Ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με τη Δημοκρατία, εξ ου και το «Γέρος της Δημοκρατίας» ο Γεώργιος Παπανδρέου άφησε την τελευταία του πνοή την 1η Νοέμβρη του 1968, με την κηδεία του δύο ημέρες αργότερα να μετατρέπεται στην πρώτη μαζική λαϊκή διαμαρτυρία κατά της Χούντας και τη μεγαλύτερη αντιδικτατορική διαδήλωση
Τραγική ειρωνεία, πως την ίδια στιγμή, που ο Παπανδρέου αν και άρρωστος και εξόριστος στο σπίτι του από τους χουντικούς έδινε αγώνες κατά της δικτατορίας και υπέρ της Δημοκρατίας ο… αυτοεξόριστος Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε… εξαφανιστεί και σιωπούσε, για να εμφανιστεί χρόνια αργότερα μετά την κατάρρευση της δικτατορίας και της χούντας των συνταγματαρχών ως… σωτήρας!
Ποιος δεν θα ξεχάσει τις μάχες που έδωσε για να υπερασπιστεί τη Δημοκρατία. Εξάλλου, οι χουντικοί τόσο πολύ τον φοβόντουσαν, που όταν πραξικοπηματικά ανέλαβαν τη διοίκηση της χώρας στις 21 Απριλίου 1967 τον έθεσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι του στο Καστρί, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή την 1η Νοεμβρίου,
Δύο ημέρες αργότερα, η κηδεία του «Γέρου της Δημοκρατίας» από τη Μητρόπολη της Αθήνας αποτέλεσε τη μεγαλύτερη αντιδικτατορική διαδήλωση, αφού μια πραγματική λαοθάλασσα 300 χιλιάδων ανθρώπων συνόδευσαν τον Παπανδρέου στην τελευταία του κατοικία!
Ο «γέρος της Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπανδρέου
Σύμφωνα με τη Wikipedia ο Γεώργιος Παπανδρέου γεννήθηκε ως Γεώργιος Σταυρόπουλος στο Καλέντζι Αχαΐας και ήταν το τρίτο παιδί του Πρωτοπρεσβύτερου Ανδρέα Σταυρόπουλου και της συζύγου του Παγώνας. Το 1901 έχασε την αδελφή του, Μαγδαληνή, από φυματίωση σε ηλικία μόλις 19 ετών. Την ίδια χρονιά αποφάσισε μαζί με τον αδελφό του να επισημοποιήσουν το επίθετο με το οποίο ήταν άλλωστε γνωστοί: Από Γεώργιος Σταυρόπουλος έγινε Γεώργιος Παπανδρέου.
Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο, όπου και γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, προσφωνώντας τον ως πρόεδρος των Ελλήνων φοιτητών. Ο Βενιζέλος εντυπωσιάστηκε από τον νεαρό Παπανδρέου και τον διόρισε τον, το 1916, διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου του και αργότερα την ίδια χρονιά νομάρχη στη Λέσβο. Την περίοδο 1917-1920 διετέλεσε Γενικός Διευθυντής Νήσων Αιγαίου, με ουσιαστικές αρμοδιότητες Υπουργού.
Παντρεύτηκε τη Σοφία Μινέικο (κόρη του Σιγισμούνδου Μινέικο, Πολωνού αριστοκράτη, και της Περσεφόνης Μανάρη) με την οποία απέκτησε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κατά την πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε με θέμα την ουδετερότητα ή την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Παπανδρέου ήταν από τους σφοδρότερους υποστηρικτές του Βενιζέλου. Όταν ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, ο Παπανδρέου τον συνόδεψε στην Κρήτη κι έπειτα πήγε στη Λέσβο, απ' όπου κινητοποίησε τους βενιζελικούς υποστηρικτές του στα νησιά εξουδετερώνοντας τους βασιλόφρονες και υποστήριξε την επαναστατική κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Το 1921 επέζησε από μια απόπειρα δολοφονίας από φανατικούς κωνσταντινικούς, ενώ το 1922 είχε κορυφαίο ρόλο στην επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά που έδιωξε τον Κωνσταντίνο.
Ο Παπανδρέου εκλέχτηκε βουλευτής με το Κόμμα Φιλελευθέρων του Βενιζέλου και το 1923 ο Στυλιανός Γονατάς τον διόρισε Υπουργό Εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Αργότερα υπηρέτησε ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας με την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου το διάστημα 1924-1925. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως Υπουργός Παιδείας επί Βενιζέλου (1930-1932) και Υπουργός Συγκοινωνιών το 1933 πάλι με την κυβέρνηση Βενιζέλου. O Γεώργιος Παπανδρέου ως υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Bενιζέλου την περίοδο 1930 με 1932, θα συνδέσει το όνομά του όχι μόνο με τα 3.200 σχολεία που θα κτιστούν τότε αλλά και με μια ευρύτατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Τα σχολεία που έκτισε του εξασφάλισαν την αγάπη του προσφυγικού στοιχείου (Πόντιοι και Μικρασιάτες). Το 1935 ίδρυσε το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ως σταθερός υπέρμαχος της δημοκρατίας και πολέμιος του δικτατορικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, εξορίστηκε το 1936 στην Άνδρο και στα Κύθηρα. Κατά την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνελήφθη στις αρχές του 1942 από τους Ιταλούς ως εκδότης της παράνομης εφημερίδας "Ελευθερία", και φυλακίστηκε για ένα τρίμηνο στις φυλακές Αβέρωφ.
Στις αρχές του 1944 αποφάσισε να συνταχθεί με τη βασιλική εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Στις 14 Απριλίου του 1944, περίπου ένα μήνα μετά τη δημιουργία της ΠΕΕΑ, με αγγλικό πολεμικό αεροπλάνο φθάνει επειγόντως στο Κάιρο για σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, και αντικαθιστά τον Σοφοκλή Βενιζέλο που είχε διαδεχθεί τον Εμμανουήλ Τσουδερό, κατά τη μετάβαση του τελευταίου στο Λονδίνο. Τότε οργανώνει το συνέδριο του Λιβάνου τον Μάιο του 1944, στο οποίο και αποφασίστηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με συμμετοχή όλων των πολιτικών παρατάξεων υπό την πρωθυπουργία του με σκοπό την εφαρμογή του "Εθνικού Συμβολαίου". Αργότερα όμως σημειώθηκαν προστριβές και διαφωνίες με τους εκπροσώπους του ΕΑΜ που αφορούσαν κυρίως τον έλεγχο του στρατού.
Ο Γ. Παπανδρέου απολάμβανε της απολύτου εμπιστοσύνης των βρετανών, όσον αφορούσε στις επιδιώξεις τους για τον έλεγχο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Για το σκοπό αυτό, οι άγγλοι υποχρέωσαν σε παραίτηση το Σοφ. Βενιζέλο από την ηγεσία της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και στη θέση του, ο πιστός τους μονάρχης τοποθέτησε τον Παπανδρέου. Ο Τσώρτσιλ μάλιστα, φερόταν αποφασισμένος να τον διατηρήσει στη θέση του πρωθυπουργού πάση θυσία ενώ και ο ίδιος απεύθυνε δραματική έκκληση προς τη βρετανική κυβέρνηση να αποστείλει στην Αθήνα ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου αυτές να αποτελέσουν ανάχωμα στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.
Ενώ κυριαρχούσαν εντός του ΕΑΜ οι διαφωνίες μεταξύ διαλλακτικών και αδιάλλακτων, βασική επιδίωξη του Παπανδρέου ήταν η αποτροπή πάση θυσία της κατάληψης της χώρας από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ ύστερα από την αποχώρηση των Γερμανών, αλλά και η αναίμακτη μετάβαση στην ομαλότητα παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν. Τον Οκτώβριο του 1944, αμέσως μετά τη συμφωνία της Καζέρτας (η οποία έθετε υπό συμμαχική διοίκηση του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι όλες τις αντιστασιακές ομάδες και όριζε σαφώς να παρενοχλούνται οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους) και την απελευθέρωση, επέστρεψε στην Ελλάδα από το Σαλέρνο της Ιταλίας με το αγγλικό πολεμικό πλοίο Prince David και ανεβαίνοντας στο βράχο της Ακρόπολης ύψωσε την ελληνική σημαία. Μετά τις μάχες των Δεκεμβριανών παραιτήθηκε από πρωθυπουργός. Την ημέρα του συλλαλητηρίου , σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου, μέλη της ΟΠΛΑ προσπάθησαν να εισβάλλουν στο σπίτι του με χειροβομβίδα, αλλά απέτυχαν λόγω της αντίδρασης της φρουράς του.
Μετά το 1946 συνέχισε την πολιτική του καριέρα ως βουλευτής Αχαΐας (προπολεμικά εκλεγόταν στη Μυτιλήνη όπου είχε διατελέσει και νομάρχης), ως αρχηγός του κόμματος Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1946 και ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Εφοδιασμού, Εργασίας, Παιδείας, Δημόσιας Τάξης και Συντονισμού στις κυβερνήσεις των ετών 1946-1952. Το 1950 ίδρυσε το Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1950 και 1951. Τα χρόνια 1950-1952 ήταν Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης με Πρωθυπουργούς τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Νικόλαο Πλαστήρα. Αυτή την περίοδο της Αντιπροεδρίας του δημιουργεί το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) που μέχρι σήμερα προσφέρει υποτροφίες σε Έλληνες σπουδαστές. Στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με τον Ελληνικό Συναγερμό του Στρατάρχη Παπάγου, που κατήλθε στις εκλογές ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, λόγω της εκτίμησης που του είχε ο Παπάγος και παρά την αντίθεση πολλών παραγόντων του Συναγερμού. Τον Απρίλιο του 1953 όμως, μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον τότε Υπουργό Συντονισμού Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, αποχώρησε από τον Ελληνικό Συναγερμό, επανίδρυσε το κόμμα του και το συγχώνευσε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, αναλαμβάνοντας συναρχηγός του τελευταίου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Μετά το 1953 οι βενιζελογενείς φιλελεύθερες δυνάμεις υπέφεραν από συνεχείς εσωτερικές συγκρούσεις και πολιτικό κατακερματισμό, και έφτασαν σε σημείο να πέσουν πιο κάτω και από την Αριστερά (ΕΔΑ) τα χρόνια 1958-1961.
Το 1961 ο Γεώργιος Παπανδρέου αναβίωσε τον ελληνικό φιλελευθερισμό ιδρύοντας το κόμμα Ένωση Κέντρου, ένα συνασπισμό των παλιών φιλελεύθερων βενιζελικών και απογοητευμένων συντηρητικών. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εξασφάλισε το 1/3 των εδρών της Βουλής και αναδείχθηκε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κατήγγειλε τα αποτελέσματα των εκλογών ως νοθευμένα, κατηγορώντας το παρακράτος για διπλοψηφίες και άλλες παρεμβάσεις, κάνοντας λόγο για εκλογές «βίας και νοθείας». Τότε ξεκίνησε πολιτικό αγώνα εναντίον της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη διενέργεια νέων εκλογών, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ανένδοτος αγών».
Πρωθυπουργία με την Ένωση Κέντρου
Το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 με ποσοστό 42,04%. Έχοντας 138 έδρες σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με τη στήριξη της Ε.Δ.Α., που είχε 28 έδρες. Ωστόσο, ο Παπανδρέου επιθυμούσε αυτοδύναμη πλειοψηφία και έτσι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης αμέσως μετά την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου κέρδισε με το 52,8% των ψήφων και 171 έδρες. Η προοδευτική πολιτική του, όπως και ο ευδιάκριτος ρόλος που έπαιζε ο γιος του, Ανδρέας, ξεσήκωσαν την αντιπολίτευση των συντηρητικών κύκλων.
Pύθμισε τα αγροτικά χρέη, πρόσφερε δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, διπλασίασε τις βασικές αποδοχές των δικαστικών, απελευθέρωσε πολιτικούς κρατούμενους. Kυρίως όμως, συνέβαλε στο να «φυσήξει» ένας φρέσκος άνεμος πολιτικής ελευθερίας και να αναθαρρήσουν έτσι πολλοί πολίτες που ζούσαν επί χρόνια υπό τη σκιά αστυνομικών παρακολουθήσεων και εκφοβισμών. Προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας, παραγκωνίζοντας τους ακροδεξιούς και τους παρακρατικούς, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παράλληλα, μείωσε τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους στις ιδέες και τα φρονήματα. Κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι τα οικονομικά μέτρα που εφάρμοσε ήταν εφικτά, λόγω της ανθηρής οικονομίας που είχε κληροδοτήσει η πρωθυπουργία Καραμανλή. Από την άλλη, η οκταετία Καραμανλή είχε μεν επιτύχει ανθηρά οικονομικά μεγέθη, το εισόδημα όμως των χαμηλότερων τάξεων είχε παραμείνει για χρόνια αμετάβλητο.
Σύγκρουση με τα ανάκτορα
Κατά τη διακυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου προέκυψαν διαμάχες με τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄, ο οποίος ακολουθούσε την παραδοσιακή πολιτική του Παλατιού και αναμιγνυόταν ενεργά στις υποθέσεις του στρατεύματος. Η διαφωνία τους κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1965 και ο Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 15 Ιουλίου 1965 λόγω της άρνησης του βασιλιά να του επιτρέψει να αναλάβει την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Αυτή υπήρξε η αρχή μιας περιόδου πολιτικής ανωμαλίας που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας τελικά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επέβαλλε το 1964 ως Αρχηγό της Χωροφυλακής τον Αντιστράτηγο Σταύρο Βαλσαμάκη, παρά τις αντιδράσεις των Ανακτόρων. Επίσης, απέκτησε τον έλεγχο της ΚΥΠ εκδιώκοντας τον επί πολλά χρόνια Αρχηγό της Αλέξανδρο Νάτσινα.
Όμως υπήρξαν και συμβιβασμοί. Είναι σαφές ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964 προτιμούσε ως Αρχηγό του ΓΕΣ τον διακεκριμένο στρατηγό Σιαπκαρά, αλλά μετά την αλλαγή Αρχηγών σε Χωροφυλακή και ΚΥΠ που είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει, δεν ήθελε να τραβήξει τελείως το σκοινί. Η επιλογή τελικά του φιλοβασιλικού στρατηγού Γεννηματά, αλλά και η επιλογή ως υπουργού Άμυνας του Πέτρου Γαρουφαλιά, έδειχνε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε επιλέξει έναν περίπλοκο συνδυασμό "μαστίγιου και καρότου" στη σχέση της με τα ανάκτορα. Παρ' όλη τη βούληση για συμβιβασμό της ΕΚ, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας προχωρεί σε μια σειρά από μεταθέσεις αντι-παπανδρεϊκών αξιωματικών μακριά από την Αθήνα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους αξιωματικούς ήταν οι μετέπειτα πρωταίτιοι της Χούντας των Συνταγματαρχών. Το Παλάτι αντιδρά και θεωρεί ότι πρόκειται για πολιτικές διώξεις. Παράλληλα, η πολιτική σκηνή χαρακτηρίζεται από μεγάλη οξύτητα (προϊόν περισσότερο του "ανένδοτου αγώνα" και των ανακρίσεων για το σχέδιο Περικλής), ενώ ταυτόχρονα το Κυπριακό βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Η ΕΚ ήταν εξ αρχής σε βαθύ διχασμό, η δε άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δραματική, την οποία επιβάρυνε και ο ακραίος τρόπος λειτουργίας του τύπου. Μέσα σ' αυτό το κλίμα ξεσπάει η Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και οι κατηγορούμενοι για το "σχέδιο Περικλής" βρίσκουν την πρόφαση για αντεπίθεση. Η κρίση πλέον γύρω από τον έλεγχο του στρατού βγαίνει εκτός ελέγχου. Το Παλάτι προσπαθεί, στηριζόμενο στην υπόθεση "Ασπίδα", να πάρει τη ρεβάνς και τον έλεγχο του στρατού. Αυτή τη φορά ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν επαναλαμβάνει τον συμβιβασμό Γεννηματά και απαιτεί τον απόλυτο έλεγχο του στρατού. Τελικά επέρχεται στην κρίση του Ιουλίου του 1965, όταν ο Κωνσταντίνος αρνείται το δικαίωμα στον Πρωθυπουργό να αναλάβει Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Η συνταγματική και πολιτειακή κρίση είναι πλέον γεγονός.
Όταν έγινε η αποστασία, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με υπουργούς βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που αποστάτησαν. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στη Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο, η οποία επίσης καταψηφίστηκε. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1965 η νέα κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο κατάφερε να πάρει ισχνή ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ ο Παπανδρέου είχε κηρύξει τον δεύτερο "ανένδοτο" αγώνα. Το 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, στις 21 Απριλίου αξιωματικοί του στρατού υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα και καθ' υπόδειξή τους την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Η επταετής περίοδος που ακολούθησε έγινε γνωστή ως η Χούντα των Συνταγματαρχών.
Ο Γ. Παπανδρέου τέθηκε σε περιορισμό στο σπίτι του στο Καστρί, όπου και πέθανε το 1968. Η κηδεία του από τη Μητρόπολη της Αθήνας αποτέλεσε ορόσημο στον αντιδικτατορικό αγώνα, καθώς συγκέντρωσε πλήθος λαού και έγινε αφορμή για την πρώτη μαζική λαϊκή διαμαρτυρία κατά της δικτατορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου