Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1963 ΔΟΛΟΦΟΝΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΟΥΣ Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ.

Σαν σήμερα το 1963 δολοφονείται από παρακρατικούς ο αγωνιστής της αριστεράς Γρηγόρης Λαμπράκης.

Πριν προχωρήσουμε στο σχετικό αφιέρωμα θα θέλαμε να παραθέσουμε τον ορισμό του  παρακράτους όπως τον έδωσε ο αείμνηστος εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, κατά την αγόρευσή του στη δίκη των δολοφόνων του Λαμπράκη, το Δεκέμβρη του 1966.

Ο λόγος είναι γιατί ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά έχουν και σήμερα οι νεοναζιστικοί  μηχανισμοί  που αποτελούνται από χιτλερικά αποβράσματα, άσχετα με τον μανδύα με τον οποίο παρουσιάζονται.

(Και επειδή ορισμένοι θεώρησαν ότι ξεμπερδέψαμε μ’ αυτά τα κοινωνικά καθιζήματα μετά το εκλογικό στραπάτσο και την ουσιαστική διάλυση της Χ.Α. με την φυλάκιση κάποιων στελεχών της, καλό είναι να έχουν σε γνώση τους την ρήση του Μ. Μπρεχτ: “Μη χαίρεστε που σκοτώσατε το κτήνος. H σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό”).

Ας δούμε ένα απόσπασμα από την αγόρευση του Π. Δελαπόρτα, στην δίκη των δολοφόνων του Γ. Λαμπράκη:

«Οι μηχανισμοί που δολοφόνησαν τον Λαμπράκη, αποτελούνται από κατάλοιπα υποπροϊόντων του Χίτλερ, από γιγαντοκύτταρα δοσιλογικής λευχαιμίας… από κακοποιούς διαφόρων βαθμών και ειδών, από ιδεολογικούς σκηνίτες και από άλλους φτωχούς διαβόλους… Από τέτοια κοινωνικά βυθοκορήματα αναμενόταν βοήθεια και σ’ αυτά θα ανατιθόταν σε ώρα κρίσης, η ενίσχυση των Σωμάτων Ασφαλείας και η μεγάλη και άγια υπόθεση “της υπερασπίσεως της Πατρίδος και του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού παντού, πάντοτε και δι’ όλων των μέσων”, κατά τους σκοπούς της οργάνωσης του Γιοσμά που αναγράφονται πίσω από την ταυτότητα του Γκοτζαμάνη… 
Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών,

εμφανίζεται (προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς) ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;».

Του Γιάννη Μπαζού, συγγραφέα

Σημεία και τέρατα. Οι μάρτυρες άλλαζαν τις καταθέσεις τους και πολλοί είχαν παραδεχθεί ότι είχαν δεχθεί πιέσεις και απειλές. Εντιμοι γιατροί και ιατροδικαστές ανατρέπουν τις θεωρίες περί τροχαίου. Ακόμη και ο τροχονόμος Χαράλαμπος Ασπιώτης που συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη μετατέθηκε δυσμενώς. Εισαγγελέας Δελαπόρτας: “Απόφαση σαν φως εξασθενημένης ηλεκτρικής στήλης”.

Δολοφονία Λαμπράκη: Μια δίκη αντάξια του κράτους των παρακρατικών

Στις 30 Δεκεμβρίου του 1966, τρία χρόνια μετά τη στυγερή δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, έπεφτε η αυλαία της δίκης των πρωταιτίων.

Ηταν ξημερώματα Παρασκευής στις 2.30 π.μ. όταν αναγνώστηκε η απόφαση των ενόρκων του Μεικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης που αθώωνε τους 22 από τους 31 κατηγορουμένους, αφήνοντας έκπληκτους τους παρισταμένους.

Ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας δεν άντεξε τον εμπαιγμό και σχολίασε: «Το χυθέν διά της αποφάοεως φως εις την υπόθεσιν ομοιάζει με φως ριπτόμενον από εξησθενημένην ηλεκτρικήν στήλην».

Η δίκη άρχισε στις 4 Οκτωβρίου του 1966, κράτησε 67 ημέρες και έμεινε στην ιστορία για δύο λόγους: την αποκάλυψη του ρόλου του παρακράτους στην Ελλάδα και την πρωτοφανή αδιαφορία των ενόρκων για τα ενοχοποιητικά στοιχεία. 

Κατά τη διάρκεια της δίκης οι μάρτυρες άλλαζαν τις καταθέσεις τους με περισσή ευκολία, ενώ πολλοί παραδέχτηκαν ότι είχαν δεχτεί πιέσεις και απειλές προτού εμφανιστούν στο δικαστήριο. Πολλά αποδεικτικά στοιχεία «εξαφανίστηκαν» μυστηριωδώς, όπως ο λοστός που χρησιμοποίησε ο Εμμανουηλίδης για να χτυπήσει τον βουλευτή.

Τα παρατράγουδα άρχισαν από την πρώτη μέρα της δίκης. Ο υποστράτηγος ε.α. της Χωροφυλακής Μήτσου «ήταν κατακίτρινος και δίσταζε να καθίσει στο σκαμνί», ενώ «ο Εμμανουηλίδης έλεγε πως δολοφόνος ήταν ο Χατζηαποστόλου, και ο δωσίλογος Ξενοφών ή Φον Γιοσμάς επεδείκνυε ένα χιτλερικό έγγραφο για να δείξει πως είναι τίμιος!». (Εφημερίδα “Αυγή” 4 Οκτωβρίου 1966)

Τελικά ο πρόεδρος του δικαστηρίου I. Γραφανάκης αναγκάστηκε να διακόψει, αφού απουσίαζαν εννιά από τους δέκα ενόρκους.

Η δίκη πήρε φωτιά όταν ο δικηγόρος I. Πάτσας, ένα από τα άτομα που συνόδευαν τον Γρ. Λαμπράκη στην έξοδό του από την αίθουσα εκείνο το βράδυ, στη μαρτυρική του κατάθεση συνέδεσε το κράτος με το παρακράτος, αναφέροντας ότι ήταν όλοι ενήμεροι για τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Λαμπράκης και πως ο ίδιος είχε μιλήσει με τον Χολέβα του υπουργείου Βορείου Ελλάδος.

Ο Πάτσας ανέφερε πως όταν χτυπήθηκε ο Λαμπράκης -και ενώ η περιοχή ήταν αποκλεισμένη και ελεγχόμενη από την αστυνομία– εμφανίστηκε από το πουθενά το τρίκυκλο στο οποίο επέβαιναν οι δολοφόνοι και αφού χτυπήθηκε ο βουλευτής και το τρίκυκλο εξαφανίστηκε, εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο το οποίο μετέφερε τον χτυπημένο βουλευτή στο νοσοκομείο.
Το αυτοκίνητο αυτό -ένα φολκσβαγκεν σκαραβαίος- ήταν  νοικιασμένο  και οδηγός του ήταν ο Γ. Φουρναράκος, χωροφύλακας στη Γραμματεία Διοίκησης Β. Ελλάδος.
Μαζί επιβιβάστηκαν άλλοι δύο. Ο Φουρναράκος ούτε ζήτησε να μάθει πώς τραυματίστηκε ο βουλευτής Λαμπράκης ούτε έδωσε στον Ερυθρό Σταυρό τα στοιχεία του και ενώ τις επόμενες μέρες η Θεσσαλονίκη βοούσε, αυτός απέφυγε να καταθέσει στον εισαγγελέα.

Η μαρτυρία του L Πάτσακατέδειξε πως το τρίκυκλο θα εξασφάλιζε τη φυγή των Εμμανουηλίδη και Γκοτζαμάνη ενώ ο «σκαραβαίος» θα χρησίμευε στην απαγωγή του τραυματία ή την εξαφάνιση του πτώματος -ανάλογα την περίπτωση- και θα βοηθούσε τους παρακρατικούς να εξαφανίσουν τα στοιχεία του εγκλήματος και να ενοχοποιήσουν τους αριστερούς.

Προσπάθεια να εμφανιστεί σαν τροχαίο 

Κομβικό σημείο της υπόθεσης ήταν η προσπάθεια να παρουσιαστεί η  δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη σαν τροχαίο δυστύχημα. Ο γιατρός Εξαρχος, που υποδέχθηκε τον τραυματισμένο  Λαμπράκη στον σταθμό πρώτων βοηθειών Θεσσαλονίκης, όταν ανέβηκε στο βήμα περιέγραψε στο δικαστήριο την αλαζονική συμπεριφορά του Εμμανουηλίδη, ο οποίος  κόμπαζε ότι αυτός χτύπησε τον βουλευτή της Αριστεράς.

Στη συνέχεια της δίκης αποκαλύφθηκε πως ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Δ. Παπαντωνίου  προσπαθούσε  να  καθοδηγήσει  τους γιατρούς και τον ιατροδικαστή να αποφανθούν ότι ο Λαμπράκης έχασε τη ζωή του «προσκρούοντας σε επίπεδη επιφάνεια» (δρόμος).

Ο ιατροδικαστής Θεσσαλονίκης Δ. Ροβίθης διαμαρτυρήθηκε επειδή κάλεσαν τον ιατροδικαστή Καψάσκη από την Αθήνα. Ο Δημ. Καψάσκης, που μεγαλούργησε και επί χούντας, έκανε τα πάντα για να στηρίξει την εκδοχή του τροχαίου, οπότε και θα έκλεινε η υπόθεση.

Το θανάσιμο χτύπημα ήταν ένα μεγάλο κάταγμα τριών εκατοστών στο βρεγματικό όγκωμα του Λαμπράκη. Οι καθηγητές Καβαζαράκης και Αλεξ. Συμεωνίδης και ο ιατροδικαστής Δ. Ροβίδης που έκανε την νεκροτομή παρουσία όλων – του Καψάκη συμπεριλαμβανομένου- κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι “ο Λαμπράκης εκτυπήθη όρθιος, από αμβλύ όργανον, λοστό ή αστυνομικό γκλομπ”.

“Το κρανίο σαν σπασμένο τζάμι”

Ο Λεωνίδας Κοντουδάκης, ένας από τους νέους που συνόδευαν τον Λαμπράκη, θυμάται:

«… έφτασα πάνω στον Λαμπράκη, έπεσα πάνω από το κεφάλι του, για να τον σηκώσω. Ηρθε ένας τραμπούκος με ένα σακβουαγιάζ γεμάτο τούβλα, για να του δώσει τη χαριστική βολή, την έφαγα όμως εγώ, στο κεφάλι, και μου μαύρισε το μισό. Ο Λαμπράκης ήταν κάτω στον δρόμο. Το χτύπημα που δέχτηκε από το τρίκυκλο που πέρασε και τον σκότωσε του είχε διαλύσει το κρανίο. Τον έριξαν κάτω με σιδερολοστό, 100%. Θυμάμαι το κρανίο του που το είχε ακτινογραφία πάνω από το κρεβάτι που χαροπάλευε, το θυμάμαι σαν τώρα. Πώς είναι όταν ρίχνεις μια πέτρα στο τζάμι και σπάει ακτινωτά; Ετσι είχε σπάσει και το κρανίο του. Πώς έσπασε έτσι; Το τρίκυκλο που έτρεχε με 70 χιλιόμετρα ταχύτητα συν τη δύναμη του χεριού είχε διπλή δύναμη».

Ο ιατροδικαστής Αθηνών Καψάσκης επέμενε ότι το χτύπημα προκλήθηκε από την πτώση, εκδοχή η οποία όμως αποκλείστηκε από τους υπόλοιπους επιστήμονες. Ο Καψάσκης, ενώ απέφυγε να γράψει την άποψή του στην επίσημη γνωμάτευση, επαναλάμβανε πιεστικά τη γνώμη του στο δικαστήριο: «Ο Λαμπράκης χτυπήθηκε από το τρίκυκλο έπεσε στην άσφαλτο και εντεύθεν ο τραυματισμός του».

Οι μαρτυρίες όμως των υπόλοιπων γιατρών ήταν διαφορετικές. Οπως έγραφε η «Αυγή» στις 11 Νοεμβρίου του 1966, ο καθηγητής Χειρουργικής Καβαζαράκης στην κατάθεσή του επέμεινε ότι «ο Λαμπράκης δέχθηκε όρθιος το χτύπημα». Ενώ σε μια αποστροφή της δίκης ο ιατροδικαστής Θεσσαλονίκης Δ. Ροβίθης ανέφερε στο δικαστήριο ότι «Ο ιατροδικαστής Αθηνών Δ. Καψάσκης είναι εκτός επιστημονικών δεδομένων».

Ο Καψάσκης στήριξε την άποψη ότι ο Λαμπράκης χτυπήθηκε από το τρίκυκλο και στη συνέχεια πατήθηκε από αυτό σε κάποιες εκχυμώσεις στη δεξιά κνήμη και κάποιο οίδημα στο μέτωπο από γροθιά. Μάλιστα προκειμένου να επιβάλει τη γνώμη του άφησε στον υπάλληλο της εισαγγελίας τη νεκροψία έτοιμη, ώστε ο Ροβίθης απλώς να την υπογράψει.

Ο καθηγητής Χειρουργικής Ν. Καβαζαράκης αντέκρουσε τα  «ευρήματα» του Καψάσκη  καταθέτοντας ότι «ο Λαμπράκης δεν είχε κακώσεις στο σώμα ούτε έφερε οίδημα από γρόνθο στο μέτωπο ούτε εκχυμώσεις στη δεξιά κνήμη».

 «Φταίει ο ανακριτής Σαρτζετάκης που δεν έγραψε σωστά την κατάθεσή μου»

Η εκδοχή του τροχαίου στηρίχθηκε και από ένα ανεκδιήγητο ρεπορτάζ του δημοσιογράφου της εφημερίδας «Ακρόπολις» Τ. Μαλέογλου.
Ο μάρτυρας περιέγραψε το «τροχαίο», συμπληρώνοντας ότι οι «οργισμένοι πολίτες» που συμμετείχαν στην αντισυγκέντρωση ήταν πολύ ήσυχοι. Οταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο γιατί τα λέει αυτά πρώτη φορά, ο μάρτυρας απάντησε ότι «φταίει ο ανακριτής Χρ. Σαρτζετάκης που δεν έγραψε σωστά τα όσα του κατέθεσα».
Στην παρατήρηση του προέδρου ότι οι φωτογραφίες των φωτορεπόρτερ έδειχναν τους αντικομμουνιστές να πετούν πέτρες και καδρόνια και να χτυπούν με μανία τους συγκεντρωμένους, ο Μαλέογλου δικαιολογήθηκε ότι ο φωτογράφος τους ζήτησε να… ποζάρουν για να βγάλει μια καλή φωτογραφία.

2,3,4 Παρά την τραγικότητα του θέματος, οι γελοιογράφοι (Αρχέλαος, Φωκίων Δημητριάδης, Μποστ) βρήκαν την ευκαιρία να καυτηριάσουν το παρακράτος που εξέθρεφε η Δεξιά

Ο Καμουτσής παραδέχτηκε πως «έγιναν κάποιες συναντήσεις με τον “τίγρη”»
Εάν δεν πηδούσε στο τρίκυκλο ένας «τίγρης» σαν τον Μανώλη Χατζηαποστόλουη υπόθεση θα είχε κλείσει χωρίς να αποκαλυφθεί τίποτε.
Ο Χατζηαποστόλου βλέποντας το τρίκυκλο να απομακρύνεται πήδηξε πάνω στην καρότσα, έδωσε μάχη με τον Εμμανουηλίδη αφοπλίζοντάς τον και στη συνέχεια σταμάτησε το τρίκυκλο σπάζοντας το τζαμάκι που χώριζε την καρότσα από την καμπίνα και χτυπώντας τον οδηγό Γκοτζαμάνη με ένα κομμάτι γυαλί. Ο Χατζηαποστόλου με τη φασαρία που έκανε ανάγκασε το τρίκυκλο να σταματήσει και συνεπλάκη με τον οδηγό του, Γκοτζαμάνη, ο οποίος χτυπούσε τον Χατζηαποστόλου με ένα  κλομπ και τελικά συνελήφθη με τη βοήθεια ενός φούρναρη και παραδόθηκε σε έναν χωροφύλακα της Τροχαίας που διερχόταν τυχαία, χωρίς να είναι στο κόλπο.
Ο Χατζηαποστόλου κατήγγειλε ότι έγινε προσπάθεια δωροδοκίας του για να αλλάξει την κατάθεσή του και ο διευθυντής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης Ευθύμιος Καμουτσής παραδέχτηκε ότι «έγιναν κάποιες συναντήσεις». (Εφημερίδα “Ελευθερία” 19 Νοεμβρίου 1963)

Ο Χατζηαποστόλου αναγνώρισε αργότερα στην Ασφάλεια τον  Εμμανουηλίδη και έτσι οι φυσικοί αυτουργοί έφθασαν στο δικαστήριο.

Για την ιστορία, ο χωροφύλακας που έκανε το καθήκον του και συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη ονομαζόταν Χαράλαμπος Ασπιώτης και μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης μετατέθηκε δυσμενώς στην Ηλεία. Βλέπετε, δεν υπάκουσε στα κελεύσματα των δολοφόνων να κάνει τα στραβά μάτια κι έτσι χάλασε το σκηνικό του σκηνοθετημένου «τροχαίου ατυχήματος».
Το κλομπ, πάντως, του Γκοτζαμάνη χάθηκε από το Ε’ Αστυνομικό Τμήμα, όπου δεν συντάχθηκε έκθεση σύλληψης αλλά «αυθόρμητης παρουσίασης» και μάλιστα στις 6 π.μ. της Πέμπτης 23 Μαΐου 1963.

Υπομοίραρχος Καπελώνης: Ο Μήτσου απαγόρευσε να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση που οργάνωσε η Χωροφυλακή

Η ακροαματική διαδικασία -παρ’ όλες τις αντιξοότητες-ανέδειξε τις δυσθεώρητες διαστάσεις του παρακράτους της Δεξιάς.

Ο υπομοίραρχος Καπελώνης έδωσε μάχη για να αποδείξει ότι βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία και εκτελούσε άνωθεν διαταγές. Η «Αυγή» στις 9 Δεκεμβρίου του 1966 έγραφε.· «Ο Καπελώνης κατέθεσε ότι ο Μήτσου απαγόρευσε να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση. Η Χωροφυλακή με άνωθεν εντολή οργάνωσε τη συγκέντρωση των τραμπούκων».

Οι τελευταίες οδηγίες -σύμφωνα με τον Καπελώνη-δόθηκαν στο Ε Αστυνομικό Τμήμα, όπου ο συνταγματάρχης Καμουτσής διευκρίνισε: «Στόχος μας είναι ο Λαμπράκης». Ο Καπελώνης κατέθεσε πως ο Δόλκας τον έστειλε να δασκαλέψει τον Γκοτζαμάνη να καταθέσει πως «το βράδυ του φόνου έπιναν κρασί με τον Εμμανουηλίδη σε κάποια ταβέρνα». Ετσι θα αποσυνδέονταν από τον τόπο του εγκλήματος. Επίσης, ο Καπελώνης κατέθεσε πως ο αντισυνταγματάρχης Δόλκας τον διέταξε να κάψει το αρχείο του δωσίλογου Γιοσμά, για ευνόητους λόγους…(Εφημερίδα Ελευθερία 2/11/1966)

Η δυαρχία των Μήτσου και Δόλκα αποδείχθηκε πανίσχυρη. Ο ίδιος ο ταγματάρχης Δόλκας, τέως διοικητής Εθνικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, παραδέχθηκε ότι δεν έπαιρνε διαταγές ούτε από τον διοικητή Ασφαλείας Θεσσαλονίκης Καμουτσή ούτε από τον υπουργό Βορείου Ελλάδος.

Ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Βορείου Ελλάδος Ιωάννης Χολέβας ήταν ο υψηλός σύνδεσμος του παρακράτους. Αυτό ανάγκασε τον εισαγγελέα Δελαπόρτα να δηλώσει: «…τα υποπροϊόντα του Χίτλερ να μη μολύνουν το εθνικό σώμα».

Ο οδηγός του τρικύκλου Σπόρος Γκοτζαμάνης αρνήθηκε ότι βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος εκείνο το βράδυ, παρότι είχε συλληφθεί μετά τη συμπλοκή με τον Χατζηαποστόλου. Ηταν τόσο ψοφοδεής και θρασύς που ισχυρίστηκε πως εκείνη τη νύχτα βρισκόταν σε μια ταβέρνα στο Καπόνι και δεν είχε ιδέα ούτε για το κλομπ ούτε για τον Καπελώνη.

Ο Εμμανουηλίδης προσπάθησε να θολώσει τα νερά και κατέθεσε ότι «ο Χατζηαποστόλου χτύπησε τον Λαμπράκη!» και πως «συμφέρον από τον χαμό του Λαμπράκη δεν είχε η ΕΡΕ, αλλά η ΕΔΑ, διότι ο Λαμπράκης ήθελε να ανεξαρτητοποιηθεί».

Ο εισαγγελέας Π. Δελαπόρτας έκλεισε την αγόρευσή του συνοψίζοντας την υπόθεση σε έξι σημεία:

1) Ο βαρύτατος τραυματισμός του βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργου Τσαρουχά και η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη ήταν προϊόντα των πολιτικών χασμάτων που υπάρχουν στον τόπο μας. Η Δεξιά έχει αναγάγει το μίσος σε δόγμα της πολιτικής της.

2) Κατεβλήθη προσπάθεια δικαιολόγησης των γεγονότων λέγοντας ότι δήθεν εξεγείρονται οι «εθνικόψρονες» πολίτες για τα εγκλήματα των κομμουνιστών επί Κατοχής και κατά τον Δεκέμβριον του 1944.

3) Η δολοφονία Λαμπράκη δεν αποτελεί επεισόδιο του αντικομμουνιστικού αγώνα. Ο κομμουνισμός αντιμετωπίζεται μόνο δια παραχωρήσεων του αστικού καθεστώτος προς τον λαόν.

4) Η αντισυγκέντρωση ήταν οργανωμένη από την αστυνομία, η οποία κατόπιν εντολών εξωκρατικής αρχής συνειργάζετο με τας παρακρατικάς οργανώσεις.

5) Η αστυνομία έχει άμεση ευθύνη για τη δολοφονία Λαμπράκη, γιατί ενώ εγνώριζε ότι θα γίνουν επεισόδια και ενώ είχε λάβει εντολή του εισαγγελέα κ. Αργυρόπουλου να προστατεύσει τη ζωή του Ααμπράκη, δεν έλαβε κανένα μέτρο.

6) Ο Εμμανουηλίδης είναι ο δολοφόνος του Λαμπράκη, αλλά και ο Γκοτζαμάνης είχε μετάσχει στην αντισυγκέντρωση με ανθρωποκτόνον πρόθεση.

Η δικτατορία αμνηστεύει τον Γκοτζαμάνη και δολοφονεί τον Τσαρουχά 

Στις 30 Δεκεμβρίου του 1966, στις 2.30 τα ξημερώματα, οι ένορκοι ανακοίνωσαν την απόφασή τους. Ο Γκοτζαμάνης κρίθηκε ένοχος πρόκλησης «θανατηφόρων τραυμάτων» και καταδικάστηκε σε φυλάκιση έντεκα ετών, ο Εμμανουηλίδης σε οκτώμισι χρόνια φυλάκιση, επίσης για πρόκληση «θανατηφόρων τραυμάτων», ο Γιοσμάς σε έναν χρόνο για διατάραξη της «κοινωνικής ειρήνης», ο ακροδεξιάς τραμπούκος Φωκάς σε 15 μήνες φυλάκιση για τις βαρύτατες σωματικές βλάβες που είχε προκαλέσει στον βουλευτή της ΕΔΑ Τσαρουχά και οι υπόλοιποι αθώοι.

Ο εισαγγελέας Π. Δελαπόρτας δήλωσε: «Η ετυμηγορία των ενόρκων είναι προβληματική. Ατυχώς, δεν δύναμαι να την κηρύξω πεπλανημένην, διότι ελήφθη παμψηφεί».”

Δηλαδή οι ένορκοι ύστερα από όλες αυτές τις καταθέσεις και τα στοιχεία θεώρησαν τη δολοφονία Ααμπράκη τροχαίο ατύχημα. Η λέξη «δολοφονία» δεν υπάρχει πουθενά. Θεώρησαν ότι δεν επρόκειτο περί «ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως», αλλά απλώς περί «θανατηφόρων τραυμάτων» τα οποία προκλήθηκαν από τροχαίο ατύχημα, οπότε δεν υπήρχε και «ηθικός αυτουργός».

Είκοσι χρόνια μετά τον Εμφύλιο, η Δεξιά δολοφονούσε τους πολιτικούς της αντιπάλους απροσχημάτιστα, κηλιδώνοντας κάθε έννοια και λειτουργία της Δικαιοσύνης και της δημοκρατίας.

Οι κατηγορούμενοι έκατσαν μόνο για λίγο στη φυλακή, αφού μόλις έγινε η δικτατορία, η χούντα τούς αμνήστευσε και τους απελευθέρωσε.
Αντίθετα, ο βουλευτής Γιώργος Τσαρουχάς που τη μέρα της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη είχε επιζήσει βαριά τραυματισμένος, συνελήφθη και δολοφονήθηκε βασανιζόμενος, στις 9 Μαΐου του 1968, επί χούντας.

Το 1968, πάλι επί δικτατορίας, ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας απολύθηκε από το δικαστικό σώμα, όπως και ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης, ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε χωρίς καμία κατηγορία εις βάρος του και απελευθερώθηκε χάρη στη διεθνή κατακραυγή...

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια: