Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Ο ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μετά τη λαίλαπα της Μικρασιατικής Καταστροφής που επέφερε αναπόφευκτα τη γενοκτονία και το βάρβαρο ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού από το κεμαλικό νεοτουρκικό καθεστώς, η ανάληψη της ηγεσίας του τόπου πέρασε στα χέρια της Επαναστατικής Επιτροπής που σχηματίστηκε στα παραμεθόρια νησιά του Αιγαίου πελάγους, Χίος και Λέσβος, που είχαν καταφύγει τμήματα του Ελληνικού στρατού και της Ελληνοστρατιωτικής ηγεσίας του Καταρρεύσαντος Μικρασιατικού Ελληνικού μετώπου.
Η νέα τριμελής επαναστατική ηγεσία με τους συνταγματάρχες Νικ. Πλαστήρα και Στυλ. Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δημ. Φωκά απαίτησε:
• Την άμεση παραίτηση του βασιλέα Κων/νου και της πανικόβλητης εν διαλύσει κυβέρνησης των Αθηνών.
• Τη σύλληψη των πρωταιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής και την παραπομπή τους σε δίκη,

ενώπιον έκτακτου Στρατοδικείου με το κατηγορητήριο της “Εσχάτης Προδοσίας”.
• Σχηματισμό νέας προσωρινής κυβέρνησης και άμεση ενίσχυση του Θρακικού Μετώπου και τέλος ζήτησε από τον Βενιζέλο που βρισκόταν στο Παρίσι να αναλάβει την εκπροσώπηση της χώρας στις πολιτικές διαπραγματεύσεις στο εξωτερικό που θα ακολουθούσαν και επιστρατεύοντας την διπλωματική του εμπειρία να περιορίσει την βουλιμία των Τούρκων, που ως νικητές ήταν αδιάλλακτοι και διεκδικούσαν τα πάντα…
Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΣΤΑ ΜΟΥΔΑΝΙΑ: 21 Σεπτεμβρίου – 3 Οκτωβρίου 1922
Ο Βρετανικός παράγοντας στην ανακωχή των Μουδανιών που υπέγραψε, με κύριο ενδιαφέρον του την τύχη των Στενών, διευθέτησε με τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους, Γαλλία – Ιταλία -Τουρκία, έστω και προσωρινά, θέματα γεωπολιτικού Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος της εγγύς Ανατολής και οριοθέτησε “ερήμην της Ελλάδος” -δεν παρέστη η Ελληνική αντιπροσωπία- τη νέα συνοριακή γραμμή, Έβρος ποταμός μεταξύ νικητή – ηττημένου· αφού προηγουμένως παραδόθηκε στην Τουρκία η Ανατολική Θράκη και υποχρεώθηκε το Ελληνικό στοιχείο να εγκαταλείψει την περιοχή.
Τέλος, δρομολογήθηκε η Συνδιάσκεψη της Λωζάννης όπου, θα συνήρχοντο αντιπροσωπείες από άλλα κράτη για να παρθούν ευρύτερες και μόνιμες λύσεις για τη νέα τάξη πραγμάτων που δημιούργησε ο Μικρασιατικός πόλεμος (1919 – 1922).
Εστω και με καθυστέρηση, θα αποδεχθεί το όλο πλαίσιο, όσων υπεγράφησαν στα Μουδανιά, η Ελληνική πλευρά, μιας και υπήρχε καταφανής η αδυναμία της για κάθε αντίσταση.
Η πατρίδα μας ηττημένη και ανίσχυρη κινδύνευε ακόμη και για τα χειρότερα…
Η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ: 1η Νοεμβρίου 1922 – 24 Ιουλίου 1923
Η συνδιάσκεψη της Λωζάννης σηματοδότησε για το Έθνος μας μία νέα ευκαιρία να διαπραγματευθεί την τύχη του με την αποστολή μιας πολυμελούς εθνικής αντιπροσωπείας, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Ελ. Βενιζέλος και που στόχευε να διασώσει την τιμή της πατρίδας και να σώσει ό,τι μπορούσε να περισωθεί.
«Εφθάσαμε στη Λωζάννη», γράφει ο διπλωμάτης Δημήτριος Κακλαμάνος, «μίαν ομιχλώδη μελαγχολικήν αυγήν του Φθινοπώρου, όλοι εμείς, οι συνοδεύοντες τον μαρτυρικόν ήρωα εις τον διπλωματικόν Γολγοθά, είχαμε το πένθος εις την ψυχήν. Αλλά διαισθανόμεθα ότι την καρδίαν εκείνου συνέθλιβε διπλήν οδύνη. Η οδύνη της πατρίδος και η οδύνη του δημιουργού που βλέπει το δημιούργημά του σωριασμένον εις ερείπιαν…»
Το μεγαλεπήβολο εθνικό οικοδόμημα της Συνθήκης των Σεβρών «Η Ελλάς των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών», είχε καταρρεύσει. Η νέα συνδιάσκεψη θα αναθεωρούσε την προαναφερόμενη Συνθήκη.
Ο Βενιζέλος θέτει τον εαυτόν του στην υπηρεσίαν της πατρίδας, έχοντας απέναντί του τα «ιερά τέρατα» του διεθνούς πολιτικού στίβου, τον Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ, τον Αγγλο υπουργό Εξωτερικών λόρδο Κώρζον, τον εκπρόσωπο της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού, αντιπροσώπους Ρουμανίας, Σερβίας, Ιαπωνίας κ.ά.
Στη διάσκεψη ακόμη, παρίστατο και ο μόλις «αναλήψας την εξουσίαν» της Ιταλίας ως duce, Benitto Μουσολίνι.
Η ατμόσφαιρα για την πληγωμένη Ελλάδα ήταν βαριά. Ενώ προ τρία έτη, είχε παραδώσει ο Ελ. Βενιζέλος ως πρωθυπουργός μια Ελλάδα όνειρο, τώρα του άφηναν μια Ελλάδα «εν πλήρει διαλύσει».
Ο άλλοτε θριαμβευτής των Σεβρών και του Νεϊγύ, έπρεπε να κινήσει στη Διάσκεψη της Λωζάννης παλιές συμπάθειες και επιρροές, να ρίξει πάνω στο τραπέζι όλο το προσωπικό του κύρος, την πίστη και το γόητρό του για να ισοφαρίσει με αυτά, όσο ήταν δυνατόν, την αδυναμία της υπόθεσής του.
Ενώ, μόλις ως χθες, διεκδικούσε ολόκληρο τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, τώρα βρίσκεται στη δραματική θέση να δεχθεί ως κάτι αναγκαίο, την μοιραία λύση του οριστικού ξεριζωμού, του ανθηρού εκείνου τμήματος από τις προαιώνιες εστίες του.
Ο Μιχάλης Θεοτοκάς, που συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη με την Ελληνική αντιπροσωπεία θα γράψει για τον Ελληνα επικεφαλής.
«Μόλις την 1η Νοεμβρίου 1922, άρχισε η Συνδιάσκεψις και το έργο της. Ο Βενιζέλος είχεν ήδη, καταστρώσει λεπτομερώς και αριστοτεχνικώς το σχέδιον του αγώνος του επί όλων των Ελληνικών ζητημάτων, ήτοι των ζητημάτων των συνόρων, των νήσων του Αιγαίου της προστασίας των μειονοτήτων και του Πατριαρχείου, της αποκρούσεως της αξιώσεως των Τούρκων περί πολεμικής αποζημιώσεως.
Αλλά επί των καθαρώς ελληνικών ζητημάτων ο Βενιζέλος είχεν αντιληφθεί από την πρώτην στιγμήν ότι τίνες εκ των Συμμάχων ηυνόουν τας τουρκικάς απόψεις κι ότι άλλοι, όσοι εξηκολούθουν να διάκεινται ευμενώς προς ημάς, θα μας εβοήθουν μόνο με συστάσεις και νουθεσίας. Επρεπε να γίνη στρατός αμέσως με κάθε τρόπον, με κάθε θυσίαν. Κι έγινε. Ο Βενιζέλος, χωρίς να χάση στιγμήν, έδωσε τας εντολάς εις τας Αθήνας και προς μεγάλην τιμήν των αρχηγών της Επαναστάσεως του 1922, αι εντολαί του εξετελέσθηκαν με κεραυνοβόλον ταχύτηταν και πατριωτικόν ενθουσιασμόν. Όταν δε ο στρατός παρετάχθη εις τον Έβρον, ο Βενιζέλος ήλλαξεν αμέσως ύφος και στάσιν, επανηύρε τον παλαιόν εαυτόν του. Δεν διαπραγματεύετο πλέον ως ηττημένος αλλ’ ως εμπόλεμος. Ο συντετριμμένος κι αγωνιών άνθρωπος των πρώτων ημερών της Λωζάννης έγινε πάλι εμπνευσμένος αρχηγός ενός ζωντανού έθνους, σφύζων από αδάμαστον ενεργητικότητα και γενναίαν θέλησιν. Από της στιγμής εκείνης η Ελλάδας υδύνατο και πάλιν να ελπίζη εις το μέλλον».
Παραθέτοντας τις προαναφερόμενες απόψεις του Μιχάλη Θεοτοκά, θα προσθέσουμε ότι ο Βενιζέλος πράγματι εργάστηκε νύχτα και μέρα, μελέτησε όλους τους τρόπους και όλα τα ζητήματα, αγωνίσθηκε σ’ επίσημες και ιδιωτικές συνεδριάσεις, για να κερδίσει την εύνοια όλο και περισσότερων αντιπροσώπων.
ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ Ή ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ – 30 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1923
Βέβαια ένα από τα καυτότερα, θέματα που συζητήθηκαν, ήταν το ζήτημα της ανταλλαγής. Προσπάθησε με κάθε τρόπο ο Ελληνας πολιτικός να πετύχει την παλιννόστηση και παραμονή στην Τουρκία των ομογενών Τούρκων υπηκόων και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων που είχαν πριν. Αλλά οι προσπάθειές του δεν καρποφόρησαν, γιατί οι Σύμμαχοι, παρά την αντίδρασή του, ασπάστηκαν την πρόταση της Τουρκίας περί υποχρεωτικής ανταλλαγής. Θα μπορούσε να επιμείνει μέχρι τέλους ο Βενιζέλος στις απόψεις του, αλλά η εμμονή του θα ’ταν άγονη ενέργεια και περισσότερο επιζήμια. Ενώ όλοι θα υπέγραφαν, την παραμονή της εμπόλεμης κατάστασης, την παραμονή στη Μακεδονία 400.000 μουσουλμάνων, τον διωγμό από την Τουρκία των υπόλοιπων Ελλήνων, η μόνη που δεν θα υπέγραφε θα ‘ταν η Ελλάδα. Η υπογραφή, όμως, της Ελλάδας ήταν απαραίτητη, σε περίπτωση που θέλαμε να εξασφαλισθεί η ειρήνη, να τακτοποιήσουμε κάθε εκκρεμή υπόθεση, να περιθάλψουμε τους πρόσφυγες.
Ο Μιχάλης Θεοτοκάς, περιγράφοντας τη σημαντική και δύσκολη θέση του Έλληνα ηγέτη να πάρει μια απόφαση στο θέμα της ανταλλαγής, αναφέρει: «Επρόκειτο περί εξόχως βαρυσημάντου και όντως ιστορικού γεγονότος, μεταβάλλοντος ριζικώς την ζωήν του ελληνισμού κι ο Βενιζέλος εδίστασεν επί μέρας πολλάς ν’ αποφασίση. Γνωρίζω ότι διήλθε κατά τας ημέρας εκείνας μια κρίσιν συνειδήσεως, της οποίας τας φάσεις επληροφορούμην παρ’ αυτού λόγω της ιδιότητάς μου ως πρόσφυγος εκ Κωνσταντινουπόλεως. Αίφνης μιαν ημέραν απεφάσισεν. Και απεφάσισεν, όπως πάντοτε, οριστικώς κι αμετακλήτως, μ’ απόλυτον συνείδησιν των συνεπειών των αποφάσεών του».
Η Σύμβαση της Λωζάννης μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας υπογράφηκε 30 Γενάρη του 1923.
Η Διακρατική αυτή Συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας αποτελείται από 19 άρθρα και θα καταστεί δεσμευτικά ισοδύναμη της Συνθήκη της Λωζάννης (άρθ. 143), 24 Ιουλίου 1923.
Εν ολίγοις, η Σύμβαση της Λωζάννης ρύθμιζε την ανταλλαγή πληθυσμού Ελλάδας- Τουρκίας.
Μα ανταλλαγή μεταξύ Ελλήνων Ορθοδόξων κατοίκων της Τουρκίας και Μουσουλμάνων της Ελλάδας.
Η ανταλλαγή θα ίσχυε αναδρομικά από τη μέρα που κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος (18 Οκτωβρίου 1912). Από την ανταλλαγή εξαιρούντο οι Έλληνες ορθόδοξοι της Κων/πολης και των νήσων Ίμβρου και Τένεδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτ. Θράκης.
Μετά την υπογραφή της Σύμβασης την επομένη ο Ελ. Βενιζέλος θα σπεύσει στη γειτονική Γενεύη, για να ζητήσει τη συνδρομή του Ερυθρού Σταυρού και για να θέσει τις βάσεις για σύναψη δανείου προς αρωγή του προσφυγικού πληθυσμού.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ ΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ
Στις 24 Ιουλίου 1923 υπεγράφη στη Λωζάννη η οριστική συνθήκη Ειρήνης, μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδος και Συμμάχων. Αναθεωρούσε τη Συνθήκη των Σεβρών. Επανακαθόριζε τα σύνορα μεταξύ των μέχρι προτέρας εμπολέμων Ελλάδος – Τουρκίας, διευθετούσε την ανταλλαγή των πληθυσμών, και επέφερε εθνική ομοιογένεια μεταξύ των δύο χωρών.
Σύμφωνα με τους εδαφικούς της όρους, η Τουρκία κέρδισε σε βάρος της Ελλάδος, την Ανατ. Θράκη, ένα μικρό τμήμα της Δυτικής (το τρίγωνο του Καραγάτς), την Ίμβρο και την Τένεδο και φυσικά τη ζώνη της Σμύρνης.
Η Τουρκία υποχρεούτο ακόμη να αποδεχθεί τα Δωδεκάνησα ως ιταλική κτήση και το Καστελόριζο. Τέλος, η Τουρκία παραιτείτο από οποιαδήποτε αξίωσή της στην Αραβία, στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη, στην Συρία, στην Κύπρο και στις Οθωμανικές κτήσεις της Αφρική.
Με συναίσθηση της ευθύνης το τι υπέγραψε λίγες ώρες μετά ο Ελ. Βενιζέλος θα τηλεγραφήσει στον πρωθυπουργό Στυλ. Γονατά και στον αρχηγό της Επαναστάσεως Νικ. Πλαστήρα τα παρακάτω:
«Ευχαρίστως αγγέλλων υμίν ότι σήμερον, μεταμεσημβρίαν, εις την μεγάλην αίθουσαν του Πανεπιστημίου Λωζάννης, υπεγράφη η Συνθήκη της Ειρήνης μετά πασών των σχετικών συμβάσεων, δηλώσεων και πρωτοκόλλων. Η Συνθήκη αύτη, συναφθείσα μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν, δεν σημαίνει ατυχώς ελληνικόν θρίαμβον. Αλλά η Επανάστασις δύναται να είναι υπερήφανος ότι αναδιοργανώσασα εθνικόν στρατόν έδωκε τα μέσα εις την αντιπροσωπίαν της να επιτύχη την συνομολόγησιν εντίμου ειρήνης, ήτις επιτρέπει εις την Ελλάδα να επιστρέψη εις τα έργα της ειρήνης και να αφοσιωθή εις το έργον της εσωτερικής της περισυλλογής. Εάν δια της προσεχούς διεξαγωγής ελευθέρων εκλογών τερματισθή οριστικός ο εμφύλιος πόλεμος, επενέλθη η κανονική λειτουργία του πολιτεύματος και λυθή το προσφυγικόν ζήτημα δι οριστικής εγκαταστάσεως προσφύγων, η Ελλάς δύναται να αποβλέπη μετά εμπιστοσύνης εις καλύτερον μέλλον…»
Σε συνέντευξή του ο Εθνάρχης στην εφημερίδα “ΠΟΛΙΤΙΚΑ” του Βελιγραδίου θα δηλώσει: «Μόλις εις την Λωζάννην υπεγράψαμεν την συνθήκην, δια της οποίας παραιτούμεθα της Μικράς Ασίας, εις την οποίαν είχαμε παραμείνει τόσους αιώνας, είπα εις τον Ισμέτ Ινονού: Αυτή η συνθήκη που υπογράψαμε σήμερον είναι μεταξύ μας μιας πράξις τελειωτική…»
Η συνθήκη της Λωζάννης έγινε στην Ελλάδα δεκτή με ικανοποίηση. Υπήρξε, όμως, και ένα μέρος του Ελληνισμού που την δέχθηκε με πένθος.
Από την ανωτάτη ηγεσία του τόπου, ο Πάγκαλος και ο Χατζηκυριάκος, την θεώρησαν απαράδεκτη και την χαρακτήρισαν “Ανταλκίδειος ειρήνη” (ατιμωτική, προδοτική συνθήκη) .
Ο Ιωάννης Μεταξάς σε έξαρση υπερπατριωτισμού διακήρυττε ότι μόλις αναλάμβανε την εξουσία, θα την ακύρωνε.
Η έντονη αυτή πολεμική,δε μπορούσε να μεταβάλλει τη γενική πεποίθηση, ότι το δύσκολο έργο που ’χε επιτελέσει ο Βενιζέλος και η Ελληνική αντιπροσωπεία στην Λωζάννη ήταν πολύ αξιόλογο και περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο έργο πολιτικού ρεαλισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: