Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απατεώνας < αρχαία ελληνική ἀπατεών < ἀπατάω (: εξαπατώ, απατώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απατεώνας αρσενικό (θηλυκό: απατεώνισσα)
- το πρόσωπο που ξεγελάει κι εξαπατά συστηματικά τους άλλους για δικό του όφελος, με το να εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη, την καλή διάθεση που δείχνουν ή την αφέλειά τους
[άνθρωπος που εξαπατά συστηματικά τους άλλους] απατεώνας: αδίστακτος / σεσημασμένος απατεώνας λωποδύτης: πρόκειται για μεγάλο λωποδύτη,
έχει εξαπατήσει πολλούςλοβιτουρατζής παπατζής ματσαράγκας μπαγαμπόντης μπαγαπόντης παγαπόντης βαγαπόντης αρπάχτρα λαμόγιο: τα λαμόγια του χρηματιστηρίου λαμόγιας μασκαράς: πώς έμπλεξες με τέτοιο μασκαρά; φιδέμπορας εμπαίκτης: εμπαίκτες του λαού [αδίστακτος απατεώνας] θεομπαίχτης αετονύχης [απατεώνας που εξαπατά τους άλλους κάνοντας επίδειξη ανύπαρκτων γνώσεων, θαυματουργικών ικανοτήτωνή προσόντων] αγύρτης καμποτίνος κομπογιαννίτης θαυματοποιός: πλανόδιος θαυματοποιός τσαρλατάνος [πλανόδιος θαυματοποιός] σαλτιμπάγκος [αυτός που εξαπατά τους άλλους με διάφορα τεχνάσματα] ταχυδακτυλουργός: μου πάσαρε σάπια μήλα, ο ταχυδακτυλουργός [αυτός που διαπράττει μικρής σημασίας απάτες] μικροαπατεώνας απατεωνίσκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου