Στις 27 Αυγούστου 1922 τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη της Σμύρνης και ξεκίνησε η μεγάλη καταστροφή που αφάνισε το ελληνικό στοιχείο της πόλης,οδηγώντας 1.5 εκ. Έλληνες ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.
Τρία χρόνια πριν, είχε πραγματοποιηθεί η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη εν μέσω ενθουσιώδους υποδοχής από το πλήθος. Οι Αρμένιοι και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας έβλεπαν τους Έλληνες στρατιώτες ως σωτήρες. Η Φιλιώ Χαιδεμένου πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία και ιδρύτρια του Λαογραφικού Μικρασιατικού Μουσείου στο Άλσος Νέας Φιλαδέλφειας είχε πει για την υποδοχή των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919:
"Όλη νύχτα ράβαμε σημαίες. Θέλαμε τους Έλληνες να τους ντύσουμε να τους βάλουμε στα σπίτια μας. Οι μικρασιάτες τους υποδέχτηκαν σαν Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Με αγκαλιές, λουλούδια και γλυκά τους υποδέχτηαν. Οι γυναίκες είχαν βγάλει τα στεφάνια τους και στεφάνωναν τους ναύτες. Αυτή η χαρά που αισθανθήκαμε δεν λέγεται με λόγια. Τα δικά μας παιδιά πηγαίναν εθελοντές. Τρία χρόνια περάσαμε με τους Έλληνες",
Σε διάστημα τριών ετών οι ελληνικές γραμμές είχαν επεκταθεί στα ενδότερα της Μικράς Ασίας. Τον Αύγουστο του 1921 ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν μόλις 100χλμ έξω από την Άγκυρα, όπου ήρθαν αντιμέτωπες με τον Μουσταφά Κεμάλ ο οποίος ανάγκασε τα ελληνικά στρατεύματα σε υποχώρηση. Για τον επόμενο χρόνο οι ελληνικές δυνάμεις καθηλώθηκαν στις όχθες του Σαγγάριου.
Τον Αύγουστο του 1922 ξεκίνησε η μεγάλη αντεπίθεση των Τούρκων και ο ελληνικός στρατός άρχισε να εγκαταλείπει την ενδοχώρα, κατευθυνόμενος προς την Σμύρνη. Στις 26 Αυγούστου τα ελληνικά στρατεύματα πήραν εντολή από την ελληνική κυβέρνηση να εκκενώσουν τη Μικρά Ασία. Τα ατμόπλοια "Βυζάντιον" και "Κύκνος" περίμεναν τους στρατιώτες στην προκυμαία της Σμύρνης, όπου οι Έλληνες τους αποχαιρέτησαν με λυγμούς. Μια ημέρα μετά οι Τούρκοι εισήλθαν στην πόλη και ακολούθησε η μεγάλη καταστροφή.
Η καταστροφή της Σμύρνης
Σύμφωνα με τον Αμερικανό συγγραφέα Edward Bierstadt: ''Οι πρώτοι που εισήλθαν ήταν ντυμένοι στα μαύρα, φορούσαν μαύρα φέσια με κόκκινο μισοφέγγαρο και άστρο, ήταν έφιπποι και έφεραν μακριά γιαταγάνια. Με σηκωμένο το ένα χέρι, φώναζαν στους κατοίκους να μη φοβούνται. Αλλά οι κάτοικοι της Σμύρνης, γνωρίζοντας τη φήμη των Τούρκων, ήταν κατατρομοκρατημένοι. Όλο το πρωί τα τουρκικά στρατεύματα παρέλαυναν στην πόλη και, γύρω στις 15.00 το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου, άρχισαν τις λεηλασίες, τους βιασμούς και τους φόνους, που δεν είναι δυνατό να περιγραφούν με λέξεις''.
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι, το οποίο βρισκόταν έντεκα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης , που συγκέντρωσε το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών:
«…Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπίστηκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Εφταναν οι στρατιώτες ξυπόλυτοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Ελληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες… Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε.
Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε.
Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Εριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Επαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ηταν φοβερό. Οσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Εβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!».
Οι θηριωδίες του τουρκικού στρατού ξεκίνησαν στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου. Ο πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη George Horton, είχε περιγράψει τη σφαγή ως εξής:
''Οι δρόμοι, που οδηγούσαν στην αρμένικη συνοικία, φυλάγονταν από Τούρκους στρατιώτες. Όσο διήρκησε η σφαγή, δεν επετράπη σε κανέναν η είσοδος. Οι συγκλονιστικότερες στιγμές της τραγωδίας εκτυλίχθηκαν στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου είχαν καταφύγει περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι. Οι Τούρκοι ζήτησαν από τους εγκλείστους να εξέλθουν και να παραδοθούν, οι δε Αρμένιοι, γνωρίζοντας, τι τους περίμενε, αρνήθηκαν. Δέχθηκαν τότε πυρά και χειροβομβίδες, ενώ στη συνέχεια οι Τούρκοι εισέβαλαν στον περίβολο και εντός του ναού, κατασφάζοντας και εκτελώντας. Όσοι επέζησαν, οδηγούντο, ανά 100 άτομα, στην πλατεία Διοικητηρίου, όπου και δολοφονούντο εν ψυχρώ από τα τουρκικά εκτελεστικά αποσπάσματα''. Όπως είχε γράψει ο Αμερικανός Πρόξενος: «Ένα από τα δυνατώτερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι άνηκα στο ανθρώπινο γένος».
Ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux, είχε περιγράψει στο βιβλίο του «Οι τελευταίες μέρες της Σμύρνης:
«Φτάνουμε έτσι στην τραγική μέρα της πυρκαγιάς. Εδώ πρέπει να καταθέσουμε πριν απ’ όλα τη μαρτυρία ενός Ευρωπαίου (που επιθυμεί να μη δημοσιευθεί το όνομά του), ο οποίος δέχθηκε εκείνο το πρωί από το στόμα των γιων του Τούρκου δημάρχου της Σμύρνης, με τους οποίους είχε σχέσεις, τη διαβεβαίωση πως δεν υπήρχε φόβος για τίποτα, διότι η φωτιά, όπως του είπαν, δε θα έκαιγε παρά μόνο την αρμενική συνοικία. Τη φωτιά την έβαλαν πράγματι μετά από ώριμη σκέψη και προμελέτη στην αρμενική συνοικία την Τετάρτη, λίγο μετά το μεσημέρι. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κ.κ. Γ. Αποσπέρη και Δ. Πετρόχειλου, αλλά και της κυρίας Μαργαρίτας Γκαβανά, τη φωτιά την έβαλαν διαδοχικά (ανά τέταρτο της ώρας) πρώτα στην αρμένικη περιοχή, μετά στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου, μετά στην αρμένικη εκκλησία, στη συνοικία των Μεγάλων Ταβερνών, στη συνοικία της Αγοράς, στις συνοικίες Άγιος Νικόλαος, Ελ-μάς σοκάκ, Άγιος Δημήτριος. Εκπυρσοκροτήσεις συνόδευαν το άναμμα κάθε εστίας της πυρκαγιάς.
Ο Γάλλος μάρτυρας που, όπως αναφέρθηκε από τη ‘’Revue de Paris’’ αποβιβάστηκε στο Κορδελιό το πρωινό της 13ης του μηνός, είχε σημειώσει πως οι στρατιώτες που περνούσαν, γίνονταν όλο και πιο αλαζόνες. Δεν ήταν πια οι γενναίοι Τούρκοι της Σμύρνης που ξέραμε, αλλά ορεσίβιοι απ’ την ενδοχώρα, που ο Κεμάλ είχε προσελκύσει με υποσχέσεις για λεηλασίες. Δεν έβλεπαν καμιά διαφορά μεταξύ Ελλήνων, Αρμενίων ή Ευρωπαίων. Γι’ αυτούς όλοι ήταν ‘’γκιαούρηδες’’ ή χριστιανοί. Χτυπούσαν ή σκότωναν όσους δύστυχους συναντούσαν στον δρόμο και απήγαν όλες τις γυναίκες».
Η Φιλιώ Χαιδεμένου σε συνέντευξή της στην Αναστασία Παρετζόγλου στο βιβλίο "Η Ελλάδα είναι Γυναίκα" είχε αναφέρει:
"Στα Βουρλά το κακό ξεκίνησε στις 29 Αυγούστου. Μπήκαν οι Τούρκοι στα σπίτια μας και μας έβαλαν φωτιά. Αργότερα μας είπαν ότι ήταν αντάρτες και μετά ήρθε ο τακτικός στρατός και μας μάζεψε. Μας έπιασαν όλους μαζί, τον πατέρα μου τον έσφαξαν, τον αδερφό μου τον έκαψαν, τους νέους τους μάζεψαν και τους πήραν στην Ανατολή. Όταν φύγαμε ήταν 16 Σεπτεμβρίου. Η αλήθεια είναι ότι οι Τούρκοι γείτονές μας δεν έφταιγαν σε τίποτα. Ήταν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους και κλαίγανε κι αυτοί για το κακό που μας βρήκε. Το ποιος φταίει θα το πω με ένα στίχο από το ποίημα "Της Καταστροφής": "Δε νίκησαν την Ελλάδα οι Τούρκοι. Δεν μπορούσαν. Μα δε ήταν κι άνθρωποι. Την Ελλάδα νίκησαν, αδόξως, διχασμός, Λεβαντίνοι κι Ευρώπη". Ο Βενιζέλος έκανε τη μεγαλύτερη καταστροφή. Μέσα στη φλόγα του πολέμου, έπρεπε να γίνουν εκλογές στην Ελλάδα;».
Δείτε τη συγκινητική μαρτυρία της Μικρασιάτισσας Φιλιώς Χαϊδεμένου στην εκπομπή Σαν Παραμύθι της ΕΡΤ το 1999:
Πληροφορίες: αρχείο ΕΡΤ/Lifo/pentapostagma.gr/wikipedia/kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου