Την Κυριακή, 23 Ιουνίου 1996 ο Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε από κοντά μας. Με το έργο και την συνολική του παρουσία, ο Ανδρέας σφράγισε όσο κανείς τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου μας, φέρνοντας τους αποκλεισμένους στο προσκήνιο της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Ελλάδας και αποκαθιστώντας την ενότητα των Ελλήνων. Άφησε όμως και έντονο το αποτύπωμά του στην πολιτική ιστορία της Ευρώπης, καθώς ήταν αυτός που με μοναδική διεισδυτικότητα και ακρίβεια διέκρινε και περιέγραψε το μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου. Ένα μέλλον το οποίο λόγω της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού θεωρούσε, κι έτσι τελικά φαίνεται ότι γίνεται, ότι θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το όραμα της Ευρώπης των λαών.
Βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μας παραμένουν η προφητική του ομιλία στη Βουλή για την κύρωση της συμφωνίας του Μάαστριχ (28.7.1992) αλλά και η δήλωσή του στη συνέντευξη τύπου μετά τη Σύνοδο Κορυφής των Καννών (27.6.1995). Στην πρώτη, περιέγραψε με θαυμαστή πληρότητα και σαφήνεια τους κινδύνους για τις πιο «καθυστερημένες» οικονομικά χώρες από τη νομισματική ενοποίηση, θέτοντας το περίφημοερώτημα - δίλημμα «εάν πορευόμαστε προς μία ευρωπαϊκή Γερμανία, ή προς μία γερμανική Ευρώπη». Στις Κάννες, εμφανώς απογοητευμένος από την πορεία των πραγμάτων, μίλησε γιατην οριστική κυριαρχία του «διευθυντηρίου» - υπηρέτη των συμφερόντων του τραπεζιτικού και παρασιτικού κεφαλαίου εις βάρος των χωρών και των λαών της Ε.Ε. Το πόσο δίκιο είχε το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, που το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες έχουν καταδικάσει σε διαρκή επιτήρηση και ισόβια λιτότητα τους λαούς της Ευρώπης, ενώ παράλληλα, μέσω των επονείδιστων μνημονίων και δανειακών συμβάσεων, λεηλατούν τον πλούτο των χωρών του ευρωπαϊκού νότου.Ο Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε βαθιά στη σημασία της ανάδειξης της ιστορικής μνήμης και της δικαίωσης των αγώνων του λαού μας. Στην ιστορική ομιλία του στη Βουλή για την αναγνώριση της Εθνικής μας Αντίστασης,
στις 17 Αυγούστου 1982, στην τριακοστή όγδοη επέτειο του μπλόκου της Κοκκινιάς, τόνισε χαρακτηριστικά: «Η Ελλάδα, το ξέρουμε όλοι, υπήρξε η μόνη χώρα στην Ευρώπη, που δεν εκπλήρωσε μέχρι σήμερα το δικό της χρέος στην Αντίσταση, παρ΄ όλο που ήταν η μόνη χώρα που έκανε πραγματικά καθολική Αντίσταση ενάντια στην κατοχή. Δεν ήλθαμε εδώ σήμερα για να δικάσουμε, πολύ περισσότερο, δεν ήλθαμε για να διχάσουμε. Ο κύριος στόχος του νομοσχεδίου είναι η εθνική ενότητα. Ασφαλώς, έστω και ύστερα από τόσα χρόνια αποτελεί χρέος μας να γυρίσουμε με ευγνωμοσύνη τη σελίδα τηςιστορίας σ’ αυτούς που αγωνίστηκαν. Ασφαλώς, έστω και ύστερα από τόσα χρόνια, αποτελεί χρέος μας να αποδώσουμε τιμή σ’ αυτούς πού ξεχάστηκαν, σ’ αυτούς που εξαιρέθηκαν, σ’ αυτούς που διώχτηκαν. Η σημερινή πολιτική και ηθική αποκατάσταση, η γρήγορη αυριανήκοινωνική και οικονομική συμβολή της Πολιτείας, δεν αρκεί. (…) Μπορούμε όμως να ξαναδώσουμε στο Λαό μας την εθνική μνήμη και αυτή νομίζω είναι η μεγαλύτερη προσφορά. Αυτή την μνήμη που είναι απαραίτητη τόσο για την αυτογνωσία του λαού μας, όσο και για τηνενότητα του έθνους μας». Δικαίως η πρωτοβουλία αυτή συνάντησε την αποδοχή και επιβράβευση του συνόλου του λαού και του πολιτικού κόσμου, πλην Λακεδαιμονίων. Όχι άδικα, ο τότε Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. Χαρίλαος Φλωράκης χαρακτήρισε τον ιστορικό νόμο 1285/1982 «ηθική αμυντική θωράκιση της Χώρας», ενώ η Αυγή κυκλοφόρησε την επομένη με τίτλο «Μεγάλη ώρα του Έθνους». Ο πρώην Πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, διαχωρίζοντας τη θέση του από τον τότε πρόεδρο της Ν.Δ. Ευάγγελο Αβέρωφ, τόνισε από το βήμα της Βουλής ότι το νομοσχέδιο στόχευε «να παραμερίσει [τους πόνους και τα πένθη] για να προβάλει εκείνο που αποτελεί το κοινό αγαθό όλων μας. Το αγαθό το κοινό είναι ο αγώνας που κάναμε».Όμως το εθνικό ζήτημα της «μνήμης και του χρέους» για τον Ανδρέα δεν περιοριζόταν εκεί. Απαιτούσε «Δικαιοσύνη και Αποζημίωση». Στις 29.5.1991, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, δήλωσε χαρακτηριστικά στη Βουλή: «Για το θέμα των αποζημιώσεων, νομίζω ότι είναι σαφές δικαίωμα κάθε λαού, ο οποίος υπέστη τη ναζιστική κατοχή. Η καταβολή του δανείου είναι συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας και σε μια τέτοια δύσκολη ώρα για τη χώρα μας, οικονομικά, η Γερμανία μπορούσε να βοηθήσει αποφασιστικά, κάνοντας το μόνο σωστό, ξεπληρώνοντας σε πρώτη φάση το δάνειο. Και πραγματικά, καλούμε την κυβέρνηση… να ξεκαθαρίσει τη θέση της απολύτως και να προχωρήσει δυναμικά, αποτελεσματικά στη διαδικασία των αποζημιώσεων και του δανείου».
Συνεπής στην άποψή του, τέσσερα χρόνια μετά, ο Πρωθυπουργός, πλέον, Ανδρέας Παπανδρέου δεν δίστασε να θέσει επίσημα και με τον πλέον ρητό και κατηγορηματικό τρόπο το θέμα των γερμανικών οφειλών, ένα θέμα - αγκάθι στα πλευρά της πανίσχυρης Γερμανίας. Το καλοκαίρι του 1995, λίγο μετά τη Σύνοδο Κορυφής των Καννών, ο πρωτοπόρος της δικαστικής διεκδίκησης Γιάννης Σταμούλης, αφού είχε λάβει τη σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού, καταθέτει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς αγωγή κατά του γερμανικού Δημοσίου εκ μέρους των οικογενειών των 218 θυμάτων του Διστόμου. Τέσσερις μήνες μετά, τη Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 1995, μιλώντας στη συνεδρίαση της Κ.Ο. του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ενός κόμματος σπαρασσόμενου από τις ανερυθρίαστες ίντριγκες διαδοχής κυρίως της «ομάδας των 4», που κυνικά «αξιοποιούσαν» τα προβλήματα υγείας του Ανδρέα αλλά και την αμετροέπεια και τα εκφυλιστικά φαινόμενα της Δήμητρας Λιάνη και της αυλής της, ο Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε: «Θέλω επίσης να σας ανακοινώσω και επίσημα ένα θέμα που έχει πραγματικά ιδιαίτερη σημασία. Έχει ληφθεί η απόφαση και το υπουργείο Εξωτερικών κινείται ήδη για να τεθεί επίσημα σε διακρατικό επίπεδο το θέμα του κατοχικού δανείου και των αποζημιώσεων, ένα θέμα ιδιαίτερα σημαντικό για τον ελληνικό λαό και τη χώρα μας. Ενεργούμε με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, σύμφωνα με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Και πιστεύουμε ότι με σωστούς χειρισμούς και καλή πίστη μπορούμε να βρούμε τη λύση με τη Γερμανία, εταίρο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.».
Πράγματι, στις 14.11.1995, ο πρέσβης μας στη Βόννη Ιωάννης Μπουρλογιάννης-Τσαγκαρίδης επιδίδει πληρέστατη ρηματική διακοίνωση στη γερμανική κυβέρνηση (Υφυπουργό Εξωτερικών Χάρτμαν) για τις γερμανικές οφειλές. Ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση, με ασυνήθιστο στα διπλωματικά χρονικά τρόπο, απορρίπτει άμεσα την διπλωματική αυτή κίνηση, μη μπορώντας να κρύψει τον εκνευρισμό της, ίσως και το φόβοτης για τις εξελίξεις. Κατά μία εκδοχή, χάρη σ' αυτή τη ρηματική διακοίνωση, 46 ημέρες πριν την παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας που όριζε η συνθήκη της Μόσχας (των «2+4») του 1990, η Ελλάδα παραμένει ζωντανή στη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών!
Δυστυχώς όμως η σημαντική αυτή πολιτική κίνηση δεν είχε συνέχεια. Αντίθετα,το 2000, επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, δεν χορηγήθηκε άδεια από τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Μιχάλη Σταθόπουλο (και όσους τον διαδέχθηκαν στη συνέχεια) για τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας του γερμανικού Δημοσίου στην Ελλάδα, ώστε να καταστεί εφικτή η εκτέλεση της θετικής για τα θύματα του Διστόμου απόφασης 137/1997 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, η οποία κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη απότην ιστορική απόφαση 11/2000 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ίδια κυβερνητική περίοδο, το 2002, ελήφθη με οριακή πλειοψηφία αρνητική για την ελληνική πλευρά απόφαση από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (προεδρεύοντος του Στέφανου Ματθία), μετά από έντονες παρασκηνιακές διεργασίες. Και βέβαια, ούτε κουβέντα από την τότε κυβέρνηση αλλά και τις μετέπειτα κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή για την επιστροφή του κατοχικού (αναγκαστικού) δανείου και των άλλων οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα.
Τη διετία 2010-2011, κατά την περίοδο της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου με Υπουργό Δικαιοσύνης τον Χάρη Καστανίδη, διαφαίνεται μια αλλαγή κλίματος στο ζήτημα: με το νόμο 3849/2010 καταργούνται ο νόμος 3933/1959 και το νομοθετικό διάταγμα 4016/1959 της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή (είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο τηςεπαίσχυντης συμφωνίας για την έκδοση του Μέρτεν), διά των οποίων η Ελλάδα παραιτούνταν του δικαιώματος να δικάσει Γερμανούς εγκληματίες πολέμου, αναστέλλοντας κάθε ποινική δίωξή τους και μεταβιβάζοντας αυτό το δικαίωμα στις γερμανικές δικαστικές αρχές. Τον Ιανουάριο του 2011 η ελληνική κυβέρνηση καταθέτει αίτημα παρέμβασης στη δίκη μεταξύ Γερμανίας – Ιταλίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο γίνεται αποδεκτό και ο πληρεξούσιος της Ελληνικής Δημοκρατίας Καθηγητής Στέλιος Περράκης, διαχρονικός υποστηρικτής του αγώνα μας, συνεπικουρούμενος από τον Αντώνη Μπρεδήμα και την συμπατριώτισσά μας Μαρία – Ντανιέλλα Μαρούδα αναπτύσσουν τις ελληνικές θέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Αν και η κίνηση αυτή ήταν θετική και επιβεβλημένη, εντούτοις παραμένει αμείλικτο το ερώτημα γιατί δεν δόθηκε τότε άδεια από τον Υπουργό Δικαιοσύνης ώστε να εκτελεστεί στην Ελλάδα η τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση υπέρ των θυμάτων του Διστόμου.
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι το θέμα έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις, όπως μαρτυρούν οι γεμάτες πλατείες σε όλη την Ελλάδα, οι εκατοντάδες εκδηλώσεις και συνέδρια, τα δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου αλλά και το γεγονός ότι για πρώτη φορά η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών κατέστη κεντρικό ζήτημα στις πρόσφατες ευρωεκλογές (στις οποίες πρώτευσε σπάζοντας κάθε ρεκόρ σταυρών ο Μανώλης Γλέζος), εντούτοις δεν έχει υπάρξει, ακόμη, επίσημη παρέμβαση από την κυβέρνηση ή κάποια ουσιαστική πρόοδος.
Πέραν πάσης αμφιβολίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο μόνος Πρωθυπουργός που διεκδίκησε τις γερμανικές οφειλές. Δυστυχώς δεν πρόλαβε, καθώς πέντε μέρες μετά την επίδοση της ρηματικής διακοίνωσης, στις 19.11.1995, εισήχθη βαριά άρρωστος στο Ωνάσειο… Για τον βαθιά Έλληνα, Ευρωπαίο και δημοκράτη Ανδρέα, η διεκδίκηση, πέραν από πράξη εθνικής αυτογνωσίας αποτελούσε και προϋπόθεση για να κλείσει οριστικά η σελίδα του ναζισμού και να αγωνιστούν οι δύο χώρες και οι δύο λαοί με ειρήνη, φιλία και συνεργασία στην οικοδόμηση μιας άλλης, πολιτικά ενιαίας, δημοκρατικής και κοινωνικήςΕυρώπης. Μιας Ευρώπης σε πλήρη αντίθεση με τη σημερινή πραγματικότητα της γερμανικής Ευρώπης – δυνάστη των λαών και των πολιτών.
Σήμερα, μετά από τα «πέτρινα χρόνια», όπου οι οικογένειες των θυμάτων, οι αντιστασιακές οργανώσεις και το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης αγωνίζονταν σχεδόν μόνες τους, ο αγώνας της διεκδίκησης έχει πάρει φωτιά και συναντά πλέον την καθολική αποδοχή από την ελληνική κοινωνία αλλά και τη συνεχώς διευρυνόμενη υποστήριξη από οργανώσεις και πολίτες μέσα στην ίδια τη Γερμανία. Απαιτείται, τώρα, αγώνας για την περαιτέρω διεθνοποίηση του ζητήματος αλλά και για την ανάληψη από την κυβέρνηση και την πολιτική τάξη της χώρας στο σύνολό της ρητών δεσμεύσεων και συγκεκριμένων πρωτοβουλιών για την εκπλήρωση του ανεκπλήρωτου αυτού χρέους απέναντι στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, τον ελληνικό λαό, τη μνήμη και την ιστορία. Αυτό είναι, άλλωστε, και ένα από τα θετικά της αγωνιστικής πολιτικής κληρονομιάς του Ανδρέα Παπανδρέου.
Σε πείσμα των καιρών, τιμούμε τη μνήμη του Ανδρέα, εμπνεόμαστε από το όραμά του, διδασκόμαστε από τα λάθη του και συνεχίζουμε αταλάντευτα τον αγώνα για τη διεκδικηση των γερμανικών οφειλών, έναν αγώνα πατριωτικό και διεθνιστικό για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και δημοκρατία. Πυξίδα μας στη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών είναι η δήλωση του Μανώλη Γλέζου από το βήμα της Βουλής (επίσης στις 17.8.1982): «Δεν ζητάμε αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης προς ίδιο όφελος των αγωνιστών της. (…) Ζητάμε, η πολιτεία να αποκαταστήσει τον εαυτό της απέναντι στην εθνική μνήμη.».
του Αριστομένη Ι. Συγγελάκη
Μέλος της Σ.Ε. του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου