Tου Σαράντη Μιχαλόπουλου Κατοίκου Ιτέας
Σε προηγούμενο σχόλιό μου
και με αφορμή την πρόσφατη μείωση του ΕΝΦΙΑ είχα αναρωτηθεί πόσο «κοινωνικά
δίκαιη» ήταν αυτή η μείωση. Ένας καλός μου φίλος διεύρυνε αυτό το ερώτημα
αναρωτώμενος «πόσο κοινωνικά δίκαιος είναι ο ίδιος ο ΕΝΦΙΑ». Μου παρέθεσε
μάλιστα ένα δικό του παράδειγμα που έλεγε τα εξής :
Αγαπητέ Σαράντη,
Διάβασα με ενδιαφέρον το άρθρο
σου με θέμα "Πόσο κοινωνικά δίκαιη είναι η πρόσφατη μείωση του ΕΝΦΙΑ
;". Συμφωνώ με τον προβληματισμό σου. Έχω όμως ένα γενικότερο προβληματισμό
"Πόσο κοινωνικά δίκαιος είναι ο ΕΝΦΙΑ";
Επίτρεψέ μου να αναφερθώ σε μια
χαρακτηριστική περίπτωση, τη δική μου. Προσωπικά, στη ζωή μου,
δεν κατάφερα να
αποκτήσω κανένα περιουσιακό στοιχείο. Το 1978 με το θάνατο του πατέρα μου
βρέθηκα εξ αδιαιρέτου κληρονόμος (30%) ενός ακινήτου (γήπεδο και κτίριο) σε
κάποια περιοχή της Αθήνας, αντικειμενικής αξίας σήμερα περί τα 5 Μ€.
Το ακίνητο ήταν καταχρεωμένο και
μόλις το 2004 κατάφερε να εξοφλήσει τα χρέη του. Το 2010 η επιχείρηση η οποία
χρησιμοποιούσε το ειδικού σκοπού ακίνητο (Σχολείο) διαλύθηκε λόγω της κρίσεως
και βρίσκεται ακόμη σε εκκαθάριση. Το κτίριο έκλεισε ερμητικά και διακόπηκαν
άμεσα όλες οι σχετικές παροχές (νερό, ΔΕΗ κλπ.).
Είναι τώρα 10 χρόνια κλειστό και
έχει τεθεί προς πώληση στα περισσότερα μεσιτικά γραφεία της Αθήνας. Μολονότι το
τίμημα είναι εξευτελιστικά χαμηλό, δεν πουλιέται. Εγώ προσωπικά χρεώνομαι
ετήσια λόγω ΕΝΦΙΑ με περίπου 7000 € τα οποία πρέπει να πληρώνω, δίκην τιμωρίας,
από την πενιχρή μου σύνταξη. Διερωτώμαι, «Είναι κοινωνικά δίκαιος ο ΕΝΦΙΑ;»
Για να απαντήσω στο ερώτημα αυτό,
θα χρειαστεί να επαναλάβω τον ορισμό της «κοινωνικής δικαιοσύνης». Σύμφωνα
λοιπόν με το λεξικό Βικιπαίδεια, «Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι ένας στόχος δημόσιας πολιτικής που σχετίζεται με
τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κατανέμονται οι πόροι. Η ισότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι ταυτίζεται με την κοινωνική
δικαιοσύνη. Ο ορισμός της ισότητας διαφέρει ανάμεσα σε διαφορετικές φιλοσοφίες».
Ο ΕΝΦΙΑ είναι ένας από τους
φόρους που καλείται να πληρώσει ο Έλληνας πολίτης. Και για να δούμε αν είναι
κοινωνικά δίκαιος, πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στο ερώτημα «γιατί πληρώνουμε
φόρους».
Προφανώς, η απάντηση στο παραπάνω
ερώτημα είναι «για να αντιμετωπίσει η Πολιτεία το κόστος των υπηρεσιών που
προσφέρει στους πολίτες». Και είναι επίσης προφανές ότι το πρώτο συστατικό της
κοινωνικής δικαιοσύνης είναι να είναι αυτό το «κόστος» των υπηρεσιών της
Πολιτείας «εύλογο», δηλαδή το μικρότερο δυνατόν, λαμβανομένων φυσικά υπόψη όλων
των ιδιαιτεροτήτων που μπορεί να έχει η κάθε πτυχή αυτού του κόστους.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το
κόστος της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα την τελευταία δεκαετία και το
οποίο «γέννησε» τον ΕΝΦΙΑ. Ποιος έφταιξε γι’ αυτή την κρίση ; Είναι πάρα πολύ
εύκολο να λέμε «εσείς μας χρεωκοπήσατε», χωρίς να γίνεται μία αντικειμενική και
απαλλαγμένη από αφορισμούς ανάλυση. Και η ανάλυση αυτή δεν θα έχει σκοπό να
βρει «φταίχτες» αλλά να αναδείξει βαθύτερα και εν πολλοίς διαχρονικά αίτια. Όσο
μία τέτοια ανάλυση δεν γίνεται, κάθε πολίτης έχει κάθε λόγο να αμφισβητεί και
τους λόγους για τους οποίους καλείται να πληρώσει φόρους όπως ο ΕΝΦΙΑ, αλλά και
την αξιοπιστία αυτών που τον κυβερνούν και ουσιαστικά δεν του «δίνουν
λογαριασμό» σχεδόν για τίποτε.
Έχω ξαναγράψει πολλές φορές για
πτυχές των δημόσιων οικονομικών που είναι «κοινωνικά άδικες», υπό την έννοια
ότι περιλαμβάνουν δαπάνες που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Και το χειρότερο είναι
ότι αυτές είναι σε γνώση της Πολιτείας, που όμως δεν θέλει να τις
εξορθολογήσει, πρωτίστως για λόγους «πολιτικού κόστους».
Ένας κοινός μας φίλος, που πέρασε
και αυτός από δημόσιους οργανισμούς, όπως και εγώ, μου εκμυστηρεύτηκε την
παρακάτω ιστορία, που δημοσιοποιώ με την άδειά του, και που αφορά στη
διαπραγμάτευση για ΣΣΕ σε έναν Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών. Μου είπε λοιπόν
ο φίλος μου :
«Στις αρχές Απριλίου 2006 άρχισαν
οι διαπραγματεύσεις για τη νέα ΣΣΕ, που είχε προσδιοριστεί από το Υπουργείο
Εθνικής Οικονομίας για δύο χρόνια (2006-2007) και με ανώτατο όριο 6%+5% (μαζί
με την ωρίμανση}.
Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν
σχεδόν δύο μήνες. Τα Σωματεία δεν δέχονταν με τίποτε το 6%+5% για τη διετία.
Διεκδικούσαν επίσης τα υπεσχημένα από τον προηγούμενο χρόνο που είχαν
αποτυπωθεί σε «μνημόνιο».
Τελικά, μετά από συνάντηση
αρμοδίων παραγόντων και του Προεδρείου των Συνδικαλιστικών Σωματείων, δόθηκε το
πράσινο φως να προχωρήσουν σε συμφωνία, με ξεχωριστό μνημόνιο για το επιπλέον
2% κάθε χρόνο, με συνολική αύξηση μισθών για την διετία 15%. Στα πλαίσια αυτής
της ΣΣΕ, έγινε επίσης ενσωμάτωση αρκετών επιδομάτων στον βασικό μισθό, πράγμα
που αποδείχθηκε σωτήριο για τους εργαζόμενους, όταν αργότερα (2010) έγιναν
περικοπές επιδομάτων.
Για να βγει αυτή η δαπάνη και να
διατηρηθεί ή να μειωθεί το έλλειμμα του εν λόγω Οργανισμού σε σχέση με τον
στόχο που έθετε το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, η Διοίκηση πέτυχε τη σημαντική
μείωση των δαπανών σε καίριους τομείς (ανταλλακτικά, ενέργεια) με διαγωνισμούς
που έκανε και εξασφάλισε πολύ καλύτερες τιμές. Έτσι, τελικά το έλλειμμα του
Οργανισμού έφθασε, παρά την αύξηση της μισθοδοσίας, σε επίπεδο 8% κάτω από τον
στόχο του ΥΠΕΘΟ».
Η παραπάνω ιστορία δίνει δύο
σημαντικά μηνύματα. Το πρώτο είναι ότι, όταν οι Διοικήσεις εργάζονται μεθοδικά,
μπορούν να εξοικονομήσουν σημαντικά ποσά σε σχέση με «παραδοσιακές» πρακτικές
που ακολουθούνταν στο παρελθόν. Το δεύτερο είναι ότι σε τέτοιους
«μονοπωλιακούς» Οργανισμούς υπάρχουν «συντεχνίες» που εκμεταλλεύονται αυτό τον
μονοπωλιακό χαρακτήρα και απαιτούν οφέλη για τα μέλη τους, που δεν συνάδουν με
μία γενικότερη κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς τα αποτελέσματα αυτών των
διεκδικήσεων καλούνται να τα πληρώσουν, με τους φόρους που λέγαμε, όλοι οι
πολίτες, είτε είναι χρήστες των υπηρεσιών αυτών των Οργανισμών, είτε όχι (τι
σχέση έχει ο πολίτης του Έβρου ή του Καστελόριζου με τις Αστικές Συγκοινωνίες
της Αθήνας).
Βέβαια, εύλογα θα ρωτήσει
κάποιος, τελικά αυτές οι πρακτικές εκτροχίασαν την οικονομία και δημιούργησαν
την κρίση ; Δεν ήταν άραγε οι μίζες και οι ρεμούλες που αποδεδειγμένα σε
κάποιες περιπτώσεις υπήρξαν ;
Όμως και εδώ γεννιέται το ερώτημα
: Ήταν μόνο αυτές ; Ή, ήταν κατά κύριο λόγο αυτές ;
Οι απαντήσεις που δίνονται είναι
εύκολες, αλλά σίγουρα δεν είναι ολοκληρωμένες. Και δεν είναι ολοκληρωμένες,
διότι ο ελληνικός λαός δεν έχει πληροφορηθεί τίποτε για όλες αυτές τις πτυχές
της οικονομίας. Δεν έχει πληροφορηθεί ποτέ για συμβάσεις σαν του παραδείγματος
ή για μέσες ετήσιες αποδοχές άλλου οργανισμού (του οποίου διετέλεσα Πρόεδρος
και έχω άμεση αντίληψη) 80.000 € ετησίως.
Όταν λοιπόν εγώ λέω ότι έπρεπε
(και πρέπει) να υπάρχει ψύχραιμη και απαλλαγμένη από αφορισμούς διερεύνηση και
ανάλυση των πραγματικών αιτίων της κρίσης, αυτό ακριβώς εννοώ σαν πρώτιστο
δείγμα κοινωνικής δικαιοσύνης, ώστε μετά να προχωρήσω και στην έκφραση γνώμης
για το αν ένας φόρος, όπως ο ΕΝΦΙΑ, είναι κοινωνικά δίκαιος ή όχι.
Αλλά πηγαίνοντας ένα βήμα
παραπέρα, θα ρωτούσα τον καλό μου φίλο ; «Γιατί άραγε το δικό του παράδειγμα να
μην φθάνει εκεί που πρέπει, δηλαδή στην αρμόδια υπηρεσία της Πολιτείας, και να
επιλύεται αμέσως, αφού είναι τόσο φανερό ότι συνιστά κοινωνική αδικία ;».
Και εδώ θα απαντήσω με ένα δικό
μου παράδειγμα. Έχω αδελφή, 84 ετών σήμερα, καρκινοπαθή, με ένα χέρι άχρηστο
από, για όσους ξέρουν, λεμφοίδημα (όσοι γιατροί το έχουν δει, το φωτογραφίζουν,
για τις μελέτες και τις εργασίες τους), που την κάνει να έχει σχεδόν πλήρη αδυναμία
αυτοεξυπηρέτησης.
Η αδελφή μου αυτή έπαιρνε σύνταξη
287 € τον μήνα και κάποια στιγμή πούλησε ένα μικρό διαμέρισμα που είχε, για να
έχει κάποια χρήματα, ώστε να καλύπτει την ανάγκη για βοήθεια στο σπίτι. Το ποσό
που εισέπραξε ήταν 36.000 € και θεωρήθηκε από τον ασφαλιστικό φορέα (Δημόσιο)
σαν «εισόδημα», με αποτέλεσμα να της κοπεί η σύνταξη και να μείνει χωρίς τίποτε
δικό της, ευτυχώς όμως με όλους εμάς, την οικογένειά της.
Κατά ευτυχή σύμπτωση, κάποια
γνωμάτευση του Συνηγόρου του Πολίτη για το συγκεκριμένο θέμα που αφορούσε
σημαντικό αριθμό παρόμοιων συνταξιούχων, έδωσε στον ασφαλιστικό φορέα την
ευκαιρία να επανεξετάσει παρόμοιες αποφάσεις και να δεσμευτεί ότι θα
αποκαταστήσει την αδικία, όμως σήμερα, μετά από σχεδόν δύο χρόνια δεν έχει
λυθεί το θέμα και η αδελφή μου παραμένει χωρίς σύνταξη.
Είναι λοιπόν και αυτό κοινωνική
δικαιοσύνη ; Και πόσες άλλες παρόμοιες (από την πλευρά κοινωνικής δικαιοσύνης)
περιπτώσεις υπάρχουν ; Και σε πόσες από αυτές οι πολίτες έχουν δυνατότητα να
ακουστούν από την Πολιτεία ;
Σχεδόν σε καμία, θα απαντούσα
εγώ. Και αυτό οφείλεται στην έλλειψη οργάνωσης της Πολιτείας με επίκεντρο τον
Πολίτη, δηλαδή στην έλλειψη ενός «πολιτικεντρικού» συστήματος διοίκησης.
Ωραίο το «επιτελικό κράτος» που
πρόσφατα νομοθετήθηκε. Ωραία τα συστήματα θέσπισης στόχων και παρακολούθησης
της πορείας επίτευξης αυτών. Είδατε όμως πουθενά να διακηρύσσεται ότι για κάθε
λειτουργία της Πολιτείας, πρώτος είναι ο Πολίτης ; Και αν κάποιος βιαστεί να
απαντήσει ότι αυτό είναι αυτονόητο, θα τον συμβουλέψω να διαβάσει λίγο τα περί
οργάνωσης και διοίκησης, για να δει εκεί ότι και τα αυτονόητα πρέπει να
λέγονται και όχι να εννοούνται. Και όχι μόνο να λέγονται, αλλά να
υποστηρίζονται από συστήματα που θα κάνουν τον Πολίτη πραγματικά να ακούγεται.
Ένα θεσμός όπως του Συνηγόρου του
Πολίτη δεν αρκεί. Ένας ιστότοπος σαν τον
δικό μου και χιλιάδες άλλους δεν δίνει λύσεις. Μία επικοινωνία μέσα από τα
δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη φωνή του Πολίτη που
πρέπει να μπορεί να ακούγεται και αυτό να καταγράφεται και να οδηγεί σε επίλυση
προβλημάτων.
Αυτό θα ήταν αληθινή κοινωνική
δικαιοσύνη. Και για όσους αναρωτηθούν αν τέτοια συστήματα είναι ρεαλιστικά και
εφαρμόσιμα, θα απαντούσα ότι, ναι, είναι εφικτά, διότι υπάρχουν και
εφαρμόζονται εδώ και πολλά χρόνια από ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Επομένως, καλέ μου φίλε, συνέχισε
να πληρώνεις τις 7.000 € από τη πετσοκομμένη σύνταξή σου, παρηγορούμενος μόνο
από τον αυτοσεβασμό που είμαι σίγουρος ότι έχεις για τον εαυτό σου, γιατί ήσουν
πάντα ένας νομοταγής πολίτης, που δεν ζημίωσες με πράξεις ή παραλείψεις τους
συμπολίτες σου, ένα αυτοσεβασμό που σε κάνει να θυμάσαι τη ρήση του Β. Ουγκώ
«όταν η συνείδηση είναι ήσυχη και η καρδιά γεμάτη, δεν μπορεί κανείς να είναι
ολότελα δυστυχισμένος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου