Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ - ΜΕΡΟΣ Α (Του Σαράντη Μιχαλόπουλου-κατοίκου Ιτέας)


ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΕΤΡΟΑΡΙΣΤΕΡΑ – ΜΕΡΟΣ Α
Έχω πολλές φορές τονίσει ότι, για να συζητάμε κάποιο θέμα, πρέπει να ξεκινάμε από την ίδια βάση, να δεχόμαστε δηλαδή σαν αφετηρία της σκέψης μας τις ίδιες αρχές με τους συνομιλητές μας, διαφορετικά οι απόψεις μας δεν πρόκειται ποτέ να συγκλίνουν. Γι’ αυτό και σε πολλές τοποθετήσεις μου ξεκινώ από έναν «ορισμό», δηλαδή μία αναφορά π.χ. ενός λεξικού, που κατά γενική παραδοχή αποτελεί μία κοινή αφετηρία για συζήτηση.
Το θέμα της ύπαρξης ή όχι κοινής αφετηρίας σε μία συζήτηση χαρακτηρίζει κατ’ εξοχή τις συζητήσεις που γίνονται εδώ και καιρό για την «κεντρο-αριστερά» αλλά και για την ανασυγκρότηση του «προοδευτικού» χώρου.
Εδώ, η έλλειψη κοινής βάσης είναι τόσο κραυγαλέα,
που αναρωτιέμαι γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι αναλώνονται σε τέτοιες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, χωρίς προηγουμένως να διευκρινίζουν τι εννοεί ο καθένας με τους παραπάνω όρους.
Για μένα, ο διαχωρισμός σε «δεξιούς», «κεντρώους», «αριστερούς» είναι εντελώς ανεδαφικός, πρώτον διότι αυτοί οι όροι καθιερώθηκαν σε τελείως άλλες εποχές (Γαλλική Επανάσταση) και δεύτερο διότι από πουθενά δεν προκύπτει με μονοσήμαντο τρόπο το περιεχόμενό τους. Στην πραγματικότητα, οι βασικές διαφορετικές μεταξύ των πιστεύω των διαφόρων κομμάτων ανάγονται στο οικονομικό μοντέλο, με το οποίο το καθένα πιστεύει ότι πρέπει να οργανώνεται η κοινωνία.
Η «Δεξιά» πιστεύει στην «ελεύθερη οικονομία», το «Κέντρο» πιστεύει επίσης στην «ελεύθερη οικονομία» αλλά με ουσιώδεις παρεμβάσεις του Κράτους, κυρίως στην κατεύθυνση προστασίας των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων και η «Αριστερά» πιστεύει στην δημιουργία ενός Κράτους της «Εργατικής Τάξης».
Επειδή οι τρεις αυτές βασικές επιλογές δεν εκφράζουν σήμερα με απόλυτα «περιχαρακωμένο» και «δογματικό» τρόπο όλα τα πιστεύω, έχουν υπάρξει και κάποιες άλλες «ενδιάμεσες» προτάσεις και προγράμματα, όπως η «Κεντροδεξιά» που πιστεύει στην ελεύθερη οικονομία αλλά δέχεται ότι το Κράτος πρέπει να διατηρεί σοβαρό παρεμβατικό ρόλο, ή η «Κεντροαριστερά» που θεωρεί το παγκόσμιο φιλελεύθερο οικονομικό σύστημα σαν «αναγκαίο κακό», το οποίο θέλει να ελέγξει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό σε μία κατεύθυνση εξυπηρέτησης των ευρύτερων λαϊκών μαζών.
Στη σύγχρονη πολιτική ιστορία μας και κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση, η «Δεξιά» εκφράστηκε πρωτίστως από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το «Κέντρο» ουσιαστικά συρρικνώθηκε, η «Αριστερά» είχε δύο εκφάνσεις, το «ορθόδοξο» ΚΚΕ και την «Ανανεωτική Αριστερά», ενώ εμφανίστηκε μία καινούργια πολιτική δύναμη, το ΠΑΣΟΚ, το οποίο εξέφρασε τυπικά την «Κεντροαριστερά», αλλά στην πραγματικότητα και ένα μεγάλο μέρος του παλαιού «Κέντρου».
Το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε με ένα πολύ ριζοσπαστικό λόγο (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο, ο Λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά, Έξω οι Βάσεις του Θανάτου) και πολύ σύντομα απέκτησε ένα πολύ μεγάλο ρεύμα, που το οδήγησε στην εξουσία (1981).
Από εκεί και πέρα, το ΠΑΣΟΚ κυβέρνησε τη χώρα για περίπου 20 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων μεταλλάχτηκε πολλές φορές, από σοσιαλιστικό και αντιευρωπαϊκό, σε «σοσιαλδημοκρατικό» (άγνωστο σε μένα το περιεχόμενο του όρου), σε φιλοευρωπαϊκό αλλά και Πατριωτικό («βυθίστε το Χόρα»), σε «εκσυγχρονιστικό» και τέλος σε «μνημονιακό».
Η τελευταία του επιλογή του στοίχισε μία τεράστια απώλεια λαϊκής στήριξης που, σε συνδυασμό και με μία βάσιμη σε αρκετές περιπτώσεις εμπλοκή στελεχών του σε σκάνδαλα διαφθοράς, το οδήγησε στο περιθώριο, με ποσοστά κάτω από 10%.
Την ίδια στιγμή, τα σκληρά μνημόνια και τα ακραία μέτρα λιτότητας ανέδειξαν σε πρωταγωνιστή μία νέα πολιτική δύναμη, τον ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν η μετεξέλιξη της παλαιάς Ανανεωτικής Αριστεράς. Ο τελευταίος, όταν βρέθηκε πρώτο κόμμα στις εκλογές του 2015, διεκήρυξε, απόλυτα δικαιολογημένα κατά την άποψή μου, ότι δεν μπορούσε να συνεργαστεί με το «παλιό ΠΑΣΟΚ των σκανδάλων και των μνημονίων» και επέλεξε να συνεργαστεί με ένα νέο κόμμα στο χώρο της Δεξιάς, τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Η διακυβέρνηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, που ξεκίνησε με έναν, όχι απλώς ριζοσπαστικό, αλλά στην πραγματικότητα ακραίο αριστερό λόγο (σκίσιμο των μνημονίων, πάταξη της διαπλοκής και της διαφθοράς), έφθασε πολύ γρήγορα στον απόλυτο συμβιβασμό με μία πραγματικότητα που ήταν αμείλικτη, αλλά και που συνδέθηκε με την, έστω τυπική, έξοδο από τα μνημόνια. Και τότε άρχισε η συζήτηση για την «Κεντροαριστερά» και την «ανασυγκρότηση του προοδευτικού χώρου».
Εδώ πλέον παρατηρούμε το φαινόμενο η παραπάνω συζήτηση να μη γίνεται σε επίπεδο αρχών και προγραμματικών θέσεων αλλά καθαρά σε επίπεδο ατόμων, που μάλιστα επηρεάζεται και από μία προοπτική άσκησης εξουσίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι εκ των πραγμάτων είναι αυτός που πρέπει να αποτελέσει τον «κορμό» της όποιας «Κεντροαριστεράς», ενώ το ΚΙΝΑΛ (μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ) μιλά για προσπάθεια «άλωσης» του δικού του χώρου.
Χαρακτηριστικός είναι ένας «διάλογος» φίλων μου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
Γράφει ο Δημήτρης : «Η Γεννηματά, απειλεί ότι δεν θα επιτρέψει την άλωση από τον ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου αλλά επιτρέπει την συμπόρευση του κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου με τη Νέα Δημοκρατία.
Τώρα το θυμήθηκε η Γεννηματά, δηλαδή τώρα το θυμήθηκε ο αρχηγός της ο Βενιζέλος ;».
Μία φίλη σχολιάζει :  «Εγώ καθώς την άκουγα... Σκέφτηκα... Σαν τι θα κάνει για να εμποδίσει? Θα βάλει αμπάρες η θα κάνει όλες τις χαρές? Παναγία μου τρόμαξα από την σκληρή αντιπολίτευση... Ρε αυτοί δεν έχουν καταλάβει ότι έφτασε το ΠΑΣΟΚ 5%...ήμαρτον. Δεν μπορούν να κάνουν ελιγμούς γιατί έχουν σάπια υλικά.. Και δεν κατανοούν. Το πιο σημαντικό... Δεν γίνεται Κεντροαριστερά μεγάλη και δυνατή χωρίς Σύριζα... Όσο θα τα βάζουν με τον Τσίπρα και αυτούς που μετεγκαταστάθηκαν στο ΣΥΡΙΖΑ.., τόσο θα πριονίζουν τα πόδια τους.. Είχαν μια ευκαιρία να βάλουν νέα πρόσωπα πέρσι στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αλλά τα κάνανε …. ανακυκλώνοντας τις ίδιες μούρες.. οπότε θα δουν και τον θάνατο του κόμματος... Για εμένα το ΠΑΣΟΚ πέθανε μαζί με τον Αντρέα Παπανδρέου...».
Ο Δημήτρης απαντά : «Η αρχηγός του ΚΙΝ.ΑΛ. (πρώην ΠΑΣΟΚ) είναι πολύ αδύναμη για να σηκώσει στους ώμους της, την ιστορία δύο γιγάντων. Του Ανδρέα Παπανδρέου και του Γιώργου Γεννηματά. Ουσιαστικά, οι θέσεις της βάζουν την σφραγίδα της στη διάλυση του ιστορικού κόμματος ενώ ο Βενιζέλος, του οποίου οι μηχανισμοί δεν τον έφεραν τυχαία στην αρχηγία, ετοιμάζεται για τη μεγάλη απόδραση του προς τον οικείο χώρο του, της Δεξιάς.
Βέβαια, όσοι πίστεψαν στην ανανέωση του ΠΑ.ΣΟΚ. σε προηγούμενα χρόνια, μάλλον αποχωρούν πλέον, μη συντεταγμένοι (sic) προς τους φυσικούς τους χώρους, από τους οποίους αποχώρησαν για τους ίδιους λόγους που αποχωρούν τώρα από το ΚΙΝ.ΑΛ».
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι πολλοί άνθρωποι που κάποτε συντάχθηκαν με το ΠΑΣΟΚ αυτοπροσιοριζόμενοι σαν «Κεντροαριστεροί», «προοδευτικοί», «μη προνομιούχοι» (για να θυμηθούμε τις πρώτες εποχές του ΠΑΣΟΚ), σήμερα αναζητούν (ή, αναζήτησαν πριν μερικά χρόνια) μία άλλη στέγη. Και στην αναζήτηση αυτή στέκονται σε πρόσωπα και όχι σε αρχές ή προγράμματα. Και το χειρότερο είναι ότι στην προσπάθεια αυτή, δεν χρησιμοποιούνται κάποια σταθερά και ενιαία κριτήρια αξιολόγησης των δύο συγκρινόμενων σχηματισμών. 
Τα κόμματα, εκτός από τους ιδρυτές και τους αρχηγούς τους, συνδέονται και με κάποιες αρχές και αξίες. Όταν αυτές εκφράζουν τις επιθυμίες και ελπίδες μίας σημαντικής μερίδας του λαού, τότε τα κόμματα αυτά αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές, που καλούνται να μετουσιώσουν σε πράξη αυτές τις ελπίδες, τηρώντας φυσικά τις αρχές και τις αξίες που έχουν διακηρύξει. Αν κάποιος σήμερα δηλώνει "κεντροαριστερός", πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσει μέσα του το περιεχόμενο αυτής της έννοιας και στη συνέχεια να εξετάσει, χωρίς όμως παραμορφωτικά γυαλιά, ποια κόμματα ή κινήματα συμβαδίζουν με αυτό το περιεχόμενο.
Πέρα όμως από αυτό καθ’ εαυτό το ιδεολογικά περιεχόμενο ενός πολιτικού χώρου, έχει εξίσου μεγάλη σημασία η αποτίμηση κάποιων πεπραγμένων, όταν αυτοί οι πολιτικοί χώροι έχουν ασκήσει και κυβερνητική εξουσία. Και εδώ υπάρχει ένα επίσης σοβαρό πρόβλημα.
Για να γίνει σωστή αξιολόγηση κάποιων πεπραγμένων, πρέπει να είναι γνωστές όλες οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγιναν ορισμένες επιλογές που οδήγησαν σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτές οι συνθήκες είναι οφθαλμοφανείς και επομένως η κριτική των αποτελεσμάτων είναι κατά το μάλλον ή ήττον ασφαλής. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που οι συνθήκες αυτές κρύβουν «παρασκήνιο» που συνήθως δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο μετά από καιρό, αν αποκαλυφθεί κιόλας.
Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποια παραδείγματα. Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστα Σημίτης κατηγορήθηκε για τη στάση του στα Ίμια και το περίφημο «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς. Διερωτώμαι, ποιο μπορεί να ήταν το παρασκήνιο εκείνης της περιόδου, που τον έκανε να πάρει μία τέτοια απόφαση. Ποιος μπορεί να ξέρει αν υπήρξαν απειλές, πιέσεις, εκβιασμοί και άλλες αντίστοιχες καταστάσεις που η υποχώρηση ήταν η μόνη συνετή λύση.
Αν βέβαια δεν υπήρξε τίποτε από αυτά, τότε εύλογα θα «χρεωθεί» με μία στάση που έπληξε και το αίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας, αλλά και, ακόμη χειρότερο, «νομιμοποίησε» την αμφισβήτηση από πλευράς Τουρκίας του καθεστώτος των εν λόγω βραχονησίδων.
Ο ίδιος άνθρωπος, δηλαδή ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, έχει «χρεωθεί» για τη στάση του στην πρόταση νόμου του κ. Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό. Εκεί, όλοι γνωρίζουμε ότι η υπαναχώρηση προήλθε από τη σφοδρή αντίδραση των συνδικαλιστών, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκαν στον χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Σήμερα σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν ότι αυτή η υποχώρηση ήταν ολέθρια για το ασφαλιστικό σύστημα και πιθανότατα είχε σημαντική συμβολή στην μετέπειτα εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: