ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ, Η ΧΟΥΝΤΑ, ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ,
ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ
«Η ζωή μας είναι σουγιαδιές» έγραψε η Κατερίνα Γώγου. Το ποίημα της αυτό «έντυσε» την σκηνή της ταινίας «Παραγγελιά» που εξιστορεί το φονικό στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» με πρωταγωνιστή τον Νίκο Κοεμτζή. Όλα ξεκίνησαν από ένα ζεϊμπέκικο. Μια παραγγελιά. Ή μήπως όχι…
Το ζεϊμπέκικο παρά τα όσα έχουν επικρατήσει στη σύγχρονη εποχή είναι ένας δύσκολος χορός. Δεν έχει βήματα. Όχι
τυχαία. Στην ουσία είναι ένας ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση. Είναι λεβέντικος χορός αλλά ταυτόχρονα είναι και η σωματική έκφραση της ήττας. Είναι το άχτι του χορευτή για όλα τα δεινά του. Δεν είναι άσχετο πως μόνο το ζεϊμπέκικο έχει προκαλέσει τόσους σαματάδες σε μαγαζιά. Πότε κανείς δεν πλακώθηκε για ένα… τσιφτετέλι.
Ένα ζεϊμπέκικο είναι και η αφορμή για ένα από τα μεγαλύτερα φονικά που έχουν γίνει σε νυχτερινά κέντρα στην Αθήνα. Η αφορμή, όμως… Οι αιτίες είναι όλα αυτά που ο χορευτής κρατά καλά κρυμμένα κάτω από το ζεϊμπέκικο.
«Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε…»,
Φεβρουάριος 1973. Απόκριες. Ο Νίκος Κοεμτζής έχει μόλις βγει από τη φυλακή όπου εξέτισε ποινή για μικροκλοπές. Μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Δήμο, και την παρέα τους βγαίνουν να διασκεδάσουν. Πάνε στο θρυλικό νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα».
Η νύχτα περνούσε μέσα από διάφορες εντάσεις εξαιτίας και ενός τσακωμού που είχε προηγηθεί μεταξύ του Ν. Κοεμτζή και της τότε συντρόφου του Σοφίας Χαρατζή. Ο Νίκος ζητάει από τον Δήμο στον οποίο είχε τρομερή αδυναμία να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για «πάρτη» του. Ο μικρός πάει στην ορχήστρα και ζητάει τις «βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη.
Ο Κώστας Καρουσάκης που τραγουδούσε εκείνη την ώρα αρνείται ευγενικά λέγοντας πως αφενός δεν γνωρίζει το τραγούδι και αφετέρου επειδή το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο δεν θα δεχόταν παραγγελιές. Ο Δήμος κατεβαίνει από την πίστα απειλώντας πως «θα τα σπάσουν όλα». Στη συνέχεια το μικρόφωνο παίρνει ο Τάκης Αθανασιάδης στον οποίο πάει ο Δήμος και του ζητάει τις «βεργούλες» ή ένα παλιό ρεμπέτικο τραγούδι: «την ζούλα μ’ ανεκάλυψαν».
Τότε και προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού Δημήτρης Σχίζας δίνει εντολή να εκτελεστεί η παραγγελιά και καλεί τον κόσμο να κατέβει από την πίστα.
Ο «άγραφος νόμος» της νύχτας λέει πως στην παραγγελιά χορεύεις μόνος. Μια παρέα αστυνομικών, όμως, που διασκεδάζει στο ίδιο μαγαζί έχει διαφορετική άποψη. Και εκείνη την εποχή η αστυνομία ήταν ο «Νόμος». Οι αστυνομικοί σηκώνονται και παρενοχλούν τον Δήμο την ώρα που εκείνος χορεύει. Εκείνος αντιδρά και εκείνοι τον σπρώχνουν με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στα σπασμένα πιάτα, να τραυματιστεί και να σκιστεί το σακάκι του.
Κάπως έτσι ξεκίνησε το κακό...
Ο Νίκος σηκώνεται, ανοίγει την φαλτσέτα του και σαν σε αμόκ ανεβαίνει πάνω στην πίστα και «θερίζει» όποιον έβρισκε μπροστά του. Αποτέλεσμα; Τρείς νεκροί και επτά τραυματίες. Από εκείνο το μακελειό έχασαν την ζωή τους ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, 28 ετών, ο αστυφύλακας Δημήτρης-Μιχαήλ Πέγιας, 31 ετών, (αμφότεροι υπηρετούσαν στο Α/Τ Άνω Λιοσίων και ήταν εκτός υπηρεσίας) αλλά και ο φανοποιός Γιάννης Κούρτης, 34 ετών, που επίσης διασκέδαζε με την παρέα των αστυνομικών.
Τα παιδικά χρόνια του Κοεμτζή και ο κομμουνιστής πατέρας του
Ο Νίκος Κοεμτζής (ή Κουγιουμτζής) γεννήθηκε στο Αιγίνιο Πιερίας στις 17 Ιανουαρίου του 1938. Ο Νίκος είχε δύσκολά παιδικά χρόνια. Φτώχεια, ανέχεια, κακουχίες και δυσκολίες. Ακόμα και το να βρεθεί ένα πιάτο φαγητό για την οικογένεια ήταν μια αγωνία σε ημερήσια διάταξη όπως άλλωστε και σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας εκείνη την εποχή.
Ο πατέρας του είχε χαρακτηριστεί κομμουνιστής γιατί είχε βγει στο βουνό με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Το 1945 οι «χωροφύλακες» κυριολεκτικά «σπάζουν στο ξύλο» τον πατέρα του μικρού Νίκου μπροστά στα παιδιά του. Από τότε ο Νίκος Κοεμτζής σιχαινόταν όποιον φορά στολή, όπως ο ίδιος είχε πει. Ο πατέρας του μπαίνει φυλακή ως πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και μετά την αποφυλάκισή του η πολυμελής οικογένειά του μετακομίζει κυνηγημένη «από χωρίου εις χωρίον».
Όλα αυτά σημαδεύουν τα παιδικά χρόνια του Κοεμτζή. Ο νεαρός Νίκος αποκτά τάσης φυγής και το λέει στον πατέρα του ο οποίος, όμως, τον αποθαρρύνει λέγοντάς του πως «όπου και να πας ο φάκελος θα σε ακολουθεί».
Εκείνος όμως φεύγει. Μετά από πολλές περιπέτειες το 1958 φτάνει στην Αθήνα και πιάνει δουλειά. Ο εργοδότης του κάποια στιγμή παύει να τον πληρώνει και εκείνος του κάνει μήνυση. Το δικαστήριο παίρνει πολλές αναβολές και ο Κοεμτζής παίρνει τον νόμο στα χέρια του. Ξυλοκοπεί το αφεντικό του και τον κλέβει. Μετά από λίγο συλλαμβάνεται. Όταν φτάνει στην Ασφάλεια και διαπιστώνεται πως είναι γιός αντάρτη τον περιμένει ιδιαίτερη… «περιποίηση». Αυτό ήταν η αρχή για να πάρει ο Νίκος τον στραβό δρόμο. Τίποτα πλέον δεν θα είναι ίδιο...
Η πρόταση για να γίνει «χαφιές» της Ασφάλειας
Όταν η δικτατορία ήταν πανίσχυρη ο Νίκος δέχθηκε μια πρόταση που έμελλε να τον σημαδέψει. Όπως ο ίδιος έχει πει, είχε γίνει πλέον για τους αστυνομικούς κάτι σαν «συνήθης ύποπτος». Για οτιδήποτε γινόταν, λίγο αργότερα ο Κοεμτζής βρισκόταν στο Τμήμα για να δώσει εξηγήσεις.
Σε μια από αυτές τις επισκέψεις οι αστυνομικοί της Ασφάλειας του είπαν πως: «αφού είσαι καμένο χαρτί γιατί δεν έρχεσαι να δουλέψεις για εμάς. Θα μας λες όσα ξέρεις ή ακούς και εμείς θα σε προσέχουμε. Θα έχεις και τα τυχερά σου»!
Ο Νίκος Κοεμτζής, ο γιός του αντάρτη του ΕΛΑΣ, θεώρησε την συγκεκριμένη πρόταση προσβολή και αρνήθηκε. Από τότε η ζωή του έγινε ακόμα πιο δύσκολη και το ξύλο περισσότερο.
Ακόμα και για εκείνη την μοιραία νύχτα στην «Νεράιδα» ο Νίκος Κοέμτζής έλεγε πως οι αστυνομικοί τον αναγνώρισαν (όπως τους αναγνώρισε και εκείνος) και γι’ αυτόν τον λόγο έγινε το κακό. «Όταν το αδερφάκι μου τους ζήτησες να κατέβουν κάτω για να χορέψει εκείνοι του απάντησαν: Τι είπες ρε Κοεμτζάκι; Θες και ειδική παραγγελιά; Ετοιμάσου και εσύ και μάγκας ο αδερφός σου να φάτε την ξεφτίλα της ζωής σας» είχε πει ο Ν. Κοεμτζής σε τηλεοπτική του συνέντευξη.
Ουδέποτε ο Νίκος Κοεμτζής έδωσε πολιτικά κίνητρα στο μακελειό που προκάλεσε. «Ήμουν μεθυσμένος. Θόλωσα» είπε στη δίκη. Ουδέποτε, όμως, ξεκόψε και τα όσα έγιναν από το μίσος που είχε για οποιονδήποτε ένστολο δεδομένου πως στο πρόσωπό τους έβλεπε την εξουσία που τον καταδίωκε σε κάθε του βήμα.
Η σύλληψη, η καταδίκη και το τέλος
Λίγα 24ωρά μετά το μακελειό ο Κοεμτζής συλλαμβάνεται στη Δάφνη ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Όταν τον περικύκλωσαν οι αστυνομικοί, με επικεφαλής τον Παναγιώτη Δρανά, (τους οποίους ειδοποίησε ο άνθρωπος που υποτίθεται πως θα τον φυγάδευε), εκείνος έβγαλε μαχαίρι και τους απειλούσε πως αν δεν τον σκοτώσουν θα τους σκοτώσει. Ο αστυνομικός Κίμων Σωτηρόπουλος τον πυροβόλησε στο πόδι και η καταδίωξη έληξε.
Στον ανακριτή Σταύρο Κουτελιδάκη τόνισε: «Ζητάω συγγνώμη. Ξέρω ότι δεν αλλάζει κάτι αλλά ζητάω συγγνώμη. Επισπεύστε τις διαδικασίες για να εκτελεστώ»…
Λίγο αργότερα ξεκίνησε η δίκη του η οποία ολοκληρώθηκε τρείς ημέρες πριν το ξέσπασμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ο Νίκος Κοεμτζής καταδικάζεται τρεις φορές σε θάνατο και επτά φορές σε ισόβια. Μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Αύγουστο του ’72 είχε εκτελεστεί ο Βασίλης Λυμπέρης, ο οποίος είχε καταδικαστεί τέσσερις φορές σε θάνατο. Είχε βάλει φωτιά, στο σπιτικό της γυναίκας του στο Χαλάνδρι, καίγοντας την εν διαστάσει 24χρονη σύζυγο, την 54χρονη πεθερά και τα δυο του παιδιά, ηλικίας 2,5 και ενός έτους.
Επί σχεδόν τρία χρόνια, ο Κοεμτζής ζούσε με το ενδεχόμενο της εκτέλεσης του. Γλύτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, όταν η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια. Ο αδερφός του, Δήμος, καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή ενώ ο τρίτος της παρέας, Θωμάς Καραμάνης, αθωώθηκε.
Στις 31 Μαρτίου 1996 το δικαστικό συμβούλιο Πάτρας αποφυλακίζει τον Νίκο Κοεμτζή υπό όρους. Έκτοτε ζούσε πουλώντας το βιβλίο με την αυτοβιογραφία του σε διάφορα σημεία στο κέντρο της Αθήνας - ένα από τα «πόστα» του έξω από τα δικαστήρια της πρώην Σχολής Ευελπίδων ενώ ένα άλλο ήταν στο Μοναστηράκι.
Σε εκείνο το βιβλίο έγραψε για την ιστορία της Νεράιδας: «Έψαχνα να βρω μια λύση, να διορθώσω το κακό που σκόρπισα... Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα... Κι ούτε τώρα μπορώ, αν και αγωνίζομαι ακόμα... Ως φαίνεται την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου