Πριν από ένα περίπου χρόνο είχα γράψει για τον περίφημο Συριζάνθρωπο.
Γι αυτόν που βαδίζει ως πολιτικός υπνοβάτης, έχει τον φανατισμό του προσήλυτου και έναντι των εξωτερικών ερεθισμάτων φορά πανοπλία μεσαιωνικού στρατιώτη. Έγραφα πως μόνο ένα χαστούκι την βραδιά των εκλογών θα μπορούσε να τον ξυπνήσει. Το χαστούκι ήρθε. Και σήμερα σας περιγράφω την ξαφνική του μετάλλαξη σ’ έναν άλλον τύπο: Τον Συριζομπουχό.
Ο Συριζομπουχός είναι πολλαπλά μικρο-ωφελημένος απ’ τον Σύριζα. Από το 2012 έβριζε τους ΠΑΣΟΚους (τους οποίους ψήφιζε ως τότε) επειδή κατέστρεψαν την χώρα, στο καφενείο ήταν βαθιά αγανακτισμένος με τις μούντζες εύκολες. Ψήφισε Τσίπρα δυο φορές το 2015, στο δημοψήφισμα πήγε στις συγκεντρώσεις του «όχι» και χόρεψε έναν τσάμικο στην πλατεία μετά τον θρίαμβο. Πήρε επιδοματάκι, κουπόνι από την Θεανώ, ο τοπικός Συριζοβουλευτής του ‘δωσε κάτι ψευτομεροκάματα σε μεγαλοξενοδόχο της περιοχής κι έβαλε τον ανιψιό του με οχτάμηνα στην καθαριότητα του δήμου.
Ως το 2017 τον στήριζε φανερά τον Αλέξη στο καφενείο κι έβριζε τον Μητσοτάκη στα τραπέζια των συγγενών. Του είχαν πει ότι θα του μονιμοποιούσαν τον ανιψιό στον δήμο,
αλλά περνούσε ο καιρός και ούτε τον έδιωχναν αλλά ούτε μόνιμο τον κάνανε. Από «υπομονή» σε «υπομονή» τον πήγαιναν, ενώ λίγο παρακάτω στην γειτονιά, ένας που ήταν στην οργάνωση του Σύριζα τον βόλεψε κανονικά τον γιό του. Προσπάθησε τότε να γραφτεί κι αυτός στην οργάνωση, αλλά οι γραμματείς λέει δεν γράφανε καινούριους, γιατί δεν είναι εύκολο να μπει κανείς στο κόμμα. Κατάλαβε πως θέλουν το βιλαέτι μόνο για την πάρτη τους και δεν ξαναπάτησε.
Από τις αρχές του ’18 το κατάλαβε αυτός ότι άλλαξε το κλίμα γύρω του, γιατί κυκλοφορούσε στην πιάτσα κι άκουγε τον κόσμο. Οι μαγαζάτορες, οι έμποροι, ακόμη και οι δημόσιοι υπάλληλοι αντιδρούσαν παράξενα όταν άκουγαν για τον Αλέξη. Άρχισε κι αυτός να κάνει λίγο τον μαλάκα αν έπεφτε σε συζήτηση, έβρισκε κάτι ψευτοδικαιολογίες ότι βαρέθηκε τα πολιτικά, που και που στραβομουτσούνιαζε βλέποντας τον Πολάκη ή την Τασία στην τηλεόραση του καφενείου, αλλά ήταν πολύ εκδηλωμένος υπέρ του Σύριζα τα προηγούμενα χρόνια και δεν μπορούσε με τη μία να δείχνει ότι αλλαξοπίστησε.
Στην πραγματικότητα δεν είχε αλλαξοπιστήσει, απλώς έβλεπε πως τούτοι εδώ που κυβερνούσαν μήτε τον τόπο βοηθούσαν, μα το κυριότερο μήτε τον ίδιο. Βαστούσε πισινή βέβαια για να δηλώσει υποστήριξη στους αντιπάλους, διότι βαθιά μέσα του ακόμα θεωρούσε τον Αλέξη άχαστο με το μανίκι του γεμάτο άσσους. Από τα μέσα του '18 και μετά πάντως, για καλό και για κακό έκοψε το «Κούλης» κι άρχισε να λέει δημοσίως το «Μητσοτάκης». Έβλεπε τα σύννεφα να μαζεύονται γύρω απ’ τον Σύριζα και μόλις έσκασε το Μακεδονικό κατάλαβε ότι το σκαρί μπατάρισε. Σιγουρεύτηκε πως οι Συριζαίοι είναι πια δεύτεροι κι ότι άλλος νικητής έρχεται καλπάζοντας από το βάθος του ορίζοντα.
Στην πραγματικότητα δεν είχε αλλαξοπιστήσει, απλώς έβλεπε πως τούτοι εδώ που κυβερνούσαν μήτε τον τόπο βοηθούσαν, μα το κυριότερο μήτε τον ίδιο. Βαστούσε πισινή βέβαια για να δηλώσει υποστήριξη στους αντιπάλους, διότι βαθιά μέσα του ακόμα θεωρούσε τον Αλέξη άχαστο με το μανίκι του γεμάτο άσσους. Από τα μέσα του '18 και μετά πάντως, για καλό και για κακό έκοψε το «Κούλης» κι άρχισε να λέει δημοσίως το «Μητσοτάκης». Έβλεπε τα σύννεφα να μαζεύονται γύρω απ’ τον Σύριζα και μόλις έσκασε το Μακεδονικό κατάλαβε ότι το σκαρί μπατάρισε. Σιγουρεύτηκε πως οι Συριζαίοι είναι πια δεύτεροι κι ότι άλλος νικητής έρχεται καλπάζοντας από το βάθος του ορίζοντα.
Τότε άρχισαν να του βρωμίζουν οι Συριζαίοι που τόσο αγάπησε, τα επιδόματα της Θεανώς του φάνηκαν μικρά, άρχισε να λέει στο σπίτι του πως τον ανιψιό τον κρατάνε όμηρο για να ψηφίζει η οικογένεια και στο καφενείο είπε δειλά-δειλά το «όλοι ίδιοι είναι μωρέ», που μετά από έναν μήνα μετατράπηκε σε «εγώ ειλικρινά δεν ξέρω τι να ψηφίσω στις εκλογές». Στις δημοτικές πήγε και κόλλησε στον νεοδημοκράτη υποψήφιο λέγοντας πως στον δήμο διαλέγουμε τον καλύτερο ανεξαρτήτως πολιτικής ταυτότητας. Πάντως τώρα στις κουβέντες του, από το Μητσοτάκης πήγε στο «Κυριάκος».
Του έκανε βέβαια και μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι δεν βρέθηκε ούτε ένας Συριζαίος ιθύνων της γειτονιάς να τον πιάσει και να τον ρωτήσει τι συμβαίνει. Μάλλον είχαν τα δικά τους θέματα, πάντως δεν ασχολιόντουσαν καθόλου με τον κόσμο που άρχισε να τους εγκαταλείπει. Αντιθέτως, γέμισε ο τόπος νεοδημοκράτες, ένα περίεργο πράγμα. Στις εκλογές του Μάη, μήτε με τον έναν ήταν μήτε με τον άλλον. Τσαντίστηκε όμως διότι η γριά μάνα του περίμενε να πάρει 500 από την 13η σύνταξη, αλλά πήρε μόνο 320, οπότε εκνευρισμένος ψήφισε λευκό στις Ευρωεκλογές, νεοδημοκράτη για δήμαρχο και Συριζαίο για την περιφέρεια (για να τα χει καλά μέσα του).
Το βράδυ των Ευρωεκλογών έπαθε την πλάκα του με το αποτέλεσμα. Μουντζώθηκε που δεν είχε αντιληφθεί την μεγάλη διαφορά για να πράξει ανάλογα. Βρήκε όμως την Δευτέρα κιόλας τον κολλητό ενός νεοδημοκράτη βουλευτή, τα είπανε στα μουλωχτά, του υποσχέθηκε αυτός να μην απολυθεί το ανίψι, οπότε τώρα σιγά-σιγά ανοίγεται στον κύκλο του, όχι τόσο ως οπαδός της ΝΔ όσο ως εξοργισμένος αντισυριζαίος που προδόθηκε απ’ τον κόμμα του. Μια βδομάδα πριν τις βουλευτικές θα εκδηλωθεί ανοιχτά και κανείς δεν θα του πει το παραμικρό.
Τώρα βλέπει τον Αλέξη στην τηλεόραση και κουνάει το κεφάλι του, βλέπει τον Κυριάκο και νεύει επιδοκιμαστικά. Κι όταν προχθές ένας γείτονας που δεν είχε πάρει χαμπάρι την αλλαγή του, του είπε πως δεν τον είδε στην συγκέντρωση που έκανε ο Αλέξης στην πόλη τους, αυτός απάντησε «ε όχι και μ’ αυτούς, εγώ έχω γίνει μπουχός από καιρό».
Του Δημήτρη Καμπουράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου