Η Συμφωνία
του Λονδίνου που υπογράφηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1953 επέτρεψε στην Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία να σβήσει το μισό του χρέους της – συσσωρευμένο επί Τρίτου Ράιχ -,
περίπτωση σπάνια στην Ευρώπη του 20ού αιώνα. Ήταν η πιο καλή εκκίνηση για το
«οικονομικό θαύμα» της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, με συνέπειες που φτάνουν
ώς τις ημέρες μας.
ΤΑ ΝΕΑ / LE MONDE
/ ΤΟΥ YVES HULMANN ZURICH
Το 1951,
όταν ο Χέρμαν Γιόζεφ Αμπς εκπροσωπεί τη γερμανική κυβέρνηση σε μια σειρά
διασκέψεων στο Λονδίνο, ο τραπεζίτης έχει συνείδηση της δυσκολίας της αποστολής
του. «Κύριε Αμπς, αν κάνετε κακή δουλειά, θα απαγχονιστείτε σε μια αχλαδιά. Και
αν κάνετε καλή δουλειά, το δένδρο θα είναι μηλιά» του λέει ο Φριτς Σέφερ, ο
υπουργός Οικονομικών. Το ευφυολόγημα, το οποίο μετέφερε ο ίδιος ο Αμπς,
δεν
αποθαρρύνει πάντως τον οικονομικό σύμβουλο του δυτικογερμανού καγκελάριου
Αντενάουερ.
Επί δύο
χρόνια θα διαπραγματευθεί ευνοϊκές συνθήκες για τη νεαρή Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ) που πρέπει να εξοφλήσει τις οικονομικές
υποχρεώσεις της, οι οποίες απορρέουν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών• τα διεθνή
δάνεια που συνήφθησαν στη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η πληρωμή των
τόκων των οποίων είχε διακοπεί στην αρχή της δεκαετίας του 1930• και τις αρωγές
που δόθηκαν από τους Συμμάχους για να ανοικοδομηθεί η χώρα.
Μετά τη
διαίρεση της Γερμανίας στο τέλος του πολέμου, οι γερμανοί διαπραγματευτές
αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα: πρέπει άραγε η ΟΔΓ να αναλάβει την κληρονομιά των
χρεών του Ράιχ; Ή μπορεί να αποφύγει αυτή την ευθύνη, δεδομένου ότι η Γερμανική
Λαϊκή Δημοκρατία βρίσκεται υπό την κατοχή των Σοβιετικών;
Δύο λόγοι
ωθούν τον Αντενάουερ να επιλέξει την πρώτη λύση. Πρώτον, ο καγκελάριος, ο
οποίος βρίσκεται στην εξουσία από το 1949, θέτει ως μία από τις προτεραιότητές
του την ανάκτηση της κυριαρχίας της νεαρής δημοκρατίας. Και τον Σεπτέμβριο του
1950, στη Νέα Υόρκη, οι Σύμμαχοι είχαν κάνει λόγο για μια αναθεώρηση του
καθεστώτος κατοχής της ΟΔΓ, αν η χώρα αναγνώριζε τα προπολεμικά χρέη της
Γερμανίας.
Δεύτερον, ο
Αντενάουερ θέλει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας ως οφειλέτη σε
διεθνές επίπεδο. Η πρόσβαση σε δάνεια είναι απαραίτητη για να μπορέσει να
χρηματοδοτήσει τις γερμανικές επιχειρήσεις.
Οταν
αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις, η γερμανική αντιπροσωπεία αντιμετωπίζει την
επιφυλακτικότητα κάποιων χωρών, όπως η Βρετανία και η Γαλλία, σχετικά με τα
προπολεμικά χρέη που ουδέποτε αποπληρώθηκαν. Το καλοκαίρι του 1932, οι νικητές
του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν παραιτηθεί από κάθε πολεμική αποζημίωση στη
διάσκεψη της Λωζάννης που είχε στόχο να διευθετηθεί το ζήτημα των αποζημιώσεων,
οι οποίες προβλέπονταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Είναι η πρώτη επίσημη
στάση πληρωμών του Ράιχ. Ομως τα δάνεια παραμένουν σε ισχύ. Η άνοδος του Χίτλερ
στην εξουσία επιβραδύνει τις πληρωμές που θα επαναληφθούν στη συνέχεια. Μετά το
ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μόνο μερικές χώρες όπως η Ελβετία και η
Σουηδία παίρνουν τα οφειλόμενα. Οταν ο Χέρμαν Γιόζεφ Αμπς αρχίζει το 1951 τις
διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους, το ζήτημα των υποχρεώσεων που απορρέουν για
τη Γερμανία από τα προπολεμικά δάνεια είναι ακόμη ανοικτό.
Τα
προπολεμικά χρέη υπολογίζονται σε 13,5 δισ. γερμανικά μάρκα. Στη διάρκεια των
διαπραγματεύσεων η αξία τους επανεκτιμάται σε 9,6 δισ. και τελικά πέφτει στα
7,3 δισ., υπάρχει δηλαδή απαλλαγή από ποσό μεγαλύτερο του 45% των χρεών. Οσο
για τα μεταπολεμικά χρέη, τα οποία υπολογίζονται ανάμεσα σε 15 και 16 δισ.
γερμανικά μάρκα, μειώνονται στα 7 δισεκατομμύρια, δηλαδή σε λιγότερο από το
μισό. Θα αποπληρωθούν σε ετήσιες δόσεις λίγο μεγαλύτερες των 200 εκατ., οι
οποίες θα προστεθούν σε αυτές των 340 εκατ. ετησίως για τα προπολεμικά δάνεια.
Με την
οικονομική ανάπτυξη της ΟΔΓ στη δεκαετία του 1950, τα ποσά αυτά είναι εύκολο να
καταβληθούν. Το ετήσιο ποσό του μισού δισεκατομμυρίου γερμανικών μάρκων που
καταβάλλει το 1953 η Γερμανία αντιστοιχεί στο 4% του συνόλου των εξαγωγών της.
Τα τελευταία προπολεμικά δάνεια αποπληρώθηκαν το 1980.
Ομως το
ζήτημα της τακτοποίησης του γερμανικού χρέους δεν έχει λυθεί. Η ΟΔΓ δεν
θεωρούσε πως έπρεπε να αναλάβει όλα τα ποσά που χρωστούσε το Ράιχ. Ομως ένας
όρος της «επανένωσης» εγγυάτο την αποπληρωμή επιπλέον τόκων αν η χώρα
επανενωνόταν. Οι τελευταίες πληρωμές που αντιστοιχούσαν στους τόκους αυτούς
έγιναν το 2010.
Στο τέλος
της διάσκεψης του Λονδίνου, η ΟΔΓ κατάφερε έτσι να μειώσει στο μισό το βάρος
του χρέους της, με τη συγκατάθεση των πιστωτών της. Ξεκινώντας από ένα ποσό
σχεδόν 30 δισ. γερμανικών μάρκων, τα προπολεμικά και τα μεταπολεμικά χρέη
μειώνονται σε λιγότερα από 14 δισ., συνοψίζει η ιστορικός Ούρσουλα
Ρόμπεκ-Γιασίνσκι, συγγραφέας ενός βιβλίου για το ζήτημα αυτό.
Αυτή η
διαγραφή χρεών είχε μια έκταση σπάνια για τον 20ό αιώνα. Πώς κατάφερε άραγε η
ΟΔΓ να πετύχει τόσο ευνοϊκούς όρους; Η απάντηση βρίσκεται εν μέρει στην
επιχειρηματολογία του Αντενάουερ και του οικονομικού συμβούλου του: δεν πρέπει
να θέσουμε σε κίνδυνο το «οικονομικό θαύμα» της νεαρής Δημοκρατίας, ένα
επιχείρημα που πιάνει στους Αμερικανούς. Αυτοί οι τελευταίοι θέλουν να
λογαριάζουν την ΟΔΓ ως πελάτη, αλλά κυρίως ως έπαλξη εναντίον του
κομμουνιστικού συνασπισμού.
Αυτή η
διαγραφή χρεών μπορεί άραγε να χρησιμεύσει σήμερα ως πρότυπο; Μπορούμε να
παρατηρήσουμε πως γίνεται λόγος για τη Συμφωνία του Λονδίνου, η οποία είναι
λίγο γνωστή, σε κάθε σημαντική κρίση που συνδέεται με το χρέος. Στα μέσα της
δεκαετίας του 1980, αναφερόταν συχνά ως παράδειγμα από αυτούς που υποστήριζαν
τη διαγραφή ενός μεγαλύτερου μέρους του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών. Η
Γερμανία, επισήμαιναν, ουδέποτε μετά το 1953 χρειάσθηκε να αποπληρώσει ποσό
μεγαλύτερο από το 5% της αξίας των εξαγωγών της ενώ πολλές χώρες του Τρίτου
Κόσμου χρειάσθηκε να αφιερώσουν στην αποπληρωμή των χρεών τους πάνω από 20%.
Πρόσφατα η
επιδείνωση της κρίσης του χρέους στην Ελλάδα και την Ισπανία επανέφερε στο
προσκήνιο αυτή τη Συμφωνία. Λένε πως η διαγραφή χρεών από την οποία επωφελήθηκε
η Γερμανία, ευνόησε γρήγορα την οικονομία της χώρας. Ακούγεται όμως και ένα
άλλο πιο απροσδόκητο επιχείρημα: το 1946, η Γερμανία είχε καταδικαστεί να
πληρώσει 7 δισ. δολάρια στην Ελλάδα ως αποζημίωση για την κατοχή της χώρας,
ποσό που δεν ρυθμίστηκε με τη Συμφωνία του Λονδίνου. Ομως, αποδεχόμενη τη
γερμανική ενοποίηση στο πλαίσιο της Συνθήκης της Μόσχας, η Ελλάδα στερήθηκε τη
δυνατότητα να αξιώσει αποζημιώσεις, υποστήριξε στη συνέχεια η Γερμανία.
Σύμφωνα με
μια ερώτηση που κατατέθηκε τον Φεβρουάριο στο Ευρωκοινοβούλιο από τον Ντανιέλ
Κον-Μπεντίτ, το χρέος αυτό αξίζει σήμερα πάνω από 80 δισ. ευρώ, λαμβανομένων
υπόψη των τόκων. Το ποσό αυτό θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αποπληρώσει ένα μέρος
του χρέους της. Αν και οι πιθανότητες να το πετύχει είναι μικρές, αυτό το
τελευταίο επεισόδιο αποδεικνύει πως σε ό,τι αφορά τα χρέη η Ιστορία δεν
τελειώνει ποτέ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου