Συμπληρώνονται αυριο 24 χρόνια από τον θάνατο του Ανδρέα
Παπανδρέου.
Ο Γιώργος Καρελιάς γράφει για τον πολιτικό ηγέτη που
σημάδεψε τη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Η αγάπη του λαού, οι ελπίδες που έγιναν
πράξη, το παράδειγμα για τους σημερινούς πολιτικούς αρχηγούς και μια απάντηση
που δόθηκε το 1993 και δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Γιώργος Καρελιάς 23 Ιουνίου 2019
Τον Σεπτέμβριο του 1993, λίγες μέρες πριν από τις εκλογές που θα τον έφερναν θριαμβευτή στην πρωθυπουργία για τρίτη φορά, πήρα από τον Ανδρέα Παπανδρέου μια εκτεταμένη συνέντευξη για την «Ελευθεροτυπία». Του είχα στείλει ένα πλαίσιο ερωτήσεων, αλλά σ’ αυτές δεν συμπεριέλαβα μια που ήθελα όσο καμιά άλλη να του κάνω. Πώς έβλεπε το ΠΑΣΟΚ μετά από αυτόν (δηλαδή τη διαδοχή του) και αν πίστευε ότι υπήρχαν άξιοι διάδοχοι. Ξέροντας, όμως, ότι η συνέντευξη θα ήταν «ζωντανή», με το γνωστό δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι, σκέφτηκα να του την κάνω επιτόπου, ανάλογα με την πορεία της.
Στη διαδρομή προς το σπίτι του στην Εκάλη σκεφτόμουν πώς να κάνω την ερώτηση. Δεν ήταν δα και το ευκολότερο πράγμα να ρωτήσεις τον Ανδρέα, που πήγαινε για την τρίτη εκλογική νίκη του, αν και πότε σκόπευε να εγκαταλείψει το δημιούργημά του, όσο κι αν η υγεία του ήταν κλονισμένη. Η συνέντευξη κύλησε ομαλά, απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις κι ενώ σχεδόν είχαμε τελειώσει το… αποτόλμησα,
«Κύριε πρόεδρε, έχετε σκεφθεί πώς θα είναι το ΠΑΣΟΚ μετά από εσάς, με δεδομένο ότι δεύτερος Ανδρέας Παπανδρέου δεν μπορεί να υπάρξει; Υπάρχουν στελέχη που μπορούν να σας διαδεχθούν;».
Απάντησε χωρίς κανέναν δισταγμό, αλλά η απάντηση ήταν μάλλον τυπική, κάπως έτσι: Το ΠΑΣΟΚ έχει πολλά άξια και ικανά στελέχη. Αλλά τέτοιο θέμα δεν υπάρχει, πιστεύω θα είμαι ενεργός για αρκετά χρόνια.
Η απάντησή του αυτή έφερε την επόμενη ερώτηση, πού ήταν εκτός του πλαισίου της συνέντευξης. Τον ρώτησα αν σκοπεύει κάποια στιγμή να γράψει ο ίδιος για την πολιτική του διαδρομή, αν τον απασχολούσε η υστεροφημία του.
«Δεν έχω καιρό για τέτοια. Μετά από λίγο θα μπω ξανά στην καθημερινή κυβερνητική λειτουργία και θα έχουμε πολλή δουλειά. Ξέρω ότι για μένα θα γράφετε εσείς οι δημοσιογράφοι και, αφού περάσουν πολλά χρόνια, οι ιστορικοί». Αλλά δεν ήθελε να δημοσιευθεί η απάντηση.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν φρόντισε για την υστεροφημία του, όπως οι μεγάλοι πολιτικοί αντίπαλοί του Κωνσταντίνος Καραμανλής και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Δεν έγραψε για τον εαυτό του, για την πρωθυπουργία του, ούτε ανέθεσε σε άλλους να γράψουν για λογαριασμό του. Ίσως είχε μεγάλη εμπιστοσύνη σε όσα είχε πει και κάνει στις κυβερνητικές θητείες του. Ίσως του αρκούσε ο θαυμασμός και η λατρεία του μεγάλου κομματιού του ελληνικού λαού που τον έφερε τρεις φορές στην εξουσία.
Είναι αυτό το κομμάτι , η άλλη μισή Ελλάδα, που επί των ημερών του βγήκε από την πολιτική, οικονομική και κοινωνική απομόνωση. Τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού που «είδαν θεού πρόσωπο». Ήταν ο «θεός» τους. Ο «θεός» αυτής της άλλης μισής Ελλάδας.
Σε κάθε επέτειο του θανάτου του, ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια της κρίσης, τίθεται ξανά και ξανά το ερώτημα «τι θα έκανε σήμερα ο Ανδρέας;», αν βρισκόταν στα πράγματα. Και αυτό αντιδιαστέλλεται με όσα έκαναν ή δεν έκαναν οι διάδοχοί του. Κρίνοντας από τα πολλά δικά του δείγματα γραφής μπορούμε να καταλήξουμε σε τρία πράγματα που δεν θα έκανε:
Πρώτον, ο Ανδρέας δεν θα εναγκαλιζόταν ποτέ με έναν υβριστή της παράταξής του. Δεν θα τον έβαζε στην κυβέρνησή του. Και, σε κάθε περίπτωση, δεν θα ανεχόταν κανέναν συγκυβερνήτη να υπονομεύει την κυβέρνησή του, όπως έκανε ο Αλέξης Τσίπρας με τον τυχοδιώκτη Πάνο Καμμένο. Αυτό είναι ένα μήνυμα για τον Τσίπρα, που έδειξε ότι θέλει (και επιδίωξε να) αντιγράψει τον Ανδρέα.
Δεύτερον, δεν θα επέτρεπε ποτέ στο κόμμα του να κάνει μονομέτωπο αγώνα εναντίον μιας κυβέρνησης αριστερού κόμματος, παρά τα όποια λάθη της. Και δεν θα ανεχόταν στελέχη του δικού του κόμματος να επιχαίρουν για την εκλογική νίκη του ιστορικά αντίπαλου κόμματος, όπως κάνουν σήμερα στελέχη του ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) μετά τη νίκη της ΝΔ . Αυτό είναι ένα μήνυμα προς την Φώφη Γεννηματά και προς όποιον μελλοντικό αρχηγό.
Τρίτον, δεν θα επιδίωκε να πάρει κάποια ρεβάνς, μέσω δικαστικών διώξεων, από τους πολιτικούς αντιπάλους του, όπως επιδιώκουν σήμερα ένιοι της ΝΔ και, με μεγαλύτερο φανατισμό, σημερινά στελέχη του κόμματος που εκείνος ίδρυσε. Το 1994 ο Ανδρέας, πανίσχυρος πρωθυπουργός, σταμάτησε κάθε δίωξη εναντίον του μεγάλου αντιπάλου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για υποθέσεις σκανδάλων. Λίγα χρόνια πριν η κυβέρνηση Μητσοτάκη τον είχε στείλει στο Ειδικό Δικαστήριο με χαλκευμένες, όπως αποδείχτηκε, κατηγορίες. Η στάση αυτή του Ανδρέα μπορεί να αποτελέσει ένα καλό παράδειγμα για τον σημερινό Μητσοτάκη(υιό), αν βρεθεί σε αντίστοιχη θέση και μπροστά στο ίδιο δίλημμα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο πολιτικός ηγέτης που σημάδεψε περισσότερο από κάθε άλλον την μεταπολιτευτική Ελλάδα. Το ηγετικό διαμέτρημά του αναγνωρίζεται πλέον και από τους πιο φανατικούς αντιπάλους του. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι, εκτός από τα κυβερνητικά πεπραγμένα του, φαίνεται να ενσαρκώνει, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, αυτό που λέει μια ρήση του Ναπολέοντα Βοναπάρτη: «Ο ηγέτης είναι έμπορος ελπίδων».
Ο Ανδρέας ήταν αναμφισβήτητα τέτοιος. Μόνο που κατάφερε κάτι παραπάνω. Πολλές από τις ελπίδες που «πούλησε» τις έκανε πράξη. Και αυτό είναι που τον ξεχωρίζει απ’ όσους τον διαδέχτηκαν και απ’ όσους προσπαθούν να τον μιμηθούν ή να τον αντιγράψουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου