Κρίνουμε τους τουρίστες από τις μπουκιές τους: πόσα πιάτα παράγγειλαν, πόσες μερίδες μοιράστηκαν. Οδηγούμαστε σε αφορισμούς σχετικά με την ανθρώπινη φύση «οι Γάλλοι είναι τσιγγούνηδες» και σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις «οι Γερμανοί λιμπίζονται το σαγανάκι της διπλανής παρέας».
Αμέσως μόλις αρχίζει η άφιξη επισκεπτών από άλλες χώρες, αρθρώνονται βαθυστόχαστες οικονομικές αναλύσεις, για ζευγάρια που μοιράζονται έναν μουσακά και μια σαλάτα πίνοντας νερό. Η λιτή παραγγελία παρουσιάζεται ως τεκμήριο μίζερης ζωής, σε αντιδιαστολή με τον Έλληνα που θα πάρει τον μισό κατάλογο, θα αφήσει φεύγοντας μισογεμάτα πιάτα, φαγητό στα σκουπίδια, και θα πληρώσει περισσότερα από όσα ήταν απαραίτητο για να χορτάσει. Πιθανώς να πληρώσει και με δανεικά, με κάρτα. Έχει γαλουχηθεί με διακοποδάνεια, εορτοδάνεια, πιστωτικές που τις έδιναν οι τράπεζες σε περαστικούς στήνοντας τραπεζάκια στους δρόμους, σαν να πουλάνε κουπόνια για φεστιβάλ του «Οδηγητή».
Η κριτική της παραγγελίας των ξένων είναι κριτική του μέτρου. Δηλαδή από τη μια πλευρά διεκδικούν τους επτά σοφούς,
τον Κλεόβουλο και το γνωμικό «μέτρον άριστον» και από την άλλη αρνούνται να το υιοθετήσουν ως κανόνα της καθημερινής ζωής. Επαινούν τη χυδαιότητα της αμετροέπειας, της σπατάλης, της υπερκατανάλωσης, επαινούν την εικόνα ατόμων που τσιμπολογάνε από δέκα πιάτα ταυτόχρονα, επειδή αυτή είναι η καλή ζωή, ο φαταούλας είναι το πρότυπο, ο κιμπάρης, που θα ξοδεύει σαν να μην υπάρχει αύριο.
Η σύγκριση των δυο εικόνων, των λιτοδίαιτων, μετρημένων αλλοδαπών που κάθονται δίπλα από παρέες με υπερφορτωμένα τραπέζια και «φέρε άλλη μια μπεκρή μεζέ» οδηγεί σε σύγκριση νοοτροπιών. Να σημειωθεί δε ότι τα σχόλια περί ορέξεως καταλήγουν σε σύγκριση οικονομικών μεγεθών, «παίρνουν τετραπλάσιο μισθό αλλά δεν ξοδεύουν τίποτα», «τρώνε μεγάλο πρωινό στο ξενοδοχείο για να μην ξοδεύουν την υπόλοιπη ημέρα», «μετράνε ακόμα και το κέρμα που θα ξοδέψουν». Αυτά καταλήγουν σε αξιολογήσεις για το εθνικό χρέος «θα μας τα πάρουν όλα, δεν θα μας πάρουν τη θάλασσα».
Η χρηστή διαχείριση των οικονομικών δεν αποτελεί προτεραιότητα στην εκπαίδευση των ελληνόπουλων. Και δεν μιλάμε για τα χρόνια της κρίσης, οι διαπιστώσεις αφορούν τις γενιές που μεγάλωσαν στη μεταπολίτευση. Πόσοι φοιτητές εργάζονταν τα καλοκαίρια για να έχουν χαρτζιλίκι; Πόσοι έκαναν κάτι τα απογεύματα ώστε να έχουν ανεξαρτησία; Οι πλειονότητα ενηλικιώθηκε λαμβάνοντας επιδόματα από τους γονείς, όπως ακριβώς το ελληνικό κράτος ευημερούσε από τα ευρωπαϊκά πακέτα, από τις επιδοτήσεις, από τα προγράμματα ανάπτυξης. Η κακομαθησιά στο μεγαλείο της, σε οικογενειακό και κρατικό επίπεδο.
Όλα αυτά βεβαίως αποτελούν γενικότητες, είναι διαπιστώσεις που προκύπτουν παρατηρώντας τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι όμως θα συμφωνήσουν με την αξιολόγηση, είτε θεωρούν ότι παραγγέλνοντας όλο το μαγαζί είναι δείγμα καλοπέρασης είτε θεωρούν ότι τούτο είναι μια συνήθεια χυδαίας υπερβολής: Οι συνήθειές μας στο τραπέζι προδίδουν τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία γενικότερα.
Γράφει η Λώρη Κέζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου