Ο Βαρουφάκης χτίζει το παρελθόν του
Με αναμνήσεις αλά καρτ, ο πρώην υπουργός Οικονομικών κατασκευάζει εντέχνως ένα πολιτικό παρελθόν ανδρείας με μη ανιχνεύσιμες χαραμάδες.
Οι αναμνήσεις δεν είναι ποτέ σταθερές. Ανακατασκευάζονται και ανανεώνονται κάθε φορά προσθέτοντας ή αλλάζοντας λεπτομέρειες. Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν είναι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που διαθέτουν Ram και Rom. Η μνήμη τους είναι φτιαγμένη να αλλάζει, όχι να μηρυκάζει γεγονότα. Και ενίοτε να ξαναγράφει το παρελθόν χρησιμοποιώντας εμπειρίες από το τώρα.
Οι πολιτικοί πάντως διακρίνονται εκάστοτε σε αυτούς που έχουν μνήμη χρυσόψαρου και σε εκείνους που έχουν μνήμη ελέφαντα. Στην πρώτη κατηγορία θεωρείται ότι εντάσσεται η μνήμη του πρωθυπουργού,
ο οποίος δήλωσε προσφάτως σε φιλοκυβερνητικό ραδιοσταθμό καθώς και στη Βουλή ότι ποτέ δεν είπε προεκλογικά πως «θα έσχιζε τα μνημόνια και θα ’ταν μέρα μεσημέρι» ή ότι «θα καταργούσε με έναν νόμο και ένα άρθρο όλα τα μέτρα λιτότητας». Στη δεύτερη κατηγορία εγγράφεται μάλλον η μνήμη του Γιάνη Βαρουφάκη. Ιδίως εκείνο το τμήμα της που χειραγωγεί τις αναμνήσεις παράγοντας μυθοπλασίες ή σκόπιμα τις διαστρεβλώνει υποτάσσοντάς τες στον εξωραϊσμό του παρελθόντος.Το κακό στην περίπτωση των αφηγηματικών θραυσμάτων του πρώην υπουργού Οικονομικών είναι ότι αυτά σπανίως πλέον γίνονται αποδεκτά ως πειστικά από το κοινό. Οχι επειδή δεν προέρχονται από έναν διαπιστωμένα ευθύ και ειλικρινή άνθρωπο ο οποίος δεν έχει αναιρέσει ποτέ του προηγούμενη δήλωση. Κάθε άλλο. Η καχυποψία των ακροατών του οφείλεται στο ότι οι εκτιθέμενες αναμνήσεις του μοιάζουν με ένα ποπ ψυχόδραμα με αφελή πλοκή αγωνίας, που ακόμα και ένα παλιό, καλό φωσκολικό σίριαλ αδυνατεί να περιγράψει. Κυρίως, όμως, δεν υπάρχουν σχεδόν ποτέ μάρτυρες να επιβεβαιώσουν τις επηρμένες διηγήσεις του. Πρώτα απ’ όλα επειδή, ταυτόχρονα, αυτές μοιάζουν σαν τις αναδρομικές εξιστορήσεις του Φόρεστ Γκαμπ, σε μια σκηνοθετημένη κατασκευή του παρελθόντος. Με τον πρωταγωνιστή, σαν από εξελληνισμένη σαπουνόπερα που διεκδικεί παγκόσμια δικαίωση, να είναι από πολιτικά πρωτοπόρος ροκάς μηχανόβιος μέχρι ανυπότακτος διανοούμενος οικουμενικά διωκόμενος και με ένα εσωτερικό τραύμα από την εποχή του Εμφυλίου!
Ακρως τρελό και απόρρητο
Τελευταία απόπειρα του Γιάνη Βαρουφάκη να πλέξει ένα μελόδραμα που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση σεναρίου ρομάντζου και κατασκοπείας για χολιγουντιανή ταινία είναι η συνέντευξή του σε γερμανικό περιοδικό. Εκεί σε τόνο ηρωικό και πένθιμο θυμάται ότι επί χούντας περνούσε κάθε καλοκαίρι με την οικογένειά του τις διακοπές στην κατάφυτη νότια Γερμανία και την Αυστρία -πιθανότατα για να απαλύνει τις τραυματικές εικόνες του από τους εκτοπισμένους δημοκράτες στα ξερονήσια- και ξαναφέρνει στη μνήμη του ότι άκουγε στα κρυφά με τους γονείς του κάτω από την κουβέρτα τις εκπομπές της Deutsche Welle κατά τη δικτατορίας. Αυτά του συνέβαιναν στην ηλικία έξι έως δώδεκα ετών, μέχρι που έπεσε η χούντα, ενώ ανακαλεί ότι στην ηλικία των τριών ετών άρχισε να μαθαίνει γερμανικά. Ενδέχεται από τη γλώσσα του Γκαίτε, του Φίχτε, του Καντ και του Μαρξ να έμαθε πρώιμα την παροιμία «Geteiltes Leid ist halbes Leid» (Μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη). Αναπόφευκτα μοιράζεται με τους αναγνώστες του γερμανικού εντύπου ένα αφανές εσωτερικό οικογενειακό τραύμα, πασπαλισμένο με δόσεις Mission Impossible. Σκιαγραφεί ένα σύντομο θλιμμένο πορτρέτο για την, από το 2008 μακαρίτισσα, μητέρα του περιγράφοντάς την σαν μια, περίπου, ευαίσθητη Μάτα Χάρι σε «άκρως τρελή και απόρρητη» αποστολή. Ηταν, λέει, «μέλος μιας ακροδεξιάς τρομοκρατικής οργάνωσης και μισούσε τους αριστερούς.
Μία από τις υποχρεώσεις της ήταν να κατασκοπεύει τον πατέρα του, έτσι γνωρίστηκαν». Βεβαίως, αλλιώς περιέγραφε μέχρι χθες τη μητέρα του, βιοχημικό και δημοτικό σύμβουλο Παλαιού Φαλήρου, Ελένη Βαρουφάκη. Παραδεχόταν ότι «η ίδια -για λόγους ιστορικών ατυχημάτων- στο πανεπιστήμιο ήταν ενταγμένη ακόμη και στην Ακροδεξιά», αλλά δεν άφηνε καμία υπόνοια ότι μπορούσε να ήταν μέλος παρακρατικής οργάνωσης σε μια έκταση ιδεολογικής ταυτότητας που κάλυπτε από την Κου Κλουξ Κλαν έως την οργάνωση «Καρφίτσα». Αντίθετα δήλωνε πως ο πατέρας του ήταν αριστερός και το 1948, ως φοιτητής του Χημικού Αθήνας, εκτοπίστηκε και έμεινε επί τέσσερα χρόνια κρατούμενος στη Μακρόνησο. Ελεγε ακόμη πως ο πατέρας του μετά τον γάμο του, το 1954, ψήφιζε ΕΔΑ, η μητέρα του, όμως, μόνο στη δεκαετία του ’60 έγινε παπανδρεϊκή. Μετά την πτώση της δικτατορίας ο πατέρας του συνέχισε να ψηφίζει το Κομμουνιστικό Κόμμα, η δε αείμνηστη μητέρα του το ΠΑΣΟΚ, καθώς συναναστρεφόταν με τις ΕΓΕς της Μαργαρίτας Παπανδρέου, ώσπου αμφότεροι συνέκλιναν προς την Κεντροαριστερά και στη δεκαετία του ’80 άρχισαν και οι δύο να ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου