θα με βάλουν στο χώμα… Θα με πάνε στη Βουλγαρία για να με κάψουν. Είμαστε θεοκρατικό κράτος σαν την Περσία… Το ιερατείο απαγορεύει το κάψιμο των νεκρών… Εγώ όμως δεν θέλω να υπάρχει τίποτα απολύτως από μένα», είπε μόλις πριν λίγους μήνες, δίχως να κρύψει τον ρεαλισμό του.
«Θα υπάρχουν τα τραγούδια μου, να τα ακούει ο κόσμος. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου εάν θα αναφέρουν το όνομά μου ή όχι. Το σημαντικό, είναι ότι όταν αρέσει σε κάποιον ένα τραγούδι και το τραγουδάει, του δίνει χαρά. Αυτό είναι ο καλύτερος έπαινος για μένα…»
Έπαινος έτσι σκέτα; Ελεγεία!
Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει
μες τα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει
Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες
μες τα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά
κι έχει στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι ειν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά
Κρυφά τα λόγια τα πικρά μες το κοχύλι
κρυφά της θάλασσας τα μάγια στο βοριά
θα σβήσει κάποτε στο σπίτι το καντήλι
και μήτε πόρτα θα `βρεις μήτε κλειδαριά…
Είχε κι εκείνος μαστιγωτές και συμπληγάδες, μια πίκρα στο βλέμμα του, αυτήν που έσερνε στο μοναχικό βίο του.
Έφυγε; Αποκλείεται! Δεν φεύγουν ποτέ αυτοί οι γίγαντες.
Τώρα που θα φύγεις
πάρε μαζί σου για φυλαχτό
μυρτιά και πικροδάφνη
και της Φραγκογιαννούς τα πάθη
Και στρώσε τη ζωή σου
μ’ αγρύπνια και μαράζι
για του καιρού τ’ αγιάζι
και για την αμοιβή σου
νερό του παραδείσου θα γινώ
Τώρα που θα φύγεις
πάρε μαζί σου και το Χριστό…
Δεν αγωνιούσε, το φανέρωσε πριν λίγους μήνες!
«Είναι μια φυσική συνέπεια ο θάνατος. Το δραματικό είναι να φεύγουν νέοι άνθρωποι. Εγώ έχω μεγαλώσει. Κι έχω φτάσει σε μια ηλικία που διασκεδάσεις, γάμοι, βαφτίσια, στρατοδικεία όχι δικά μου, φίλων μου, λογής-λογής διαδηλώσεις, έρωτες, πάθη, διαβάσματα, θέατρα, κινηματογράφοι όλα αυτά που συνθέτουν τη ζωή ενός ανθρώπου μού φαίνονται τώρα σαν να έγιναν όλα μαζί χθες το βράδυ. Συμπυκνώθηκε ο χρόνος».
Και πήρε και μυρτιά και πικροδάφνη, γεμάτος από τα μοναδικά και ανεπανάληπτα σεργιάνια του.
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι
τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές
τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι
σου μάθαινε το αύριο και το χθες
μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη
με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία
που στράγγιξες χαμένα μια γενιά
καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία
και να `σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά
κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία
και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά…
Τον είχα συναντήσει σε δυο εκδηλώσεις και μου έκανε τρομακτική εντύπωση η συστολή του. Καθόταν σε μια γωνιά, μιλούσε μόνο όταν του απηύθυναν το λόγο, σχεδόν ντρεπόταν που ήταν εκεί, αν και η βραδιά ήταν αφιερωμένη σ’ εκείνον.
Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν 7 Δεκεμβρίου 2016 στη Νέα Σμύρνη, στην εκδήλωση προς τιμή του Γιάννη Θεοδωράκη για τα είκοσι χρόνια από το θάνατό του.
Όλοι του έσφιγγαν το χέρι, κι εκείνος, σφίγγοντας την τραγιάσκα του –μία από τις πενήντα- ένιωθε άβολα.
Ανέλαβε να μας σύστησε η Μάρω Θεοδωράκη, η κόρη του Γιάννη, και φυσικά σηκώθηκα με σεβασμό και δέος για να τον χαιρετήσω.
«Καθίστε παρακαλώ, δεν υπάρχει λόγος να σηκώνεστε. Ποτέ δεν ήμουν Πάπας και δεν θα γίνω!», μου είπε με το λεπτό χιούμορ του.
Είχε ακούσει λίγο νωρίτερα τον Γιώργο Νταλάρα να λέει ότι «κολοσσοί σαν τον Μάνο Ελευθερίου κρατάνε ακόμα πλούσια την Ελλάδα».
Θαρρώ ότι δάγκωσε τα χείλη του. Δεν του άρεσαν τα λόγια. Είχε τα δικά του, παραπονεμένα λόγια που ράγιζαν καρδιές.
Στης ανάγκης τα θρανία
και στης φτώχειας το σχολειό
μάθαμε την κοινωνία
και τον πόνο τον παλιό
Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ’ άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας
Το σεργιάνι μας στον κόσμο
ήταν δέκα μέτρα γης
όσο πιάνει ένα σπίτι
και ο τοίχος μιας αυλής
Παραπονεμένα λόγια
έχουν τα τραγούδια μας
γιατί τ’ άδικο το ζούμε
μέσα από την κούνια μας…
Έλιωνε το χαρτί στο χέρι του θείου Μάνου –του Θείου Μάνου- το τιθάσευε, το μάγευε, το άφηνε άλαλο!
Ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά
να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά
σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα
Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά
ποιος τη ζωή μου, ποιος την κυνηγά;
Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά
στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά
που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;
Κι άλαλη έμεινε κι η λίμνη του Αλή Πασά, που τον μάγεψε –και τη μάγεψε- όταν πήγε εκεί φαντάρος.
Σου γράφω πρώτη του Δεκέμβρη, είναι μεσάνυχτα βαθιά
κοιμάται ο κόσμος τώρα πια
μ’ έναν καημό που να μη σε βρει.
Σε λίγο αρχίζουν μεταθέσεις
κι ίσως με φέρουν προς τα κει
Παρασκευή με Κυριακή
θα `χω καινούργιες υποσχέσεις
Μια κάρτα στέλνω στην παρέα
τη λίμνη του Αλή Πασά
εδώ σαν πιάνει να φυσά
θυμίζει Μάρτη στον Περαία…
Είναι εδώ ο Θείος Μάνος, εδώ θα είναι πάντα. Γιατί εδώ είναι η ανάσα του. Στα δέντρα και τη θάλασσα, στα βιαστικά σύννεφα, στις ψυχές, με την ανεξίτηλη στάμπα του.
Θείε Μάνο, όλα τα έχετε πει και Σας ευχαριστώ.
Οι ελεύθεροι κι ωραίοι ζουν σε κάποιες φυλακές,
μες στα τείχη που ’χει χτίσει ο καθένας για να ζήσει
τις μεγάλες του στιγμές.
Εγώ δεν είχα τύχη να ζήσω μαγικά,
με δυο ψίχουλα πικρά ζούσα χρόνια στη σκιά.
Γυρνούσα διψασμένος και βράδιαζε νωρίς
και σταγόνες της βροχής είν’ αυτά που θα μου πεις.
Μα όλα τα είπατε Θείε. Το τρένο σας σφυρίζει μελαγχολικά.
Το τρένο φεύγει στις οχτώ
μα εσύ μονάχος σου έχεις μείνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη
μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ
μεσ’ στην ομίχλη πέντε οχτώ
μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη…
Και τα δικά σας λόγια –το ξέρετε- δεν πεθαίνουν, στέκονται αγιασμένα και εισχωρούν σε κάθε σπιτικό.
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Αη Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που `χουν πεθάνει…
Κι είναι περήφανη όλη η πατρίδα, όλη, όχι μόνο η δική σας, η Σύρα…
Άλλος για Χίο τράβηξε πήγε
κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά
αίμα και δάκρυα πίνει…
Αυτό το μισό χαμόγελο –το άλλο το κρατούσε μέσα του- το πολλές στιγμές θλιμμένο βλέμμα, είναι πια φάρος για να φωτίζει όλη τη χώρα…

Δεν υπάρχουν σχόλια: