Ένας μικρός προχειροδεμένος
μπόγος και μέσα του τσαλακωμένος ο πόνος, η αγωνία για τους δικούς και τους
φίλους, οι αναμνήσεις και μια πατρίδα που σε υποχρέωσαν να εγκαταλείψεις. Ένας
μπόγος που κουβαλούμε συνέχεια μαζί μας.
Αυτή είναι
η προσφυγιά.
Γράφει και θυμάται η Κατερίνα
Αυξεντίου*
Το βλέμμα
του Καρπασίτη, του Κερυνειώτη και του Βαρωσιώτη ίδιο μ’ αυτό του
Τραπεζούντιου, του Αμάσειου, του Σμυρνιού, του Κωνσταντινοπολίτη.
Πάντα
στραμμένο εκεί που είναι η Πατρίδα, όσα χρόνια και να περάσουν.
Αυτή είναι
η προσφυγιά.
Πραξικόπημα
15 Ιουλίου, πέντε μέρες μετά η απόβαση των Τούρκων στην Κερύνεια και η πρώτη
τουρκική εισβολή.
Δυστυχώς το
κακό δε σταματά εδώ.
Ανυποψίαστοι και γελασμένοι χωρίς καν ένα δεύτερο βρακί στη
τσάντα, το πρωί της 14ης Αυγούστου
φεύγουμε από την Αμμόχωστο, σίγουροι ότι σύντομα θα επιστρέψουμε πίσω.
Στο τραπέζι
μισογεμάτο ένα φλιτζάνι με καφέ. Τα ρούχα απλωμένα στα σχοινιά. Στο ψυγείο σύκα
και φραγκόσυκα. Αξημέρωτα και ανάψαμε,
στο κοιμητήριο το καντήλι. Μια δυο μέρες
μόνο και θα είμαστε πίσω.
Φεύ,
πέρασαν 42 χρόνια και ακόμα ξυπνάμε και κοιμόμαστε με την προσμονή.
Αυτός είναι
ο πόλεμος. Φέρνει την προσφυγιά.
Τα χωριά
της Καρπασίας και της Μεσαορίας εκκενώνονται.
Ο κόσμος
αλαφιασμένος από το κακό λυγίζει μπροστά στις θηριωδίες.
Δολοφονίες
αμάχων, βιασμοί, λεηλασίες.
Αυτά έχει ο
πόλεμος.
Ο τόπος μας
ρημάζεται. Άντρες και γυναίκες μαυροφορεμένοι στους καταυλισμούς.
Αθώα μωρά
γίνονται μάρτυρες ανείπωτων εγκλημάτων.
Πεσόντες
Κύπριοι και Ελλαδίτες στα πεδία των μαχών.
Αιχμάλωτοι
στη Λευκωσία και άλλοι πολλοί σταλμένοι στην Τουρκιά.
Το σκοτεινό
κεφάλαιο των αγνοουμένων ακόμα να ανοίξει.
Εγκλωβισμένοι
που είτε δεν πρόλαβαν να φύγουν είτε αποφάσισαν να μην εγκαταλείψουν το σπίτι
τους με όποιο κόστος συνεπαγόταν αυτή η ηρωική απόφαση.
Αυτός είναι
ο πόλεμος.
Εκείνο το
Καλοκαίρι μεγαλώσαμε απότομα.
Είδαμε τα
μαλλιά των μανάδων να ασπρίζουν μέσα σε μια νύχτα.
Είδαμε τον
πατέρα να φοβάται και να προσπαθεί να κρύψει το δάκρυ.
Τα βράδια
ξαπλωμένοι κάτω από τα δέντρα διαλέγαμε το αστέρι που θα μας πρόσεχε μέχρι να
ξημερώσει. Παρακαλούσαμε τους Αγίους, όπως μας ορμήνευε η γιαγιά, να βοηθήσουν
ώστε να κοιμηθούμε ξανά και σύντομα στα κρεβατάκια μας.
Αυτά έχει ο
πόλεμος, αυτός που έφερε την προσφυγιά.
Οι
προσευχές δεν έπιασαν τόπο.
Τα
ψηφίσματα του ΟΗΕ ουδόλως συγκίνησαν την Τουρκία.
Οι
προσπάθειες της κυπριακής κυβέρνησης για λύση του Κυπριακού δεν καρποφόρησαν.
Μέχρι
σήμερα, 42 ολόκληρα χρόνια, μακριά από τον τόπο μας, μακριά από το αγαπημένο
Βαρώσι.
Πρόσφυγες.
Εκδιωγμένοι από τον τουρκικό στρατό σε μια μοιρασμένη Πατρίδα.
Αύγουστος
ξανά και τα τζιτζίκια θυμούνται και σωπαίνουν.
Το γιασεμί
μαδά τα άνθη του γιατί θυμάται και πονά.
Ο ήλιος
μελαγχολικός κρύβεται πίσω από τον Πενταδάκτυλο.
Οι κάτοικοι
του Σταυρού, της Αγίας Ζώνης και του Αγίου Μέμνωνα, της Χρυσής Ακτής και της
Αγίας Αικατερίνης, της Χρυσοσπηλιώτισσας και της Αγίας Τριάδος, ακόμα να
γυρίσουν στα σπίτια τους.
Το Βαρώσι
συνεχίζει να είναι ορφανεμένο απ’ τα παιδιά του.
Ο πόλεμος
κάποτε τελειώνει.
Η προσφυγιά
όμως δεν υποφέρεται.
*Η Κατερίνα Αυξεντίου είναι γραμματέας του
Τομέα Απόδημου Ελληνισμού του ΠΑΣΟΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου