Η Ελληνική Επανάσταση κηρύχτηκε στη Ρούμελη στις 24 Μαρτίου 1821 και στις 27 άρχισε η πολιορκία των Σαλώνων. Σύμφωνες είναι οι πληροφορίες των Σπ. Τρικούπη, Ι. Φιλήμονος, Γκόρντον, Φίνλεϊ, Κοκκίνου και Κορδάτου, ενώ ο Κ. Παπαρρηγόπουλος αναφέρει το γεγονός παρενθετικά, σε μόνον δύο σειρές, περιγράφοντας τα γεγονότα του 1822.
Η απόπειρα της ιστορικής αποκατάστασης δεν στοχεύει στην ανάδειξη γενναίων και μη Ελλήνων, πρώτων και δευτέρων, ταχύτερων και αργοπορούντων, απλώς ενισχύει την πεποίθηση πως η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν ένα τολμηρό, άσκεφτο διάβημα ολίγων, αλλά η εφαρμογή από πολλούς και ικανούς ενός πολυμήχανου σχεδίου που προέβλεπε την ταυτόχρονη έκρηξή της σε κάποια νευραλγικά σημεία. Οι Σαλωνίτες κήρυξαν την Επανάσταση σχεδόν ταυτόχρονα με τους Καλαβρυτινούς, τους Πατρινούς και τους Μανιάτες. Δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η έκβαση του Αγώνα αν τα Σάλωνα την κάθοδο των Τούρκων από τα βόρεια στην Πελοπόννησο και αν δεν εμψύχωναν τους υπόδουλους, παραμένοντας λεύτερα για έναν ολόκληρο χρόνο.
Η επιλογή της Παρνασσίδας ως αφετηρίας του Αγώνα δικαιολογείται απόλυτα από τη γεωγραφική και στρατηγική της θέση, βρισκόμενη μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και απέναντι από την Πελοπόννησο, αποτελούσε ένα είδος ασπίδας ικανής να ανακόψει τον επερχόμενο κίνδυνο από Λαμία ή Ήπειρο, χάρη στα στενά της Γραβιάς και της Δαυλίδας και τους ορεινούς όγκους της Γκιόνας και του Παρνασσού. Τα Σάλωνα αποτελούσαν θέση-κλειδί όχι μόνον λόγω της προνομιούχου θέσης τους, αλλά και χάρη στο εξαιρετικά καλά οχυρωμένο κάστρο τους. Όσες φορές τα Σάλωνα κατέχονταν από τους Τούρκους, η Πελοπόννησος κινδύνευε και παρέλυαν όλες οι δραστηριότητες των Ελλήνων, η κυριαρχία των Οθωμανών στις διαβάσεις της Γραβιάς, της Άμπλιανης και στο Κρισσαίο πεδίο ήταν μια σοβαρή απειλή όχι μόνον για την Πελοπόννησο αλλά και για την Αττική. Δίκαια τα Σάλωνα τιμήθηκαν ως πρώτη πρωτεύουσα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, αφού δικαιολογημένα εξεγέρθηκαν πρώτα μεταξύ πρώτων, όπως άρμοζε στη θέση τους. Του ξεσηκωμού αυτού ηγήθηκε ο κλεφταρματολός Πανουργιάς, ενώ τον ευλόγησε ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας, ο μόνος Έλληνας δεσπότης που πολέμησε και τελικά θυσιάστηκε.
Τρία χρόνια όριζε στα Γιάννενα ο Αλή πασάς τον κλεφταρματολό Πανουργιά, κατόρθωσε όμως να δραπετεύσει και να γυρίσει στα παλιά του λημέρια. Πολλά διδάχθηκε και δεν έχασε την ευκαιρία να συστηματοποιήσει το δεύτερο αρματολίκι του. Στις διαταγές του είχε 60 άντρες, που απ´ το 1820 παρουσίαζαν εμφάνιση τακτικού στρατιωτικού σώματος και πειθαρχούσαν στον αρχηγό τους. Φιλικός και ο Ησαΐας, γνώριζαν καλά το χρέος τους να επισπεύσουν την κήρυξη της Επανάστασης. Παντού είχε σκορπίσει επιστολές ο δαιμόνιος Παπαφλέσσας, ότι το κίνημα έπρεπε να εκραγεί το πολύ μέσα στο Μάρτιο για να μη χαθεί η υπόθεση. Ο Μάρτιος του 1821 βρήκε τα Σάλωνα έρημα από άντρες. Όλοι τους ήταν απασχολημένοι με την προετοιμασία του πολέμου. Οι Ξεπλαταίοι, οι Φλωκαίοι, οι Ματζιναίοι και πολλοί άλλοι είχαν αναλάβει την κατασκευή της μπαρούτης, στα σπήλαια προς το μέρος του Αγαθυμιάς και του Γαλαξιδίου. Κάτω από την επίβλεψη του Χριστόφορου Φλώκου άλλοι έβγαζαν νίτρο απ´ την κοπριά των γιδιών, άλλοι έφτιαχναν τα κάρβουνα από τις ασφάκες και τα κλήματα και άλλοι χτυπούσαν τη μάζα στους λαξευμένους λάκκους των βράχων. Μόλις τα πολεμοφόδια ήταν έτοιμα, κατέβαιναν οι καλόγεροι του Προφήτη Ηλία με τα μουλάρια και τη νύχτα τα ανέβαζαν στο απέναντι βουνό το Μετόχι.
Το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου έγινε στο Γαλαξίδι πολεμικό συμβούλιο, ύστερα από πρόσκληση του Κ. Παπαδιαμαντόπουλου, απεσταλμένου από τον επίσκοπο Παλαιών Πατρών Γερμανό. Οι Ησαΐας, Ανδρούτσος, Πανουργιάς, Γκούρας, Κόντος και άλλοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί της Ανατολικής Στερεάς αποφάσισαν να πράξουν από κοινού με τους Πελοποννήσιους για τη επιτυχή έκβαση του Αγώνα. Στον Πανουργιά δόθηκαν 14.000 γρόσια για να ετοιμάσει στρατό. Στις 24 Μαρτίου ο Πανουργιάς πήγε με 60 άνδρες του στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, όπου συναντήθηκε με τους προεστούς των Σαλώνων Αναγνώστη Γιαγτζή, Ρήγα Κοντορρήγα, και Αναγνώστη Κεχαγιά και άλλους προύχοντες: "Ομιλώντας μετά του αρχηγού Πανουργιά όλην την νύκτα την 24 Μαρτίου διά να κινήσωμεν την Επανάστασιν της Ρούμελης κατά των Τούρκων, με απεκρίθη: -Μπρέ, δεν το εκβάζομεν πέρα διότι είναι μεγάλη δουλειά. Τον απεκρίθη: -Καπετάνιε, το εκβάζομεν πέρα διότι έχομεν βοηθούς όλας τας δυνάμεις. Με απεκρίθη: -Πήγαινε είς το Γαλαξείδιον να ομιλήσης και συμφωνήσεις με του προύχοντες αν εκβάζουν τα πλοία των εις τον κόρφον του Επάχτου και αν οι της ξηράς θέλουν έλθη προς βοήθειάν μας. Εγώ δε δια νυκτός από την μονήν του ειρημένου Προφήτου Ηλία διεύθυνθην εις Γαλαξείδιον, κάμνοντας με τους προύχοντας κατ´ ιδίαν συνέλευσιν. Αμέσως, απεφασίσαμεν και εφονεύσαμεν όλους τους εις Γαλαξείδιον Οθωμανούς και οίτινες ήσαν εις τα φορτικά πλοία και περί τας αυγάς υψώσαμεν την σημαία της ελευθερίας και εφ´ οπλίσθημεν άπαντες και εστρατεύσαμεν διά ξηράς και διά θαλάσσης". Έτσι ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις τη νύχτα της 24ης προς την 25η Μαρτίου ο Πανουργιάς, δίχως να χάσει χρόνο, κήρυξε την Επανάσταση στην περιφέρεια των Σαλώνων και έστειλε τον γαμπρό του και οπλαρχηγό του Θανάση Μανίκα μαζί με τον Παπανδρέα από την Κουκουβίστα να στρατολογήσουν στα Βλαχοχώρια της Δωρίδας όσους μπορούσαν να φέρουν όπλα, τον δε ανιψιό του Γιάννη Γκούρα στο χωριό Αϊ-Γιώργης κοντά στα Σάλωνα, για να ´ρθει σε επαφή με τους Γαλαξιδιώτες, ζητώντας σύμπραξη. Οι θαρραλέοι Γαλαξιδιώτες δέχθηκαν ομόφωνο ενθουσιασμό το επαναστατικό κίνημα και ανακήρυξαν τον Γκούρα αρχηγό τους: "Η συμμετοχή αυτή του Γαλαξειδίου είχε εξαιρετικήν σημασίαν. Δεν ήσανε μόνον το πολεμικόν σώμα του Πανουργιά έτοιμον να κινηθή, αλλά και του προσέφερε και την συμβολήν της θαλάσσης. Το Γαλαξείδι διέθετε 40 πλοία μεγάλα και αρκετά μικρά, ικανά να εκμηδενίσουν την απειλή των τουρκικών πλοίων που ευρίσκοντο εις τον λιμένα της Ναυπάκτου. Εξησφαλίζετο λοιπόν η ελευθερία του Κορινθιακού κόλπου και η ανακοπή των συγκοινωνιών των Τούρκων της περιφερείας και δευκολύνετο η επικοινωνία των Ρουμελιωτών με την απέναντι επαναστατημένην Πελοπόννησον". Τόσο ενθουσιάστηκε ο Γκούρας που δεν περίμενε να συνεννοηθεί με τον Πανουργία· με τους 150 μαχητές του στάθμευσε τη νύχτα στο χωριό Αϊ-Γιώργης απ´ όπου έστειλε γράμμα στον Πανουργιά, στον Προφήτη Ηλία, δηλώνοντας την επιθυμία του να "βαρέσει ταχιά τα Σάλωνα" και ζητώντας άμεση βοήθεια." Ο Πανουργίας, γνωρίζοντας την αποφασιστικότητα του, έσπεύσε να στείλει αγγελιαφόρο ζητώντας του να μην επιτεθεί έως ότου πάρει νεότερη διαταγή του και να μην καταστρέψει από βιασύνη την Επανάσταση. Ευτυχώς, ο Γκούρας συγκρατήθηκε.
Στους Τούρκους των Σαλώνων είχαν προστεθεί και αρκετοί ομογενείς τους από το Αίγιο, διωγμένοι από τον επικείμενο κίνδυνο της Επανάστασης. Ο τρόμος τους οδήγησε να οχυρωθούν στο ακατοίκητο τότε κάστρο μαζί με τις οικογένειες τους. Εξακόσιοι ένοπλοι κλείστηκαν εκεί, αφού ζήτησαν βοήθεια από τις γειτονικές πόλεις. Για να ενισχύσεί ο Πανουργιάς τις ασθενέστερες αριθμητικά ελληνικές δυνάμεις, μεταχειρίστηκε ένα εκπληκτικό τέχνασμα φρόντισε να φτάσουν στα σημεία όπου βρίσκονταν οι αρχηγοί των τμημάτων του ψεύτικες ειδήσεις "αυτόπτη μάρτυρα", που δήθεν είχε δει στον όρμο των Σαλώνων (Κρισσαίο κόλπο) ρωσικά καράβια.
-Τι περιμένετε, λοιπόν, ακόμα; φώναξαν ενθουσιασμένοι οι οπλαρχηγοί. Το ηθικό των επαναστατών αναπτερώθηκε και ορμητικά άρχισαν να συρρέουν απ´ όλη τη Φωκίδα οι εθελοντές, φτάνοντας τελικά στους 520.
Στις 27 Μαρτίου, ξημερώματα, τα Σάλωνα βρέθηκαν σε κατάσταση πολιορκίας. Στη μία μετά τα μεσάνυχτα δόθηκε το σύνθημα. Η πρώτη μεγάλη φωτιά φάνηκε στο Παλουκάκι της Δεσφίνας κι ακολούθησαν οι άλλες στο Μετόχι του Προφήτη Ηλία, στον Κόφφινα κοντά στα Λιβαδάκια, στον Αϊ-Θανάση στο Ρέμα της Μηλιάς και στην Κουτσουρέρα πάνω απ´ την Αγια-Θυμιά. Τα παλικάρια συγκεντρώθηκαν έξω από την πόλη σε τρία τμήματα: το αριστερό διοικούσε ο Γκούρας, το δεξιό ο Παπαντριάς και ο Θανάσης Μάνικας και το κέντρο ο Πανουργιάς. Οι Γαλαξιδιώτες έφεραν ψιλά όπλα, πολεμοφόδια και μικρά κανόνια από τα καράβια τους. Ανάμεσα τους διακρίνονταν ο Ιωάννης Καραλίβανος, αξιωματικός για πολλά χρόνια στα τουρκικά πλοία, και οι γενναίοι οπλαρχηγοί Γιάννης και Νικολάκης Μητρόπουλος. Η επίθεση, άρτια οργανωμένη, κράτησε 4 ώρες." Καθώς οι Τούρκοι υποχωρούσαν για να κλειστούν στο Κάστρο, ένας σκοπευτής τους, οχυρωμένος στα τουρκικά λουτρά (χαμάμ) έριξε και το βόλι βρήκε τον άτυχο Σταμάτη Τράκα στο μέτωπο. Ήταν ο πρώτος νεκρός στην πρώτη επίσημη μάχη της επαναστατημένης Ρούμελης. Ο πατέρας του, Θόδωρος Τράκας, βλέποντας νεκρό το παιδί του, έσφιξε την καρδιά και είπε στους στρατιώτες: "Γάμος χωρίς σφαχτά δεν γίνεται". Οι ελάχιστοι Αρβανίτες που ξέμειναν στην πόλη παραδόθηκαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ωστόσο, οι Σαλωνίτες έκρυψαν για πολλές ημέρες μέσα σε κάδους και πιθάρια τουρκικές οικογένειες με τις οποίες συνδέονταν φιλικά. Στην οικία του Αναγνώστη Κεχαγιά υψώθηκε το λάβαρο της Επαναστάσεως.
Αμέσως συγκροτήθηκε ελληνική διοίκηση. Την αποτελούσαν οι Αναγνώστης Κεχαγιάς, Αναγνώστης Γιαγτζής, Ρήγας Κοντορρήγας, Γιωργάκης Παπαηλιόπουλος, Ηλίας Κόκκαλης, Ευστάθιος Μαρκίδης ή Μαρκόπουλος, Δεσιερλής, Βασίλειος Χατζάρας, Ευθύμιος Κρανάκης, Λουκατζίκος, Παπαϊωάννης Οικονόμος και Χαρίτος, με πρόεδρο τον επίσκοπο Ησαΐα."
Την ίδια μέρα άρχισε η πολιορκία του Κάστρου. Τα μπρούντζινα γαλαξιδιώτικα κανόνια στήθηκαν στο σπίτι του Στράγκα, που βρισκόταν στο άκρο της πόλης. Με τους πρώτους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν μια γυναίκα και δύο παιδιά και καταστράφηκαν δύο φορτώματα άλευρα των Τούρκων. Καθώς, όμως, οι υπόλοιποι πυροβολισμοί πήγαιναν χαμένοι, τα κανόνια μεταφέρθηκαν στα Μνήματα, πάνω από τη συνοικία Χάρμαινα, κοντά στο στρατηγείο του Πανουργιά. Οι Τούρκοι αρνούνταν να παραδοθούν, ελπίζοντας σε ενισχύσεις από Εύβοια και Λαμία. Ο Πανουργιάς κάλεσε τους οπλαρχηγούς σε συμβούλιο· καμία πρόταση δεν φαινόταν αρκετά καλή, μέχρι που πήρε το λόγο ο Καραπλής. Ζήτησε μαραγκούς, σανίδια και πάτερα. Ήταν Πρωταπριλιά, παραμονή του Λαζάρου. Στο χώρο κάτω από τα πηγάδια, ο Καραπλής κατασκεύασε σκαλωσιά και ανέβηκε μαζί με 30-40 παλικάρια, γκρεμίζοντάς την στο τέλος.
-Πώς θα γυρίσουμε πίσω; ρώτησε κάποιος.
-Εδώ ήρθαμε για να νικήσουμε ή να σκοτωθούμε, απάντησε ο Καραπλής.
Το πρωί των Βαίων ένας Τούρκος κατέβηκε για νερό στα "πηγάδια". Μια μπαταρία και ξαπλώθηκε νεκρός." Χωρίς νερό, οι εχθροί περιήλθαν σε δεινή θέση. Η απόπειρά τους να καταλάβουν την πηγή, στις 8 Απριλίου, έληξε άδοξα με νεκρούς 13 Τούρκους, ανάμεσα τους και το πρωτοπαλίκαρο Χάιτας. Μην αντέχοντας τη δίψα, οι Τούρκοι βρέθηκαν σε απόγνωση και έστειλαν τους μπέηδες να διαπραγματευθούν.
-Ποιος είναι ο αφέντης σας, να προσκυνήσουμε; ρώτησαν τον Πανουργιά.
-Να! Εγώ είμαι ο αφέντης σας και σε μένα θα προσκυνήσετε, αποκρίθηκε εκείνος.
Του ζήτησαν να φύγουν μαζί με τ´ άρματά τους. Ο Πανουργιάς επαναστάτησε: - Ωρέ παλιόσκυλα, γι´ αυτά τα παλιοσίδερα σας κάνω τον πόλεμο. Τους υποσχέθηκε όμως ασφάλεια ζωής, τιμής και περιουσίας.
Δεκατρείς ολόκληρες μέρες κράτησε η πολιορκία. Στις 10 Απριλίου, ανήμερα της Λαμπρής, άνοιξε η πύλη και οι Τούρκοι άρχισαν να βγαίνουν, παραδίνοντας τα όπλα στον Πανουργιά. Στο μεταξύ, ο Γαλαξιδιώτης Γιάννης Μητρόπουλος ύψωσε το λάβαρο της Επανάστασης στο Κάστρο. Ύστερα από 4 αιώνες σκλαβιάς, οι Σαλωνίτες γιόρτασαν το πρώτο λεύτερο Πάσχα στην πατρίδα τους. Παρά τη συνθήκη, οι Τούρκοι άρχτσαν να δολοφονούνται άγρια απ´ όποιον Έλληνα τους έβρισκε απομονω- μένους. Πώς να ξεχαστούν τόσα χρόνια καταπίεσης, εξευτελισμών και βασανιστηρίων; Κι όταν έφτασε το μαντάτο ότι οι Τούρκοι της Λαμίας ετοιμάζονταν να καταλάβουν τα Σάλωνα, ο Πανουργιάς, για να μην έχει μπρος και πίσω του εχθρούς, αποφάσισε να εξοντώσει όλους τους Τούρκους. Η απόφαση πάρθηκε σε σύσκεψη του με τους Διάκο και Δυοβουνιώτη στις 10 Απριλίου στους Κομποτάδες της Λαμίας. "Απόφασις τοιαύτη κρίνεται βεβαίως και παράσπονδος και σκληρά λαμβανομένης όμως υπ´ όψιν της εποχής, ως και του ηθικού των Τούρκων, ωμολόγηται εξεναντίας έργον απολύτου ανάγκης". Ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Οσμάν μπέης, χάρη στη φιλική συμπεριφορά που επέδειξε, όντας γενικός διοικητής των Σαλώνων, κυρίως με την άρνηση του να δολοφονηθούν τα παιδιά των δημογερόντων που είχαν συλληφθεί ως αντίποινα κατά την αρχή της Επανάστασης.
Οι Έλληνες τον αντάλλαξαν με δύο δικά μας παλικάρια στα Γιάννενα. Όταν δεν είχε μείνει ούτε ένας Τούρκος πολεμιστής ζωντανός, ο Πανουργιάς έδωσε διαταγή ν´ ασφαλιστούν καλά τα πορτοπαράθυρα δύο σπιτιών και να συγκεντρωθούν εκεί οι τουρκικές οικογένειες για να γλιτώσουν -δήθεν- από ληστρική αρβανίτικη επιδρομή. Τα σπίτια πυρπολήθηκαν και τα γυναικόπαιδα των Τούρκων κάηκαν ζωντανά. Στοματική παράδοση αναφέρει πως στη συνοικία "Μάρμαρα", μεταξύ "Γκιριζιού" και "Μάντρας", ο Ταγκαλής έκαψε τα γυναικόπαιδα των Τούρκων στο σπίτι του Γιάννη Στουρνάρα. Οι γείτονες διηγούνταν ότι άκουγαν τις σπαρακτικές κραυγές των Τουρκισσών:
"Γιαλελή, Γιαλελή,
Μη μας καις Ταγκαλή...
Η κήρυξη της Επανάστασης στα Σάλωνα και το πάρσιμο του Κάστρου τους έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη του Αγώνα. Οι Έλληνες οπλίστηκαν με 600 όπλα και ανάλογα πολεμοφόδια, λάφυρα απ´ τους έγκλειστους. Ο Παπαηλιόπουλος ανέλαβε το ταμείο της επαναστατημένης επαρχίας, φροντίζοντας να βοηθήσει και τις γειτονικές περιοχές: Λιδωρίκι, Υπάτη, Καρπενήσι, Αταλάντη, Λιβαδειά. Οι ειδήσεις απλώνονταν σαν αστραπή. Στις 28 Μαρτίου 1821, ο Δήμος Σκαλτσάς, οπλαρχηγός Λιδωρικίου και Μαλανδρίνου, αμέσως μόλις έμαθε για την κατάληψη των Σαλώνων, συνεννοήθηκε με τον Αναγνώστη Λιδωρίκη, τον παπα Γιώργη Πολίτη και άλλους προεστούς των δύο επαρχιών και με 60 δικούς τους αρματολούς και όσους από τους χωρικούς μπορούσαν να φέρουν όπλα, ύψωσαν τη σημαία της ελευθερίας. Μετά την άλωση του Κάστρου, οι Σαλωνίτες οπλαρχηγοί τράπηκαν προς Βορρά. Ο Δυοβουνιώτης προέλασε προς τη Μενδενίτοα και το Τουρκοχώρι της Ελάτειας, κηρύσσοντας την Επανάσταση και κυριεύοντας το μεσαιωνικό κάστρο της Βοδονίτσας (18 Απριλίου 1821). Ο Πανουργιάς, μαζί με τον επίσκοπο Ησαΐα. προέλασαν, μέσω Γραβιάς, προς τη Μονή Δαμάστας και από κει στο χωρτό Μουοταφάμπεη (Ηράκλεια) το οποίο και κατέλαβαν στις 20 Απριλίου 1821. Η μεγάλη νίκη των Ελλήνων στα Βασιλικάστις 28 Αυγούστου του 1821, ήταν ανεπιφύλακτα συνέπεια της άλωσης του Κάστρου των Σαλώνων. Οι Γκούρας, Δυοβουνιώτης και Πανουργίας με τα ψυχωμένα παλικάρια τους συνέτριψαν στρατό δεκαπλάσιο των Τούρκων του Μπεϊράν πασά και ματαίωσαν κάθε ενδεχόμενο καθόδου τους στην Πελοπόννησο. Απελπισμένοι οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς για τη βοήθεια που περίμεναν και που ποτέ δεν θα ´φτανε, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Τα Σάλωνα έμειναν ελεύθερα ολόκληρο τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης- οι πρόκριτοι τους κυβερνούσαν χωρίς τη θέληση των μπέηδων και των πασάδων και οι όμορφες κοπέλες έβγαιναν να πάν´ στη βρύση για νερό χωρίς το φόβο να κλειστούν σε τουρκικά χαρέμια.
Η πρωτόγνωρη αυτή αίσθηση ελευθερίας έγινε μήνυμα ελπίδας για τον υπόδουλο Ελληνισμό και το Κάστρο των Σαλώνων, το πρώτο κάστρο που έπεφτε σε χέρια ελληνικά, απόρθητο σύμβολο της Επανάστασης που σαν άνεμος είχε αρχίσει να σαρώνει την τουρκική τυραννία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου